*
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
*
ΠΝΙΓΜΟΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ
Έλα μαζί μου να πνιγείς στο λευκό, μου φωνάζει ο έρωτας της γλάστρας. Μα πώς η λευκότητα ισοδυναμεί με τον ακραίο θάνατο; Πώς είναι δυνατόν να βυθιστώ στην ερωτική έκλαμψη και να χαθώ; Υπάρχουν στ’ αλήθεια και λευκά σκοτάδια;
Υπάρχουν, λέει ο έρωτας της γλάστρας. Όπως σε σκοτώνει το μαύρο, έτσι και το κραταιό λευκό σε ρουφάει και σ’ εξαφανίζει. Κι όπως το μπλάβο χρώμα σε ωθεί και σ’ αφανίζει στα λαγούμια του, έτσι και το υπερχειλίζον λευκό σε διαλύει με την αχαλίνωτη οξύτητά του.
Κι εγώ που αναζητώ στα χρόνια μου όλα την αγνότητα του λευκού, την απαράγραπτη λαμπρότητά του, την άφεση και τη συγχώρεση;
Δεν το κατάλαβες, μου λέει ο έρωτας της γλάστρας. Δεν είναι το ακραιφνές λευκό που αναζητάς, αλλά την ήρεμη φωτοσκίασή του.
*
*
ΗΛΙΟΦΩΣ
Για να το δεις και να το θαυμάσεις, πρέπει να σταθείς πάντα πίσω από ένα εμπόδιο, ώστε να σου μισοκρύβει τη θέα. Να μη σε χτυπάει κατάστηθα. Διαφορετικά τυφλώνεσαι για την αποκοτιά και την αλαζονεία σου. Είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα δεις κατάματα, αλλά μόνο πλαγίως. Το ηλιόφως, αίφνης. Και γι’ αυτό θεϊκό.
*
*
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΑΣΟ
Ένα πράσο ξέμεινε από τις μέρες του χειμώνα στον κήπο μου κι εκεί που δεν είχε τι να κάνει μόνο του κι αφού κανένας δεν το πείραζε, να κι αυτό, ψήλωσε και άνθισε. Πάντα το άνθισμα, το κάθε άνθισμα, θέλει κι ένα ύψος. Κι αυτό είναι το μέγιστο μάθημα που μας δίνει: ότι δηλαδή η κάθε άνθιση επιτυγχάνεται μόνο στο πρέπον ύψος της και ότι (ίσως) με τον τρόπο αυτό δεν πάει χαμένη κι η μοναχική ζωή μας.
*
*
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΕΝΟ ΦΩΣ
Έχω νιώσει πολλές φορές την αίσθηση ότι κάποιες λέξεις έχουν μέσα τους συσσωρευμένο φως και ξαφνικά, όταν χτυπούν στα τύμπανα της ακοής μας, ακτινοβολούν και σκορπούν ένα ρίγος μέσα και γύρω μας. Οι αιτίες είναι ποικίλες και είναι ανάλογες με τις συγκινήσεις της κάθε στιγμής. Όπως τότε. Ένα καλοκαίρι που, αφήνοντας πίσω τη Χειμάρρα, ανέβαινα ένα δυσπρόσιτο βουνό για να φτάσω στην Αυλώνα. Η Αδριατική έχασκε αριστερά μου και η όλη ανάβαση ήταν σκέτος τρόμος. Στην κορυφή, στον λεγόμενο αυχένα του Λογαρά, σταμάτησα για μια ανάσα. Σ’ ένα στέκι του δρόμου ρώτησα πώς λέγεται αυτό το βουνό. «Λογαράς» μου απάντησαν κάποιες φωνές. Και μια άλλη φωνή, σχεδόν ψιθυριστή στ’ αυτιά μου, μου το διόρθωσε: «Ακροκεραύνεια»! Δεν ξέρω γιατί, αλλά έλαμψα φανερά, κλαίγοντας μυστικά από μέσα μου.
*
*
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Πάνω από την ακύμαντη πεδιάδα στέκεται πλήρης μια ναρκωμένη σελήνη. Ούτε μια φωνή ανθρώπου ή ζώου δεν περνάει ανάμεσα στα χωράφια και τα χαμηλόκλαδα δέντρα. Κι εγώ μονήρης και σιωπηλός την ατενίζω και συνδιαλέγομαι μυστικά μαζί της. Και μέσα στη γενική θαμπάδα τής απευθύνομαι με τα παραληρηματικά λόγια του Ρώμου Φιλύρα:
Ω, εσύ, «πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι, σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί που αργάζει, χρυσή, φεγγόρροη στεφάνη, προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία, νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα, κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία, έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη σα μετέωρο θέλγητρο» κι ύστερα οι ανακαλούμενοι στίχοι χάνονται μέσα σ’ αυτή τη μεταφυσική νέκρα που απλώνεται παντού.
Ψάχνω τότε να βρω τον μικρότατο άνεμο, τον ανεπαίσθητο, αυτόν που μόλις τον καταλαβαίνεις, μόλις που τον νιώθεις στα βλέφαρά σου. Αυτόν που τον βλέπεις στα χορταράκια που αναμερίζουν, στις κορυφές των φυτών, στα μαλλιά, στα χέρια που τρέμουν. Είναι αυτός ο άνεμος που περνάει σύρριζα στο χώμα και κουβαλάει χωνεμένες φωνές. Τον ψάχνω εναγωνίως για να του παραδοθώ, μα δεν τον βρίσκω.
Μήπως απόψε θα πεθάνουμε όλοι;
*
~.~
ΤΟ ΑΓΡΙΟΧΟΡΤΟ
Όχι δεν είναι δαντέλα ή σεμέν. Είναι το άνθος ενός ταπεινού αγριόχορτου, που όταν ανθίζει μιμείται τα εργόχειρα με το βελονάκι. Ταπεινό, παρά τον ακαταμέτρητο πληθυσμό του μέσα στους αγρούς, γνωρίζει να μένει στην άκρη και να εννοεί την παρουσία του ως εντελώς αδιάκριτη. Τι φταίει και παραμένει ασήμαντο και μάλιστα μέσα σε μια πλήρη ανυποληψία; Ίσως το ότι δεν τρώγεται. Ίσως επειδή δεν το θέλουν οι κήποι και θεωρείται ζιζάνιο. Κανείς δεν το επιθυμεί, κανείς δεν το προσέχει, κανείς δεν το συναναστρέφεται και δεν το αναφέρει σε οποιαδήποτε συζήτηση. Όμως εγώ το πρόσεξα. Και ψάχνοντας εδώ κι εκεί, είδα πως είναι το λεγόμενο αγριοκαρότο ή δαυκί. Αλλά και πάλι δεν έχει σημασία. Πάλι παρακατιανό είναι. Αν το αναφέρω εδώ, το κάνω επειδή συμβολίζει το δράμα κάποιων μοναχικών ανθρώπων που χάνονται μέσα στην απεγνωσμένη ιδιαιτερότητά τους. Στην ατελέσφορη προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν σε κάτι και κάπως να φανούν. Επειδή ό,τι και να κάνουν, όπως και να το κάνουν, στο τέλος παραμένουν ασήμαντοι, δηλαδή αθέατοι.
*
Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ





