*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Μόλις έχει ακουστεί το «Χριστός ανέστη» από τα μεγάφωνα περιμετρικά της εκκλησίας και οι καμπάνες χτυπάνε σαν τρελές με έναν ρυθμό που στα οκτάχρονα αυτιά του μοιάζει χαρούμενος, αλλά με ένα αίσθημα κατεπείγοντος. Σαν να γίνεται γάμος, να είναι η ώρα για αυτή την κακόγουστη συνήθεια της φασαριόζικης αυτοκινητοπομπής μέσα στα στενά της πόλης, αλλά οι νεόνυμφοι να έχουν αποφασίσει να νοικιάσουν ένα στόλο ασθενοφόρων και όλα μαζί να τρέχουν το ένα πίσω από το άλλο με τις σειρήνες τους να αναγγέλλουν το χαρμόσυνο. Δεν τον απασχολούν για πολύ όμως οι καμπάνες. Φευγαλέα μόνο αναρωτιέται ποιος να τις χτυπάει για να του έρθει στο μυαλό ο καμπούρης Κουασιμόδος που διάβασε σε ένα παιδικό του βιβλίο το μεσημέρι και να ικανοποιήσει εν μέρει την περιέργειά του. Ο αέρας δεξιά και αριστερά του δρόμου έχει γεμίσει με κόκκινες και πορτοκαλί πυγολαμπίδες. Πετάνε για δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα για να διαλυθούν μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο σε δεκάδες, εκατοντάδες ακόμα πιο μικρά και βραχύβια σταγονίδια φωτός. Ο μεγάλος ξάδερφός του δεν τα λέει ποτέ δυναμιτάκια ή πυροτεχνήματα. Για αυτόν είναι μόνο «γουρούνες». Του τις έδειξε το μεσημέρι στο τραπέζι, αλλά δεν τον άφησε να τις αγγίξει. «Είσαι μικρός ακόμα». Τώρα στο σκοτάδι, που βλέπει μόνο τη φωτιά από το φιτίλι, του φαίνονται σαν ζωντανά πλάσματα, σαν τζιτζίκια που περίμεναν για δεκαεπτά χρόνια στο έδαφος για να βγουν και να αναλωθούν σε δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η ζωή τους. Είναι δυνατό; Κι όμως, έτσι πρέπει να είναι. Στον απογευματινό καφέ, την ώρα που άνοιγε το ντουλάπι για να βρει λίγη ζάχαρη που του ζήτησε ο θείος του, είδε μια νεκρή πεταλούδα λιωμένη από την πόρτα του ντουλαπιού. Βιολόγος ο θείος του, έσπευσε να τον ενημερώσει. (περισσότερα…)
