Ντόναλντ Τζάστις – Ρόμπερτ Μπλάυ: Ἕνα παντούμ, ἕνα γκαζάλ

 

Μετάφραση καί σχολιασμός ἀπό τήν ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΖΑΣΤΙΣ

Παντούμ της Μεγάλης Ύφεσης 

Οἱ ζωές μας ἀπέφυγαν τό τραγικό.
Ἁπλῶς προχωρώντας καί προχωρώντας,
Δίχως σκοπό, καί δίχως νόημα φανερό.
Ὤ, ὑπῆρξαν θύελλες, μικρές καταστροφές.

Ἁπλῶς προχωρώντας καί προχωρώντας
Τά κουτσοκαταφέρναμε. Καμιά ἀνάγκη γιά τό ἡρωϊκό.
Ὤ, ὑπῆρξαν θύελλες, κάποιες καταστροφές.
Δέν θυμᾶμαι ὅλες τίς μικρολεπτομέρειες.

Τά κουτσοκαταφέρναμε. Καμιά ἀνάγκη γιά ἡρωϊσμό.
Συνηθισμένες οἱ γιορτές, συνηθισμένος πόνος.
Δέν θυμᾶμαι ὅλες τίς λεπτομέρειες.
Πέρ’ ἀπ’ τόν φράχτη, οἱ γείτονες ἦσαν δικός μας χορός.

Μέ τίς γιορτές μας τίς συνηθισμένες, τούς ἴδιους πόνους.
Δόξα τῶ θεῶ, κανείς ποτέ δέν εἶπε τίποτα σέ στίχους.
Οἱ γείτονες ἦσαν ὁ μόνος μας χορός,
Κι ἄν ὑποφέραμε, λέξη δέ λέγαμε γι’αὐτό.

Κανείς καμιά φορά δέν εἶπε τίποτα σέ στίχους.
Συνηθισμένα ἐκεῖνα πού οἰκτιραμε, οἱ φόβοι πού μᾶς τρῶγαν.
Κι ἄν ὑποφέραμε, λέξη δέ λέγαμε γι’αὐτό.
Σέ ἀκροατήριο ποτέ κανένα ἱστορικό μας ἀκουστό.

Συνηθισμένα ἐκεῖνα πού οἰκτίραμε, οἱ φόβοι πού μᾶς τρῶγαν.
Στίς πόρτες συναζόμασταν· πρόβαλλε τό φεγγάρι· ἤμασταν φτωχοί.
Ποιό ἀκρόατήριο θά μάθαινε ποτέ τό ἱστορικό μας;
Ἔλαμπε πέρα ἀληθινός ὁ κόσμος, ἔξω ἀπ’ τό παράθυρό μας

Στίς ξώθυρες μαζί· πρόβαλλε τό φεγγάρι· ἤμασταν φτωχοί.
Περνοῦσε ὁ χρόνος, κι ἄλογα τόν ἔσερναν ἀργά.
Πέρα μακριά ἀπ’ τό παράθυρό μας ἔλαμπε ὁ κόσμος.
Ἡ Μεγάλη Ὕφεση εἶχε τρυπώσει στήν ψυχή σάν καταχνιά.

Κι ὁ χρόνος πέρασε, συρμένος ἀπό ἄλογα ἀργά.
Ποιό ἦτανε τό τέλος δέν γνωρίσαμε, ἐμεῖς οἱ θεατές.
Μεγάλη Ὕφεση, εἶχε τρυπώσει στήν ψυχή σάν καταχνιά.
Εἴχαμε τά ψεγάδια μας, ἴσως καί μερικές δικές μας ἀρετές.

Ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποιό τό τέλος δέν γνωρίσαμε.
Ἄνθρωποι σάν κι ἐμᾶς προβαίνουν γενικῶς.
Ἔχουμε τά ψεγάδιά μας, ἴσως καί μερικές δικές μας ἀρετές .
Ἄν ἀποφεύγουμε τήν τραγωδία, θέμα τύχης ἁπλῶς.
Μηχανορραφία δέν βρίσκεται καμιά σ’ αὐτό· εἶναι ἀπό ποίηση ἀδειανό.

~.~

~.~

ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΛΑΫ

Βγάζοντας φτερά
( γκαζάλ )

Ὅλα καλά ἄν ὁ Σεζάν ἐπιμένει νά ζωγραφίζει τόν ἴδιο πίνακα.
Ὅλα καλά ἄν ὁ χυμός ἔχει στό στόμα μας γεύση πικρή.
Ὅλα καλά ἄν ὁ γέρος σέρνει τό ἕνα του ἄχρηστο πόδι.

Τό μῆλο στό Δέντρο τοῦ Παραδείσου κρέμετ’ ἐκεῖ γιά μῆνες.
Ἐμεῖς περιμένουμε χρόνια καί χρόνια στό χεῖλος τῶν καταρρακτῶν·
Τό γκριζογάλανο βουνό συνεχίζει νά ὑψώνεται κάτω ἀπό τά μαῦρα δέντρα.

Ὅλα καλά κι ἄν θά νιώθω τόν ἴδιο πόνο ὥσπου νά πεθάνω.
Κερδισμένος πόνος τρέφει περισσότερο
Ἀπό χαρά γιατί κερδίσαμε τό λαχεῖο χτές βράδυ.

Ὅλα καλά ἄν ἡ φωλιά τῆς πέρδικας γεμίζει χιόνι.
Γιατί νά παραπονεῖται ὁ κυνηγός γιά τόν ἄδειο του σάκο
Τό σούρουπο; Σημαίνει πώς τό πουλί θά ζήσει ἄλλη μιά νύχτα.

Ὅλα καλά ἄν παραδώσουμε ὅλα τά κλειδιά μας ἀπόψε.
Ὅλα καλά, ἄν παραιτηθοῦμε ἀπό τήν λαχτάρα μας γιά τήν ἕλικα τοῦ γαλαξία.
Ὅλα καλά ἄν ἡ βάρκα πού ἀγαπᾶμε δέν φτάσει ποτέ σέ ἀκτή.

Ἄν ἤδη βρισκόμαστε τόσο κοντά στόν θάνατο, πρός τί νά παραπονιόμαστε;
Ρόμπερτ, ἔχεις σκαρφαλώσει τόσα δέντρα γιά νά φτάσεις τίς φωλιές.
Ὅλα καλά ἄν ἀνοίξεις τά φτερά σου κατά κάτω.

~.~

~.~

Γιατί αὐτά τά δύο ποιήματα μαζί σήμερα

Διάλεξα νά βάλω μαζί τά δύο ποιήματα γιά τούς ἑξῆς λόγους: α) Ἐμφανίζουν μιά συμπληρωματικότητα μεταξύ τους. β) Οἱ δύο ποιητές εἶναι ἐξ ἴσου ρεαλιστές· στήν παιδική τους ἡλικία, ἀμφότεροι ἔζησαν τήν ἀτμόσφαιρα ἀπειλῆς ἐξ αἰτίας τοῦ οἰκονομικοῦ κράχ τό 1930. γ) Παρουσιάζουν τάσεις ἐμφανεῖς καί σήμερα, τόσο στήν τέχνη ὅσο καί στήν ζωή πού τροφοδοτεῖ τήν τέχνη. Ὁ Justice προτιμᾶ νά ἀποφεύγει τίς δραματοποιήσεις ἐπιτρέποντας, μέσα ἀπό τήν μελαγχολική παρατηρητικότητά του, νά γλιστρᾶ μιά χαμηλόφωνη εἰρωνεία. Ὁ Bly διαλέγει ξεκάθαρα τήν ἀποδοχή, ἀνοιχτός σ’ ὅσα κρύβονται πέρα ἀπό τά φαινόμενα. Ἀνεξαρτήτως τοῦ βαθμοῦ σκληρότητάς τους, κατευθύνει τήν ἀπαντοχή του πρός τό ἀθέατο ἀλλά θεμελιωδῶς Καλό, μιᾶς πολύ μεγαλύτερης Εἰκόνας πού διακρίνει. δ) Οἱ φωνές αὐτές δέν μᾶς εἶναι ξένες, ἀντιθέτως ἀκούγονται οἰκεῖες καθώς κι ἐμεῖς τώρα αἰσθανόμαστε τίς ἀπειλές πού πυκνώνουν σέ ὅλο τόν πλανήτη καί ἀφοροῦν σ’ ὅλοκληρο τόν πλανήτη. Τό πιό οὐσιαστικό γιά μᾶς σήμερα εἶναι πώς: τόσο ὁ γιός τοῦ πλανόδιου μαραγκοῦ, ὅσο καί ὁ γιός τοῦ ἀλκοολικοῦ ἀγρότη, ὑπερασπίσθηκαν σ’ ὁλόκληρη τή ζωή τους τήν διαφύλαξη τῆς εὐαισθησίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ξεχώρισα καί παραθέτω μερικά βιογραφικά και χαρακτηριστικά στοιχεῖα τοῦ καθένα τους, τά ὁποῖα θεώρησα οὐσιώδη:

Ὁ διακεκριμένος Ἀμερικανός ποιητής Donald Justice γεννήθηκε στίς 12 Αὐγούστου τοῦ 1925 στό Μαϊάμι ὅπου καί μεγάλωσε. Γιός ἑνός πλανόδιου ξυλουργοῦ, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου μικρός. Σπούδασε σύνθεση στό πανεπιστήμιο, καί μετά τήν ἀποφοίτησή του πῆρε πτυχίο Ἀγγλικῆς Λογοτεχνίας τό 1945 ἀπό τό Στάνφορντ τῆς Βόρειας Καρολίνας καί τό πανεπιστήμιο τῆς Ἄιοβας, ὅπου καί ὁλοκληρωσε τό διδακτορικό του τήν ἴδια χρονιά μέ τόν Robert Bly, καί ὅπου δίδαξε σέ διάφορα κολλέγια καί πανεπιστήμια. Ἐκτός ἀπό ἐξαιρετικός μουσικός ἀλλά καί ζωγράφος, στάθηκε λαμπρός δάσκαλος. Διέπρεψε ἐξ ἴσου στήν παραδοσιακή ποιητική φόρμα ὅσο καί σέ πειραματικά σχήματα. Ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε τίς ἐπαναληπτικές δομές. Ἕνας ἀπό τούς πιό φίνους Ἀμερικανούς ποιητές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἀνακηρύχθηκε Poet Laureate τοῦ 2003. Ἡ ὑγεία του ὅμως εἶχε ἀρχίσει νά φθίνει καί τελεύτησε στίς 6 Αὐγούστου τοῦ 2004, στήν Ἄιοβα. Τόνιζε πως κίνητρο γιά τίς περισσότερες τέχνες, ἄν ὄχι γιά ὅλες, εἶναι νά διατηροῦν ὡς ἀξιομνημόνευτο ὅ,τι εἶναι ἀξιομνημόνευτο. Ἀφομοίωνε τόσο καλά τίς ἐπιρροές πού δεχόταν, ὥς τό σημεῖο νά σβήνουν ἐντελῶς. Ἦταν χαρισματικός στό νά συμπυκνώνει, νά φιλτράρει καί νά ὀργανώνει ὁλόκληρες ἱστορίες στά ποιήματά του, ὅπου δοξάζεται ἡ Μνημοσύνη. Αὐτή ἦταν ἡ μήτρα τῆς μούσας του, πού τόν παρακινοῦσε νά ἀνακαλεῖ τήν χαμένη Φλόριντα τῶν χρόνων τῆς Μεγάλης Ὕφεσης. Ἴσως ὁ πιό κοντινός του λογοτεχνικός συγγενής δέν εἶναι κάποιος ποιητής, ἀλλά μιά πεζογράφος-διηγηματογράφος κυρίως, πού κι αὐτή ζοῦσε τόν πρῶτο καιρό τοῦ Εἰκοστοῦ στόν Νότο – ἡ Eudora Welty. Ὥς τό τέλος ἔμεινε πιστός στήν μεταμόρφωση τῆς παραδοσιακῆς φόρμας.

Ὁ Robert Bly πάλι, πού γεννήθηκε στίς 23 Δεκεμβρίου τοῦ 1926 ἀπό γονεῖς Νορβηγικῆς καταγωγῆς, καί μεγάλωσε στήν ἀγροτική Μιννεσότα, ἄλλαξε πολλές φορές τήν ποιητική του κατεύθυνση καί φόρμα. Ἀρχικά καί γιά ἀρκετά χρόνια ἀκολουθοῦσε τόν ἴαμβο καί στρεφόταν πρός τήν φύση. Τό 1967 μέ τήν συλλογή του Τό φῶς γύρω ἀπό τό σῶμα, τιμήθηκε μέ τό Ἐθνικό Βραβεῖο Βιβλίου. Γιά τό βιβλίο γράφτηκε πώς ὁ ἀναγνώστης νιώθει ὅτι ὁ ποιητής χρησιμοποιεῖ τίς συγκεκριμένες λέξεις δίνοντάς τους ἕνα πολύ εὐρύτερο, μυστηριακό καί μυθικό περιεχόμενο ἀπό ὅσα φανερώνουν οἱ ἴδιες. Ἀπό τό 1960 ἡ θεματολογία του εἶχε μετακινηθεῖ πρός τό ἐθνικό πένθος. Τότε ὑπῆρξε θερμός ἀκτιβιστής, ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου στό Βιετνάμ, τίς ταραχώδεις ἀντιπολεμικές διαμαρτυρίες, ὅπως καί τίς ἀνάλογες γιά τά δικαιώματα τῶν πολιτῶν. Ἐκείνη τήν περίοδο ἔγραψε καί τά πλέον συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματα του, γιατί, ὅπως εἶπε, μπόρεσε νά ἀναγνωρίσει τήν ὀργή πού ἔνιωθε ἀπό παιδί ἀλλά τήν κατέπνιγε, ἐπειδή ζοῦσε ἀνάμεσα στούς στωϊκούς ἀγρότες τῆς δυτικῆς Μιννεσότας, ὅπου κανείς δέν μιλοῦσε γιά τόν ἀλκοολικό του πατέρα,πού προερχόταν ἀπό ἀλκοολική οἰκογένεια ἐπίσης. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ἀργότερα προχώρησε στήν μελέτη καί στήν διοργάνωση ἐργαστηρίων γιά τήν αὔξηση τῆς εὐαισθησίας τῶν ἀνδρῶν· ἔγινε ἔτσι παγκόσμια γνωστός, ἀλλά θεωρεῖται πώς ἔβλαψε τήν φήμη του ὡς ποιητῆ. Ἐκεῖνος ὅμως συνέχισε νά γράφει, δίνοντας μεγάλο βάρος στόν παράγοντα Εὐαισθησία, μέσα ἀπό τήν ὀπτική τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί τήν ἀντίληψη τοῦ ἀκαριαίου τῆς Ζέν. Εἰπώθηκε ἐπίσης πώς ὁ Βly εἶναι διαπαντός συνδεδεμένος μέ τήν ὀργάνωση τῆς μουσικῆς τῆς ἀγγλικῆς γλωσσας κατά τόν τρόπο πού ὁρίζεται ὡς ἡ Βαθύτερη Εἰκόνα. Δηλαδή ἡ ποίησή του συνδέεται μέ εἰκόνες ψυχικῆς καί πολιτισμικῆς δύναμης, ἀνακαλούμενες ἐκ βαθέων καί ἀνακαλώντας παρόμοιες εἰκόνες στόν ἀναγνώστη. Τίμησε τήν καταγωγή του, μεταφράζοντας ἀφανεῖς ὥς τότε Νορβηγούς, σάν τόν Olav Hauge, καί, μ’ αὐτή τήν προσφορά, διεύρυνε τούς ὁρίζοντες τῆς γραφῆς του.Ὅπως ὁ Donald Justice καλλιέργησε τήν ἐπαναληπτικότητα τῶν παντούμ, ἔτσι καί ὁ Βly γοητεύθηκε ἀπό τά γκαζάλ. Ἀπό τό 2012, ὁπότε τόν ἔπληξε τό ἀλτσχάϊμερ, ὥς σήμερα ἔχει περιέλθει σέ σιωπή.

Οἱ δύο αὐτές μεταφράσεις ἀφιερώνονται στήν πεζογράφο Μαρία Πάλλα γιά τήν ἐποικοδομητική κουβέντα πού εἴχαμε πάνω σ’ αὐτά τά ποιήματα καί γιά τήν ἐνθάρρυνσή της στό ἐγχείρημα.

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ὁ πρῶτος πίνακας εἶναι τοῦ Christen Dalsgaard, Mαραγκούδικο.
Ὀ δεύτερος τοῦ Stanley Spencer, Ἡ Γέφυρα (1920)
Ὁ τρίτος τοῦ William Henry Hunt, Φωλιά καί Πρίμουλα (δεκαετία του 1840).