*
Συνέχεια από το πρώτο μέρος
~.~
Η Χαν Κανγκ γεννήθηκε στο Γκουάντζου της Νότιας Κορέας και μετακόμισε στη Σεούλ στα δέκα της έτη όπου και σήμερα ζει. Σπούδασε κορεάτικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Γιόνσεϊ. Έχει βραβευτεί για τη γραφή της τόσο στην Κορέα όσο και διεθνώς: το μυθιστόρημά της Η Χορτοφάγος, το πρώτο της που μεταφράστηκε στα αγγλικά (από την Ντέμπορα Σμιθ), κέρδισε το Man Booker International Prize το 2016. Το διήγημα «Οι Καρποί της Γυναίκας μου» αποτέλεσε πρόδρομο της Χορτοφάγου. Άλλα έργα της: Έργα ανθρώπων, 2016, Το Λευκό Βιβλίο, 2017. Στις 10 Οκτωβρίου 2024, ανακοινώθηκε ότι τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Μετάφραση από τα αγγλικά (βασισμένη στη μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ): Μαρία Σ. Μπλάνα
~.~
5
Σταδιακά, η γυναίκα μου έπαψε να μιλά. Δεν μίλαγε εκτός αν της μιλούσα, ακόμα και τότε όμως η μόνη απάντησή της ήταν ένα νεύμα ή μια χειρονομία. Όταν ύψωνα τη φωνή μου απαιτώντας μία απάντηση, εκείνη κοίταζε στο υπερπέραν, με την υπεκφυγή ζωγραφισμένη στο βλέμμα της. Ήταν πια εμφανής η διαρκής επιδείνωση στην όψη της, ακόμα και στο χλωμό φως της λάμπας φθορίου.
Δεδομένου ότι ο γιατρός δεν είχε βρει τίποτα παθολογικό, εκτός ίσως από κάποια φυσιολογική διαταραχή στο πεπτικό σύστημα της γυναίκας μου, άρχισα να πιστεύω πως αιτία του προβλήματος ήταν κάτι πιο απλό, κάτι που ίσως η γυναίκα μου αποζητούσε. Τι στο καλό όμως μπορούσε να λαχταρά τόσο;
Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν τα πιο γαλήνια, τα πιο ήρεμα της ζωής μου. Η δουλειά μου δεν ήταν τόσο επίπονη, είχα την τύχη να έχω έναν σπιτονοικοκύρη που δεν μου έκανε ούτε μια φορά αύξηση στο νοίκι, είχα σχεδόν αποπληρώσει το δάνειο για το νέο διαμέρισμα, και είχα μια γυναίκα που μπορεί να μην ήταν εκθαμβωτικά ελκυστική, μα είχε όλα όσα ήθελα σ’ έναν σύντροφο. Ένιωθα την ευχαρίστηση να ρέει σαν ζεστό νερό μέσα σε βαθιά, ξέχειλη μπανιέρα, αναζωογονώντας το εξαντλημένο σώμα μου.
Τι πρόβλημα είχε λοιπόν η γυναίκα μου; Αν στ’ αλήθεια λαχταρούσε κάτι, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς αυτό ήταν τόσο σοβαρό ώστε να μετατραπεί σε μια ψυχογενή ασθένεια. Κάθε φορά που αναρωτιόμουν για το αν η γυναίκα αυτή είχε το δικαίωμα να μου προξενεί τόση μοναξιά, ένιωθα λες κι όλη μου η ύπαρξη πλημμύριζε μ’ απέραντη απέχθεια, κι αυτό το αίσθημα με απομόνωνε, σαν ένα στρώμα σκόνης που είχε κατακάτσει πάνω μου.
Το πρωί της επόμενης Κυριακής, μια μέρα προτού φύγω για ένα επταήμερο επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, παρατήρησα τη γυναίκα μου καθώς άπλωνε τη μπουγάδα στο μπαλκόνι. Οι μελανιές κάλυπταν πλέον τόσο πολύ τα χέρια της που τα λευκά μέρη στο δέρμα της φαινόντουσαν σαν ένα αρνητικό φωτογραφίας: σα να ‘ταν αυτά οι μελανιές, μικρές λευκές κηλίδες εδώ κι εκεί ανάμεσα σ’ όλο αυτό το μπλαβί. Κράτησα την ανάσα μου. Μπήκα μπροστά της, καθώς μετέφερε το άδειο καλάθι της μπουγάδας πίσω στο σαλόνι, και της ζήτησα να βγάλει τα ρούχα της. Αντιστάθηκε, μα της έβγαλα το μπλουζάκι της, αποκαλύπτοντας έναν ώμο βαμμένο σε βαθύ, θαμπό μπλε.
Πισωπάτησα παραπατώντας και κοίταξα το σώμα της. Οι άλλοτε πυκνές τρίχες στις μασχάλες της είχαν σχεδόν όλες πέσει, ενώ το χρώμα είχε ξεφτίσει από τις καφετιές της ρώγες, άλλοτε μαλακές και τρυφερές.
«Δεν πάει άλλο. Θα τηλεφωνήσω στη μητέρα σου». (περισσότερα…)
