Μια ολότελα δυσφημισμένη αρετή

του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ

Βασιλική Πέτσα
Το δέντρο της υπακοής
Πόλις 2018

Το βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα Το δέντρο της υπακοής συγκροτείται από τη συνύφανση έξι ιστοριών, κάποιων που στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα (με προφανή μυθοπλαστική επεξεργασία), και κάποιων άλλων επινοημένων.

Αφού ιχνογραφήσουμε, όσο πιο αδρά γίνεται, το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών θα υποστηρίξουμε ότι το βιβλίο συνιστά για τη συγγραφέα ένα τριπλό τόλμημα: α) από τη νουβέλα και το διήγημα, τα οποία υπηρέτησε ως τώρα, περνά πλέον στο μυθιστόρημα, β) από τον κόσμο της εντοπιότητας που χαρακτήριζε τα προηγούμενα έργα της, ανοίγεται τώρα στην παγκοσμιοποιημένη οικουμένη, γ) στην αποτυχία της εκκοσμικευμένης ουτοπίας (η οποία στο βιβλίο παρουσιάζεται με την αρχετυπική μορφή της Οκτωβριανής Επανάστασης) αντιπαρατάσσει την πιστότητα στην ουράνια ουτοπία, κατά τρόπο, αν μη τι άλλο, τολμηρό για την μεταπολεμική και, ακόμη περισσότερο, την μεταπολιτευτική μας πεζογραφία.

Τα κεφάλαια του βιβλίου με τον τίτλο Φάτιμα περιγράφουν τα θαυμαστά γεγονότα των εμφανίσεων της Παναγίας σε τρία ανήλικα βοσκόπουλα στην Πορτογαλία του 1917 (έτος επίσης της Οκτωβριανής Επανάστασης). Οι εμφανίσεις θα συνοδευτούν από την αποκάλυψη τριών μυστικών που δεν θα πρέπει να αποκαλυφθούν παρά μόνο εν χρόνω. Όμως ο χρόνος δεν θα υπάρξει γενναιόδωρος για τα δυο από τα τρία παιδιά. Ο Φρανσίσκο και η Ζασίντα θα πεθάνουν, το 1919 και το 1920 αντίστοιχα, από την επιδημία γρίπης που θα σαρώσει τον κόσμο. Θα επιζήσει μονάχα η Λουσία, για να γίνει αργότερα μοναχή του τάγματος των Καρμελιτών. Σ’ αυτήν θα δοθεί ο χρόνος για να δει τη Φάτιμα να γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια προσκυνήματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τα δυο ξαδέλφια της να ανακηρύσσονται άγιοι, αρχικά το 2000 και οριστικά το 2017.

Η ιστορία με τον τίτλο Λιουμπόβ Ορλόβα είναι διπλή. Αφενός, μας προσφέρει σκηνές από τη ζωή και τις διανοητικές περιπέτειες της μεγάλης σταρ του σοβιετικού κινηματογράφου Λιουμπόβ Ορλόβα και, αφετέρου, μας περιγράφει την τύχη του πλοίου που φέρει το όνομα της προβεβλημένης από το σοβιετικό καθεστώς ηθοποιού. Το πλοίο θα ξεκινήσει ως κρουαζερορόπλοιο πολυτελείας για την κυβερνώσα ελίτ για να καταλήξει, χρόνια μετά, ρυμουλκούμενο προορισμένο να μετατραπεί σε μετάλλευμα και, εντέλει, ακυβέρνητο κουφάρι, χαμένο από κάθε προσπάθεια εντοπισμού, πέρα από κάθε νομική και χωρική δικαιοδοσία, με μοναδικούς εικαζόμενους επιβάτες μια φυλή αρουραίων που επιβιώνουν τρώγοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου.

Η ιστορία με τον τίτλο Κιβωτός περιγράφει το περιπετειώδες ταξίδι ενός Αμερικανού προτεστάντη, του Ει Τζ. Σμιθ, κατά τη δεκαετία του 1930, ο οποίος αφού έχει ζήσει την τραυματική εμπειρία μιας αποτυχημένης ιεραποστολικής προσπάθειας στην Κίνα, νιώθει να αναζωπυρώνεται μέσα του η κλήση για μια άνωθεν υποδειγμένη περιπέτεια που καταλήγει να λάβει τη μορφή ιερής πείνας. Στόχος του η ανακάλυψη της χαμένης κιβωτού του Νώε κάπου στο όρος Αραράτ σύμφωνα με την αμφιλεγόμενη μαρτυρία ενός αυτόχθονα αυτόπτη μάρτυρα.

Η ιστορία με τον τίτλο Λυκόβ μάς παρουσιάζει τη ζωή μιας οικογένειας Ρώσων Παλαιόπιστων, οι οποίοι νιώθοντας καυτό το χνώτο της ιστορίας στο σβέρκο τους αποδημούν, ακούγοντας ως νέοι Αβραάμ την ίδια φωνή από το μακρινό παρελθόν: ύπαγε εις γην ην αν σοι δείξω. Εκεί, στα ενδότερα της Σιβηρίας, μακριά από κάθε μοχθηρή ματιά του άθεου πια καθεστώτος, το οποίο επιχειρεί να ανατρέψει ιεραρχίες δοσμένες, όπως οι Λυκόβ πιστεύουν, από καταβολής κόσμου, θα ζήσουν μια ασκητική ζωή επιβίωσης και υπακοής στο θεϊκό θέλημα. Οι Λυκόβ θα ακολουθήσουν την επιταγή της Θείας Λειτουργίας, άνω σχώμεν τας καρδίας, αντιθέτως με αυτούς που, σαν τον Άγγελο της Ιστορίας του Μπένγιαμιν, θα προτιμήσουν να έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, κινδυνεύοντας έτσι ανά πάσα στιγμή να καταλήξουν απολιθώματα,, όπως η γυναίκα του Λωτ, μιας ιστορίας που τους ξεπερνά, τους καταπίνει και, εν τέλει, τους ξερνά.

Η ιστορία με τον τίτλο Αράλη μας προσφέρει κάποιους διαφορετικούς, αλλά εξίσου απρόσμενους, καρπούς της εκκοσμικευμένης ουτοπίας. Μια τεράστια γεωγραφική περιοχή διαβρωμένη, ερημοποιημένη, από την απόπειρα της εκτεχνικευμένης ουτοπίας να μεταβάλει τις περιβαλλοντικές συνθήκες με στόχο την άνοδο της παραγωγής και την οικονομική υπερανάπτυξη, αλλά με ορατή κατάληξη το χάος. Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, ένα μικρό παιδί επιχειρεί να διαφύγει από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα μέσω της υπεραναπλήρωσης. Ονειρεύεται τη φυγή στο διάστημα ως λαμπρός αστροναύτης σε μια εποχή όπου ο ανταγωνισμός καπιταλιστικής Δύσης και σοσιαλιστικής Ανατολής για την κατάκτησή του βρισκόταν σε παροξυσμό.

Τέλος η ιστορία που ανοίγει και κλείνει το βιβλίο και φέρει τον τίτλο Πατέρας μάς δίνει, υπό τη μορφή ενός προσκυνηματικού road movie, την πορεία του Πόρικ, που ξεκινά από την Ιρλανδία, κρυφά από τη γυναίκα του και έχοντας πάρει μαζί του το νήπιο τέκνο τους, για να φτάσει στο άλλο μεγάλο, δίπλα στη Φάτιμα, προσκύνημα του Ρωμαιοκαθολικισμού, τον άγιο Ιάκωβο στην Κομποστέλλα της Ισπανίας. Ο ήρωας, έχοντας διαβεί, τουλάχιστον στα μάτια των άλλων, το κατώφλι της ψυχικής νόσου, θα εγκλεισθεί τελικά σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να περιμένει εκεί, εν υπακοή και υπομονή, την ημέρα που θα μπορέσει και πάλι να συναντήσει την οικογένειά του.

Ι

Το άνοιγμα της Βασιλικής Πέτσα στη φόρμα του μυθιστορήματος μετά από τρία βιβλία μικρής φόρμας, μια νουβέλα και δυο συλλογές διηγημάτων, τα οποία αποτιμήθηκαν θετικά από τη λογοτεχνική κριτική, ανεβάζει τον πήχη των προσδοκιών και των απαιτήσεων.1 Πόσο μάλλον όταν η απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος επιχειρείται σε μια εποχή στην οποία έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση σχετικά με το αν υπήρξε ποτέ ελληνικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα στα μεγάλα έργα του παγκόσμιου κανόνα.

Οι έξι ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο θέτουν ήδη μια πρώτη ένσταση στον ισχυρισμό μας. Πρόκειται όντως για μυθιστόρημα, έστω σπονδυλωτό, ή μήπως έχουμε μια μεταμφιεσμένη συλλογή διηγημάτων, όπου κάθε ιστορία διαχωρισμένη όπως είναι σε μικρότερα μέρη (από δυο έως τέσσερα η κάθε μια) και εξελισσόμενη παράλληλα με τις άλλες δημιουργεί μονάχα την οπτική απάτη ενός μυθιστορήματος; Χωρίς να θεωρηθεί υπεκφυγή, νομίζω πως το ερώτημα φέρνει στο νου το σκίτσο του Βιτγκενστάιν, το οποίο ανάλογα με την οπτική του παρατηρητή μπορεί να γίνει αντιληπτό τόσο ως κουνέλι όσο και ως πάπια.2 Η δική μας αίσθηση πάντως είναι πως οι ιστορίες της Βασιλικής Πέτσα όντως απαρτίζουν, ή πιο σωστά συνυφαίνουν, ένα μυθιστόρημα πάνω στην πιο κεντρική αφήγηση του 20ου αιώνα: την άνοδο και την πτώση της ουτοπίας.

Η ουτοπία εμφανίζεται στο βιβλίο με δυο μορφές: α) την εκκοσμικευμένη ουτοπία της Οκτωβριανής Επανάστασης (το μυθιστόρημα εκδίδεται αμέσως μετά την εκατοστή επέτειό της η οποία αντιμετωπίστηκε στην πατρίδα μας, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, με ολοφάνερη αμηχανία, όταν δεν έμοιαζε να καταποντίζεται στην επονείδιστη λήθη, ακόμα και από μεγάλο μέρος της αριστερής διανόησης), β) τη χριστιανική ουτοπία, δοσμένη όμως πρωτίστως μέσα από τη λοξή-έκκεντρη ματιά ανθρώπων ταπεινωμένων, και γι’ αυτό ταπεινών, και καταφρονεμένων, ανθρώπων που κάποτε διαβαίνουν ακόμα και το έσχατο όριο της ψυχικής διαταραχής.

Τι ενοποιεί το πλήθος αυτών των ανθρώπων οι οποίοι περιφέρονται στον «τετραπέρατο» κόσμο υπακούοντας σε μια άνωθεν φωνή, ήρωες εντελώς ετερόνομοι σε μια εποχή που έχει αναγάγει την αυτονομία σε sine qua non προϋπόθεση για ένα βίο που θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιοπρεπής;

Προσφεύγοντας στην ανάλυση του Μιχαήλ Μπαχτίν για το μυθιστόρημα 3, θα υποστηρίξουμε πως το βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα διαθέτει πολλά από τα βασικά γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος. Η τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού θα απαιτούσε μια μονογραφία. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εντελώς ενδεικτική καταγραφή των στοιχείων του Δέντρου της υπακοής τα οποία φανερώνουν πόσο γερά πατάει στη μυθιστορηματική παράδοση.

«Το μυθιστόρημα … γεννήθηκε και τράφηκε από τη νεότερη εποχή της παγκόσμιας ιστορίας».4 Ακόμα και η πιο βιαστική ανάγνωση του βιβλίου φανερώνει πως αυτό γεννιέται μέσα και τρέφεται από την εποχή της παγκόσμιας ιστορίας. Η Οκτωβριανή επανάσταση, η οικολογική κρίση, η κατάρρευση της σοσιαλιστικής ουτοπίας, η σύγχρονη τρομοκρατία, η ικανότητα του χριστιανισμού να μεταλλάσσεται και να σαρκώνεται σε ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα (από την παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική Φάτιμα στη ζηλωτική εκδοχή της Ορθοδοξίας των Λυκόβ και από την ευαγγελική ιεραποστολική θέρμη του Σμιθ στη σύγχρονη αναζήτηση του ιερού από τον Πατέρα) συνιστούν τις πηγές από τις οποίες το Δέντρο της υπακοής αντλεί το υλικό του. Αν κάτι δένει όλες αυτές τις τόσο ξεχωριστές ιστορίες είναι η αίσθηση πως κάθε μια από αυτές αλληλοδιαπλέκεται με τις άλλες, επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτές. Αν υπήρχε η δυνατότητα, τρόπον τινά, να δούμε την πίσω πλευρά της ύφανσης του μυθιστορήματος, κάτι που η τέχνη της συγγραφέως οφείλει να αποκρύπτει, θα αναγνωρίζαμε, ακόμα περισσότερο, το μέγεθος και την επιτυχία της προσπάθειας

Το μυθιστόρημα «αναπτύσσεται και μένει ακόμα ανολοκλήρωτο». «Εισάγει… μιαν απροσδιοριστία, μιαν ιδιαίτερη σημασιολογική ημιτέλεια., ένα άνοιγμα, μια ζωντανή επαφή με το γίγνεσθαι της εποχής… (με το ημιτελές και ανοικτό παρόν)». 5 Το Δέντρο της υπακοής δεν φανερώνει σε καμία περίπτωση έναν κλειστό ορίζοντα. Ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός ήρωας ως προς αυτό είναι το μικρό παιδί της Αράλης το οποίο, παρόλη την τεχνολογική δυστοπία που βιώνει, ονειρεύεται την απελευθερωτική έξοδο στο διάστημα. Την ίδια προοπτική ενός ανοικτού μέλλοντος φανερώνει και ο Σμιθ που μας κοινοποιεί τη σκέψη πως όσο κανείς θα βλέπει παιδιά να προσεύχονται η ελπίδα για τον κόσμο δεν θα έχει χαθεί (κι ας είναι ο Σμιθ ένας προτεστάντης, απόλυτα πεπεισμένος για την απελευθερωτική διάσταση της δικής του πίστης, ενώ τα παιδιά που παρατηρεί να προσεύχονται έχουν στα χέρια τους το ρωμαιοκαθολικό ροζάριο).

«Το γέλιο εκμηδενίζει τον φόβο και το σέβας». 6 Σε μια πρώτη ματιά το γέλιο και το χιούμορ δεν μοιάζει να κάνουν την παρουσία τους ιδιαίτερα εμφανή στο μυθιστόρημα. Σε μια δεύτερη, προσεκτικότερη όμως ανάγνωση, μπορούμε να διακρίνουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το παιδί της Αράλης βγάζει τη γλώσσα στην αφίσα του Ναζαρμπάγιεφ, του «δημοκρατικού» πια, πλην όμως ισόβιου ηγεμόνα του μετασοβιετικού Καζακστάν (201). Οι σύγχρονοι της Λιουμπόβ Ορλόβα είναι διαποτισμένοι από την πιο διακριτική, πλην όμως όχι ασήμαντη εκδοχή αντίστασης στο σοβιετικό καθεστώς, το γέλιο. Η αναφορά ενός σπαρταριστού ανέκδοτου για την αγραμματοσύνη της Υπουργού Πολιτισμού της Σοβιετικής Ένωσης μάς λέει πιο πολλά για το σοβιετικό καθεστώς και τον τρόπο που το βίωναν πολλοί από τους υπηκόους του από ό,τι θα προσέφεραν πολλές άλλες περιγραφές. (162). Οι ναύτες του Λιουμπόβ Ορλόβα ξεσπούν σε βροντερά γέλια όταν αντικρίζουν ένα βαποράκι της κακιάς ώρας να ρυμουλκεί το κάποτε κραταιό τους κρουαζιερόπλοιο (54) και τραγουδούν ξέφρενα και ξεκαρδισμένοι στα γέλια το τραγούδι Ήταν ένα μικρό καράβι όταν βρίσκονται πια ακυβέρνητοι στο πέλαγος (156).

Υπάρχει όμως και το γέλιο που αγγίζει τη βλασφημία, αυτό που διαβαίνει το όριο που οδηγεί στο χάος. Το διακρίνουμε σε γεγονότα που φτάνουν στον αναγνώστη μέσα από την διήγηση και την οπτική των Λυκόβ και αναφέρονται σε ενέργειες του νέου σοβιετικού πολίτη ενάντια στην χριστιανική πίστη και τα θέσμιά της. Κάποιος ανεβαίνει σ’ ένα καμπαναριό και περιλούει την πομπή των πιστών μ’ ένα βαρέλι πίσσα. Οι κυβερνώντες στέλνουν αστροναύτες στο διάστημα μόνο και μόνο για να αναγγείλουν πως ο ουρανός είναι άδειος από θεούς κι αγγέλους. Ζωγραφίζουν βλάσφημες εικόνες με την εγκυμονούσα Παναγία να εκλιπαρεί τους μπολσεβίκους να την βοηθήσουν να ξεφορτωθεί το έμβρυό της. Μπαίνουν την ώρα της λειτουργίας στους ναούς μόνο μια μόνο για να ανάψουν τσιγάρο με τη φλόγα των κεριών και να ξαμολήσουν σπουργίτια. (67-9)

«Η εμφάνιση του ουτοπικού στοιχείου… είναι χαρακτηριστική. Το ανολοκλήρωτο παρόν αρχίζει να αισθάνεται πλησιέστερο προς το μέλλον απ’ ό,τι προς το παρελθόν» 7 Το παρόν στη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματος παραμένει ανολοκλήρωτο, αλλά αυτό δεν γεννά ένα πνεύμα απαισιοδοξίας, ούτε ένα αίσθημα νομοτελειακής παρακμής. Γεννά μια αίσθηση ανοικτότητας για το μέλλον, με ό,τι ενδεχομενικό συνεπάγεται μια τέτοια αναμονή. Το παρόν αναπτύσσεται, αλλ’, εν τούτοις, μένει ανολοκλήρωτο. Ο Σμιθ δεν θα βρει την Κιβωτό. Η Λιουμπόβ Ορλόβα θα λάμψει ως σταρ του κινηματογράφου, αλλά θα βιώσει τα όρια της επιτυχίας της (όπως θα της πει σε μια κρίση ρεαλισμού ο δεύτερος σύζυγός της και καλλιτεχνικός της μέντορας Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ, οι δυο τους, παρά την επιτυχία τους, δεν είναι παρά αρλεκίνοι της εξουσίας). Ο Πατέρας θα πραγματοποιήσει το προσκυνηματικό του τάμα, αλλά θα αποδεχτεί και την ψυχιατρική συνδρομή και θα περιμένει καρτερικά την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία. Η Λουσία θα αναμένει την κατάλληλη ώρα για την αποκάλυψη καθενός από τα τρία μυστικά που της εμπιστεύτηκε η Παναγία, θα ζήσει τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις που σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες συνδέονται με τα μυστικά αυτά, αλλά θα παραμείνει αταλάντευτα στραμμένη σε μια αλήθεια που πότε δεν μπορεί να είναι μια αλήθεια εκ του κόσμου τούτου. Σύμφωνα με τα λόγια της αυτό που προέχει είναι: «Να εύχεσαι γυρνώντας πεισματικά την πλάτη προς το παρελθόν μια συνέχειά του αλλιώτικη, ένα απίθανο τώρα» (263).

«Το μυθιστόρημα δεν έχει τον παραμικρό κανόνα. Είναι η ενσάρκωση της ευλυγισίας».8 Ακόμα και η πιο βιαστική ανάγνωση του μυθιστορήματος της Βασιλικής Πέτσα κάνει φανερό πως το βιβλίο ξεπερνά τους κώδικες του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Συνυφαίνει θαυματουργικές οπτασίες με ρεαλιστικό ρεπορτάζ, μαρτυρία με μυθοπλασία, ιστορική αποτίμηση με δυστοπική φαντασία, διήγημα με μυθιστόρημα, δράμα με ποίηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο ανεβάζει σίγουρα τον πήχη των απαιτήσεων για τον αναγνώστη, αλλά ταυτοχρόνως παρουσιάζεται απόλυτα γενναιόδωρη προς αυτόν.

ΙΙ

Το πέρασμα από τον κόσμο της οικείας ελλαδικής εντοπιότητας, ο οποίος δέσποζε στα προηγούμενα έργα της Βασιλικής Πέτσα, στον ανοιχτό ορίζοντα μιας παγκοσμιοποιημένης οικουμένης αποτελεί αυτόχρημα εγχείρημα αυξημένου ρίσκου. Οι ήρωες του βιβλίου ριζώνουν όμως γερά ο καθένας στη δική του εντοπιότητα. Δεν είναι κάτοικοι μιας no man’s land, ούτε το Δέντρο της υπακοής συνιστά ένα no land’s novel. Ταυτοχρόνως όμως ανοίγονται με ποικίλους τρόπους προς κάτι που τους υπερβαίνει. Αυτό το κάτι συνίσταται, σε ένα πρώτο επίπεδο, στα γρανάζια της πλανητικής ιστορίας, τα οποία συμπλέκουν τα δρώμενα στην μια άκρη της γης με απρόσμενα γεγονότα στην άλλη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ορατό μονάχα στους λίγους εκλεκτούς, όπως οι ήρωες του βιβλίου, ο κόσμος φανερώνεται ως αποτέλεσμα της θεϊκής δημιουργίας, μιας δημιουργίας που βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει, μιας δημιουργίας που οδηγεί, ενάντια στα φαινόμενα, την πλανητική ιστορία στο μελλοντικό της τέλος ( με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης).

H Λουσία και τα ξαδέλφια της ζουν στην Πορτογαλία, στο αγροτικό-ποιμενικό χωριό της Φάτιμα, και βιώνουν εκεί την ζωή μια κοινότητας ζυμωμένης στο παραδοσιακό, σχεδόν ακόμη μεσαιωνικό, Ρωμαιοκαθολικισμό. Τα μυστικά που θα αποκαλυφθούν στα τρία παιδιά σ’ αυτή την εσχατιά του κόσμου έχουν όμως απρόσμενα οικουμενική διάσταση. Αφορούν τις τύχες των ανθρώπων στην κόλαση, τον επερχόμενο νέο μεγάλο πόλεμο, το μέλλον του χριστιανισμού στη σοβιετική και μετα-σοβιετική Ρωσία, την απόπειρα δολοφονίας του Ρωμαιοκαθολικού ποντίφικα. Ο Σμιθ είναι τυπικό τέκνο της Μεγάλης Αφύπνισης του ευαγγελικού προτεσταντισμού στην Αμερική κι αυτό το πνευματικό κλίμα γεννά μέσα του έναν ιεραποστολικό ζήλο που θα τον οδηγήσει στους αντίποδες της αμερικανικής ηπείρου, στην Κίνα πρώτα και αργότερα στο Αραράτ. Η Λιουμπόβ Ορλόβα κινείται εξίσου άνετα τόσο δίπλα στο μελλοντικό δεύτερο σύζυγό της μέσα στις λευκές ρωσικές νύχτες, όσο και δίπλα στον Τσάρλι Τσάπλιν στην Ελβετία ή τον Πικάσο στις Κάννες. Ο Πόρικ γνωρίζει την μελλοντική του σύζυγο στο προσκύνημα του προστάτη αγίου της Ιρλανδίας, τον άγιο Πατρίκιο, αλλά είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα ίχνη της πίστης του μέχρι την Κομποστέλλα της Ισπανίας.

Όμως στο Δέντρο της υπακοής μπορούμε να διακρίνουμε και μιαν άλλη, βαθύτερη υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα σε εντοπιότητα και κοσμοπολιτισμό, από αυτήν που προσφέρουν τα πραγματολογικά στοιχειά από τη ζωή των ηρώων του βιβλίου τα οποία προανέφερα: την προοπτική της μεσσιανικής επαγγελίας όπως αυτή αποτυπώθηκε στην παύλεια διατύπωση «άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. 2, 19). 9 Οι ήρωες του βιβλίου, συνδεόμενοι με τα αόρατα νήματα της πίστης, καταλήγουν πολίτες μιας διαφορετικής πολιτείας, η οποία αρχίζει μεν να πραγματώνεται εντός της ιστορίας κατά έναν τρόπο μυστικό, αλλά παραμένει και ελευσόμενη. Οι ιστορίες του Δέντρου της υπακοής χαρακτηρίζονται από την ένταση ανάμεσα στο ήδη και στο όχι ακόμα που χαρακτηρίζει και τη βιβλική αφήγηση.

ΙΙΙ

Το πιο μεγάλο όμως τόλμημα του βιβλίου, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, συνίσταται στο γεγονός πως αναδεικνύει λογοτεχνικούς ήρωες οι οποίοι διακατέχονται από μια τάση εξοβελισμένη από το σύγχρονο μυθιστόρημα και δη το ελληνικό: την αταλάντευτη επιθυμία να καθοδηγούνται οι πράξεις τους από την πνευματική στάση της υπακοής σε μια άνωθεν δοσμένη αποστολή και μάλιστα όχι εντός του οικείου στις μέρες κλίματος της θεραπευτικής θρησκευτικότητας, δίχως ιστορικές ρίζες και κοινοτικές αναφορές, αλλά εντός ενός απερίφραστα χριστιανικού πλαισίου. Οι ήρωες και οι ηρωίδες της Βασιλικής Πέτσα επιτελούν πράξεις που σχεδόν ποτέ δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης στις σελίδες των σύγχρονων ελληνικών μυθιστορημάτων: κάνουν το σταυρό τους, προσεύχονται, λατρεύουν τον Χριστό ως Κύριο της Ιστορίας.

Το χριστιανικό αυτό πλαίσιο δεν παρουσιάζεται πάντοτε ρόδινο. Ανάμεσα σε αυτά που ενώνουν τα νήματα αυτών των ιστοριών είναι και η προφανής δυσκολία των πρωταγωνιστών να συμβαδίσουν με τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους, να βρουν κοινή περπατησιά με τους άλλους ανθρώπους. Καταλήγουν έτσι απομονωμένοι. Η μητέρα της Λουσία, βγαλμένη από τις πιο πατερναλιστικές εκδοχές του μετα-τριδεντινού Ρωμαιοκαθολικισμού, βασίζει την διαπαιδαγώγηση των παιδιών της στην ψυχρή εφαρμογή κανόνων που συνοψίζονται στις λέξεις «πρέπει», «αυτό είναι το σωστό», «οφείλεις» (34). Ο Πόρικ δυσκολεύεται φοβερά στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, οδηγείται βαθμιαία στην απομόνωση και καταλήγει να περιμένει καρτερικά την αποθεραπεία του όντας υπό ψυχιατρική παρακολούθηση. Ο Σμιθ θα καταλήξει να περιμένει την μελλοντική συνάντηση με την Κιβωτό, αποκομμένος από τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους δεν νοιώθει άξιους μιας τέτοιας δωρεάς. Η Λιουμπόβ Ορλόβα διολισθαίνει, αργά αλλά σταθερά, στον αλκοολισμό, μην μπορώντας να αντέξει το νοσηρό κλίμα της σοβιετικής κοινωνίας. Οι ναύτες του Λιουμπόβ Ορλόβα οδηγούνται σε έναν παροξυσμό που δύσκολα μπορείς να διακρίνεις αν συνιστά μια λύτρωση ή μια μη αναστρέψιμη τρέλα. Οι Λυκόβ αποσύρονται στις εσχατιές της Σιβηρίας επιλέγοντας να ζήσουν μακριά από κάθε μορφή επαφής με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Χαρακτηριστική προβάλλει εδώ η διαφορά της Λουσία από όλους τους άλλους ήρωες. Η Λουσία, ήδη από την παιδική της ηλικία, αλλά ακόμη διαυγέστερα κατά την ενηλικίωσή της, αναγνωρίζει την ανάγκη μιας προσευχής για ολόκληρο τον κόσμο, ευσεβή και ασεβή εξίσου, και αναρωτιέται αν θα έρθει κάποτε η στιγμή που θα πάψουν τα βάσανα της κολάσεως για τους αποκομμένους από τη χάρη του Θεού. Είναι η μόνη ηρωίδα του βιβλίου που δεν νιώθει σε καμία περίπτωση πως καλλιεργώντας το δέντρο της υπακοής καταλήγεις αποκομμένος από τους ανθρώπους γύρω σου.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες των ηρώων της, η συγγραφέας, πέρα από κάθε υποψία ρηχού απολογητισμού, μάς παρουσιάζει κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές της να ακολουθεί ένα δικό του προσωπικό δρόμο, που κάνει τη ζωή να μοιάζει ανοικτή προς ένα μέλλον που είναι ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, παρόν αλλά και πάντοτε αναμενόμενο.

Φάτιμα. Τα τρία μικρά τσοπανόπουλα της επαρχιακής Φάτιμα, η Λουσία, η Ζασίντα και ο Φρανσίσκο, διαβαίνουν σταδιακά, αλλά εντέλει οριστικά, το όριο που χωρίζει μια συνήθη και αναμενόμενη παιδική ηλικία από μια καθ’ όλα παράδοξη ανοικτότητα σε μια ζωή επικεντρωμένη στην και σφραγισμένη από την υπακοή σε μιαν άνωθεν δοσμένη θεοφάνεια. Τα παιδιά δυσκολεύονται στο ασφυκτικό θρησκευτικό περιβάλλον που βιώνουν, όμως βρίσκουν χώρο για να αναπνεύσουν και «απορροφημένοι κοιτούν τ’ αστέρια… τα φαναράκια των αγγέλων, έτσι τα αποκαλούν» (31). Ο περίγυρός τους διακατέχεται από «το λυσσαλέο γράπωμα της επίγειας ανάγκης», την ικεσία για μια «χάρη πρόσκαιρη», τη δουλική επίκληση που στοχεύει μονάχα «σε μια καλύτερη επίγεια μοίρα» (124-5). Οι συγχωριανοί τους, κατά παράβαση της σχετικής εντολής, επικαλούνται μάταια τον Θεό, τον θυμούνται μονάχα για να εστιάσουν στην απουσία και απραξία του. Κι αυτό «διότι μονάχα τη δύναμη της επιβολής κατανοούν, το στόμα που δαγκώνει» και είναι εντελώς ανίκανοι να αναγνωρίσουν, πόσο μάλλον να εκτιμήσουν «το σθένος της ταπείνωσης∙ της αυτοθυσίας τον σιωπηλό θρίαμβο∙ την ελευθερία της συγγνώμης» (264-5)

Ακόμα και το θαύμα, όταν προσδοκάται, στοχεύει μονάχα στην εκπλήρωση εγωιστικών προσδοκιών (124-5). Γι’ αυτό και όταν τελικά εμφανισθεί, οι αρχές του τόπου θα απομονώσουν τους απρόσμενους και, κατ’ αυτούς, σκανδαλωδώς ανεπαρκείς και ακατάλληλους αποδέκτες μιας αποκάλυψης που θέλει να λογίζεται θεϊκή. Η εμφάνιση του αγγέλου και της Παναγίας θα περιγραφούν ως γεγονότα «αφύσικα… λες και η περιγραφή αρκεί για να τιθασεύσει το άγνωστο ή σάμπως να ανακάλυψαν, απλώς και μόνο κατονομάζοντας, κάποια βαθύτερη αιτία» (264). Κι όταν πια η τιθάσευση της μαρτυρίας θα καταστεί αδύνατη και το θάμβος μπροστά στη θεϊκή αποκάλυψη υπερβεί κάθε απόπειρα επιβεβλημένης λησμοσύνης, οι μέχρι τότε ενάντιοι της αποκάλυψης θα αρκεστούν να οικοδομήσουν μια θεσμική εκμετάλλευση της απρόσμενης δωρεάς.

Τίποτα παρόμοιο όμως δεν εμφιλοχωρεί στις παιδικές καρδιές των πρωταγωνιστών της Φάτιμα. Σ’ αυτές, δοσμένες όπως είναι στην «απαρασάλευτη υπακοή τους» αυτό που προέχει είναι η προσευχή «για τις ψυχές των αμαρτωλών και των απίστων» (40), το εναγώνιο ερώτημα αν η Κόλαση θα έχει κάποτε ένα τέλος (221). Κι όταν πολλά χρόνια αργότερα, η Λουσία, μοναχή πια και μοναδική επιζώσα από την αρχική τριάδα, θα ζήσει για να δει την αγιοκατάταξη των συντρόφων της παιδικής της ηλικίας, θα αρκεστεί να πει πως η δόξα δεν αρμόζει σ’ αυτούς. Μονάχα «η αυτοθυσία —η ανιδιοτελής προσφορά [τους]—για τον αμαρτωλό συνάνθρωπο θα στέκει ως αιώνιο παράδειγμα χριστιανικής ζωής, καθημερινής πράξης». (272)

Λυκόβ. Οι Λυκόβ ζουν στην εποχή κατά την οποία η επίγεια ουτοπία επιχειρεί προγραμματικά και με βίαιη ενεργητικότητα να ξεριζώσει την πίστη στην ουράνια, να εξαφανίσει το δέντρο της υπακοής που μαρτυρά γι’ αυτήν. Μια προσπάθεια η οποία οργανώνεται και εκτελείται από ανθρώπους «που η δυστυχία δεν τους διδάσκει τίποτα, κι ο πόνος διόλου ταπεινότερους δεν τους διαμορφώνει» (253). Αντιμέτωποι μ’ αυτή την κοσμογονική αλλαγή οι Λυκόβ αναρωτιούνται: «πώς καθαρίζει ο καιρός τους λεκέδες της ιστορίας;» (61). Θα αποφασίσουν εντέλει να αυτοεξοριστούν στη Σιβηρική μεθόριο, εκεί που δεσπόζει το χιόνι, το χιόνι «που θάβει… κάτω από το μαλακό, λευκό του στρώμα όσα έχουν ανάγκη από κούραση να κοιμηθούν κι ίσως, αλλιώς, με υγεία, ζωντανεμένα κάποτε να ξυπνήσουν» (139). Πιστεύουν για τον εαυτό τους πως είναι επιζώντες μιας Κιβωτού, σαν αυτή που αναζητά εναγωνίως ο Σμιθ: «Μιας καταστροφής απόγονοι, οι μόνοι επιζώντες, έτσι πιστέψαμε πως το όρισε ο Θεός» (254).

Μπροστά στην τραγωδία που μπορούν να δημιουργούν τα έργα των ανθρώπων, οι Λυκόβ δεν έχουν άλλη διέξοδο και παρηγοριά από τη χάρη του Θεού. «Για τις ανθρώπινες μικρότητες, τότε και τώρα και πάντα, θα μας παρηγορούν μονάχα του κόσμου τα μυστήρια και τα θαύματα και της αγάπης του Θεού τα δώρα» (66).

Ο Αντρέι Λυκόβ, λίγο πριν δεχτεί τα αναίτια δολοφονικά πυρά μιας σοβιετικής περιπόλου έχει την αίσθηση πως «ο χρόνος κυλά — τρελός κι ανερμάτιστος — σαν τσέρκι σε χωματένια κατηφόρα και πως έπειτα από λίγο — δεν μπορεί — θα γείρει στο πλάι και θα πέσει». (106) Αναζητά ένα σημείο, ένα αστέρι σαν αυτό της Βηθλεέμ, που να δείχνει προς ένα κέντρο που μοιάζει όλο και πιο πολύ χαμένο. «Μυστηριακή γραφή η ζωή γύρω του, τα πράγματα παράξενα, και δεν τα καταλαβαίνει, ψάχνει ένα σήμα από το χτες, αναζητά ασφαλείς κώδικες ή έστω μια πυξίδα, προς κάπου να στραφεί και μονάχα — ένα πάνσοφο και ιερό, αιώνιο και αναλλοίωτο — το κριτήριο για να κρίνει, ασφαλής καταφυγή και του νου παρηγοριά» (106-7). Όμως κάτι τέτοιο δεν θα δοθεί ούτε σ’ αυτόν, αλλά ούτε και στους άλλους Λυκόβ που θα επιζήσουν. Θα ζήσουν μέχρι τέλους μια ζωή δίχως οριστικές εξηγήσεις. «Μυστήριο θα μένει πάντα ο ουρανός κι ό,τι κατάγεται απ’ αυτόν σημάδι» (260). Όμως δεν θα νιώσουν εγκαταλειμμένοι. Ο Σαβίν Λυκόβ ζώντας στην ερημιά της σιβηρικής τάιγκας θα νιώθει βαθιά μέσα του, ενάντια σε όλες τις ορατές διαψεύσεις, την παρουσία του Θεού: «Δίχως ανθρώπινη επαφή, για μέρες, για εβδομάδες, μονάχα με τον Θεό να επικοινωνώ» (256).

Αράλη. Αν ο Πατέρας πορεύεται προς το υπερβατικό μέσα από την εμπειρία του προσκυνήματος, το μικρό αγόρι που πρωταγωνιστεί στην Αράλη επιθυμεί να φύγει εντελώς έξω από τα όρια αυτού του κόσμου, ονειρεύεται μια πτήση στο διάστημα, τη ζωή ενός αστροναύτη. Δίπλα του η λίμνη Αράλη φαντάζει σαν τοπίο «καθώς λένε, «αποκαλυπτικό» (202). Το αγόρι μια μέρα θα υψώσει το βλέμμα στο ουρανό και θα διακρίνει τρία λατινικά γράμματα, ray. Αυτόματα θα μεταγράψει στο μυαλό του τη λέξη στα ρωσικά, рай, δηλαδή παράδεισος, μια ακτίδα φωτός που δεν είναι παρά ένα σημείο για το υπερπέραν (209). Νιώθοντας ανάπηρο μέσα σε ένα περιβάλλον, ανθρώπινο και φυσικό, που φέρει στις σάρκες του τις ουλές της προόδου (η περιοχή μαστίζεται από επιδημία ευλογιάς που σύμφωνα με φήμες οφείλεται σε αποτυχημένα επιστημονικά πειράματα), ονειρεύεται πως «κάπου, κάποτε… ξανά ολόκληρος θα υπάρξει» (212).

Όντας αναγνώστης του Τσιολκόφσκι, ενός μεγάλου Ρώσου, πρωτοπόρου στην έρευνα του διαστήματος, εμπνευσμένου από τον Ιούλιο Βερν, ο μικρός δεκαπεντάχρονος πρωταγωνιστής της Αράλης θα θελήσει να γίνει ένας νέος δεκαπενταετής πλοίαρχος που θα πλέει αιώνια στο διάστημα. Επισκεπτόμενος με τη μητέρα του ένα νεκροταφείο πλοίων τα οποία διέσχιζαν κάποτε τους ωκεανούς θα συναντήσει το πλοίο με το όνομα Αλεξέι Λεόνοφ, προς τιμήν του πρώτου Ρώσου κοσμοναύτη, και, αναλογιζόμενος την μοίρα του παροπλισμένου πλοίου, θα πει: «Το πλοίο με το δικό του όνομα θα πλέει αιωνίως στους ωκεανούς της γης» (203). Αναρωτώμενος πώς μπορεί να μοιάζει το διάστημα και θα καταλήξει στην πρόβλεψη: «σκόνη κι αέρας και καθετί σαν πούπουλο, ο κόσμος ένα μυστικό ανεξερεύνητο, ένα αίνιγμα ακίνδυνο, μια αιώνια χαρά» (206). Ζώντας σ’ ένα περιβάλλον οικολογικής δυστοπίας θα συμπεράνει: «Κάπου αλλού η ατόφια ζωή πάλλεται, αφού το μηδέν από τις στάχτες του ξαναγεννιέται, αφού τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν τελειώνει ποτέ» (209).

Την ίδια αυτή προοπτική αναμένει και για τον ίδιο τον εαυτό του: «Θα προσδοκά μονάχα — αιώνια θα προσδοκά — πως κάπου, κάποτε, στους άπειρους συνδυασμούς της ύλης, σε κάποια απόκοσμη γωνιά του σύμπαντος, ξανά ολόκληρος θα υπάρξει». Προς δε τη βιολόγο μητέρα του, η οποία θεωρεί πως ο ίδιος διόλου δεν ενδιαφέρεται για τη βιολογία, θα αντιτείνει: «Μητέρα: η βιολογία μέσα στον θάνατο το αποκλειστικό μου ενδιαφέρον» (212). Με τον ιδιαίτερο τρόπο του οραματίζεται μια φουτουριστική Ανάσταση.

Κιβωτός. Ο Αμερικανός ιεραπόστολος που πρωταγωνιστεί στην ιστορία Κιβωτός είναι ένας άνθρωπος που ζει πλέον μαζί με τη σύζυγό του μια ήσυχη ζωή στο ήπιο κλίμα της Φλόριντα. Μια «ελεγχόμενη, ακίνδυνη ευφορία, μια ανιαρή δίχως εκπλήξεις ευζωία» οριοθετούν το πεδίο «της συγκρατημένης κι ελαφρώς αυτάρεσκης μελαγχολίας» που χαρακτηρίζει τη ζωή του (93). Το παρελθόν του όμως δεν είναι εξίσου αδιατάρακτο. Έχει διαμορφωθεί από την τραυματική εμπειρία μιας αποτυχημένης ιεραποστολικής απόπειρας στην Κίνα. Εκεί έχει έρθει αντιμέτωπος με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Έχει βιώσει τη μοχθηρή άρνηση των ανθρώπων να αποδεχθούν τον ευαγγελικό λόγο. Έχει συναντήσει ένα λαό που, καθώς αγωνιούσε καθημερινά για την επιβίωση, δεν συγκινούνταν από το μήνυμα της προσωπικής αναγέννησης και, έχοντας εξοικειωθεί με ποικίλες μεθόδους σωματικού βασανισμού, δυσπιστούσε απέναντι στη λυτρωτική διάσταση της οδύνης. Με δυο λόγια, ένα λαό που αδυνατούσε να προσλάβει τη σημασία της σταύρωσης (92).

Όμως ο προτεσταντικός του οίστρος δεν έχει σιγήσει οριστικά. Η ανάγνωση μιας διαμφισβητούμενης είδησης για την ανακάλυψη της Κιβωτού του Νώε από έναν ντόπιο οδοιπόρο στο όρος Αραράτ θα τον συγκλονίσει. Η φονταμενταλιστική του πίστη στην κυριολεκτική αλήθεια των Γραφών θα τον οδηγήσει στην εκπόνηση ενός φιλόδοξου σχεδίου για την ανακάλυψη της Κιβωτού και τη δημοσιοποίηση αυτής της μαρτυρίας σε έναν δύσπιστο πια για τη θεϊκή αποκάλυψη κόσμο. Ο λογισμός αυτός, «θα σκέφτεσαι μονάχα την Κιβωτό» (90), γίνεται το ισοκράτημα της ζωής του.

Πιστεύει πως για να γίνει η ζωή άξια να βιωθεί απαιτείται ένα σημείο υπό τη μορφή αποκάλυψης. «Μια ανακάλυψη, το μεγάλο ζήτω, αυτό όλων η ψυχή δεν λαχταρά, αυτό δεν απαντά περήφανη στο αίνιγμα της ύπαρξης;» (194) Ο πιστός χριστιανός θέλει κάποτε να ακουμπήσει τα χέρια του επί τον τύπον των ήλων, να ζήσει ο ίδιος και να αποκαλύψει και στους άλλους μια αλήθεια αδιαπέραστη από κάθε αμφιβολία. Όμως ο Σμιθ, σαν άλλος Μωυσής, θα ατενίσει τη γη της επαγγελίας, αλλά δεν θα εισέλθει σ’ αυτήν. Θα πλησιάσει, μα δεν θα βρει την Κιβωτό. Αυτό δεν θα τον απελπίσει: «Κάποτε, λέω, θα βρεθεί η Κιβωτός, και θα ’χουν όσοι τυχεροί αξιωθούν το θαύμα να ψηλαφίσουν, στα χνάρια μας ευλαβικά πατήσει» (196-7). Αντίθετα όμως από τον Μωυσή,θα απονείμει εντέλει στον εαυτό του, σ’ αυτόν και μόνο, μια που το άπιστο περιβάλλον του δεν θα την αξίζει, τη μελλοντική θεϊκή κληρονομιά: «Κι εγώ, μονάχα εγώ, που πίστεψα και την ελπίδα μέσα μου πότισα δέντρο δυνατό, στη ρίζα της αμνησίκακης υπακοής, που οργανωτής προσεκτικός κι επίμονος στάθηκα, θα το αξίζω, φαίνεται, τους καρπούς του εγώ αποκλειστικά να δρέψω… το διαισθάνομαι, με της πίστης την αλάθητη πυξίδα προς το μέλλον αιώνια στραμμένη, θα αστράψει εμπρός μου, πελώρια, καινούργια, η Κιβωτός μου» (198).

Λιουμπόβ Ορλόβα. Η μεγάλη σταρ του σοβιετικού σινεμά Λιουμπόβ Ορλόβα διαφέρει από τους άλλους ήρωες του βιβλίου σε τρία βασικά σημεία. Πρώτον, είναι η μοναδική κοινωνικά επιτυχημένη σ’ αυτή την πινακοθήκη των ταπεινών και καταφρονεμένων ηρώων που μας παρουσιάζει το Δέντρο της υπακοής. Δεύτερον, (και ο αναγνώστης μπορεί νόμιμα να αναρωτηθεί αν αυτό συνδέεται μέσω κάποιας εσωτερικής σχέσης με το πρώτο), είναι το μοναδικό πρωταγωνιστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος που δεν φαίνεται να χαρακτηρίζεται από ένα άνοιγμα στον κόσμο της πίστης, μια άνωθεν κλήση, ένα ρίγος για το ιερό. Τρίτον (σχετιζόμενο κι αυτό εσωτερικά με τα δυο άλλα), είναι αυτή που χαρακτηρίζεται από μια εκκοσμικευμένη, και όχι υπερβατική, μορφή υπακοής: «Εκείνη, η Λιουμπόβ Ορλόβα, γηραλέο δέντρο — μνημείο — της υπακοής και της πείσμονος αγάπης, δεν θα τον πλήγωνε ποτέ∙ αφού μονάχα να τον λατρεύει ξέρει» (290-1). Αντικείμενο της υπακοής της είναι ο δεύτερος σύζυγός της και μέντοράς της στο χώρο της τέχνης, ο Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ.

Η ιστορία όμως υπό τον τίτλο Λιουμπόβ Ορλόβα ισορροπεί με τις υπόλοιπες πέντε όσον αφορά την αναφορά σε κάτι το υπερβατικό όταν μας παρουσιάζει τα έργα και τις ημέρες των ναυτών που αποτελούν το πλήρωμα του πλοίου Λιουμπόβ Ορλόβα. Οι ναύτες αυτοί, όσο το πλοίο ρυμουλκείται οδηγούμενο στην καταστροφή και πριν χάσει οριστικά την σύνδεσή του με το ρυμουλκό, ως βαρδιάνοι στα σπόρκα, αναζητούν έναν προορισμό, ένα τέλος, έναν σκοπό στο φαινομενικά μάταιο εγχείρημα, αλλά καταλήγουν να γίνουν μονάχα «τοπογράφοι του ομοιόμορφου» (45).

Σε ένα πρώτο επίπεδο μοιάζει κι αυτοί να έχουν απωλέσει την ελπίδα τους, την πνευματική τους αναφορά. «Δεν είχαμε Θεό να προσευχηθούμε, ούτε κάποιον άλλο, στο θαύμα του για να πιστέψουμε, κι έτσι ξεκρέμαστη, η όποια ανομολόγητη ελπίδα έμοιαζε εκ των προτέρων ξοφλημένη» (156). Η ελευθερία και η ανεξαρτησία που τους χαρακτήριζε στο παρελθόν έχουν εκβάλλει πλέον στο χάος. «Είναι, κάποτε, και η ανεξαρτησία μια μορφή ορφάνιας δεν έχει η ανάγκη σου ώμο να ακουμπήσει,… — μοιάζει κι ο μηδενισμός μιας πολιτογραφημένης ύπαρξης με κώμα. Όχι, όχι με θάνατο: με χάος» (165)

Συνιστούν από κοινού μια συμβολική κοινότητα που αντιπροσωπεύει την πνευματική περιπέτεια του δυτικού κόσμου στην μετα-χριστιανική πια εποχή: «Τώρα μας αφήνουν αδόξαστους, να μη βρει η ψυχή μας ανάπαυση σαν νεκρούς συλημένους —να μείνει ο αγώνας μας άγονος… σαν σε limbo αιώνιο… να ζούμε πια δεν ελπίζαμε, μα ούτε και τον θάνατο ποθούσαμε άλλο. Και γι’ αυτή την τρομερή κατάσταση, εγώ που μιλώ, όνομα δεν έχω» (158).

Σε ένα δεύτερο όμως επίπεδο, κάπου βαθιά μέσα τους, αχνοφέγγει ακόμη μια ακτίνα ελπίδας: «Όμως εμάς μας τρέφει ακόμη η ελπίδα και δεν χορταίνεις με τον άδειο ορίζοντα, με τα αλάτι της θάλασσας δεν ξεδιψάς» (44). Κι αυτό θα αποκαλυφθεί εναργέστερα, αν και ταυτοχρόνως σιβυλλικά, στο φινάλε της ιστορίας, όταν θα πιστέψουν πως επιτέλους έχουν αντικρισει στεριά, ένα κομμάτι γης που μοιάζει να έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Ένας εξ αυτών θα νομίσει πως έχουν φτάσει σε νησί, ένας άλλος όμως, πλειοδοτώντας υπέρμετρα, θα υποστηρίξει πως έφτασαν στο άπειρο. Κανείς δεν θα γελάσει μαζί του, μια που «κανείς μας δεν ήξερε το άπειρο πώς να το ερμηνεύσει, αρχή ή τέλος, αιωνιότητα ή θάνατος, μια ατέλειωτη συνέχεια ή φαύλος κύκλος». Οι πιο νηφάλιοι θα θεωρήσουν πως αυτή τους η εμπειρία είναι απλώς ο τελευταίος τους πειρασμός πριν την οριστική λύτρωση, προτού ο παράδεισος απλόχερα και δίκαια προσφερθεί σ’ αυτούς τους τελευταίους ηρωικούς ταξιδιώτες. (292-3)

Πατέρας. Ο Πατέρας στην ομώνυμη ιστορία είναι ένας γνήσιος προσκυνητής. Θα συναντήσει τη γυναίκα που θα γίνει σύντροφος της ζωής του και μητέρα του παιδιού του σ’ ένα προσκύνημα, στο μέρος όπου ο άγιος Πατρίκιος, προστάτης της πατρίδας τους της Ιρλανδίας, έχει κάνει ένα ιστορικό θαύμα. Η γυναίκα του όμως δεν συμμερίζεται τη δική του μεταφυσική ανησυχία (17). Βρίσκεται στο προσκύνημα ως απλή συνοδός της μητέρας της. Όταν αργότερα θα σχεδιάζουν μαζί μελλοντικά ταξίδια η γυναίκα του θα επικεντρώνεται «σε τοπία μεσογειακά και ανθρώπους ξένους» ενώ αυτός θα αναζητά τα ίχνη «μιας συλλογικής πίστης αιώνων, μια κοινής παράδοσης με προσωπική σημασία» (79).

Άλλωστε υπάρχουν πάντοτε δυο κατηγορίες προσκυνητών: αυτοί που ζητούν προστασία, ανακούφιση και παρηγοριά μέσα σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο σύμπαν γιγαντιαίων διαστάσεων και τρομακτικών μορφών και οι άλλοι, αυτοί που ζητούν κάτι ευρύτερο, μια ισορροπία μέσα στο σύμπαν, (314) μια «συμπαντική χειρονομία» που θα τους ενθαρρύνει (22), που θα τους βεβαιώσει πως η προσκυνηματική τους διαδρομή βρίσκεται στις σωστές ράγες. Οι πρώτοι πείθονται από την Κόλαση ενώ οι δεύτεροι από τον Παράδεισο, οι πρώτοι εστιάζουν στο φόβο, οι δεύτεροι στο όνειρο (182).

Ο Πατέρας θα επιχείρηση εντέλει ένα μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι από την Ιρλανδία στην Ισπανία, από τον άγιο Πατρίκιο στον άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλλα. Άβουλος συνοδός σ’ αυτό το ταξίδι θα είναι το νήπιο τέκνο του. Κι όλα αυτά ερήμην της μητέρας, χωρίς να είναι καν εν γνώσει της. Μια απαγωγή λοιπόν χάριν της αναζήτησης ενός άνωθεν σημείου. «Είχε αποφασίσει ότι η πορεία του ελεγχόταν νομοτελειακά από μηχανισμούς υπερφυσικούς» (21) Ο πατέρας κινείται στα όρια μιας σαλότητας που στον ίδιο φαντάζει κατά Χριστόν, αλλά στα μάτια των άλλων έχει σαφώς διαβεί τα όρια της ψυχοπαθολογίας. Πρέπει να κρύβεται, να περιστείλει την πίστη του όταν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο: «σχηματίζω νοερά το σημείο του σταυρού: πρέπει να συγκρατούμαι» (72).

Ο πατέρας θα αποδεχθεί καρτερικά την εξέλιξη των πραγμάτων. Θα χωριστεί από τους αγαπημένους του και θα περιμένει υπό ψυχιατρική παρακολούθηση την ώρα της επιστροφής: «όταν θα γίνω καλά… όταν θα είμαι έτοιμος» (324). Στην καταληκτική σκηνή του μυθιστορήματος, μια σκηνή ανοιχτή στην ερμηνευτική ελευθερία του αναγνώστη, ο Πόρικ θα διακρίνει στη θάλασσα ένα κουφάρι ναυάγιου που φέρει τα γράμματα Λιουμπόβ Ορλόβα (325). Αντί άλλου συμπεράσματος, αυτή η παράδοξη ιστορία μάς προσφέρει ένα αμφίσημο λατινικό ρητό: «tuncbenenavigavicumnaufragium», (ταξίδεψα καλά, μολονότι ναυάγησα). (325)

~ . ~

Πολλοί από τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου ακούν τη φωνή του Θεού να τους καλεί σε μια ζωή που να χαρακτηρίζεται από την υπακοή στο θέλημά Του. Ο αναγνώστης δεν δεσμεύεται να συμμεριστεί τη βεβαιότητα των ηρώων για τη γνησιότητα της εμπειρίας, την θεϊκή προέλευση της φωνής. Η συγγραφέας δεν διακατέχεται από απολογητική διάθεση, δεν υπερασπίζεται την αυτοκατανόηση των ηρώων της. Δεν εμφορείται όμως ούτε από την, τόσο συνηθισμένη στους μεταμοντέρνους καιρούς, αποδομητική, σχεδόν χλευαστική, αποτίμηση κάθε αξίωσης για άνωθεν έμπνευση. Μας αφήνει, όπως κάνει κάθε φορά η καλή λογοτεχνία, και όπως μας θυμίζουν κάπου και οι ήρωες της, «να ξαναβρούμε εαυτούς μέσα σε άλλες ιστορίες» (55)

Στην ιστορία του χριστιανισμού το πρόβλημα της γνησιότητας αυτής της φωνής η οποία μιλά στον άνθρωπο στάθηκε ένα κεντρικό και, εν πολλοίς, δυσεπίλυτο πρόβλημα. Το κριτήριο που εν τέλει προκρίθηκε ήταν πρακτικό: από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. Είναι η πράξη και όχι η αυτοκατανόηση που χαρακτηρίζουν με έγκυρο τρόπο το υποκείμενο.

Σε ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα από το χώρο του δυτικού χριστιανισμού, αυτό του Αυγουστίνου, ο συγγραφέας των Εξομολογήσεων θα γράψει πως άκουσε μια φωνή να του λέει tolle lege, πάρε διάβασε. Για τον ίδιο τον Αυγουστίνο, και πιθανότατα για αρκετούς από τους χριστιανούς της εποχής του, ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας τι ήταν αυτό που έπρεπε να αναγνωσθεί: η Βίβλος. Σύγχρονοι μελετητές μάς θυμίζουν μιαν άλλη διάσταση του γεγονότος. Αυτό που άκουσε εκείνη την ημέρα ο Αυγουστίνος ήταν οι στίχοι ενός παιδικού τραγουδιού της εποχής στο οποίο η φράση tolle lege ήταν η επωδός.10 Η μετέπειτα πορεία του Αυγουστίνου φανέρωσε πως η ερμηνεία που έδωσε στα λόγια αυτά ήταν, αν μη τι άλλο, γόνιμη τόσο για τη ζωή του όσο και για την πνευματική ζωή της Δύσης.

Στο βιβλίο η συγγραφέας επιλέγει ως οδηγητικά νήματα της αφήγησης τρία ρητά, δοσμένα στη λατινική γλώσσα. Με τη σειρά που εμφανίζονται στο βιβλίο έχουν ως εξής: α) navigare necesse est, vivere non necesse est (46) (λατινική απόδοση ενός αποσπάσματος του Πλούταρχου, είναι αναγκαίο να πλεύσουμε, δεν είναι αναγκαίο να ζήσουμε), β) solve vincla reis (ύμνος προς την Παναγία του 8ο αιώνα, ελευθέρωσε τους ενόχους από τα δεσμά τους), γ) tunc bene navigavi cum naufragium feci (λατινική παροιμία, ταξίδεψα καλά, μολονότι ναυάγησα).

Πιστεύω πως συγκροτούν κι αυτά με τη σειρά τους ένα νήμα που συνδέει τις έξι ιστορίες του Δέντρου της υπακοής: αναδεικνύουν μια ζωή διαχωρισμένη από την επιβίωση, ανοικτή στη δυνατότητα μιας άνωθεν καταλλαγής, μια ζωή που δεν συγχέει τη λύτρωση με την εγκόσμια επιτυχία. Μου δίνουν επίσης την έμπνευση να χρησιμοποιήσω κι εγώ ένα λατινικό ρητό. Έτσι κλείνοντας αυτή την παρουσίαση του Δέντρου της Υπακοής θεωρώ πως, ανεξαρτήτως της θέσης που ο αναγνώστης θα λάβει απέναντι στην αυτοκατανόηση και τις πράξεις των ηρώων του βιβλίου, δεν έχω παρά να του προτείνω εκθύμως : tolle lege.

π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΚΑΝΑΣ

  • 1 Πρόκειται για τη νουβέλα Θυμάμαι (Πόλις, 2011) και τις συλλογές διηγημάτων Όλα τα χαμένα (Πόλις 2012) και Μόνο το αρνί (Πόλις, 2015).
  • 2 Βλ. Ludwig Wittgenstein, Φιλοσοφικές Έρευνες, μετάφρ. Παύλος Χριστοδουλίδης, Παπαζήσης, 1977, σ. 244.
  • 3 Μιχαήλ Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, μετάφρ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Πόλις, 1995. Οι παραπομπές που ακολουθούν αναφέρονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
  • 4 Ο. π., σ. 20-1.
  • 5 Ο. π., σ, 19, 25-6.
  • 6 Ο. π., σ. 55.
  • 7 Ο.π., σ 61.
  • 8 Ο. π., σ. 86.
  • 9 Για μια ενδιαφέρουσα σύνδεση της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης με τη σύγχρονη συζήτηση περί κοσμοπολιτισμού από την οποία αντλούν αυτές οι γραμμές βλ. Jacques Derrida, Πέραν του Κοσμοπολιτισμού, μετάφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Εκδόσεις Κριτική, 2003.
  • 10 Βλ. Nicholas Wolterstorff, Divine discourse. Philosophical reflections on the claim that God speaks, Cambridge University Press, 1995, p. 1-8.