Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα


Geza Farago reception 1910s

*

Φουρκέτα

Έχω ένα Πύργο στην άκρη της Πόλης
μέσα υπάρχουν στολές πανοπλίες
και μία φατσούλα εξώλης προώλης
που κάνει τα βράδια γκριμάτσες αστείες

Έρχονται εδώ οδοιπόροι τουρίστες
σε γκρουπ κι ορισμένοι συχνά κατά μόνας
χορεύουν τις νύχτες σε λούτρινες πίστες
ενώ τον καιρό του ετοιμάζει ο χειμώνας

Ποτά φαγητά μουσικές και κοκτέιλ
πολυέλαιοι φώτα χοροί αλά μπρατσέτα
στον κήπο μου τρέχουν ο Τσίπ με τον Ντέηλ
κι εγώ των μαλλιών σου κοιτώ τη φουρκέτα

Αχ τούτη η φουρκέτα δεν ξέρει τι κάνει
κρατάει φυλακή τα μακριά τα μαλλιά σου
κι εγώ που κοιτάζω σα να ‘μαι  χαϊβάνι
για κοίτα πώς τρέχω –τι χάρη!– κοντά σου

Πώς τρέχω κοντά σου με μια πιρουέτα
κρατώ –την καρδιά– μαξιλάρι εκεί πάνω
εκεί να καρφώσεις βαθιά τη φουρκέτα
να δω τα μαλλιά σου λυτά κι ας πεθάνω

~.~

Σωσίας

Ας κάνω μια υπόθεση εργασίας
ας πω πως πια εγώ δεν είμαι εγώ
ας πω πως –μου– είμαι απλά ένας σωσίας
που βρέθηκα –στην τύχη– να είμαι εδώ

Να κάνω –σπάσε πλάκα– ό,τι κάνω
να σκέφτομαι ό,τι σκέφτομαι -τι αστείο!-
να περπατάω όπως βαδίζω -ίδιο πλάνο-
και να ‘ναι η φάτσα μου της μούρης μου εκμαγείο

Τέτοια υπόθεση ας κάνω. Έτσι ας τρέξω
το νου για λίγο, σα να μην υπήρξα καν
σα να –τυχαία– εδώ προέκυψε να παίξω
(το) σωσία κάποιου που τρομάζει στα γκρο πλαν…

~.~

Η σκέψη του αιώνα

Παραδομένος εντελώς στη θερινή ραστώνη
με το δεξί ποδάρι μου να εξέχει απ’ το σεντόνι
και με το μάτι μου γλαρό το άπειρο να ατενίζει
μασώντας –δεν το ξέρετε– ένα κλαράκι ρύζι
ενοχλημένος από αυτούς που λεν καλό χειμώνα
ήρθε μες στη νιρβάνα μου η σκέψη του αιώνα

Κι έτσι γεμάτος με χαρά –κάτι που σπάνια έχω–
τη γνώση αυτή δεν είν’ σωστό μόνος να την κατέχω
σκέφτηκα, και τσακίστηκα να σηκωθώ επιτόπου
να πω τι μου ‘ρθε στο μυαλό, στο γένος του ανθρώπου
Μα απ’ την πολλή τη φούρια μου στο ανέβασμα της βράκας
σκόνταψα, κι όπως έπεσα, την ξέχασα ο μαλάκας

~.~

Κι εγώ Φανφάρας

Γέννημα θρέμμα κι εγώ της φάρας
που ίδρυσε ο ποιητής Φανφάρας
κρατώ το ύφος
άλλοτε κάνω απαγγελίες
κλέβοντας λέξεις απ’ αγγελίες
κι άλλοτε… τζίφος

Σηκώνω μύτη όπως αρμόζει
στους ποιητές –κι ας Καραγκιόζη
με λένε όλοι–
κι όταν οι άλλοι κρατάν ομπρέλλες
πιάνω κουβέντα με τις «Νεφέλες»
πάνω απ’ την πόλη

Μα τα στιχάκια που καλουπώνω
και αλφαδιάζω με τόσο πόνο
–σπουδαία τα λάχανα–
Αντί να φέρουν κάποια έστω μνεία
στην ποίησή μου –άκου ειρωνεία–
φέρνουνε χάχανα

~.~

Cartoon

Αφού δε συμβαίνει / και κάτι σπουδαίο
να αλλάξει τη ρότα / στη σκέψη στο νου
θα γράφω στιχάκια / βλακείες θα λέω
γεμίζοντας μόνο  / γωνίτσες κενού

Το υπόλοιπο χάσμα / δε λέει να γεμίσει
τα μάτια σου ούτε / κι αυτά δεν αρκούν
σαν ξύλο το σώμα / πριονίδια η φύση
κι εγώ μες στη μέση / θλιμμένο καρτούν

τα πάντα εδώ πέρα / του γκρι αποχρώσεις
σαν ξύλο το σώμα /  πριονίδια ο νους
κι ενώ ξέρεις ότι / μπορείς να με σώσεις
φωνάζω μα κάνεις / πως δε με ακούς

Και όλο φωνάζω / γι’ αυτά και για τα άλλα
γι’ αυτά που ενώ φύγαν / γυρίσαν ξανά
μα εσύ στη γωνιά σου / –μεγάλη κουφάλα!–
αυξάνεις τους όγκους / από τα κενά

Κι αυξάνονται οι όγκοι / μπροστά τους μικραίνω
ασήμαντος χάσκω / –τελίτσα στο πλάνο–
το βάζω όμως πείσμα / και δες ανεβαίνω
ελιά –αχ!– να γίνω / στο στήθος σου επάνω

Μαζί σου για πάντα / –εγώ μια κουκκίδα–
στο αφράτο σου στήθος /  τελίτσα εκεί δα
μα απέμεινα χάνος / που ούτ’ άκουσα ούτ’ είδα
να έχει από κάτω /  καρδιά να χτυπά…

ΣΤΙΧΑΚΙΑΣ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ)

Εἰκαστικὸ ἔργο τῆς Géza Faragó