Χρόνοι της αφήγησης

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Όταν πριν λίγα χρόνια το Νόμπελ λογοτεχνίας δόθηκε στον Γάλλο συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό πολλοί δημοσιογράφοι και άνθρωποι του βιβλίου αντέδρασαν με κάποια αμηχανία. Δεν τον γνωρίζανε. Ο συγγραφέας δεν συγκαταλεγόταν στα τρανταχτά ονόματα. Δεν επρόκειτο για κραυγαλέα περίπτωση. Αντιθέτως το χαμηλόφωνο έργο του, με τη μουρμουριστή πρόζα που το χαρακτηρίζει, έμοιαζε να αντιστέκεται στους άκριτους διθυράμβους, στις ιαχές και στους πανηγυρικούς, στους οποίους τόσο αρέσκεται η σύγχρονη κριτική. Είναι ανάρμοστο να αδολεσχείς, να εκφράζεσαι με λεκτικά πυροτεχνήματα, να φωνάζεις ή να κραυγάζεις για ένα έργο που απεχθάνεται τον θόρυβο.

PATRICK MODIANO RECOIT LE PRIX ROGER MINIER POUR SON ROMAN LA PLACE DE L'ETOILE EN 1968

Ο Μοντιανό έχει γράψει ένα μόνο βιβλίο, βασανιστικά και επαναληπτικά, όπως κάνουν και οι περισσότεροι ομότεχνοί του άλλωστε. Σε όλα του τα έργα, ή σε αυτό το ένα, μοναδικό, πολύτομο, κατακερματισμένο αλλά ταυτοχρόνως και αρραγές έργο, ο ρυθμός είναι ο ίδιος. Αργός, γουργουριστός, μαυλιστικός. Δημιουργεί ηχητικές δίνες και μελωδίες γλυκιές και μακρινές. Τα μυθιστορήματα του Μοντιανό παράγουν μουσική. Μπορούμε να την ακούσουμε αν παρασυρθούμε στους ρυθμούς τους, αν αφουγκραστούμε τις αρμονίες τους, αν αφεθούμε στους κύκλους και τα da capo τους.

“Το Παρίσι αλλάζει! Αλλά τίποτα μέσα στη μελαγχολία μου δεν σάλεψε” λέει ο Μπωντλαίρ. Για τον Μοντιανό το Παρίσι είναι μια πόλη με τόσο γρήγορες αλλαγές που ο ίδιος αδυνατεί να παρακολουθήσει. Ό,τι έλαμπε ή έσφυζε από ζωή παλαιότερα, τώρα είναι ερείπιο. Ή έχει μετατραπεί σε κάτι τελείως διαφορετικό, αγνώριστο, ξένο. Το ίδιο και για κάθε πόλη από όπου πέρασε. Αυτός είναι ο σκηνικός διάκοσμος των μυθιστορημάτων του. Το στοιχείο της παρακμής και της αναπόφευκτης φθοράς αντιπαραβάλλεται με μια περασμένη, απολεσθείσα αίγλη. Αλλά η σύγκριση δεν γεννά μελαγχολία ή νοσταλγία. Ο Μοντιανό περιγράφει ψυχρά σαν να φτιάχνει μια λίστα, έναν κατάλογο προσώπων, ονομάτων, τοπωνυμιών.

Τα πρόσωπα, οι ήρωές του, αχνοφαίνονται μέσα στην πλοκή που κινείται κάνοντας ιλλιγγιώδεις  αν και βραδύτατες περιστροφές. Μόνο κάποια γενικά χαρακτηριστικά των προσώπων γίνονται αντιληπτά. Τι δουλειά κάνουν, με ποιους συσχετίστηκαν, πότε πέθαναν. Θυμόμαστε αναγκαστικά το κινηματογραφικό βλέμμα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Στον Μοντιανό, όπως στον Αγγελόπουλο, σπανίζουν τα γκρο πλαν. Οι ανθρώπινες φιγούρες περιφέρονται μέσα στην υγρασία της ιστορίας σαν φαντάσματα, σαν σκιές και αφήνουν πίσω τους ένα ανεπαίσθητο ίχνος. Ο συγγραφέας αναζητεί το χνάρι τους και το φέρνει στο φως σαν τεκμήριο μεγάλης υπαρξιακής συμπύκνωσης. “Το φέρνει στο φως” εννοούμε το φέρνει στον λόγο. Δεν το αφήνει να ξεχαστεί. Το καταγράφει.

Οι άνθρωποι στη λογοτεχνία του Μοντιανό πεθαίνουν όπως λαμπάκια που κάποια στιγμή απλώς σβήνουν και η θαμπή λάμψη τους εξαχνώνεται κάτω από τους φανοστάτες της πόλης. Ο θάνατος επέρχεται σαν αναπόφευκτο, φυσικό συμβάν. Δεν υπάρχει πένθος. Η ζωή –αν αυτό που περιγράφεται είναι ζωή– συνεχίζεται.

MODIANO-750x345.jpg

Όταν δεν είναι σε αστικό περιβάλλον οι ήρωες του βρίσκονται στην εξοχή. Αλλά όχι εκτεθημένοι στην αγριάδα της φύσης. Οι άνθρωποι του Μοντιανό κινούνται πάντα εντός ορίου του πολιτισμού. Στην ύπαιθρο διαχίζουν πελούζες (τόσο αγαπημένη λέξη του Μοντιανό), κατασκευασμένους κήπους, ευθύγραμμες συστάδες δέντρων. Η παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα, το έργο κάποιου αρχιτέκτονα τοπίου είναι εμφανέστατο σε όλα αυτά τα μέρη.

Οι Αμερικάνοι λένε ότι όσο πιο λίγο backstory παρεμβάλλεται σε μια ιστορία τόσο το καλύτερο. Η πλοκή υποτίθεται πρέπει να πηγαίνει μόνο μπροστά, για να γίνεται κάτι, να υπάρχει αλληλουχία γεγονότων, να μη βαριέται ο αναγώστης αλλά και για να βγαίνει κάποιο νόημα. Το backstory, οι αναδρομές στο παρελθόν, τα φλας μπακ δεν προωθούν την ιστορία. Αντιθέτως την πηγαίνουν όπισθεν ή την καθηλώνουν σε ακινησία.

Στον Μοντιανό τα πάντα είναι backstory. Παρόν δεν υφίσταται. Είναι τόσο καθοριστική αυτή η επιλογή στα έργα του που αγγίζει τα όρια του φιλοσοφικού προτάγματος. Όλα είναι παρελθόν. Όλα έχουν περάσει. Όλα έχουν συντελεστεί. Το παρόν είναι το μέρος που λαμβάνει χώρα η αφήγηση. Αλλά τα αφηγούμενα ανήκουν σε παρελθόντα χρόνο. Το παρόν είναι για να συλλογούμαστε ό,τι έγινε. Τα γεγονότα είναι καρφιτσωμένα σα νεκρές πεταλούδες σε ένα διαρκές παρελθόν, επικαλυμμένα από μια ονειρική αχλύ. Ο συγγραφέας τα ατενίζει έκπληκτος, στοχαστικός, κάποιες φορές εκστατικός. Ωστόσο το παρελθόν δεν είναι στατικό, δεν μένει ακίνητο. Αντιθέτως ρέει αργά σαν μάγμα και συνδιαμορφώνεται κάτω από την επιρροή εκείνου που το παρατηρεί και ακόμα περισσότερο εκείνου που το περιγράφει.

456992652(1)Ένας παλιός νόμος της αφήγησης λέει ότι εξιστορούμε ως επί το πλείστον σε παρελθόντα χρόνο. Σπανίως χρησιμοποιούμε τον ενεστώτα, που υποτίθεται έχει μια άλλη αμεσότητα. Ενεστώτας χρόνος χρησιμοποιείται κατά κανόνα στη συγγραφή σεναρίου ή θεατρικού κειμένου. Πολύ συχνά και στην ποίηση, όπως και στην αφήγηση ονείρων. Στα μυθιστορήματα, σε αυτά τα εκτεταμένα και επεξεργασμένα όνειρα, ο αόριστος είναι ο κυρίαρχος χρόνος και σπανιότερα ο παρατατικός. Ίσως θέλουμε να δείξουμε με τον αόριστο ότι τα γεγονότα που περιγράφουμε είναι μοναδικά, συνέβησαν άπαξ. Επίσης είναι σημαντικά. Ανάμεσα σε τόσα και τόσα που έλαβαν χώρα  και συνεχίζουν να αλληλοδιαδέχονται το ένα τ’άλλο, διασώθηκαν μόνο τα συγκεκριμένα μέσα από τον ληθαργικό ποταμό του χρόνου. Άρα όσα επιλέγουμε να διηγηθούμε, όσα ξεχωρίζουμε και τους δίνουμε καλλιεπή, ηδυσμένο λόγο για να εκφραστούν, έχουν ιδιάζουσα αξία και σημασία. Είναι μοναδικά.  Ποιος ενδιαφέρεται για το ευτελές, το τετριμμένο, το ανούσιο; Από τον καιρό που ο άνθρωπος καθόταν στη σπηλιά του γύρω από τη φωτιά και άκουγε τον πρωτόγονο storyteller, διψούσε για ιστορίες που έχουν νόημα, που ερεθίζουν το συναίσθημα και τη φαντασία, που προκαλούν έλεος, φόβο και κάθαρση.

Στον Μοντιανό οι χωροχρονικοί κανόνες της αφήγησης συχνά καμπυλώνονται ή και ανατρέπονται ακόμη. Κάποιες φορές μιλάει για παρελθόντα γεγονότα χρησιμοποιώντας ενεστώτα, λες και τα ζει την ίδια στιγμή που τα περιγράφει. Τηλεμεταφέρει τους ήρωές του από τόπο σε τόπο αγνοώντας τις απαιτούμενες συνδέσεις. Όχημά του είναι η μνήμη και της δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεως.

Αν ο χρόνος της αφήγησης είναι πεπερασμένος, ο τόπος αποδεινύεται εντελώς θραυσματικός. Συνέχεια δεν υπάρχει. Τι ενώνει λοιπόν, τι κρατάει σε συνοχή αυτό το ιδιότυπο σύμπαν; Τι του δίνει νόημα και υπόσταση; Ίσως η αγωνία του συγγραφέα να διασώσει μέσα στον ορυμαγδό του χρόνου ο,τιδήποτε και αν σώζεται: ένα όνομα, μια αίσθηση, μια στιγμή. Καθώς και η ενδόμυχη  πεποίθησή του ότι η προσπάθειά του είναι μάταιη, ανώφελη, αλυσιτελής και άρα έχει μια βαθιά ανθρώπινη διάσταση.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ