Ελένη Χαϊμάνη, Πέντε ποιήματα

8 (2).jpg

~.~

Στον Παλαμά

Ζω σε μία φυλακή. Μολύβι, σκέψη και χαρτί
και όλο γράφω· και μπορώ έτσι να υπομένω
μια-μια τις φάσεις της Σελήνης,
της λεύκας, της αγριελιάς τον ίσκιο να διαλέγω,
σε τέλεια μοναξιά και σιωπή.
Το κοίταγμά μου άγριο, μια άσχημη εικόνα,
έχοντας μάτια κόκκινα, δάχτυλα για θηρία
πάνω στην πιο λεπτή χορδή, κυλάω
και περνάω τη δοξαριά μες την οπή
μ’ εφτάπορο αυλό στην μία μου παλάμη.
Με ύπνο και με όνειρα σκέπασα την ψυχή μου
κι ορθωνόσουν δίπλα μου πύρινη και πυκνή,
απλωνόσουνα σε σκόνη, αστρική·
το φως τ’ απρόσιτο δεν είναι μακρινό
κι ύστερα από τον σάλαγο της μάχης, Σιωπή…

~. ~

Μαρασμός

«ανάθεμα τα γράμματα Χριστέ, και οπού τα θέλει»
στ. 19, 4ον ποίημα, Πτωχοπροδρομικά

Οι άνθρωποι γυρίζουνε, στο σπίτι τους το βράδυ
και βρίσκουν το τσουκάλι τους να βράζει στη γωνία·
παλεύουν να χορτάσουνε τη πείνα στο σκοτάδι,
μένουν ασάλευτοι στη συντριβή και πάσα ειρωνεία·

και ξεγελούν την πείνα τους με δεκαπεντασυλλάβους
πηγαίνουν έρχονται, μετρούν των στίχων τα ποδάρια
σαν ταχτικούς, υπεύθυνους κι a punto εργολάβους
που δένουνε τους μεταξύ ξεγόφιαστους· κι ανάρια

οι ζωντανοί, οι άνθρωποι με ζωντανή τη γλώσσα
απ’ τις σκιές του φεγγαριού διαλέγαν να πατήσουν·
με λόγια να πουν όσα ποθούν και τόσα,
που να δηλώνουν σταθερά τον Εαυτό να στήσουν

πριχού τα χείλη τους στεγνά κι η γλώσσα ξεραμένη
να σπάσουνε τα είδωλα με όπλο τους το στίχο·
από αυτή τους τη ζωή, αυτό που αναμένει
είν’ το βαθύ τους νόημα, με πιο καθάριο ήχο.

~.~

raʿāyā

Μπορεί να’ ναι ασάλευτος ο χρόνος όταν τρέχει,
να πέφτει από το άνοιγμα μια αχτίδα φωτεινή·
που να μπορεί, ο άνθρωπος, ο τραγικός ν’ αντέχει
την κάθε φάση της ζωής που είναι σκοτεινή;

Σαν το κοπάδι, βιαστικά, που άβουλο πηγαίνει,
δεν το ’θελε κι η εποχή· δεν το κατανοούσε,
πως τον βοσκό του προτιμά, εκείνον περιμένει
κι όλο γι’ αυτόν ακούγοντας, ενδόμυχα, φθονούσε

που όλα τ’ άφησε εδώ, τις σάρκες και τη σκόνη,
από την ίδια του ψυχή, που ’ταν ανάγκη πάσα·
μεταστροφές και σχήματα επάνω στη σινδόνη
ζυγίζοντας τ’ ανθρωπινά προς θεϊκή ανάσα.

Κανείς δεν φάνηκε να κράξει το θεριό του,
ο στόλος του Ιμπραήμ, φαινόταν, στ’ ανοιχτά,
παραδεχόμενος, κρυφά πάντα, στον εαυτό του
πόσο στο φως ασήμιζε και πόσο στη νυχτιά.

Άγιες και απρόσιτες τούτες οι κορυφές
σα να ηχεί αυλός, ποιμενικός, του Πάνα·
άγιες, απρόσιτες και οι ψυχές αυτές
που πάνω στο μαρτύριο θυμήθηκαν τη Μάνα.

Σταυρός μαρτυρικός και θρόνος του θεού·
κι η φύση ολάκερη, πάθος γεμάτη, φλόγα,
ξεχείλισε τόσο μ’ ενθουσιασμό Αυτού·
που ’πε η Αγάπη διδαχή και νόγα

πως ο θεός μπορεί και να πεθαίνει·
όσο άτρωτος κι ατρόμητος πηγαίνει.

~.~

Δεκαπενταύγουστος

«ανήφορος κατήφορος
είναι το ίδιο πράγμα»
Ηράκλειτος

Ως πότε μ’ ελπίδες μάταιες θ’ αναπετάς στα νέφη·
και ποιος το φεγγερό λαιμό, την ευωδάτη κόμη,
που η καρδιά σου απ’ το μυαλό, παντοτινά σου στρέφει
τ’ ολογεμάτο πρόσωπο, το μέτωπο στη σκόνη·

αρμονική, καλλίγραμμη, λιτή· π’ ασυμμετρία δεν έχεις
με τι σπουδή και πλούσια είν’ ο καρπός να πέσει,
της γης σου ακούω τον γοό· και όμως δεν αντέχεις
που στα θνητά, τα χέρια μου η Λύρα έχει δέσει

κι είν’ όλο κίνηση, έκφραση κι αρμονία·
κάλεσμα ερωτικό, κατάρα κι ευλογία

τ’ άστρα ας είναι μάρτυρες· και της αυγής το δρόσο,
που μοιάζουνε σα χορικά, αρχαίας τραγωδίας.

~.~

Σφαγεία

Δεν είναι μόνο υπάλληλοι του κάθε Δημοσίου,
π’ αισθάνονται τον τράχηλο, στη βάση του λαιμού
υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι ενός βίου αθλίου
για να τραφούν οι προύχοντες σε μια εποχή λοιμού·

σα να περνάει η μάχαιρα στον τόπο του σφαγείου
το αίμα, λες, στο σώμα τους πόσο φριχτά αναβλύζει
στα χέρια ενός, απίστευτου, που μας βαστά ηλιθίου
κι ο κάθε ένας από μας μες στα κρυφά του βρίζει.

Το αίμα στο κορμάκι τους τόσο πολύ πυρώνει·
σφαχτάρια ωραία εύρωστα και μόσχοι σιτευτοί
και νιώθουνε πως βρίσκονται σε τόπο τούτο μόνοι
όπως κρεμιούνται ατάραχα οι κάθ’ ιδιωτικοί.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ

*Από τις εκδόσεις Ιωλκός μόλις κυκλοφόρησε η τελευταία ποιητική συλλογή της Ελένης Χαϊμάνη: Οιστρογόνα, 2018.