Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος: Ένα προτεσταντικό μυθιστόρημα

σιμπλι

~. ~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ ~.~

Hans Jacob Christoffel Grimmelshausen,
Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος,
μετάφραση Γιάννης Κοιλής,
Εξάντας 2017

Το βιβλίο του Χανς Γιάκομπ Κρίστοφελ φον Γκρίμελσχαουζεν Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, θεμελιώδες έργο της γερμανικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει για τη νεότερη γερμανική λογοτεχνία και κουλτούρα, την οποία στην ουσία εγκαινιάζει στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Σιμπλικίσιμος μεταφράστηκε τώρα για πρώτη φορά στα ελληνικά χάρη στον ακάματο Γιάννη Κοιλή, στον οποίο οφείλουμε χάριτες όχι μόνο για την απόδοσή του στη γλώσσα μας αλλά και για την ωραία γλώσσα στην οποία τον απέδωσε, σε ένα εξαίρετο κράμα λόγιων και λαϊκών ιδιωμάτων. Ο Κοιλής δούλεψε για πολλά χρόνια με αφοσίωση, και αυτό που μας παρέδωσε είναι ένα υπόδειγμα λογοτεχνικής μετάφρασης, που δε θυσιάζει την ομορφιά για χάρη κάποιας σχολαστικής ακρίβειας, ούτε όμως προδίδει το πρωτότυπο για να εντυπωσιάσει τον Έλληνα αναγνώστη.

Ο Σιμπλικίσιμος είναι πολλά πράγματα και θα μπορούσε κανείς να μιλά ατέλειωτες ώρες γι’ αυτό το μυθιστόρημα: είναι το θεμέλιο της σύγχρονης γερμανικής τέχνης και κουλτούρας, είναι ένα κορυφαίο δείγμα του είδους του πικαρικού μυθιστορήματος, είναι μια συμπυκνωμένη έκφραση του Μπαρόκ ως εποχής και ως καλλιτεχνικού κινήματος, είναι επίσης μια ιστορική μαρτυρία για τον Τριακονταετή Πόλεμο. Ταυτόχρονα είναι –και αυτό θα με απασχολήσει σε τούτη την παρουσίαση– ένα μυθιστόρημα και ένα έργο τέχνης στο οποίο γίνεται πλέον φανερή η επιρροή του προτεσταντισμού.

Την εποχή που γράφει ο Γκρίμελσχαουζεν, δηλαδή τη δεκαετία του 1660, έχουν περάσει εκατόν πενήντα περίπου χρόνια από τη γέννηση του προτεσταντικού simplicissimus_titelκινήματος. Αφότου ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις ενενήντα πέντε θέσεις του στο ναό των Αγίων Πάντων στη Βιτεμβέργη, τον Οκτώβριο του 1517, η νέα πίστη διαδόθηκε σαν τη φωτιά στα ξερά χόρτα. Ο δέκατος έκτος και ο δέκατος έβδομος αιώνας είναι μια αιματηρή ιστορία θρησκευτικών πολέμων, διώξεων, δογματισμού και μισαλλοδοξίας που προκλήθηκε από την εμφάνιση του προτεσταντισμού και από την ανυποχώρητη αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Ευρώπης.

Στο μυθιστόρημα του Γκρίμελσχαουζεν λοιπόν έχουμε μια λογοτεχνική έκφραση, θα μπορούσαμε να πούμε, του προτεσταντισμού. Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει ένα σωρό προτεσταντικά γνωρίσματα. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφραση θρησκευτικών αντιλήψεων και θεολογικών ιδεών, αλλά και με την ίδια την αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η κοσμοθεώρηση του Γκρίμελσχαουζεν είναι προτεσταντική ως το μεδούλι.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ιδέα περί της ανθρώπινης φύσης. Η φύση του ανθρώπου και η φύση του κόσμου είναι, για τους προτεστάντες, αθεράπευτη κακή. Ο κόσμος κείται εν τω πονηρώ και ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αμαρτωλός. Και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει. Η προτεσταντική κοσμοθεωρία είναι σκληρή και άτεγκτη. Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να πολεμά διαρκώς την κακή του φύση και την κακή του επιθυμία, χωρίς ελπίδα να την κατανικήσει, χωρίς ελπίδα να την κάνει καλή. Πρόκειται για την ιδέα της concupiscentia, δηλαδή της αμαρτωλής επιθυμίας που έχει εκ φύσεως ο άνθρωπος, μια ιδέα που ανάγεται στον Αυγουστίνο, αλλά προσλαμβάνει στον Λούθηρο και στους προτεστάντες στοχαστές πολύ αυστηρότερη και σκληρότερη μορφή.

Σύμφωνα […] με τον Λούθηρο, «η ανθρώπινη φύση είναι τόσο κακή, ώστε ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν αναγεννηθεί από το Πνεύμα όχι μόνο δεν κατευθύνεται προς το καλό, αλλά και ενεργά αγωνίζεται και πολεμά εναντίον του». Επιπλέον, ο Λούθηρος πιστεύει ότι η αμαρτωλή επιθυμία δεν εξαλείφεται ποτέ και επομένως κανείς ποτέ δεν μπορεί να επιτύχει πλήρως την καθαρότητα της καρδιάς. Όπως παρατηρεί ο Vogel αναφερόμενος στην προτεσταντική κατανόηση της αμαρτίας, «ο άνθρωπος ως άνθρωπος είναι αθεράπευτα αμαρτωλός και το peccatum originis δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η πλήρης διαφθορά». Η διαφθορά αυτή, σύμφωνα με τον Λούθηρο, αποτελεί και την κατεξοχήν αμαρτία.

Το ότι ο άνθρωπος παραμένει δια βίου αθεράπευτα αμαρτωλός συνάγεται από το συνολικό έργο του Λούθηρου. Η ανθρώπινη φύση είναι αμαρτωλή σχεδόν εξ ορισμού. Θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί ότι για τον Λούθηρο είναι αδύνατον να είσαι άνθρωπος, αν δεν είσαι ταυτόχρονα και αμαρτωλός.[i]

Οι προτεσταντικές αντιλήψεις οδηγούν σε μια διαρκή και ανυποχώρητη μάχη με τον κόσμο. Ο προτεστάντης δεν μπορεί να δει τίποτε καλό στον κόσμο, δεν simplicissimus_froemmigkeitμπορεί να συμβιβαστεί με την αμαρτία που βλέπει παντού γύρω του και εντέλει δεν μπορεί να δει με συμπάθεια τον άνθρωπο. Όλοι είναι κακοί και αμαρτωλοί. Τα πάθη δεν είναι ανθρώπινα και συγγνωστά. Είναι αποδείξεις της κακότητας του ανθρώπου, της αθεράπευτης κακότητάς του.

Σε όλο το μυθιστόρημα του Γκρίμελσχαουζεν ακούμε διαρκώς τον ήρωά μας να θρηνεί και να οδύρεται για την κακία των ανθρώπων, για τον αμαρτωλό κόσμο μέσα στον οποίο έχει γεννηθεί, για την απιστία που συναντά αδιάλειπτα μπροστά του. Στο 24ο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, για παράδειγμα, διαβάζουμε:

Κύριε και Θεέ μου! πόσο παραξενευόμουνα στην αρχή όποτε αντιμετώπιζα από τη μια το νόμο του Ευαγγελίου μαζί με τις άγιες προειδοποιήσεις του Χριστού και από την άλλη έβλεπα το έργο εκείνων που παριστάνανε τους μαθητές και διαδόχους του! Αντί για την ορθή άποψη που πρέπει να έχει κάθε δίκαιος χριστιανός, συνάντησα τόση κενόδοξη υποκρισία και άλλες αναρίθμητες μωρίες σε όλους τους λαϊκούς ανθρώπους ώστε αμφέβαλλα αν είχα μπροστά μου χριστιανούς.[ii]

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την προτεσταντικότητα του Γκρίμελσχαουζεν. Ήδη ο τίτλος είναι πολύ εύγλωττος: «Ο Σιμπλίκιος μαλώνει τους ανθρώπους και βλέπει είδωλα πολλά στον κόσμο». Το μεγαλύτερο αμάρτημα για την υπερευαίσθητη προτεσταντική συνείδηση είναι, βέβαια, η ειδωλολατρία. Η ισχυρότερη εντολή είναι το «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον». Έτσι, ο προτεστάντης ανακαλύπτει παντού αμαρτωλά είδωλα και θέλει να τα αποκαθηλώσει, θέλει να αποκαλύψει την υποκριτική χριστιανοσύνη των χριστιανών, οι οποίοι είναι στην πραγματικότητα ειδωλολάτρες.

Όταν κοντά στον ερημίτη μου ακόμα μελέταγα το δρόμο για την αιώνια ζωή, παραξενευόμουνα που ο Θεός είχε απαγορέψει στο λαό του με τόσο μεγάλες τιμωρίες την ειδωλολατρία. Καθότι νόμιζα πως όποιος είχε μια φορά γνωρίσει τον αληθινό και αιώνιο Θεό, αυτός ποτέ ξανά δεν θα λάτρευε και δεν θα προσκύναγε κάποιον άλλον. Με το κουτό μου το μυαλό συμπέρανα λοιπόν ότι αυτή η εντολή ήτανε περιττό και μάταιο που δόθηκε.

Αχ όμως! δεν ήξευρα ο μωρός τι σκεφτόμουνα, αφού, μόλις βγήκα στον κόσμο, κατάλαβα ότι (παρακούγοντας τη λεγάμενη εντολή) κάθε άνθρωπος του κόσμου είχε κι έναν θεό συμπλήρωμα. Ορισμένοι είχανε μάλιστα και παραπάνω από ό,τι οι ίδιοι οι αρχαίοι κι οι παλιοί ειδωλολάτρες.[iii]

Και απαριθμεί στη συνέχεια διάφορες μορφές ειδωλολατρίας που συναντά. Για άλλους θεός είναι το χρήμα, που κρατάνε κλεισμένο στο σεντούκι τους. Για άλλους είναι η εύνοια κάποιου άρχοντα, που αποδεικνύεται τελικά ένας αλήτης 150px-Simplicissimus_Cover_pageσαν κι αυτούς. Για άλλους είναι η φήμη. Για άλλους είναι η ευφυΐα και η γνώση κάποιας τέχνης ή κάποιας επιστήμης, η οποία όμως τους κάνει αλαζόνες. Για άλλους είναι η ικανοποίηση της λαιμαργίας τους, και γι’ αυτό προσφέρουνε διαρκώς θυσίες στον Βάκχο και τη Δήμητρα. Για τους άρρωστους θεός γίνεται ο γιατρός, απ’ τον οποίο περιμένουν άδικα τη σωτηρία. Για άλλους θεότητες είναι οι ωραίες γυναίκες, και τις προσκυνούν μέρα νύχτα. Για κάποιες γυναίκες θεός γίνεται η ομορφιά τους, που τη φροντίζουν με φκιασίδια και κολόνιες. Για άλλους είναι τα ωραία σπίτια που χτίσανε και κατοικούνε. Για άλλους είναι η δουλειά τους, που σε αυτή αφιερώνουν όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Για άλλους είναι η άθλια τροφή, τα σαλιγκάρια και τα βατράχια, που τους κρατάνε στη ζωή. Για άλλους, τέλος, θεός είναι η τέχνη, η ομορφιά και η σπανιότητα ενός έργου.

Ο Γκρίμελσχαουζεν, ως συνεπής προτεστάντης, καταδικάζει όλες αυτές τις μορφές ειδωλολατρίας, συνολικά και ριζικά. Δεν κάνει διακρίσεις και λεπτούς διαχωρισμούς, αφού η κάθε μορφής ειδωλολατρία απομακρύνει τον άνθρωπο από την ορθή λατρεία προς τον αληθινό Θεό.[iv]

Ο ανεικονισμός και η εικονοκλασία συνδέονται βέβαια στενά με τον μεσσιανισμό και με το πάθος για αλλαγή του ανθρώπου ακόμα και με τη βία. Στον Σιμπλικίσιμο, όπως και σε όλα τα προτεσταντικά έργα, συναντάμε την «πουριτανική απέχθεια των εικονοκλαστικών ζηλωτισμών εμπρός στην ανθρώπινη φύση», τον «φυγάνθρωπο ανεικονισμό» που συναντάμε ήδη στον αρχαίο ιουδαϊσμό, στον μωαμεθανισμό, στους Βυζαντινούς εικονομάχους.

Το κοινό νήμα εδώ είναι ο μεσσιανισμός και το κοσμικό του σύστοιχο, ο ουτοπισμός: Για όλα αυτά τα ρεύματα της θρησκευτικής ή αισθητικής σκέψης ο άνθρωπος θεωρείται απλό μεταβατικό στάδιο, προοριζόμενο να υπερβαθεί είτε στο Επέκεινα είτε εντός της Ιστορίας. Αυτό είναι που καθιστά την παρούσα ενθαδική του μορφή ανάξια απεικονίσεως ή και όλως διόλου εξαλειπτέα. Για όλους αυτούς τους ζηλωτισμούς, κοσμικούς ή θρησκευτικούς, η ανθρώπινη μορφή ως έχει αποτελεί σε τελική ανάλυση σκάνδαλο. Και η εικονοκλασία, η θραύση της, είναι το λογικό επακόλουθο.[v]

Στον Σιμπλικίσιμο λοιπόν, όπως και σε όλα τα εικονομαχικά έργα, υπάρχει και μια σκοτεινή όψη: η άρνηση και η απόρριψη του ανθρώπινου προσώπου. Είναι teufel-fabelwesen-grimmelshausen-gr.jpgχαρακτηριστικό πως το μυθιστόρημα ξεκινά με την εκπαίδευση του Σιμπλίκιου από έναν ερημίτη σε πλήρη απομόνωση, μακριά από τους ανθρώπους, και τελειώνει πάλι με την απομόνωσή του, όταν γίνεται και ο ίδιος ερημίτης. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει ο άνθρωπος την αμαρτία και το κακό είναι, για τον Γκρίμελσχαουζεν, η απάρνηση του κόσμου και η απομάκρυνση από τους ανθρώπους.

Το σπουδαίο βιβλίο του Γκρίμελσχαουζεν λοιπόν, αυτό το «έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με το θάνατο και το διάβολο» όπως γράφει ο Τόμας Μαν, είναι και μια λογοτεχνική έκφραση του προτεσταντισμού, της αρνησικοσμίας και της εικονομαχίας των Μεταρρυθμιστών. Είναι, επομένως, και ένα γέννημα της εποχής του, της σκληρής, αιματηρής ιστορίας που γέννησε τον σύγχρονο κόσμο. Και αυτό το χαρακτηριστικό του το κάνει ακόμα πιο επίκαιρο και ωφέλιμο για μας σήμερα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

~  .  ~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[i] π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Ίδε ο άνθρωπος. Το δόγμα της αναμαρτησίας του Χριστού, Εν πλω, Αθήνα 2017, σελ. 93-94.
[ii] Hans Jacob Christoffel von Grimmelshausen, Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος, μτφρ. Γιάννης Κοιλής, Εξάντας, Αθήνα 2017, σελ. 100.
[iii] Ό.π., σελ. 102-103.
[iv] Βλ. Carlos M. N. Eire, War against the Idols. The Reformation of Worship from Erasmus to Calvin [Πόλεμος εναντίον των ειδώλων. Η μεταρρύθμιση της λατρείας από τον Έρασμο μέχρι τον Καλβίνο], Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 1986, όπου παρουσιάζεται λεπτομερώς η εξέλιξη της προτεσταντικής αντίληψης για την ειδωλολατρία της μεσαιωνικής Εκκλησίας, η σφοδρή επίθεση στα σύμβολα και τις εικόνες της, και η προπαγάνδιση των εικονοκλαστικών προτεσταντικών ιδεών στις μεγάλες μάζες του λαού.
[v] Κώστας Κουτσουρέλης, «Τα δήλα και τα άδηλα του Χρήστου Μποκόρου», στο Για τον Χρήστο Μποκόρο. Πέντε ομιλίες, Μουσείο Μπενάκη / Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2017, σελ. 42-43.