Τι απέγινε ο καπετάν Άβερης

αβερης 3

~.~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ ~.~

Το 1724 τυπώθηκε στο Λονδίνο από τον εκδότη Τσαρλς Ρίβινγκτον ένα βιβλίο που έμελλε να έχει τεράστια επίδραση στη λογοτεχνία και στη μυθολογία των επόμενων αιώνων.

Ο τίτλος του βιβλίου ήταν A General History of the Robberies and Murders of the most Notorious Pyrates, ήτοι Γενική ιστορία για τις ληστείες και για τα φονικά που κάνανε οι πιο ξακουσμένοι κουρσάροι. Αμέσως μόλις κυκλοφόρησε έγινε bestseller και επανεκδόθηκε ξανά και ξανά, παραμένοντας στην κορυφή της λίστας των ευπώλητων για πολλά χρόνια. Ως συγγραφέας του βιβλίου δηλωνόταν κάποιος Captain Charles Johnson αγνώστων λοιπών στοιχείων. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, επρόκειτο για ψευδώνυμο. Έγιναν μάλιστα πολλές απόπειρες να προσδιοριστεί ο πραγματικός συγγραφέας, αλλά εις μάτην. Για μεγάλο διάστημα πιστευόταν ότι είναι ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο συγγραφέας του Ροβινσώνα Κρούσου. Αυτή την άποψη διατύπωσε το 1934 ο Τζον Ρόμπερτ Μουρ, διακεκριμένος μελετητής του Ντεφόε, και επικράτησε μέχρι το 1988, οπότε αβερης 1ανατράπηκε από τους Φέρμπανκ και Όουενς στο βιβλίο τους Η κανονικοποίηση του Ντάνιελ Ντεφόε.[1] Η πραγματική ταυτότητα του μυστηριώδους Τζόνσον, δημιουργού του σύγχρονου μύθου των πειρατών, εξακολουθεί να μας διαφεύγει.

Ο Κάρολος Τζόνσον λοιπόν είναι αυτός που δημιούργησε ουσιαστικά με το βιβλίο του την εικόνα των κουρσάρων που όλοι έχουμε στο νου μας. Η εικόνα που ιστόρησε, μια εικόνα μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, επηρέασε όλη την κατοπινή λογοτεχνία. Επηρέασε, για παράδειγμα, καθοριστικά, όπως το ομολογεί και ο ίδιος, τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον όταν έγραφε το Νησί των θησαυρών.

Το βιβλίο του Τζόνσον είναι μια συλλογή βιογραφιών των γνωστότερων πειρατών της εποχής του. Και την ονομάζει με αυτοπεποίθηση ιστορία, επιμένοντας ότι μιλά για πραγματικά γεγονότα και όχι για φανταστικά παραμύθια. Αισθάνεται βέβαια υποχρεωμένος να απολογηθεί που γράφει την ιστορία ανθρώπων ανήθικων και εγκληματιών, που κάθε άλλο παρά μπορούν να χρησιμεύσουν για πρότυπα χρηστής συμπεριφοράς:

I presume we need make no Apology for giving the Name of a History to the following Sheets, though they contain nothing but the Actions of a Parcel of Robbers. It is Bravery and Stratagem in War which make Actions worthy of Record; in which Sense the Adventures here related will be thought deserving that Name. Plutarch is very circumstantial in relating the Actions of Spartacus, the Slave, and makes the Conquest of him, one of the greatest Glories of Marcus Crassus; and it is probable, if this Slave had liv’d a little longer, Plutarch would have given us his Life at large. Rome, the Mistress of the World, was no more at first than a Refuge for Thieves and Outlaws; and if the Progress of our Pyrates had been equal to their Beginning; had they all united, and settled in some of those Islands, they might, by this Time, have been honoured with the Name of a Commonwealth, and no Power in those Parts of the World could have been able to dispute it with them.

Δε νομίζω πως είναι ανάγκη ν’ απολογηθούμε που δίνουμε το όνομα της ιστορίας στις σελίδες που ακολουθούν, παρότι δεν περιέχουν τίποτ’ άλλο παρά τις πράξεις ενός τσούρμου ληστών. Είναι η γενναιότητα και η πανουργία στον πόλεμο που κάνουν τις πράξεις άξιες καταγραφής· με αυτή την έννοια οι περιπέτειες που αφηγούμαστε εδώ θα αποδειχτούν ότι αξίζουν αυτό το όνομα. Ο Πλούταρχος αφηγείται με μεγάλη λεπτομέρεια τις πράξεις του δούλου Σπάρτακου, και αναδεικνύει τη νίκη επ’ αυτού ως μία απ’ τις ενδοξότερες πράξεις του Μάρκου Κράσσου· και είναι πιθανό, αν αυτός ο δούλος είχε ζήσει λίγο περισσότερο, ο Πλούταρχος να μας είχε αφηγηθεί τη ζωή του εκτενώς. Η Ρώμη, η Αφέντρα του Κόσμου, δεν ήταν αρχικά παρά ένα καταφύγιο για κλέφτες και παρανόμους· και αν η εξέλιξη των πειρατών μας ήταν ίδια με το ξεκίνημά τους, αν είχαν συνασπιστεί όλοι μαζί και είχαν εγκατασταθεί σε κάποιο από κείνα τα νησιά, μπορεί, μέχρι σήμερα, να είχαν τιμηθεί με το όνομα μιας Κοινοπολιτείας, και καμία Δύναμη σε κείνα τα μέρη του κόσμου δε θα μπορούσε ν’ αντιπαρατεθεί μαζί τους.[2]

Στην Ελλάδα είχαμε τη μεγάλη τύχη να μεταφραστεί το βιβλίο του Τζόνσον από τον Φώτη Κόντογλου. Το μετέφρασε στο υπέροχο ιδίωμά του, με μεγάλο μεράκι, το 1936, όταν βρισκόταν στη Μονεμβασιά.[3]

αβερης 5.jpg 6Οι ιστορίες των πειρατών που αφηγείται ο Τζόνσον είναι ιστορίες τυχοδιωκτισμού και παρανομίας. Οι ήρωές του παραβαίνουν το νόμο και βγαίνουν έξω από τα όρια της θεσμισμένης κοινωνικής ζωής. Φεύγουν από την πατρική γη στην άγνωστη θάλασσα κι από την οργανωμένη κοινωνία της Αγγλίας στις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής και της Αμερικής. Αυτή η έξοδός τους όμως στην παρανομία και στη βαρβαρότητα είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Όσοι προσπαθήσουν να επιστρέψουν θα αποτύχουν οικτρά.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του καπετάν Άβερη, όπως ωραία αποδίδει στα ελληνικά ο Κόντογλου τον Captain Every. Ο Άβερης είναι ο διασημότερος από τους πειρατές όλων των εποχών. Γεννήθηκε το 1659 στην Αγγλία, όπου και πέθανε μάλλον το 1699. Η πειρατική του καριέρα ήταν πολύ σύντομη. Πρέπει να κράτησε περίπου δύο χρόνια, από το 1694 μέχρι το 1696. Σημαδεύτηκε όμως από μια εντυπωσιακή πειρατεία: μαζί με τους συντρόφους του πλιατσικολόγησε τον εμπορικό στόλο του Μεγάλου Μογγόλου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει τεράστια φήμη και να διαδοθούν σημεία και τέρατα για τα κατορθώματά του. Ο Τζόνσον τα περιγράφει πολύ γλαφυρά:

 Απ’ αυτούς τους ατρόμητους τυχοδιώκτες, κανένας δε στάθηκε στον καιρό του πιο φημισμένος από τον Άβερη […] Ολάκερη η Ευρώπη ήξερε πως στάθηκε ικανός ν’ ανεβεί στο βασιλικό αξίωμα, να κάνει ένα νέο βασίλειο, να μαζέψει αρίφνητα πλούτη και να πάρει γυναίκα την κόρη του Μεγάλου Μογγόλου, που την έπιασε σκλάβα μέσα σ’ ένα καράβι της Ινδίας πώπεσε στα χέρια του. Μαζί της έκανε κάμποσα παιδιά, που ζούσανε όλα σε βασιλικιά πολυτέλεια· έχτισε κάστρα, κατάστησε αποθήκες, και κυβερνούσε πολλά και δυνατά καράβια, με ναύτες και πολεμιστές άξιους και παλληκάρια, απ’ όλες τις φυλές του κόσμου. Έδινε προσταγές στους καπετάνιους των καραβιών του και στους φρούραρχους που βαστούσανε τα κάστρα του, κι όλοι τους τόνε τιμούσανε για αφέντη τους […]

 Αυτά όμως ήταν ψέματα τα πιο πολλά, που τα γεννούσε το μυαλό τ’ ενός και τ’ αλλουνού για να τα πιστεύουνε οι άλλοι και να φχαριστιούνται. Τον καιρό που ακούστηκε πως ο Άβερης είχε γίνει βασιλιάς, αυτός δεν είχε μηδέ πεντάρα στην τζέπη του. Τότες που λέγανε πως είχε αρίφνητο θησαυρό στο Μαδαγάσκαρ, αυτός βρισκότανε στην Αγγλία πεθαμένος από την πείνα.[4]

Ο Άβερης επέστρεψε, καθώς φαίνεται, στην πατρίδα του ινκόγκνιτο. Από εκεί και πέρα όμως τα ίχνη του χάνονται. Σύμφωνα με τον Τζόνσον, δεν μπόρεσε να πουλήσει τα διαμάντια που είχε κλέψει και πέθανε τελικά μέσα στην απόλυτη φτώχια.

 Μέσα σε λίγο καιρό κατάλαβε ο Άβερης πως η ζωή του κιντύνευε με το να θέλει να πουλήσει τα διαμάντια. Μπορούσε νά ’βρει το μπελά του. Αφού σκέφτηκε καλά, αποφάσισε να μπιστευτεί σε κάποια πρόσωπα που αβερησ 4κατοικούσανε στο Μπρίστολ, και γι’ αυτή τη δουλειά τράβηξε να πάει στην Αγγλία. Σαν έφταξε στο Ντίβονσαρ, έστειλε κ’ ειδοποίησε έναν φίλο του να ανταμώσουνε σε μια πολιτεία λεγόμενη Μπάϊντφορ. Μείνανε σύμφωνοι πως το πιο σίγουρο ήτανε να δώσουνε τα διαμάντια στους έμπορους, που ήτανε άνθρωποι πλούσιοι και τιμημένοι στον κόσμο, ώστε να μη βάλει κανένας υποψία. Ο Άβερης […] τους έδωσε τα πράματα, δηλαδή τα διαμάντια και κάτι μαλαματένιες κούπες, αφού πριν να τα δώσει πήρανε όρκο όλοι τους πως θα δουλέψουνε τίμια. Του δώσανε κάτι λίγα λεφτά για το καθημερινό του και φύγανε.

 Ο Άβερης άλλαξε τ’ όνομά του και ζούσε φτωχικά στο Μπάϊντφορ. Τίποτα δεν ξέρει κανένας για το πώς ζούσε και πόσον καιρό πέρασε σ’ αυτό το μέρος […] Τα λεφτά του είχανε σωθεί και δε φανήκανε ολότελα οι εμπόροι πού ’χε μπιστευτεί το έχει του. Τους έγραψε ένα γράμμα, και μετά πολλά τού στείλανε κάτι λίγα χρήματα που μόλις του φτάξανε για να πληρώσει τα χρέη του. Δεν είχε καλά καλά ν’ αγοράσει μήτε ένα κομμάτι ψωμί, και για να τό ’χει και κείνο τον έπαιρνε ο διάβολος. Κουρασμένος από κείνη τη ζωή, γύρισε πίσω στο Μπρίστολ για ν’ ανταμώσει τους εμπόρους, αυτοί όμως, αντίς για λεφτά, του ’πανε να καθήσει ήσυχα, γιατί αλλιώς θα τον καταδίνανε στην εξουσία. Οι εμπόροι ήταν στη στεριά κουρσάροι παινεμένοι σαν που ήτανε κι ο Άβερης στη θάλασσα […]

Σαν έφταξε το μαχαίρι στο κόκκαλο, αποφάσισε να πάει στο Μπρίστολ για να εκδικηθεί τους κλέφτες, χωρίς να λογαριάζει τι θ’ απογίνει. Μπήκε μέσα σ’ ένα καράβι απλός ναύτης και πήγε στο Πλύμουθ, κι από κει με τα πόδια στο Μπάϊντφορ. Εκεί πέρα κάθησε λίγες μέρες κ’ ύστερα αρρώστησε και πέθανε, δίχως πεντάρα, αφού δεν βρήκανε απάνω του για να πληρώσουνε  κείνον πώκανε την κάσα του.

 Έγραψα όσα μπόρεσα να μάθω, λίγο πολύ, βάσιμα, γι’ αυτόν τον άνθρωπο, και ξεχώρισα την καθαρή ιστορία του από τα παραμύθια για τις δόξες του.[5]

Ο θάνατος του Άβερη παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο. Πολλοί έψαξαν, μετά τον Τζόνσον, να βρουν τι πραγματικά συνέβη και ποια ήταν η κατάληξη του πιο φημισμένου κουρσάρου όλων των εποχών, αλλά κατέστη αδύνατο.[6]

Ο βίος και η πολιτεία του Άβερη εντυπωσίασαν βαθιά τον Κόντογλου. Αποφάσισε λοιπόν να ξαναφηγηθεί την ιστορία του λίγα χρόνια αργότερα, στο βιβλίο Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι. Εδώ υπάρχει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο κουρσάρος Άβερης ο λεγόμενος Μπεν», όπου η ιστορία του Τζόνσον παραλλάσσεται και εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία. Και βέβαια ο Κόντογλου παίρνει την ελευθερία να γράψει με το δικό του τρόπο πάνω στο υπόστρωμα της ιστορίας του Τζόνσον. Εδώ το τέλος του Άβερη περιγράφεται ως εξής:

Αυτός είχε φτάξει στο μεταξύ στην Αγγλία, και ξεμπαρκάρισε σ’ ένα απόμερο λιμάνι, δίχως να τον καταλάβει κανένας. Οι λίγοι σύντροφοι, πούχε μαζί του, σκορπίσανε. Η εξουσία έβαλε χέρι απάνω σ’ έναν δυο από δαύτους. Αλλά ο αρχηγός χάθηκε. Είπανε πως γύριζε από τόπο σε τόπο σαν περιπλανώμενος Εβραίος, σέρνοντας εκείνο το καταραμένο το σακκούλι με τα πετράδια που αβερης 5τον βάραινε σα νάτανε μυλόπετρα. Στο τέλος βρέθηκε ολότελα απένταρος, κι’ απεφάσισε να τα πουλήσει. Μα τον έβαλε στο χέρι ένα άλλο τομάρι, και με το σήμερα και με το αύριο του τάφαγε. Μπορούσε να κάνει και τίποτα; Ο άλλος τον φοβέριζε πως θα του περνούσε στο λαιμό τη γραβάντα.

 Βλέποντας πως δεν τάβγαζε πέρα με τους κουρσάρους της στερηάς, καταστάλαξε σ’ ένα λιμάνι και κοιμότανε στα σκουπίδια. Για να ψωμοφάγει ζητιάνευε από πόρτα σε πόρτα. Σε λίγο πέθανε, δίχως ν’ ανοίξει το στόμα του. Δεν τον έμελλε τόσο η πείνα, όσο τον έπνιγε το παράπονο να καταντήσει ζητιάνος, αυτός π’ ανατάραζε σαν Ποσειδώνας τις θάλασσες με το καμάκι του, αυτός, ο ξακουσμένος βασιληάς του Μαδαγασκάρ.[7]

Ο Κόντογλου κρατάει για το τέλος αυτή την ωραιότατη προσθήκη στην αρχική ιστορία: ο Άβερης δε στεναχωριέται τόσο για την πείνα όσο για την παρακμή του, για τον υποβιβασμό του, από βασιλιάς των θαλασσών, από αληθινός Ποσειδώνας, έγινε ένας φτωχός και περιφρονημένος ζητιάνος· αντί για την απέραντη ελευθερία των ωκεανών αποκλείστηκε στη φτωχή και στενή στεριά της πατρίδας του. Αυτή η λυρική απόδοση της πτώσης του ήρωά του κάνει την ιστορία του Κόντογλου τόσο όμορφη, της προσδίδει βάθος και τραγικότητα.

Πριν από την ιστορία του Άβερη, στη σελίδα 86 των Φημισμένων αντρών, υπάρχει μια προσωπογραφία του περιβόητου πειρατή, ιστορημένη από τον Κόντογλου. Η προσωπογραφία είναι φτιαγμένη σύμφωνα με τον τρόπο της βυζαντινής αβερης 7αγιογραφίας. Γύρω από το κεφάλι του Άβερη διαβάζουμε την επιγραφή «Ερρίκος Άβερης, ο επιλεγόμενος Μπεν, ο βασιληάς του Μαδαγάσκαρ», ενώ η λεζάντα γράφει: «Φαντασία, η χειρ Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως. 1940». Το πρόσωπο του Άβερη μας κοιτάζει ανφάς, ενώ το σώμα του στέκεται προφίλ. Το ντύσιμο και ο οπλισμός του ανακαλούν εικόνες στρατιωτικών αγίων, όπως ο άγιος Δημήτριος ή ο άγιος Γεώργιος. Πίσω του βλέπουμε τη θάλασσα και στον ορίζοντα ένα ιστιοφόρο. Το πρόσωπο του πειρατή δεν είναι οργισμένο ή άγριο, δεν προκαλεί φόβο ή ταραχή. Αντίθετα, όπως ακριβώς τα πρόσωπα των βυζαντινών αγίων, είναι ήμερο και γαλήνιο.

Για τον Κόντογλου, ο Άβερης και οι άλλοι πειρατές δεν ήταν πάντα εγκληματίες. Συχνά ήταν άνθρωποι που αγωνίζονταν με τον δικό τους τρόπο για τη δικαιοσύνη, όπως γράφει στον μικρό πρόλογο του έργου του. Και γι’ αυτό μπορεί να ωφεληθεί κανείς διαβάζοντας το βίο και τα έργα τους.

Πολλοί από τους ανθρώπους πούνε γραμμένοι εδώ μέσα είνε κακούργοι και ληστές, αλλά, όπως γίνεται συχνά, να πηγαίνει το καλό μαζί με το κακό, έτσι κ’ η ζωή αυτουνών των ανθρώπων έχει κάτι τις το ασυνήθιστο και φχάριστο, που δεν πρέπει να το περιφρονά ο καλός άνθρωπος. Αν βγάλεις κατά μέρος τα γεννημένα τέρατα, οι περισσότεροι από τους άλλους ήτανε πλάσματα κατατρεγμένα και βασανισμένα, που κάνανε ό,τι κάνανε για να πολεμήσουνε την αδικία, κατά τη δική τους την ιδέα.[8]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

~ . ~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] P.N. Furbank και W.R. Owens, The Canonisation of Daniel Defoe, Yale University Press, Νιου Χέιβεν και Λονδίνο 1988.
[2] Captain Charles Johnson, A General History of the Pyrates, Λονδίνο 1724, σελ. 3-4. Η μετάφραση του παραθέματος έγινε από μας.
[3] Το ενδιαφέρον του Κόντογλου για τους πειρατές και το μύθο τους είναι πολύ παλιό: το πρώτο βιβλίο που γράφει, ο Πέδρο Καζάς, είναι μια πειρατική περιπέτεια, ενώ λίγο αργότερα μεταφράζει το Νησί των θησαυρών του Στήβενσον και κάποιες σελίδες από τον Ροβινσώνα Κρούσο. Από αυτά τα αναγνώσματά του οδηγήθηκε, όπως φαίνεται, και στο βιβλίο του Τζόνσον.
[4] Κάρολος Τζόνσον, Οι φημισμένοι κουρσάροι, μτφρ. Φώτης Κόντογλου, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988, σελ. 13-14.
[5] Ό.π., σελ. 22-24.
[6] Βλ. David Cordingly, Under the Black Flag. The Romance and the Reality of Life Among the Pirates [Υπό τη μαύρη σημαία. Μυθοπλασία και πραγματικότητα της ζωής ανάμεσα στους πειρατές], Random House, Νέα Υόρκη 2006, σελ. 38-39.
[7] Φώτης Κόντογλου, Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι, «Αστήρ» – Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1987, σελ. 92.
[8] Ό.π., σελ. 29.

 

άβερης 2