Καθρέφτες της ποίησης

καθρεφτες

~.~

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ ~.~

Οι ποιητές και οι λογοτέχνες, με προεξάρχοντα τον Μπόρχες (αλλά και τον Άσμπερυ, τον Τσελάν κ.α.) δείχνουν να αγαπάνε ιδιαιτέρως τους καθρέφτες. Στέκονται με δέος και περισυλλογή μπροστά τους.

Στοχάζονται πάνω στην ιδιότητα τους να πολλαπλασιάζουν ή να βαθαίνουν τον κόσμο. Εγκωμιάζουν τη στυγερή ειλικρίνειά τους. Παρατηρούν με ευφορία ή περίσκεψη (συνήθως το δεύτερο) το είδωλό τους πάνω στη στιλπνή επιφάνειά τους . Άλλωστε το ίδιο το γράψιμο αποτελεί κάποιο είδος καθρέφτη της πραγματικότητας (την πολλαπλασιάζει, την βαθαίνει, την αναπαράγει).

Ομολογουμένως τα κατοπτρικά μοτίβα αποτελούν κοινότατο τόπο στην παγκόσμια ποίηση. Και μόνο μια μερική αναψηλάφηση του θέματος μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο στον επίδοξο μελετητή. Θα έλεγε κανείς ότι η τέχνη της ποιήσεως βρίθει από γυάλινες επιφάνειες που αντανακλούν έννοιες, αισθήματα, ιδέες, κόσμους ολόκληρους. Κάτι τέτοιο τείνει να έχει καθολική ισχύ και παρατηρείται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου ποιητικού χάρτη, από τους στίχους του Κορεάτη ποιητή Κο Ουν μέχρι τα ποιήματα του Χιμένεθ, του Καβάφη, της Σεσίλιας Μεϊρέλες.

Ένα άλλο ζήτημα που χωράει πολλή φιλολογική επεξεργασία και περαιτέρω ανάλυση είναι οι κατοπτρικές σχέσεις ανάμεσα στους ίδιους τους ποιητές. Το πως στέκεται δηλαδή ο ένας απέναντι στον άλλο, προγενέστερο, σύγχρονο ή επίγονο, ομότεχνό του. Και φυσικά το τι παράγεται μέσα από τέτοιες σχέσεις. Ποια αισθητικά και ιδεολογικά στοιχεία αναδεικνύονται. Ποια είναι η λειτουργία των επιρροών, της αφομοίωσης, της επίδρασης. Δεν χρειάζεται καν να καταφύγουμε στα τρανταχτά παραδείγματα Έλιοτ-Πάουντ, Έλιοτ- Σεφέρη, Πόε-Μπωντλαίρ κτλ, η σχέση των οποίων έχει διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα. Μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε λιγότερο γνωστές περιπτώσεις που παρουσιάζουν όμως εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον. Όπως για παράδειγμα τα ζεύγη Αντόνιο Οριουέλα-Αργύρη Χιόνη ή Κώστα Καρυωτάκη-Χρίστου Λάσκαρη. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Σχεδόν ό,τι ενέχει σύγκριση, σύγκρουση, μετωπική σχέση είναι μια υπόμνηση της κρυφής ή φανερής παρουσίας ενός καθρέφτη.

Για να μη χαθούμε σε ένα δάσος αντικατοπτρισμών (όπου το ένα ποίημα αντικαθρεφτίζει κάποιο άλλο ή ένας ποιητής τον ομότεχνό του), ας σταθούμε σε κάποιο συγκεκριμένο ποίημα, ιδιαίτερα δημοφιλές στους αναγνώστες ποίησης: τον «Καθρέφτη» της Σύλβιας Πλαθ. Πρόκειται βέβαια για έργο απαράμιλλης εκφραστικής δύναμης και στοχαστικότητας που αποτελεί και ενδιαφέρουσα υπόμνηση μιας άλλης παλαιότερης κατοπτρικής σχέσης, εκείνης του Ντόριαν Γκρέυ με το περιβόητο πορτρέτο του (και με τη σειρά του ο Ντόριαν Γκρέυ συνιστά είδωλο και καθρέφτισμα του ίδιου του συγγραφέα του, Όσκαρ Ουάιλντ).

Ο «Καθρέφτης» της Πλαθ γίνεται χοάνη τήξης ανθρώπινων χαρακτηριστικών, ψυχικών τονισμών και συναισθηματικών κλειδωμάτων. Το αντικείμενο εδώ μετατρέπεται σε μια ρουφήχτρα του χρόνου. Μέσα του εγκλωβίζει την ανθρώπινη μορφή, καθηλώνει την ύπαρξη, ακινητοποιεί το άτομο. Είναι σαν στρόβιλος που τρέφεται με τη ζωτικότητα του καθρεφτιζόμενου προσώπου. Από το χάσκον στόμιό του εισάγονται νιάτα, ομορφιά, ευεξία και εξάγεται φθορά, ασχήμια, γήρας, θνητότητα.

Ο συγκεκριμένος καθρέφτης ομιλεί την αλήθεια όπως αυτή αποτυπώνεται στην όψη των πραγμάτων. Εξωτερικά δηλαδή, χωρίς ενδιαφέρον ή απόπειρα για εμβάθυνση. Δείχνει την αλλαγή, το μαράζωμα του προσώπου, την καταστολή της ενεργητικότητας. Και είναι για αυτό αδυσώπητος. Ομιλεί μια τρομακτική, υπαρξιακή αλήθεια. Η Πλαθ κοιτάζει έντρομη την επιφάνεια του καθρέφτη της. Δεν δύναται ή δεν θέλει να πάει πιο μέσα, αν και διαισθάνεται ότι υπάρχει και κάτι ακόμα εκεί, πίσω από ό,τι φαίνεται. Η ποιήτρια ταυτίζει αναπόφευκτα τον εαυτό με το σώμα (όπως κάνουμε όλοι). Πρόκειται όμως για μια ταύτιση που, σε στιγμές περισυλλογής και αυτοπαρατήρησης, γίνεται πηγή δυστυχίας. Το σώμα είναι πεπερασμένο. Οι αισθήσεις αναπόφευκτα θα σβήσουν. Ο εαυτός –ή αυτό που θεωρούμε “εαυτό»– θα εξανεμιστεί.

Η Πλαθ ολοκληρώνει το ποίημα της συγκλονισμένη από τον υπαρξιακό τρόμο που της προκαλεί η πάροδος του χρόνου. Μάλιστα κλείνει σε άρση. Αφήνει τον στίχο της μετέωρο μπροστά στη φρίκη της συνειδητοποίησης ότι η ίδια γερνάει και ότι οδεύει ολοταχώς προς την απώλεια. Ωστόσο ο καθρέφτης στην ποίηση γίνεται κάποιες άλλες φορές έναυσμα για νηφάλιους αναστοχασμούς. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωση του Γιαπωνέζου ποιητή Κικούο Τακάνο.

Παραθέτω μια πρόχειρη δική μου απόδοση του ποιήματός του που τιτλοφορείται επίσης “Καθρέφτης”:

Τι θλιβερό αντικείμενο
που έχουν εφεύρει οι άνθρωποι
Όποιος καθρεφτίζεται
δεν στέκεται παρά μπροστά στον εαυτό του
και όποιος θέτει μια ερώτηση
είναι συγχρόνως και ο ερωτώμενος
Για να μπει κανείς στα ενδότερά του
θα πρέπει να κάνει μια αντίθετη κίνηση
να απομακρυνθεί

Στο ποίημά του Τακάνο γίνεται διαπραγμάτευση του προσφιλούς θέματος υπό μια διαφορετική, πιο ψύχραιμη οπτική γωνία. Ξεκινάει με μια κάπως καταχρηστική διαπίστωση «τι θλιβερό αντικείμενο έχουν εφεύρει οι άνθρωποι»! Ο Μπόρχες, ο άρχων των εσόπτρων, θα είχε σίγουρα από την αρχή ενστάσεις απέναντι στον αυθαίρετο αφορισμό. Πρώτον, ο καθρέφτης δεν είναι κάτι που το εφηύραν οι άνθρωποι. Υπάρχει στη φύση από κτίσεως κόσμου. Τον εντοπίζουμε στις αντανακλάσεις των νερών πάνω από όλα, αλλά και στα πράγματα που είναι πανομοιότυπα, μονοζυγωτικά, ίδια, στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, στις επαναλήψεις, τις κυκλικές διαρρυθμίσεις, σε πρότυπα που γίνονται αντικείμενο αντιγραφής και αναπαραγωγής.

Η σπείρα μορφοποιείται στο ανάπτυγμα ενός γαλαξία, αλλά και σε πολύ μικρότερης κλίμακας φυσικές ή τεχνητές κατασκευές, όπως είναι για παράδειγμα μια υδάτινη ρουφήχτρα σε μια λιμνούλα ή οι κυκλικές σκάλες μιας πολυκατοικίας. Ανάμεσα στη μικροκλίμακα του υποατομικού κόσμου και την απεραντοσύνη του σύμπαντος μεσολαβούν οι αόρατοι καθρέφτες μιας αστάθμητης και μυστηριώδους επενέργειας που υποχρεώνει, λες, τις μορφές και τα σχήματα να αναπαράγονται σε γεωμετρικά πατρόν. Η ίδια δύναμη τα κάνει να επανεμφανίζονται σε μεγέθη, διαστάσεις, διαμέτρους που συνομιλούν με τα μεγαλύτερα ή τα μικρότερά τους κατά τρόπο διαλεκτικό, ποιητικό, συμβολικό. Κάπως έτσι, μέσα από τις μεμβράνες της υποτιθέμενης αυτής διαμεσολαβητικής παρουσίας, υπερκαινοφανείς αστέρες μπορούν στα μάτια μας να φαίνονται σαν πυγολαμπίδες. Φύκια μοιάζουν με μαλλιά που τα σηκώνει ο άνεμος. Μετεωρίτες με σπίρτα που πέφτουν αναμμένα από ένα τρεμάμενο χέρι. Ο ποιητής οικτίρει το «θλιβερό αντικείμενο», αλλά στην ουσία το υμνεί καθώς γράφει για εκείνο το ποίημά του. Επίσης χωρίς την ύπαρξη του εν λόγω αντικειμένου που οι λειτουργίες του έχουν σχέση τόσο με την αντανάκλαση, όσο και με τη μεταφορά, τη διάθλαση, την παραμόρφωση, η ίδια η ποιητική τέχνη θα ήταν ανέφικτη. Στη συνείδηση του ποιητή (αυτόν τον μικρό καθρέφτη του Δημιουργού), αναπόφευκτα, τα φυσικά αντικείμενα επιτελούν και έναν συμβολικό ρόλο.

Όμως ας επιστρέψουμε στους στίχους του Γιαπωνέζου ποιητή. Αυτό που «ανακάλυψαν» ίσως οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο το φυσικό αντικείμενο, όσο ένας τρόπος να στέκονται μπροστά του. Άλλωστε έχουμε να κάνουμε με το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της ωραιοπάθειας. Μακρινός του πρόγονος είναι εκείνα τα νερά πάνω στα οποία είδε, θαύμασε και ερωτεύτηκε, κάποτε, ο Νάρκισσος τη μορφή του. Είναι επίσης ο αμφιβληστροειδής του Πάρη όταν πάνω του εντυπώθηκε η εικόνα της Ωραίας Ελένης. Ίσως είναι αυτή η πλευρά του καθρέφτη που υποδαυλίζει την απογοήτευση της Σύλβιας Πλαθ. Στον κόσμο των φαινομένων η ομορφιά δεν είναι αιώνια. Αντίθετα μετασχηματίζεται αενάως περνώντας αναγκαστικά από στάδια αποσύνθεσης, παρακμής και εκμηδένισης.

Ο Τακάνο όμως δεν στέκεται πολύ σε αυτό το σημείο. Κάτι άλλο τον θέλγει περισσότερο: η έννοια της διττότητας που σχηματοποιείται πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια του κατόπτρου. «Όποιος καθρεφτίζεται / δεν στέκεται παρά μπροστά στον εαυτό του» λέει. Πως μπορεί όμως να χρησιμοποιήσει ο παρατηρητής τον καθρέφτη ως όργανο αυτογνωσίας, χωρίς να εκπέσει στον ναρκισσισμό, την ομφαλοσκόπηση, την αυταρέσκεια ή αντίθετα στην αποστροφή προς τον εαυτό, την αηδία για αυτό που βλέπει; Ό,τι αντανακλάται πάνω του σχετίζεται με το κέλυφος των πραγμάτων και άρα εξαναγκάζει το υποκείμενο να μένει στο σύνορο του αυτοθαυμασμού ή της απόρριψης. Χρειάζεται ιδιαιτέρως διεισδυτικό βλέμμα για να εισχωρήσει κάποιος εις βάθος, να ξεπεράσει τα δίπολα που αναδύονται από την αισθητική πρόσληψη. Θα πρέπει, με κάποιον τρόπο, να διαπεράσει το εξωτερικό περίβλημα, να επιτύχει διάτρηση της μορφής και να μπει στο άβατον εσωτερικών, μύχιων χώρων.

Και στον επόμενο στίχο ο ποιητής σκαλίζει λίγο περισσότερο την ιδιάζουσα συλλογιστική του. «Όποιος θέτει μια ερώτηση» συνεχίζει «είναι συγχρόνως και ο ερωτώμενος» εκείνος που καλείται δηλαδή να δώσει την απάντηση. Πάνω στην κόψη του γυάλινου παραπετάσματος συναντιούνται ο Οιδίποδας και η Σφίγγα. Και μάλιστα οι δυο τους ταυτίζονται εκεί, μετατρέπονται σε μια αξεδιάλυτη οντότητα. Ο καθρέφτης αποτελεί το σημείο τομής τους αλλά και τη συναρμογή της ένωσής τους. Από ποια πλευρά είναι ο άνθρωπος και από ποια το τέρας; Εναπόκειται στην κρίση του καθενός να το ορίσει. Πάντως, καθώς λέγεται, αν κάποιος είναι σε θέση να αρθρώσει ένα ερώτημα, γνωρίζει, μέσω της γλώσσας, και μέρος της απάντησης. Έτσι, αν ο ποιητής με το ποίημα του διατυπώνει ένα ή μια συστάδα ερωτημάτων, με το ίδιο ποίημα φέρνει πίσω και μια δέσμη απαντήσεων.

Η απάντηση του Τακάνο βρίσκεται στην κατακλείδα του ποιήματος. Εκεί δίνεται ακόμα μία σήμανση και ένας σαφής οδοδείκτης για την πορεία αυτογνωσίας που έχει υπαινιχθεί προηγουμένως. Αν θέλει κάποιος, λοιπόν, να μπει βαθιά μέσα στον καθρέφτη, θα πρέπει να κάνει το αντίθετο από ό,τι επιτάσσει η λογική: οφείλει να απομακρυνθεί από εκείνον. Όσο μακρύτερα φεύγει, τόσο η εικόνα του, η μορφή του, ο ίδιος του ο εαυτός, εισέρχεται βαθύτερα στα τοπία που καθρεφτίζονται. Και εδώ βρίσκεται το καταστάλαγμα της γιαπωνέζικης ζεν φιλοσοφίας γύρω από την οποία ο Τακάνο χτίζει το ποίημα του. Αν θες να μπεις στην ουσία των πραγμάτων, φύγε μακριά τους, φύγε από το περίβλημα που τα σκεπάζει, απομακρύνσου από το φράγμα της ύλης που τα περιβάλλει. Και όσο θα μεγαλώνει η απόσταση, τόσο θα βρίσκεσαι μέσα τους.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ