Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι: Μεγάλη ελεγεία για τον Τζων Ντον

brodsky-1c
 ~ . ~ 
[ Το ένα από τα δύο μέρη του αφιερώματος του ΝΠ στον Μπρόντσκι και τη Μεγάλη Ελεγεία. Δείτε επίσης το δοκίμιο της Βιργινίας Γαλανοπούλου, Ο εκκεντρικός Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς, μια εισαγωγή στο ποίημα και τον ποιητή. ]
~ . ~ 
Μετάφραση από τα ρωσσικά:
ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

~ . ~

Ο Τζων Ντον βυθίστηκε στον ύπνο… Τριγύρω του τα πράγματα
κοιμήθηκαν κι αυτά: οι τοίχοι, το κρεβάτι και το πάτωμα – όλα κοιμούνται.
Τραπέζι, πίνακες, χαλιά, τα μάνταλα κι οι σύρτες,
ρούχα, ερμάρια, κεριά, κουρτίνες – όλα
κοιμούνται τώρα: οι λεκάνες, το μπουκάλι, το ποτήρι,
το ψωμί, το μεγάλο μαχαίρι κι οι πορσελάνες, τα κρύσταλλα και τα κουζινικά,
τα καθαρά λινά, η νυχτερινή λάμπα, οι σιφονιέρες, ένα ρολόι,
το γυαλικό, η σκάλα, οι πόρτες. Νύχτα παντού,
η νύχτα πάνω σ’ όλα: σε γωνιές, στα μάτια, σε σεντόνια,
στα χαρτιά επάνω στο γραφείο,
στις λέξεις κάποιου κηρύγματος παλιού,
σε κορμούς και σε μασιές, στα κάρβουνα
ενός σβηστού τζακιού – στα πάντα.
Σε καμιζόλες, μπότες, κάλτσες και σκιές,
πίσω απ’ τον καθρέφτη, στο κρεβάτι, επάνω στις καρέκλες,
στο λαβομάνο, στους κρεμασμένους σταυρούς, στα στρωσίδια,
στην σκούπα δίπλα στο κατώφλι,
στα παπούτσια. Όλα βυθίστηκαν στον ύπνο.
Όλα αποκοιμήθηκαν. Το παράθυρο. Πιο πέρ’ απ’ το παράθυρο, είναι το χιόνι.
Η κατηφορική σκεπή, λευκότερη κι από πετσέτα δείπνου,
οι ψηλές κορυφογραμμές από τις στέγες. Μια γειτονιά παραδομένη στον ύπνο,
τεμαχισμένη θανάσιμα από το κούφωμα του παραθύρου,
αψίδες, τοίχοι και περβάζια – όλα κοιμούνται.
Ξύλινα μονοπάτια, λιθόστρωτα, κήποι και καφασωτά.
Κανένα φως δεν θα αστράψει, καμία ρόδα δεν θα τρίξει…
Αλυσίδες, πέτρινες μάντρες, στολίδια και κράσπεδα.
Οι πόρτες με τα ρόπτρα, τις λαβές τους και τους γάντζους έχουν κοιμηθεί.
Λουκέτα και σύρτες, οι πίροι, τα κλειδιά τους.
Ούτε ψιθύρισμα, ούτε θρόισμα, κανένας χτύπος δεν ακούγεται,
μόνο το χιόνι τρίζει. Όλοι κοιμούνται. Η αυγή αργεί.
Όλες οι φυλακές κι όλα τα κάστρα βυθιστήκανε στον ύπνο.
Τα σιδερένια βαρίδια του ψαράδικου κοιμούνται.
Τα χοιρινά σφάγια κοιμούνται κι αυτά. Οι πίσω αυλές
και τα σπίτια. Τα σκυλιά, δεμένα στις αλυσίδες τους, κοιμούνται.
Στα κελάρια οι κοιμισμένες γάτες κρατούν τ’ αυτιά τους όρθια.
Κοιμούνται τα ποντίκια, μαζί κι οι άνθρωποι. Το Λονδίνο κοιμάται βαθιά.
Μια σκούνα λαγοκοιμάται στο λιμάνι. Κάτω απ’ το σκαρί της
ο πάγος κροταλίζει λιώνοντας μέσα στην κοιμισμένη θάλασσα
και χάνονται μαζί μακριά, στον ήσυχο ορίζοντα.
Ο Τζων Ντον αποκοιμήθηκε μαζί με την θάλασσα.
Ακτές από κιμωλία υψώνονται τώρα κοιμισμένες πάνω απ’ τα νερά,
το νησί κοιμάται, το αγκαλιάζουν όνειρα μοναχικά
κι ο κάθε κήπος τρεις φορές κλειδώθηκε.
Οι σφένδαμοι, τα πεύκα, οι οστρυές, κόκκινα κι ασημένια έλατα – όλα κοιμούνται.
Κοιμούνται οι πλαγιές, οι απόκρημνοι χείμαρροι, τα μονοπάτια.
Οι αλεπούδες, ο λύκος. Η αρκούδα στη φωλιά της.
Σωροί χιονιού φράζουν υπόγεια λαγούμια.
Τα πουλιά αποκοιμήθηκαν. Σωπάσανε.
Δεν κρώζει αυτή τη νύχτα το κοράκι.
Έπαψε το γέλιο της κουκουβάγιας.
Γαληνεύει η αγγλική εξοχή. Ανάβουνε τ’ αστέρια.
Μεταμελημένοι οι καταδότες. Όλα τα πλάσματα κοιμούνται..
Οι νεκροί ξαπλώνουν ήσυχα στους τάφους τους, αποκοιμήθηκαν.
Στα κρεβάτια τους οι ζωντανοί κοιμούνται μέσα στους ωκεανούς των νυχτικών τους.
Μονάχοι τους. Βαθιά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι.
Όλα βυθίστηκαν στον ύπνο. Κοιμούνται λόφοι, δάση, οι ποταμοί.
Κοιμούνται όλα τα πουλιά και όλα τα θηρία – φύση νεκρή και ζωντανή.
Αλλά το χιόνι πάλλευκο στραφταλίζει πέφτοντας από τον σκοτεινό ουρανό
όπου εκεί ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, τα πάντα αποκοιμήθηκαν.
Κοιμούνται οι άγγελοι. Οι άγιοι –μέσα στην ιερή αισχύνη τους–
έχουν ξεχάσει τον κόσμο και την αγωνία του.
Κοιμούνται η πυρωμένη Γέενα κι ο φωτεινός Παράδεισος.
Κανείς δεν δρασκελίζει το κατώφλι του τούτη την ώρα.
Ο Θεός κοιμάται. Μονάχη τώρα η γη.
Τα μάτια δεν βλέπουν, τ’ αυτιά δεν ακούν.
Ο διάβολος κοιμάται. Μαζί του κοιμήθηκε
κι η έχθρα, πάνω στα χιονισμένα εγγλέζικα χωράφια.
Όλοι οι καβαλάρηδες αποκοιμήθηκαν. Και ο Αρχάγγελος με την σάλπιγγά του.
Τα άλογα λικνίζονται στον ύπνο τους με απαλές ταλαντώσεις.
Πλήθος τα χερουβείμ αγκαλιασμένα
λαγοκοιμούνται κάτω από τον τρούλο του καθεδρικού του Αποστόλου Παύλου.
Ο Τζων Ντον βυθίστηκε στον ύπνο. Οι ρίμες του κοιμούνται.
Όλες οι εικόνες, όλοι οι ρυθμοί, όλα τα στιβαρά ποιήματα
ξεθώριασαν. Τα πάθη, η θλίψη, οι αμαρτίες
ξεκουράζονται ήσυχα μέσα στις συλλαβές του.
Κι οι στίχοι αδελφωμένοι μεταξύ τους,
ψιθυρίζουν: κάνε μου λίγο τόπο.
Είναι που στέκονται μακριά από τις πύλες του Παραδείσου,
φτωχοί, αγνοί, τόσο πυκνοί, σαν νά ’ναι μόνο ένας.
Κοιμούνται οι στροφές. Κοιμάται ο αυστηρός θόλος των ιάμβων.
Οι τροχαίοι δεξιά κι αριστερά κοιμούνται και φρουρούν.
Στον ποταμό της Λήθης κοιμούνται οι αντικατοπτρισμοί.
Σιωπηλά, πλάι στον ποιητή, κοιμάται η φήμη του.
Κοιμούνται οι δοκιμασίες, βαθιά κοιμούνται οι ωδίνες.
Και οι αδυναμίες κοιμούνται. Το καλό ξαπλώνει στην αγκαλιά του κακού.
Κοιμούνται οι προφήτες. Το χιόνι
αναζητά μέσα στο άπειρο ν’ ασπρίσει στερνά, μαύρα σημεία.
Τα πάντα χάθηκαν μέσα στον ύπνο. Ο συνωστισμός των βιβλίων,
οι χείμαρροι των λέξεων, κρυμμένοι μες στη λησμονιά του πάγου, κοιμούνται ήσυχα.
Κοιμούνται οι ομιλίες, η αλήθεια τους κοιμάται.
Οι κρίκοι των δεσμών τους τρίζουν ενίοτε στον ύπνο τους.
Όλα κοιμούνται βαθιά: οι άγιοι, ο διάβολος και ο Θεός.
Οι φαύλοι υπηρέτες τους. Οι φίλοι. Τα παιδιά τους.
Μόνο το χιόνι θροΐζει πάνω στους σκοτεινούς δρόμους.
Και δεν υπάρχουν άλλοι ήχοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αλλά άκου! Εκεί, στην παγωμένη νύχτα
κάποιος μοιρολογά, κάποιος ψελλίζει φοβισμένος.
Κάποιος στέκεται εκεί παραδομένος στον χειμώνα.
Και κλαίει. Κάποιος στέκεται εκεί μες στο σκοτάδι.
Η φωνή του είναι ισχνή. Λεπτή σαν βελόνα.
Χωρίς νήμα. Και μοναχός του
πλέει μέσα στο χιόνι. Σκεπασμένος με το ψύχος.
Ράβοντας νύχτα με αυγή. Ευγενικά.
«Ποιός εκεί στέκει και θρηνεί; Εσύ είσαι άγγελέ μου;
Με περιμένεις να επιστρέψω, σαν τα καλοκαίρια κάτω απ’ τα χιόνια περιμένεις
την αγάπη μου;… Γυρίζεις σπίτι μες στην σκοτεινιά;
Σύ είσαι που σπαράζεις στα σκοτάδια;» Καμιά απάντηση.
«Σεις είστε Χερουβείμ; Τα σιωπηλά σας δάκρυα, πένθιμες χορωδίες μνημονεύουν.
Αίφνης απαρνηθήκατε
την κοιμισμένη μου εκκλησιά; Δεν είστε σεις;» Σιωπή.
«Εσύ ’σαι Παύλε; Τραχιά είναι η φωνή
απ’ τον σκαιό σου λόγο.
Σύ έγειρες το γκρίζο σου κεφάλι μες στο σκότος
για να κλάψεις;» Σιωπή.
«Μήπως είναι το χέρι που προστάτευσε τα μάτια μου,
αυτό το χέρι που ελλοχεύει νυν και αεί και εις τους αιώνες;
Εσύ ’σαι Κύριε; Καλπάζει η σκέψη μου,
αλλά με απαλότητα θρηνεί τούτ’ η φωνή».
Καμιά απάντηση. Σιωπή. «Γαβριήλ, συ ’σαι
που σάλπισες και άρχισαν οι υλακές;
Μόνο εγώ ορθάνοιξα τα μάτια
την ώρα που οι ιππότες της Αποκάλυψης σέλωναν τ’ άλογά τους;
Αφού όλα κοιμούνται βαθιά. Σφραγισμένα μέσα στο έρεβος.
Ξαμόλυσε τα σκυλιά του ο ουρανός.
Γαβριήλ, δικά σου είναι τ’ αναφιλητά, έτσι πως, περιβεβλημένος το σκότος του χειμώνα,
κατάμονος, κραδαίνεις τη μεγάλη σάλπιγγα;»
«Όχι, είμαι εγώ, η ψυχή σου Τζων Ντον.
Μονάχη οδύρομαι στων ουρανών τα ύψη,
γιατί οι μόχθοι μου γεννήσανε
σκέψεις κι αισθήματα βαριά σαν αλυσίδες.
Με τούτο το φορτίο ανυψώθηκες,
ανάμεσα στις αμαρτίες και τα πάθη πέταξες.
Ήσουν πουλί, έβλεπες τους ανθρώπους σου παντού,
καθώς φτερούγιζες πάνω απ’ τις γερτές τους στέγες.
Κοίταξες φευγαλέα τις θάλασσες, τις έσχατες γωνιές.
Είδες την κόλαση – πρώτα στα όνειρά σου, μετά καθώς περπάταγες.
Είδες ξεκάθαρα τον λαμπερό Παράδεισο
ντυμένο τα λυπημένα πάθη των ανθρώπων.
Αντίκρυσες και τη ζωή: ολόιδια με το νησί σου είναι.
Είδες και τον Ωκεανό.
Δίπλα στέκονταν τα σκοτάδια ουρλιάζοντας.
Λίγο πετάρισες τριγύρω απ’ τον Θεό, γρήγορα ήρθες πίσω.
Ήταν το βάρος που σ’ εμπόδιζε να υψωθείς ψηλά,
απ’ όπου αυτός ο κόσμος, μόνο από πύργους μοιάζει φτιαγμένος
και κορδέλες ποταμών,
απ’ όπου, σ’ αυτόν που από ’κει ψηλά κοιτάζει,
της Τελευταίας Ετυμηγορίας ο τρόμος, τρόμος δεν είναι πια.
Εκεί ψηλά δεν τρέχει ο καιρός.
Από εκεί, όλα εδώ μοιάζουν με αμυδρό όνειρο ληθάργου.
Από εκεί, τρεμοπαίζει ο Κύριος, σαν αναλαμπή κεριού
σε μακρινό παράθυρο μες στην ομίχλη της νύχτας.
Άγονα τα χωράφια κείτονται. Δεν είναι άροτρο να τα οργώσει.
Δεν τις οργώνει τις χρονιές. Δεν τους οργώνει τους αιώνες.
Γύρω τα δάση στέκονται μοναχικά, σαν τείχη.
Μόνο η βροχή πέφτει αδιάκοπα στ’ απέραντα λειβάδια.
Ο πρώτος υλοτόμος, που το λιγνό του άλογο
λοξοδρόμησε, τρομαγμένο απ’ το απέραστο του δάσους,
στο πεύκο πάνω ανεβαίνοντας, βλέπει απρόσμενα μιά λάμψη
πυρκαγιάς, πέρα, στη δική του κοιλάδα.
Τα πάντα σε απόσταση. Αυτά που είναι κοντά αχνοφέγγουν.
Το βλέμμα ήσυχα γλιστρά πέρα απ’ τη τελευταία στέγη.
Όλα λουσμένα στο φως. Δεν αλυχτάνε τα σκυλιά.
Ήχοι καμπάνας δεν ακούγονται.
Ο υλοτόμος ξέρει πια, πως όλα είναι απώτερα. Απότομα, στα δάση
θα οδηγήσει τ’ άλογό του, πίσω.
Και ξαφνικά, τα γκέμια, το έλκηθρο, η νύχτα, ο ίδιος,
το μίζερο άτι – όλα θα γίνουν ένα με τ’ όνειρο των βιβλικών κειμένων.
Όμως εγώ, στέκομαι εδώ και κλαίω, ο δρόμος χάθηκε.
Είναι γραφτό πίσω να ρθω σ’ αυτές τις πέτρες.
Ανήμπορη να αποχωριστώ το σώμα μου.
Είναι γραφτό μόνο νεκρή να φτερουγίσω εκεί.
Ναι, μόνη μου. Όταν θα σ’ έχω πια ξεχάσει, φως μου,
όταν παντοτινά μέσα στη γη θα σ’ έχω λησμονήσει, τυραννισμένη
από την άκαρπη λαχτάρα ξοπίσω σου να ’ρθώ,
ράβοντας με τις σάρκες μου μαζί, τον αποχωρισμό.
Πλην όμως άκου! Ενώ με τους λυγμούς τη νύχτα σου
αναστατώνω, το χιόνι στροβιλίζεται μες στο σκοτάδι, δεν λέει να λιώσει,
την ώρα που τον χωρισμό μας ράβει
με βιάση οι βελόνες του πετάνε πάνω κάτω.
Δεν κλαίω εγώ – εσύ θρηνείς, Τζων Ντον.
Εσύ πλαγιάζεις μόνος, τα ιερά τα σκεύη σου κοιμούνται στα ντουλάπια,
καθώς το χιόνι πάνω στο κοιμισμένο σπίτι σου σωριάζεται,
καθώς το χιόνι πέφτει μέσα στα σκοτάδια».

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σαν το πουλί κοιμάται στη φωλιά του,
έχοντας παραδώσει τη δίψα του για πιο καλή ζωή και τον καθάριο δρόμο,
παντοτινά σ’ εκείνο το αστέρι,
που τώρα κλείστηκε στα σύννεφα.
Σαν το πουλί. Παρθένα η ψυχή του
και μολονότι αμαρτωλό το μονοπάτι,
στη φύση είναι πιο σιμά κι απ’ τη φωλιά του κόρακα,
που αιωρείται πάνω από ξύλινα πουλόσπιτα, ερημωμένα απ’ τα ψαρόνια.
Σαν το πουλί την αυγή θα ξυπνήσει.
Τώρα ξαπλώνει κάτω από πέπλα λευκά,
την ώρα που όνειρα και χιόνι υφαίνουν
το κενό ανάμεσα στο σώμα που ονειρεύεται και στην ψυχή του.
Όλα βυθίστηκαν στον ύπνο. Όμως, ύστατοι στίχοι
περιμένουν για το τέλος και χάσκοντας γυμνώνουν δόντια
ότι η αγάπη επί της γης, χρέος του ποιητή είναι,
ενώ μόν’ ο παπάς φορά κατάσαρκα την θεία αγάπη.
Όποια μυλόπετρα και να γυρνάει τούτα τα νερά
ίδιο ψωμί μέσα στον κόσμο θα αλέσει.
Γιατί, αν η ζωή είναι φτιαγμένη να μοιράζεται,
ποιος είν’ εκεί, να μοιραστεί τον θάνατό μας;
Τρύπια τα ρούχα των ανθρώπων. Τα σκίζει αυτός που βούλεται.
Σ’ όλες τις άκρες τους. Κουρέλια πέφτουν, και ξαναγίνονται μετά.
Και πάλι σκίζονται! Μονάχα ο θόλος τ’ ουρανού
παίρνει στα σκοτεινά βελόνα ράφτη, αυτά τα ρούχα να μπαλώσει.
Κοιμήσου, Τζων Ντον, κοιμήσου. Αποκοιμήσου ήσυχα, μην βασανίζεσαι.
Το ρούχο σου σκίστηκε πια, θλιμμένα κρέμονται τα ξέφτια.
Λίγο ακόμα, και εκεί, μες απ΄τα σύννεφα,
τ’ άστρο που τόσα χρόνια φρούρησε τον κόσμο σου, θ’ αστράψει.

Иосиф Александрович Бродский,
Большая элегия Джону Донну (1963)

~ . ~

 

donne

~ . ~

ΤΖΩΝ ΝΤΟΝ
(John Donne, Λονδίνο 1572-1631)

Ο Άγγλος ποιητής και ιεροκήρυκας Τζων Ντον (ορθή προφορά Νταν, εδώ επελέγη ο τρόπος με τον οποίο ακούγεται το όνομά του στο ποίημα του Μπρόντσκι) υπήρξε γόνος εύπορης ρωμαιοκαθολικής οικογένειας. Ανατράφηκε ως καθολικός σε μια χώρα όπου οι μη αγγλικανοί δεν είχαν προνόμια. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Καίημπριτζ, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του εκεί, καθώς αρνήθηκε να δεχτεί τα 39 άρθρα του αγγλικανικού δόγματος. Πήρε, τελικά, πτυχίο Νομικής από το Λίνκολνς Ιν, το 1594.

Το 1602 παντρεύτηκε κρυφά τη θετή κόρη του σφραγιδοφύλακα και δικαστή σερ Τόμας Έγκερτον και γι’ αυτόν τον λόγο φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του πήρε σαφή θέση υπέρ της Αγγλικανικής Εκκλησίας και εναντίον του Πάπα, κερδίζοντας, έτσι, την εύνοια του βασιλιά Ιακώβου Β΄, ο οποίος τον πίεσε να χειροτονηθεί ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ο Ντον, όμως, αμφέβαλλε για τη σωτηρία της ψυχής του και η αγωνία αυτή είναι έκδηλη σε μια σειρά ποιημάτων θρησκευτικού χαρακτήρα που έγραψε την περίοδο 1607-13.

Τελικά χειροτονήθηκε το 1615, οπότε και ορίστηκε βασιλικός εφημέριος και του χορηγήθηκε διδακτορικό δίπλωμα θεολογίας από το Πανεπιστήμιο του Καίημπριτζ. Το 1621 τοποθετήθηκε πρωτοπρεσβύτερος στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, στον οποίο εκφώνησε μερικά από τα πιο σπουδαία κηρύγματά του, αναδεικνυόμενος στον σημαντικότερο ιεροκήρυκα της εποχής του μπαρόκ.

Η ποίησή του είναι μεγαλειώδης και η επίδρασή του στη σύγχρονη ποίηση τεράστια. Στο «Devotions upon Emergent Occasions», του 1624, απαντά η φράση η πασίγνωστη από τον τίτλο του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χεμινγουαίυ: «Και γι’ αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα».

~ . ~

joseph-brodsky_1

ΙΩΣΗΦ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ
(Иосиф Александрович Бродский,
Λένινγκραντ 1940 – Νέα Υόρκη 1996)

Ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι γεννήθηκε στο Λένινγκραντ στις 24 Μαΐου 1940. Γράφει τους πρώτους του στίχους νωρίς, στα δεκαπέντε του χρόνια. Τα πρώτα ποιήματα που δημοσίευσε στον παράνομο λογοτεχνικό τύπο τον έκαναν αμέσως γνωστό αλλά τον έθεσαν και στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος. Έτσι συλλαμβάνεται και εγκλείεται παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο. Μετά τη γνωμάτευση των ιατρών ότι δεν πάσχει από ψυχική νόσο, προσάγεται σε δίκη και αποφασίζεται η φυλάκιση του για πέντε χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στην Σιβηρία. Ήταν 24 ετών.

Με την υποστήριξη προσωπικοτήτων όπως η Άννα Αχμάτοβα και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Μπρόντσκι μένει στο στρατόπεδο δεκαοχτώ μήνες και κατόπιν επιστρέφει στο Λένινγκραντ. Το 1965, το έργο του Στίχοι και ποιήματα μεταφράζεται και κυκλοφορεί στις ΗΠΑ, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1967, Η Ελεγεία για τον Τζων Ντον και άλλα ποιήματα εκδίδεται στο Λονδίνο. Το 1970, εκδίδεται στη Νέα Υόρκη η ποιητική συλλογή του Μια στάση στην έρημο. Το 1971 οι αρχές τον συλλαμβάνουν και πάλι και τον επιβιβάζουν σε αεροπλάνο με προορισμό τη Βιέννη. Εκεί καταφέρνει να εξασφαλίσει βίζα για τις ΗΠΑ όπου γρήγορα εξοικειώνεται βαθιά με την αγγλική γλώσσα και ξεκινάει να γράφει ποίηση και δοκίμια και στα αγγλικά.

Υπηρετεί ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και το 1977 γίνεται και επίσημα Αμερικανός πολίτης. Το 1978 αναγορεύεται σε διδάκτορα των γραμμάτων από το Yale. Το 1979 γίνεται μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, από την οποία παραιτείται όταν εκλέγεται επίτιμο μέλος της ο Γεβγένι Γεφτουσένκο.

Το 1986 εκδίδει έναν τόμο δοκιμίων υπό τον τίτλο Less than one. Τον ίδιο χρόνο τιμάται με το Εθνικό Βραβείο των Αμερικανών Κριτικών και αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1987 η Σουηδική Ακαδημία τού απονέμει το Βραβείο Νομπέλ. Μόλις 47 ετών είναι ο νεώτερος νομπελίστας ποιητής στην ιστορία. Το 1988 εκδίδεται η ποιητική του συλλογή To Urania και το 1992 το πεζό Υδατογράφημα.

Ο Ιωσήφ Μπρόντσκι πέθανε από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1996 σε ηλικία 55 ετών.

~ . ~

Η Ειρήνη Παπαθανασίου είναι κοινωνική λειτουργός-κοινωνιολόγος. Εργάζεται στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε, γράφει κριτικά κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποίημα του Ιωσήφ Μπρόντσκι Μεγάλη Ελεγεία για τον Τζων Ντον μεταφράζεται εδώ για πρώτη φορά στα Ελληνικά.