Βιργινία Γαλανοπούλου: Ο εκκεντρικός Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς

joseph-brodsky_1

~ . ~

~ . ~

[ Το ένα από τα δύο μέρη του αφιερώματός μας στον Μπρόντσκι και τη Μεγάλη Ελεγεία στον Τζων Ντον. Η πλήρης μετάφραση του ποιήματος από την Ειρήνη Παπαθανασίου ε δ ώ .]

~ . ~

~ . ~

~ . ~

Δεν είναι η γλώσσα όργανο του ποιητή
αλλ’ ο ποιητής όργανο της γλώσσας!
Ι. Α. ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ

«Το φαινόμενο Μπρόντσκι είναι ένας γρίφος για τη δική μας νοοτροπία, ένα ερωτηματικό για τη λογοτεχνική μας παράδοση. Ως ποιητής διαμορφώθηκε μέσα απ’ τη ρωσσική γλώσσα, όμως η ποίησή του δεν είναι ρωσσική ούτε ως προς το πνεύμα της ούτε ως προς την εκφορά του λόγου – έχει κάτι βιβλικό, ερημικό, προαιώνιο. Οι μακριές αλλ’ εύκαμπτες νοηματικές αλυσίδες προσδίδουν στα ποιήματά του μια χροιά αγγλική. Ο Μπρόντσκι αποδομεί το στίχο κι εκείνες τις ιδιότητές του που ανάγονται στον Πούσκιν και που για μας είναι θεμελιώδεις, καθώς η αρμονία ή η δυσαρμονία παράγεται στον “πυρήνα της Λέξης”, μέσ’ από τη μαγεία του ήχου της, χάρη στην ύπαρξή της».[1]

Οι σκέψεις αυτές απηχούν την άποψη που έχουν για το έργο του Μπρόντσκι πολλοί Ρώσσοι κριτικοί λογοτεχνίας αλλά και απλοί αναγνώστες, τόσο τη σοβιετική περίοδο όσο και κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Προκειμένου να δώσουμε μιαν εξήγηση για το θαυμασμό, την έκπληξη ή την αμηχανία που προκαλούν οι στίχοι του μεγάλου Ρώσσου ποιητή (ο οποίος το 1977 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα) στους συμπατριώτες του αλλά και στο διεθνές αναγνωστικό κοινό, θα επιχειρήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε τις λογοτεχνικές του καταβολές λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες του βίου του. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η Μεγάλη Ελεγεία για τον Τζων Ντον προβάλλει ως ιδανικό σημείο αναφοράς, μιας και το συγκεκριμένο ποίημα σηματοδοτεί μια στροφή στην καλλιτεχνική δημιουργία του Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς και συγκεντρώνει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που απαντούν και στη μετέπειτα πορεία του.

akhmatova

                         Άννα Αχμάτοβα

Η Μεγάλη Ελεγεία για τον Τζων Ντον γράφεται στις αρχές του 1963, όταν ο εικοσιτριάχρονος Μπρόντσκι γνωρίζει ελάχιστα το έργο του Άγγλου μεταφυσικού ποιητή – μερικά μόνο σκόρπια «απόσπασματα από κηρύγματα και στίχους που περιλαμβάνονται σε κάποιες ανθολογίες».[2] Την εποχή αυτή, η κυριαρχία του Νικίτα Χρουσώφ στο κόμμα οδεύει προς το τέλος της, ενώ στην πολιτιστική ζωή της απέραντης Σοβιετικής Ένωσης εμφανίζεται η γενιά του ’60. Ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς έχει παρατήσει το σχολείο κι έχει κάνει διάφορες δουλειές –φρεζαδόρος, βοηθός νεκροτομείου, εργάτης σε γεωλογικές έρευνες–, έχει συναντήσει την Α. Α. Αχμάτοβα αλλά και τη ζωγράφο Μαριάννα Μπασμάνοβα, που την ερωτεύεται και της αφιερώνει αρκετά ποιήματά του· έχει επίσης επισκεφτεί τα γραφεία της Κα-Γκε-Μπέ, όπου, τούτη τη φορά, μένει μόνο για δυο μερόνυχτα. Μέσα σ’ όλα αυτά, έχει προλάβει να πάρει μιαν ιδέα απ’ το έργο του Τζων Ντον – πώς όμως έγινε αυτό;

«Έμαθα γι’ αυτόν λίγο πολύ τυχαία, όπως οι περισσότεροι, χάρη στο μότο του μυθιστορήματος Για ποιον χτυπά η καμπάνα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νόμιζα ότι πρόκειται για τη μετάφραση κάποιου ποιήματος, γι’ αυτό και προσπάθησα να βρω μια ποιητική συλλογή του Ντον. Μάταια. Αργότερα κατάλαβα ότι είναι απόσπασμα από ένα κήρυγμά του. Μ’ άλλα λόγια, τον Ντον τον πρωτογνώρισα, τρόπον τινά, όπως και οι σύγχρονοί του Άγγλοι – γιατί, στην εποχή του, ήταν περισσότερο γνωστός ως ιεροκήρυκας παρά ως ποιητής. Έχει ενδιαφέρον το πώς έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο μ’ αυτό το απόσπασμα. Για καιρό έψαχνα σε διάφορες ανθολογίες. Το ’64, όταν μου έριξαν πέντε χρόνια, με συνέλαβαν και με πήγαν στην περιφέρεια Αρχάγγελσκ, η Λίντιγια Κορνέγιεβνα Τσουκόφσκαγια μου έστειλε για τα γενέθλιά μου –παίρνοντάς την προφανώς απ’ τη βιβλιοθήκη του πατέρα της– μια έκδοση της Modern Library με έργα του Ντον. Τότε διάβασα για πρώτη φορά όλα τα ποιήματά του – τα διάβασα προσεκτικά».[3]

Συχνά γίνεται λόγος για μια ιδιότυπη μαθητεία του Μπρόντσκι στον Τζων Ντον:

«Όταν διαβάζεις ή μεταφράζεις Ντον, σιγά σιγά μαθαίνεις να βλέπεις τα πράγματα μ’ άλλη ματιά. […] Με συνεπήρε τούτη η μετάσταση του ουράνιου στο γήινο, η μετάσταση του άπειρου στο πεπερασμένο…». Και ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς εξηγεί τι ακριβώς εννοεί όταν μιλάει γι’ άλλη ματιά: «Αυτό που κυρίως με παρακίνησε να γράψω την Ελεγεία ήταν, όπως πίστευα τότε, η δυνατότητα να δώσω φυγόκεντρη κίνηση στο ποίημα… όχι ακριβώς φυγόκεντρη… να, όπως όταν μια πέτρα πέφτει στη λίμνη και σχηματίζονται ολοένα μεγαλύτεροι κύκλοι… Μοιάζει με κινηματογραφική λήψη – ξέρετε, όταν η κάμερα απομακρύνεται απ’ το κέντρο. […] [Περισσότερο με γοήτευσε] η μορφή του ποιητή, ή μάλλον όχι τόσο η μορφή του όσο η εικόνα ενός σώματος στο χώρο. Ο Ντον είναι Άγγλος, ζει σε νησί. Ξεκινώντας απ’ την κάμαρά του, η προοπτική σιγά σιγά διευρύνεται. Στην αρχή είναι το δωμάτιο, έπειτα η γειτονιά, το Λονδίνο, ολόκληρο το νησί, η θάλασσα, μετά η θέση του στον κόσμο…».[4]

Στα λόγια αυτά διακρίνουμε τη διαφορετική σκοπιά του Μπρόντσκι – μια προσέγγιση του ποιητικού υλικού που ξενίζει, για πολλούς λόγους. Τον πρώτο μάς τον εξηγεί ο ίδιος: «Η ρωσσική ποίηση, στο σύνολό της, είναι κατεξοχήν δομημένη γύρω απ’ τη στροφή, χρησιμοποιεί δηλαδή εξαιρετικά απλές ενότητες – τα τετράστιχα. Απ’ την άλλη, στον Ντον ανακάλυψα μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα, μια συναρπαστική δομή. Εδώ συναντάμε ιδιαίτερα σύνθετες μονάδες στροφών».[5] Οι δομικές αυτές διαφορές προσφέρουν και διαφορετικές δυνατότητες στον ποιητή: τα τετράστιχα ευνοούν τις σύντομες μεταφορές, στις οποίες μια εικόνα εισάγεται, αναλύεται και μετά σβήνει, παραχωρώντας τη θέση της στην επόμενη· αντίθετα, μια πιο σύνθετη δομή είναι ιδανική για αλληγορίες, για την ανάπτυξη μεταφορών που διαπερνούν ολόκληρο το ποίημα.

Έπειτα, όπως έχει επισημανθεί, με την Ελεγεία ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς για πρώτη φορά αγγίζει θέματα που αφορούν τον χριστιανισμό και τη φιλοσοφία του.[6] Η Ημέρα της Κρίσης, η θεοδικία, η οδός της σωτηρίας, η σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος είναι έννοιες ριζωμένες στη ρωσσική συνείδηση παρ’ ότι σπάνια εμφανίζονται στο έργο της σοβιετικής διανόησης. Ο Μπρόντσκι δεν αρθρώνει κάτι πρωτάκουστο – πρωτοφανής είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάνει: ο ποιητής συνδέει άμεσα την πνευματική σφαίρα με τη γήινη καθημερινότητα κι απευθύνεται στο θείο γεμάτος πάθος, καταφεύγοντας στις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιεί κι όταν μιλάει με μια ερωμένη. Για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση κάτι τέτοιο είναι σχεδόν βλάσφημο.[7]

donne

                         John Donne, 1572-1631

Έν’ άλλο σημείο όπου παρατηρείται βαθιά διαφοροποίηση ανάμεσα στο έργο του Μπρόντσκι (ιδίως όσο εντείνεται η επιρροή του Ντον) και τη ρωσσική ποιητική παράδοση αφορά τη δομή του στίχου. Παρά την εμφάνιση αρκετών ρευμάτων στη ρωσσική ποίηση ιδίως κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η σκιά του Πούσκιν πέφτει ακόμα βαριά καθώς η λιτή αρμονία κι η κρυστάλλινη ενάργεια αποτελούν ιδιότητες που εκτιμώνται ιδιαίτερα, ενώ η γραμμική ανάπτυξη του στίχου είναι ο κανόνας· εξάλλου, τούτα τα χαρακτηριστικά υπηρετούν την κυρίαρχη αισθητική και παράλληλα ανταποκρίνονται στην απαίτηση για μια τέχνη κατανοητή και προσιτή στο λαό.

Ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς θέτει διαφορετικές προτεραιότητες:

«Αν θες να λειτουργεί ο στίχος, ν’ αποφεύγεις τα επίθετα και να δίνεις σαφή προτίμηση στα ουσιαστικά, ακόμα κι αν αυτό αποβαίνει σε βάρος των ρημάτων. Φαντάσου ένα φύλλο χαρτί όπου είναι γραμμένο ένα ποιητικό κείμενο. Αν πρώτα απλώσουμε πάνω του ένα μαγικό πέπλο, που κάνει αόρατα τα ρήματα και τα επίθετα, κι έπειτα το τραβήξουμε, το χαρτί θα πρέπει, και στις δύο περιπτώσεις, να είναι εξίσου γεμάτο μαύρες σειρές – από τα ουσιαστικά».[8]

Η αρχή αυτή παρατηρείται κατεξοχήν στην Ελεγεία. Επιπλέον, οι ελλειπτικές προτάσεις καθιστούν ακόμα πιο αισθητή την επανάληψη[9] των ρημάτων «κοιμάται» και «αποκοιμήθηκε», που αποτελούν το σκελετό γύρω απ’ τον οποίο οικοδομείται το ποίημα. Η εκτενέστατη, μονότονη παράθεση των απτών αντικειμένων που βυθίζονται στον ύπνο προκαλεί συνειρμικά την αίσθηση ενός νοούμενου κόσμου, συνδέοντας τον ύπνο με το θάνατο: «И весь квартал во сне / разрезанный оконной рамой насмерть» («Μια γειτονιά παραδομένη στον ύπνο, τεμαχισμένη θανάσιμα από το κούφωμα του παραθύρου»). Τούτο μάς επιτρέπει να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, στην ανύψωση στα ουράνια («Спят ангелы. Тревожный мир забыт / во сне святыми…», «Κοιμούνται οι άγγελοι. Οι άγιοι —μέσα στην ιερή αισχύνη τους— έχουν ξεχάσει τον κόσμο και την αγωνία του»), μ’ έναν τρόπο απόλυτα φυσικό. Η κάμερα δεν απομακρύνεται απλώς απ’ το κέντρο, τον ποιητή, και τους ολοένα μεγαλύτερους ομόκεντρους κύκλους, αλλ’ ανεβαίνει ψηλά – και το ποίημα ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια της γραμμικής ανάπτυξης κι αποκτά σπειροειδή κίνηση.[10]

Brodsky 2

Στην αρχιτεκτονική της Ελεγείας οι επιρροές του Ντον είναι ιδιαίτερα έντονες: το μοτίβο του ύπνου-θανάτου, που αποτελεί την κυρίαρχη μεταφορά στο ποίημα, ξεδιπλώνεται ελικοειδώς, παρασέρνοντας παράλληλα στην τροχιά του ολοένα καινούργιες εικόνες. Στο τέλος όμως επιστρέφουμε και πάλι στην αφετηρία μας, στον στενό κύκλο της κάμαρας του ποιητή – ή για την ακρίβεια στο βυθισμένο στον ύπνο σώμα του ποιητή· ωστόσο, η επιστροφή αυτή γίνεται πια σε διαφορετικό νοηματικό επίπεδο. Μια τέτοια δομή δεν απαντά σχεδόν καθόλου στον πρώιμο Μπρόντσκι, είναι όμως τυπική για τα ποιήματα που γράφονται την περίοδο μετά την Ελεγεία και μέχρι την οριστική φυγή του Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς απ’ τη Σοβιετική Ένωση (δηλαδή τα χρόνια 1963-1972)·[11] και χάρη σ’ αυτήν, ο Μπρόντσκι καταφέρνει σε τούτο το ποίημα όχι μόνο να ενώσει το γήινο με το ουράνιο, το καθημερινό με το μεταφυσικό, αλλά και να καταλύσει τα σύνορα εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου.

Ερχόμαστε έτσι σε μιαν άλλη καινοτομία του Μπρόντσκι, που αφορά τον επιτονισμό. Στην ηχογραφημένη απαγγελία της Ελεγείας, παρατηρούμε (χωρίς να είναι απαραίτητη η γνώση της ρωσσικής) ότι ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς κάνει τη φωνή του ακόμα πιο έρρινη και της δίνει έναν τόνο υπνωτιστικό – κι ο ακροατής έχει την αίσθηση πως ακούει την ψαλμωδία ενός ιερέα που τον καλεί σε διαλογισμό.

Η ενέργεια που κρύβει ο κάθε στίχος αλλάζει συθέμελα την καθιερωμένη ρυθμική δομή και αγνοεί τις μετρικές παύσεις – κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που ο Μπρόντσκι έχει πρωτοσυναντήσει στη χώρα του, και συγκεκριμένα στην ποίηση της Τσβετάγιεβα. Γενικότερα, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές πνευματικές αλλά και υφολογικές συγγένειες του Μπρόντσκι με ορισμένους Ρώσσους ποιητές. Σε μια συνέντευξή του,[12] μιλώντας στον Ρώσσο αναγνώστη για τον Ντον αναφέρει: «Θα έλεγα ότι, ως προς το ύφος, είναι ένας συνδυασμός Λομονόσοφ, Ντερζάβιν και θα περιλάμβανα ακόμα τον Γκριγκόρι Σκοβοροντά […], με τη διαφορά ότι ο Ντον υπήρξε, τολμώ να πω, πιο σπουδαίος ποιητής κι απ’ τους τρεις μαζί». Ιδιαίτερη μνεία θα κάνουμε εδώ στον Γκ. Ρ. Ντερζάβιν και τις ωδές του, μ’ έμφαση στην ωδή Θεέ. «Όταν στρέφεται στον Θεό, δεν προσπαθεί να μετριάσει τον προσωπικό τόνο ή ν’ αποκλείσει καταστάσεις που αφορούν τη ζωή του. Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που μιλάει τώρα κι απευθύνεται στην αιωνιότητα, ενός ποιητή που θέλει να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει έντονα την παρουσία του. Παρ’ όλα αυτά, ο Ντερζάβιν αισθάνεται ότι η ατομική του ύπαρξη και το εσώτερο κίνητρό του να στραφεί στον Θεό μόνο αμυδρά διακρίνονται στους στίχους του, γι’ αυτό και δεν παραλείπει να προσθέσει με τη μορφή σχολίου, σε πεζό λόγο, αυτό που ένας μεταφυσικός ποιητής θα ενέτασσε στο ποιητικό κείμενο».[13]

mandelstam-190x300

             Όσιπ Μαντελστάμ

Στις επιρροές που δέχθηκε, ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς συγκαταλέγει επίσης τον Γιεβγκένι Αμπράμοβιτς Μπαρατίνσκι και τον Όσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ. Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του, ο Μπρόντσκι αναφέρεται σ’ ένα χαρακτηριστικό του Ντον που επεσήμανε ο Κόλεριτζ και το συνδέει με το ύφος του Μαντελστάμ: «Όταν διαβάζεις Ντον, δεν μετράς τον αριθμό των συλλαβών αλλά το χρόνο. […] Θυμίζει τις μακρόσυρτες τομές των στίχων του Μαντελστάμ: ο ποιητής σταματά το χρόνο και συλλαμβάνει τη στιγμή όταν αυτή τού φαίνεται, για τον άλφα ή βήτα λόγο, μαγευτική. Ή αντίθετα, όπως για παράδειγμα στα Τετράδια του Βορόνεζ[14] – εδώ υπάρχει μια τραχύτητα, πολλά άλματα και σύντμηση του μετρικού ποδός, σμίκρυνση, βιάση, προκειμένου ο ποιητής να συντομεύσει ή να σβήσει εκείνη τη στιγμή που μοιάζει φριχτή».

Αυτό είναι, σ’ αδρές γραμμές, το λογοτεχνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Μπρόντσκι γράφει την Ελεγεία, αφομοιώνοντας, αποδομώντας και συνθέτοντας. Η ιδιότυπη μαθητεία στον Τζων Ντον αποτελεί ίσως τη μοναδική σταθερά στη μοναχική πορεία του. Άλλωστε, ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, ένας άνθρωπος στον οποίο δεν ταιριάζουν οι ετικέτες – ένας διανοούμενος που παράτησε το σχολείο, αλλά έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, ένας πολίτης που υπέστη διώξεις κι εξορίστηκε, αλλ’ αποποιήθηκε το ρόλο του θύματος του καθεστώτος[15], ένας υπήκοος δύο χωρών, που όμως επίσημα θεωρούνταν για κάποια χρόνια άπατρις. Ο Μπρόντσκι έμεινε μακριά από νόρμες γνωρίζοντας ότι αυτές μόνο περιορισμούς θέτουν: «Τίποτα δεν αποκλείεται από τ’ οπτικό πεδίο – στο κάτω κάτω, τα πάντα μπορούν να χρησιμεύσουν ως υλικό. Δεν είναι η γλώσσα όργανο του ποιητή αλλ’ ο ποιητής όργανο της γλώσσας! Η γλώσσα αντιμετωπίζει το υλικό με βλέμμα απαθές, κι ο ποιητής είναι υπηρέτης της. Ιεραρχία ανάμεσα στις διάφορες πραγματικότητες, γενικά, δεν υπάρχει. Κι όταν διαβάζεις Ντον, μια αίσθηση σε συγκλονίζει: ο ποιητής δεν είναι μια προσωπικότητα, μια περσόνα… κάποιος που σας επιβάλλει την άποψή του ή σας προτείνει τη δική του ματιά στα πράγματα – είναι αυτός μέσα απ’ τον οποίο μιλάει η γλώσσα».[16]

ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

~  .  ~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Λ. Α. Άννενσκι, День поэзии. 1989, Μόσχα, 1989.

[2] Η Ελεγεία έχει ως ημερομηνία συγγραφής το 1963, ωστόσο σε μια συνέντευξή του (απ’ όπου και το απόσπασμα που παρατίθεται) ο Μπρόντσκι αναφέρει ότι την έγραψε το ’62. Βλ. σχετικά: Ι. Γ. Πομεράντσεφ, «Ο άρτος της ποίησης τον αιώνα της σύγχυσης», Арион, 1995, τχ. 3· ο Μπρόντσκι έδωσε τη συνέντευξη αυτή στο Λονδίνο το 1981.

[3] Ό.π.

[4] Ό.π.

[5] Ό.π.

[6] Βλ. σχετικά: David M. Bethea, Joseph Brodsky and the creation of exile, New Jersey, Princeton University Press, 1994.

[7] Ι. Ο. Σαϊτάνωφ, «Уравнение с двумя неизвестными (Поэты-метафизики Джон Донн и Иосиф Бродский)» [«Εξίσωση με δύο αγνώστους (Οι μεταφυσικοί ποιητές Τζων Ντον και Ιωσήφ Μπρόντσκι)»], Вопросы литературы, 1998, τχ. 6.

[8] Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Μπρόντσκι στον Sven Birkerts, το 1979. Εδώ ο Μπρόντσκι αναφέρεται σε μια συμβουλή που του είχε δώσει ο Γιεβγκένι Ρέιν. (Περιοδικό Звезда, 1997, τχ. 1, μετάφραση και σχόλια Ι. Κομαρόβα.)

[9] Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση: στην αισθητική της ρωσσικής γλώσσας η επανάληψη λέξεων σπάνια ηχεί άσχημα και σε καμιά περίπτωση δεν ενοχλεί –ούτε κατά προσέγγιση– όπως στην ελληνική· ωστόσο, εν προκειμένω, η επανάληψη των ως άνω ρημάτων προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και στον ρωσσόφωνο αναγνώστη.

[10] Βλ. σχετικά Α. Β. Νιέστερωφ «Джон Донн и формирование поэтики Бродского: за пределами Большой элегии» [«Ο Τζων Ντον και η διαμόρφωση της ποιητικής του Μπρόντσκι: πέρα από τα πλαίσια της Μεγάλης Ελεγείας»], στο Иосиф Бродский и мир. Метафизика. Античность. Современность. [Ο Ιωσήφ Μπρόντσκι και ο κόσμος. Μεταφυσική. Αρχαιότητα. Σύγχρονη εποχή.], Πετρούπολη, Звезда, 2000, καθώς και τις εκεί παραπομπές.

[11] Ό.π.

[12] Ι. Γ. Πομεράντσεφ, ό.π.

[13] Ι. Ο. Σαϊτάνωφ, ό.π.

[14] Πρόκειται για την ποιητική συλλογή την οποία ο Μαντελστάμ έγραψε το διάστημα που ήταν εξόριστος στην πόλη Βορόνεζ (1934-1937), μια απ’ τις πιο παραγωγικές περιόδους στη δημιουργία του ποιητή, μέσα σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης. Ο Μπρόντσκι είχε γνωρίσει τη σύζυγό του, Ναντέζντα Γιάκοβλεβνα.

[15] Βλ. σχετικά Α. Βόλγκινα «Ιωσήφ Μπρόντσκι / Joseph Brodsky», Вопросы литературы, 2005, τχ. 3.

[16] Ι. Γ. Πομεράντσεφ, ό.π.