Φώτης Παπαγεωργίου: Ἡ ἀσκητική τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης τοῦ πολίτη

 platstatue

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 480 a-d ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΓΟΡΓΙΑ

~  ~  ~

Ἡ ἑλληνότροπη ἐκδοχή ὡς καθρεφτης

Ἡ ἀρχαία-ἑλληνική ἐκδοχή τῆς ὑποχρέωσης, ὅπως τήν ἐμβρυουλκοῦμε ἀπό τόν πλατωνικό Γοργία, ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ἡ σύγχρονη νεοελληνική ματιά θά ἀναγνώριζε σέ αὐτή ὅ,τι σήμερα καλοῦμε διαβολή, προδοσία. Τό πλατωνικό κείμενο λειτουργεῖ σάν καθρέφτης αὐτογνωσίας, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθᾶ νά κοιταχτοῦμε στόν κλασσικό ἑαυτό μας. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀπαιτεῖ θάρρος καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀφοῦ στή θέα τοῦ εἰδώλου θά μᾶς ζητήσουμε αὐτοκριτική καί τελικά ἀλλαγή. Ὅ,τι ὅμως καθεφτίζεται στό κλασσικό ἐπενδύει στό μέλλον, ἄρα ἡ διαδικασία δέ γίνεται εἰς μάτην καί δέν σχετίζεται ἐπ΄οὐδενί μέ μία κοντόφθαλμη καί μικρόψυχη ἀρχαιολαγνεία.

Τό κείμενο

Τό πλατωνικό ἀπόσπασμα στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε εἶναι τό 480 a-d τοῦ διαλόγου Γοργίας. Ὁ Σωκράτης ἀπευθυνόμενος στόν Πῶλο παρατηρεῖ ὅτι ἡ διάπραξη μιᾶς ἀδικίας δέν πρέπει νά ἀποκρύπτεται καί νά μένει ἀτιμώρητη, ἀλλά αὐτός πού τήν διαπράττει ἤ αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται κάποιον ἄλλον νά τήν διαπράττει, νά σπεύδει μέ τήν θέλησή του (ἑκόντα ἰέναι) στή δικαιοσύνη, ὅπως σέ γιατρό, πρός θεραπεία τοῦ κακοῦ τῆς πόλεως ἄλλά καί τῆς ψυχῆς. Ὁ Σωκράτης δηλαδή προτρέπει αὐτόν πού ἔχει ἀδικήσει ἤ κάποιον ἄλλο πού παρατηρεῖ νά ἀδικεῖ, ἀκόμα καί ἄν πρόκειται γιά συγγενῆ ἤ φίλο, μή ἀποκρύπτεσθαι ἀλλ΄ εἰς τό φανερόν ἄγειν τό ἀδίκημα, γιά νά δικαστεῖ (δῷ δίκην) καί νά θεραπευτεῖ (ὑγιής γένηται). Ἐπιμένει μάλιστα ὅτι ὁ ἄδικος ὀφείλει νά ἀναγκάζει τόν ἑαυτό του (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν) καί τούς ἄλλους πού ἀδικοῦν νά μήν δειλιάζουν (καί τούς ἄλλους μή ἀποδειλιᾶν), ἀλλά νά τούς προσφέρει μέ σταθερή θέληση καί ἀνδρεία (ἀλλά παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως) ἐνώπιον τοῦ νόμου, σάν σέ γιατρό πού χειρουργεῖ καί καυτηριάζει (ὥσπερ τέμνειν καί κάειν ἰατρῷ), ἐπιδιώκοντας τό καλό καί τό ὄμορφο (τό ἀγαθόν καί καλόν διώκοντα), ἀνεξάρτητα ἀπό τούς πόνους (μή ὑπολογοζομένου τό ἀλγεῖον).

Ἀπόπειρα  ἑρμηνείας

Ἡ νεοελληνική ματιά σίγουρα θα δυσκολευτεῖ νά διακρίνει τόν ἐνάρετο καί δίκαιο στήν παραπάνω περιγραφή τοῦ φιλοσόφου. Εἰδικά στή φράση μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως, ἡ λέξη «ρουφιανά» ἤ προδοσία θά ἀπέδιδε γιά πολλούς νεοέλληνες καλύτερα τό περιεχόμενο μιᾶς τέτοιας πράξης. Μέ δεδομένο πάντα ὅτι τό κείμενο ἀναφέρεται σέ μία ἄλλη ἐποχή, σέ ἄλλο κοσμοείδωλο, ἡ δυναμική του δέν παύει νά εἶναι διαχρονική καί νά συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀποκρυστάλλωση πανανθρώπινων ἀξιῶν. Δέν συναντᾶμε στό λόγο τοῦ Σωκράτη σίγουρα τήν καντιανοῦ τύπου νεώτερη ἠθική συνείδηση, ἄν καί σ΄ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ρίζα εἶναι πάλι ὁ Πλάτων μέ ἐνδιάμεσο σταθμό τή στωική φιλοσοφία, ἀλλά τή λογική διευθέτηση μιᾶς κατάστασης, ὄχι αὐτιστικά γιά χάρι τῆς ἴδιας τῆς λογικῆς, ἀλλά χάρι τῆς ἐσωτερικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀτόμου (ἵνα μή ἐγχρονισθέν τό νόσημα τῆς ἀδικίας ὕπουλον τήν ψυχήν ποιήσει καί ἀνίατον) καί τῆς κοινότητος. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς αὐτοκριτικῆς τῆς ἀτομικῆς πράξης πού διδάσκει ὁ Σωκράτης, μετασχηματίζεται σέ δυναμικό φορέα ἔγνοιας καί φροντίδας τοῦ ἴδιου καί τῶν ἄλλων, μέ τό συναίσθημα νά ὑφίσταται καί νά αἰμοδοτεῖ τή ζωή, ἀλλά χωρίς νά κυριαρχεῖ…μή ὑπολογιζομένου τό ἀλγεῖον. Ὡς λογική ὑπαγόρευση, ἡ ὑποχρέωση ἀποκτᾶ καθολική ἰσχύ, καί γιά αὐτό καθῆκον ἀδιαπραγμάτευτο γιά ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες. Ἡ σύσταση πρός αὐτόν πού θεραπεύει τό πρόβλημα εἶναι αὐστηρή και καλεῖ σέ ὑπέρβαση τοῦ θυμικοῦ, ὥστε νά μή θολώσει τό εὐγενές καί ἀνώτερο τῆς σκέψης. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Σωκράτης ἐπιδιώκει τήν λογική ἀφύπνιση τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου, ξεκινώντας ἀπό τή σχέση μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς οἰκείους του. Ὁ φιλόσοφος γνωρίζει, ὅτι ὁ ἑαυτός, οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς καθιστοῦν τόν πολίτη εὐάλωτο, διότι ὁ συσχετισμός μαζί τους, διά τοῦ θυμικοῦ ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀφήνει τό λογικό μετέωρο καί καθιστᾶ τίς σχέσεις εὐόλισθες σέ ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στό ἀπόσπασμα τοῦ Γοργία ἡ παραίνεση τοῦ Σωκράτη γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνάγκη μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν), καί ὕστερα συνεχίζει στούς ἄλλους, συν-πολίτες καί οἰκείους. Ὅποιος λοιπόν θά θελήσει μέ ὑπευθυνότητα καί ἀποφασιστικότητα νά ἐπαναφέρει κάποιον στήν τάξη (παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως), ὀφείλει νά ξεκινήσει ἀπό τήν δική τοῦ ἀτομική ἀλλαγή, ἡ ὁποία ἔγκειται στήν αὐτο-κριτική του (αὐτόν πρῶτον ὄντα κατήγορον καί αὑτοῦ…), στήν αὐτογνωσία του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ παρατήρηση τοῦ Σωκράτη στόν Πῶλο γιά ἄμεση ἀποκατάσταση τῆς διακαιοσύνης ἀποκτᾶ παιδαγωγική καί ἠθική ἀξία, χωρίς νά ἐξαντλεῖται στήν τυπική τήρηση τοῦ νόμου. Ἔτσι, ἀκόμα καί ἄν δέν πρόκειται γιά ἠθική συνείδηση μέ τήν ἔννοια τῶν νέων χρόνων, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀποτελεῖ πρωτόγνωρη γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ὁριοθέτηση ἐνεργειῶν τοῦ ἑαυτοῦ καί χάραξη ἠθικοῦ-ἐσωτερικοῦ πεδίου μιᾶς οἱονεί συνειδητότητας. Κατά κάποιο τρόπο, ἡ ἐσωτερικότητα ἐκβιάζεται ἀπό τήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς ἐπέμβασης τοῦ ἀτόμου πρώτα στήν πολιτική συμπεριφορά τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὕστερα τῶν ἄλλων καί δή τῶν οἰκείων. Μέσα ὅμως ἀπό τόν μετασχηματιστή τῆς ἐσωτερικῆς διαδικασίας τοῦ αὐτοελέγχου, ἡ λογική ἐπέμβαση γιά τήν πολιτική τάξη γίνεται πολισμική ἀξία. Μήπως πρέπει καί ἐμεῖς ὡς νεοέλληνες νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς τάξης γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτική ὑποχρέωση ὡς ἀξία ἤ μᾶς φοβίζει ἀκόμα ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης καί ἄν ναι, γιά πιό λόγο;

Ἔχοντας πάντα κατά νοῦ τήν πλατωνική κίνηση-σύλληψη σχετικά μέ τήν δέουσα ἀντίδραση τοῦ πολίτη ἀπέναντι στό ἄδικο καί μέ δεδομένο τό διαφορετικό άνθρωπολογικό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου τῶν κλασσικῶν χρόνων, μποροῦμε νά προβληματιστοῦμε γιά τήν σύγχρονη Ἕλλάδα. Ἡ «ἀπόπειρα ἑρμηνείας» ὅμως πού προηγήθηκε διεύρυνε τό πεδίο τοῦ προβληματισμοῦ, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει νά τό φωτίσουμε γιά νά συντονιστοῦμε μέ τήν ἐποχή μας. Ἄρα, ὅ,τι θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προέκταση τῆς ἑρμηνείας μέ μιά φαινομενική ἀπομάκρυνση ἀπό τό κείμενο. Ἀπώτερος στόχος εἶναι νά κατανοήσουμε, ὅτι ὅσο ψάχνουμε καί ἐπιμένουμε νά βρίσκουμε, ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνη, ἐχθρούς ἔξω ἀπό ἐμᾶς θά βρισκόμαστε μόνιμα στίς ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καί ἴσως ὄχι μέ τις καλύτερες ἀναφορές. Ἡ ἑλληνική σκέψη διέπρεψε ἐπειδή ἐκανε λόγο, στό βαθμό πού ἀνθρωπολογικά μποροῦσε, γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

Μέ πεδίο προβληματισμοῦ τό σήμερα

Ἀπό τήν στιγμή πού ὡς πολίτες ἔχουμε διακρίνει τά πολιτικά δικαιώματα ἀπό τίς ὑποχρεώσεις, εἶναι κρίσιμο νά σταθοῦμε στό θέμα τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν πρόκειται γιά ἀξιολογική προτίμηση ἤ διάκριση, ἀλλά γιά ἀγωνία ἐπένδυσης στό πεδίο πού προκρίνει τήν ἀτομική προσπάθεια, τήν στιγμή πού πανθομολογουμένως ὡς ἔθνος δυσκολευόμαστε βασανιστικά γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀπέναντι στό κράτος. Ὁ προβληματισμός δέν γεννήθηκε ἀπό τήν δυσκολία ἀποπληρώσεις τῶν χρεών – φόρων τῶν πολιτῶν τήν συγκεκριμένη δύσκολη οἰκονομική περίοδο στή χώρα μας, πού συνειρμικά θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς, ἀλλά ἀπό τήν παρατήρηση μιᾶς γενικότερης ἐσωτερικής δυσκαμψίας σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά πολιτικά μας καθήκοντα ἐν γένει. Ἡ προβληματική τῶν πολιτικῶν ὑποχρεώσεων μπορεῖ κάλλιστα νά λειτουργήσει ὡς καθρέφτης αὐτογνωσίας γιά μιά κοινωνία καί τά μέλη της. Κεντρικό ζήτημα σέ μία συζήτηση γιά τούς πολίτες καί τίς ὑποχρεώσεις τους εἶναι, ἤ θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἡ ἐσωτερική ἐνεργοποίηση τοῦ πράττοντος, τοῦ ἀτόμου, μέ στόχο τόσο τήν δημιουργική καί ἀνατατική σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὅσο καί τήν ἁρμονική συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους σέ μία πολιτισμένη κοινωνία. Εἶναι σημαντικό νά γίνει κατανοητό, ὅτι κάθε κοινωνικό φαινόμενο, ὅπως εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν, συνιστᾶ ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν ζυμώσεων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἤ διαφορετικά, τά γεγονότα πρέπει νά ἀνάγονται στά βιώματα καί στίς ἐσωτερικές πολιτισμικές ἐγγραφές τῶν πραττόντων προκειμένου νά κατανοηθοῦν ὡς κοινωνικό γεγονός. Ἡ σχέση τοῦ κάθ΄ ἑνός μέ τίς ὑποχρεώσεις του σέ μιά πολιτεία φανερώνει τήν ποιότητα σχέσης τοῦ πολίτη μέ τόν ἑαυτό του καί τό αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν ἄλλο.

Γιατί ὅμως εἶναι κρίσιμο νά ἐπιμείνουμε στίς ὑποχρεώσεις; Ἡ κρισιμότητα ἔγκειται στήν ἀποσαφήνιση τῆς διαστρεβλωμένης ἄποψης πού ἔχουμε σχετικά μέ τόν τρόπο προέλευσης τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν θά  ἐπιδιώξουμε βέβαια ἱστορική ἀναδρομή ἀλλά προσπαθοῦμε νά προβληματιστοῦμε ἐπί τοῦ θέματος, μέ ἀφορμή τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Προσεγγίζοντας τήν ἑλληνότροπη ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης, ὅπως αὐτή διάφαίνεται στό πλατωνικό ἔργο, θά ἀντιληφθοῦμε πόσο ἄδικοι εἴμαστε μέ τόν ἐθνικό ἑαυτό μας, ἀλλά καί πόσο ἀπέχουμε ἀπό τά εὐγενῆ στοιχεῖα τῆς παράδοσής μας. Ἄδικοι, διότι τό καθῆκον γιά προσφορά καί προστασία τοῦ καθολικοῦ ὀνομάζεται νεοελληνικά «ρουφιανιά». Ἄν κάποιος δηλαδή κάνει λόγο γιά τίς ὑποχρεώσεις τοῦ πολίτη καί προτρέπει ἤ παρακινεῖ ἄλλους νά πράξουν τά δέοντα, θεωρεῖται αἰθεροβάμων, προδότης ἤ ἀκόμα καί ἐγκάθετος τοῦ κράτους. Ὁ λόγος τῆς γενικευμένης αὐτῆς παραδοξότητας ἔγκειται στή στάση μας ἀπέναντι στό κράτος. Ἡ σχέση μας μέ τό κράτος, τό γενικό, εἶναι ἐχθρική – συγκρουσιακή, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀντι-κειμενοποίηση τοῦ λογικοῦ ἐλλείματος μας. Ἀφαιρώντας αὐθαίρετα τό λογικό καί ἠθικό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης, εὔκολα οἱ χαρακτηρισμοί ἀντικαθιστοῦν τήν οὐσία, τό μερικό καί ἐπιφανειακό ἐκτοπίζει τό καθολικό καί οὐσιῶδες. Ὁ λόγος λοιπόν γίνεται γιά τό ἀτομικό κατόρθωμα στό συλλογικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐνέργεια τῆς ὑποχρέωσης παράγεται στό βαθμό κατανόησης τῆς διαλεκτική τῶν δύο αὐτῶν πόλων, ἀτομικοῦ-συλλογικοῦ.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς πολιτισμός

Πέρα καί πάνω ἀπό ὅλα πολιτισμός εἶναι ὅ,τι μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά ὑπερβαίνουμε τήν ὑλική βαρύτητά μας. Ἡ δημιουργία τῆς πόλεως, τό θέατρο καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ φιλοσοφία, καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά στοχεύει πέραν τοῦ χρονικά στιγμαίου ἐνστίκτου του. Κάτι τέτοιο βέβαια σημαίνει προσπάθεια, μόχθο καί ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πνεῦμα του, ἀνακάλυψη τῶν ὁρίων καί κατανόηση τῶν δυνατοτήτων του, ἐκλέπτυνση τῆς ψυχῆς ἤ μέ μία λέξη πολιτισμός. Πολιτισμός λοιπόν ἐπιπλέον εἶναι ὁ ἐκκεντρισμός τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας στό συλλογικό ἐπίπεδο μέ ἀπώτερο στόχο τό εὖ ζῆν. Στό στοίχημα τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὅποια ἀτομική ἐνέργεια, διανοητική καί καλλιτεχνική, μορφώνεται λογικά προκειμένου νά διεκδικήσει καθολικότητα, νά ἀξιωθεῖ ὡς προσφορά σέ μία πρόταση ζωῆς ἐντός τῆς κοινωνίας. Σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης φαίνεται νά ἀνταποκρίνεται στήν παραπάνω περιγραφή τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας, ὡς ἐσωτερικῆς μορφῆς, μέ στόχο τήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄρα, ὁ σεβασμός στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποτελεῖ χειρονομία πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμός μέ αὐτόν τόν τρόπο λειτουργεῖ ὡς ὁδοδείκτης πνευματικῶν ἐπιλογῶν ἐντός τῆς πραγματικότητας, ἐμπλουτίζοντας τή ζωή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου-πολίτη. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, δομικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι τῆς κουλτούρας καί τῶν παραδόσεων, εἶναι νά κομίζει δυναμικά παραδείγματα καθολικῆς ἀποδοχῆς, τά ὁποία ἐσωτερικευμένα ἀπό τίς κοινωνίες, μετασχηματίζονται σέ ἀξίες. Κάτι τέτοιο ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅσους κατανοοῦν ὡς πολιτισμό καί πνευματική πρόοδο τά στατικά μιμήματα συμπεριφορῶν ἑνός ἔνδοξου παρελθόντος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης συνιστᾶ κατεξοχήν πολιτισμό, διότι προϋποθέτει ἐκλέπτυνση πνεύματος, ἄρα ἀτομική προσπάθεια, καί ἔγνοια γιά τόν συνάνθρωπο ἄρα πρόταση ζωῆς σέ καθολική προοπτική.

Λογική προϋπόθεση καί ἐσωτερική ἄνοιξη

 Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας ἀποτελεῖ ἡ ἐξάσκηση τοῦ πολίτη στίς ἀρχές τῆς λογικῆς, προκειμένου νά μορφώνει καί νά ἀνα-δια-μορφώνει συνεχῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἡ ὑποχρέωση μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκτᾶ σταθερό καί ἐμμενές πλαίσιο νοηματοδότησης καί συνεχή ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, χωρίς ὅμως νά ἐξαντλεῖται στίς λογικές προκείμενες μιᾶς στατικά καθολικῆς παραδοχῆς. Δικλείδα ἀσφαλείας, προκειμένου ἡ ἐσωτερική μορφή νά μήν   ἀλλοιωθεῖ σέ διανοητικισμό καί στεῖρο ὀρθολογισμό, ἀποτελεῖ ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσωτερικῆς κινητικότητας τοῦ ἀτόμου πού ἀναζητᾶ νοήματα καί ὄχι ἁπλά λύσεις. Ἡ λογική ἔτσι γίνεται τό μεγάλο ὅπλο τοῦ πολίτη, ἀλλα ὄχι ὁ σκοπός του. Ὡς σκοπός ἡ λογική, μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει στήν ἀνάπτυξη μηδενιστικῶν γιά τήν ὕπαρξη ἐπιλογῶν καί λύσεων. Ἄν τό μέσο-λογική γίνει σκοπός, τότε οἱ μηδενιστικές τάσεις θά συντρίψουν τήν τρυφερότητα τοῦ αἰσθήματος, συντελεστής ὑπό προϋποθέσεις σημαντικότατος καί ζωογόνος γιά τήν κατανόηση τῆς  πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς πολιτιστικῆς χειρονομίας. Ἀντίθετα, ἡ λογική ὡς μέσο ἐξασφαλίζει τήν ἐν ἀτρεμεῖ ἐπαφή τοῦ πολίτη μέ τό ἐνθάδε καθώς καί τό κοινό πεδίο συνεννόησης τῶν πολιτῶν μεταξύ τους. Στόχος μιᾶς τέτοιας διαδικασίας εἶναι νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κατασκευή τῆς μήτρας, πού θά γεννήσει τήν κατανόηση τῆς ὑποχρεώσης ὡς ἀξίας. Ἡ μήτρα αὐτή νοήματος δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν διαρκῆ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ. Στήν ἐνεργῆ σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος κτίζει νοήματα, δημιουργώντας χώρους ὑποδοχῆς γιά τήν αὐθεντική διάσταση τόσο τήν δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ λογική σταματᾶ νά εἶναι ἀτροφική καί ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἀποκλεισμένος ναρκισσιστικά στό ἐγώ του. Αὐτό τό ὁποῖο λοιπόν γεννᾶ τήν ἀξία τῆς ὑποχρεώσης ἤ τήν ὑποχρέωση ὡς ἀξία, εἶναι ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου μέσα του.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς σχέση μέ τόν ἑαυτό

Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης εἶναι μονόπλευρα συνδυασμένη  μέ τήν προτεσταντική μεταφυσική. Ἴσως τότε νά συστηματοποιήθηκε σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, ἀλλά ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση, καί πιθανόν πάνω ἀπ΄ ὅλα, λογική κατασκευή καί ὑπαγόρευση. Ἐπίσης, λόγω τῆς σύνδεσής της μέ τήν χριστιανική πίστη, κυρίως στόν δυτικό πολιτισμό, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης γίνεται ἀντιληπτή ὡς καταναγκαστικό ἔργο καί ἔκτιση ποινῆς γιά μιά μεταφυσική ἐκκρεμότητα. Πρέπει νά γίνει σαφές στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας, ὅτι ἐκτελώντας τίς ὑποχρεώσεις μας δέν κατευνάζουμε τό μένος μιᾶς ἀνώτερης ἐξωκοσμικῆς δύναμης καί δέν ἐξαγοράζουμε κανένα παράδεισο. Ταυτόχρονα, καί πηγαίνοντας στό ἄλλο ἄκρο, ἀρνούμενοι νά ἐκπληρώσουμε τίς ὑποχρεώσεις μας ὡς πολίτες, πιστεύουμε ἐσφαλμένα ὅτι ἐκδικούμαστε τό κράτος, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι οὐσιαστικά πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Σύμφωνα μ΄ αὐτή, τήν πιό «ἀνατολίτικη» λογική, ἡ πραγματικότητα, τό ἐνθάδε, ἀξιολογεῖται ἀρνητικά ὡς συνθήκη προσωρινοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό κάτι μεταφυσικά ὑψηλότερο. Στόν ἐγκλωβισμό τῆς  ἐσωτερικῆς συνθήκης πού ὑποτιμᾶ τήν πραγματικότητα, τό φαντασιακό αυτονομεῖται μέ αποτέλεσμα ὁ πολίτης νά ὁδηγεῖται σέ συμπεριφορές παράλογες καί ἀνεύθυνες. Προσπαθοῦμε νά καταστήσουμε σαφές, ὅτι ἀποδεσμεύοντας τίς πολιτικές ὑποχρεώσεών μας ἀπό τίς θρησκευτικές ἐγγραφές, τίς ὁποῖες κατανοοῦμε εἴτε ὡς ἀποπλήρωση προϊστορικοῦ χρέους, εἴτε ὡς ἀδιαφορία γιά τήν πραγματικότητα, μποροῦμε νά τίς καταλάβουμε (τίς ὑποχρεώσεις) ὡς ἄξία. Ἀκόμα καί ἄν οἱ μεταφυσικές ἐγγραφές δέν εἶναι πάντα συνειδητές, ἡ ἐπιρροή τους στήν συμπεριφορά μας εἶναι καταφανής μέσα ἀπό τίς νοοτροπίες, τήν ἀσύνειδη, μονοκόμματη καί ἀσφυκτικά φορμαρισμένη κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ παραπάνω προσέγγιση ἀποτελεῖ ἴσως τήν πιό χαρακτηριστική ἐκδοχή τῆς ἀποδέσμευσης τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἐμεῖς. Ἡ ἐν λόγω ἀποδέσμευση πρέπει νά γίνει κατανοητή ὄχι μέ διάθεση συγκρουσιακή, ἀλλά μέ πρόθεση νά διαφανεῖ ἡ ἀνάγκη γιά ἐσωτερική τάξη, ὥστε τό ἐγώ νά κατανοεῖ τή δομή του καί τό πεδίο τῶν κινήσεών του. Σέ αὐτό πλαίσιο, ἡ ἀξιακή κατανόηση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποκαλύπτει τή βαθύτερη σχέση μέ τόν ἑαυτό μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ὑποχρεώσης ἀποτελεῖ σημαντικό πεδίο ἄσκησης γιά ὅλους, καί ὄχι μόνο γιά τούς λίγους καί ἐν ἐρήμω ἀπομεμακρυσμένους. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς ἀξίας τῆς ὑποχρεώσης τήν καθιστᾶ δυνατή νά ἀποκτηθεῖ ἀπό ὅλους ἀδιακρίτως.

Συντάσσοντας τό διά ταῦτα

Προσπαθήσαμε νά δείξουμε, ὅτι ἡ ἄσκηση τῶν πολιτῶν στήν ἐκπλήρωση τῶν πολιτικῶν τους ὑποχρεώσεων, μέ λογικά κριτήρια καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀποτρέπει τίς μηδενιστικές δυνάμεις τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τοῦ ὠχαδελφισμοῦ ἀπό τό νά διαβρώνουν τήν πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα. Ἡ ἀποτροπή συνίσταται στήν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας.

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ