Bασίλης Πατσογιάννης

Ξαφνικά σε ένα σχολείο στο Όσλο

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Υπάρχουν ταινίες όπου η ομοφυλοφιλία είναι μια αγωνιστική ατζέντα διεκδίκησης και συνηγορίας, και άλλες (οι σπανιότερες) όπου είναι ένα στοιχείο ομαλά ενταγμένο στο κοινωνικό υπόβαθρο, όπου δεν διεκδικείται κάτι, δεν εκφράζεται κάποια δυσφορία από τη θέση της μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά προκύπτει φυσικά και χωρίς αντιδράσεις. Ίσως και λόγω της σκανδιναβικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην οποία εντάσσεται η ταινία Όνειρα του Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ η κοινωνική της αντίληψη φαίνεται να είναι τόσο προωθημένη ώστε δεν απαιτεί μαχητικά καμιάν προκαταρκτική αναγνώριση μειοψηφίας: εκφράζεται σαν να είναι ένα ήδη κεκτημένο και δεδομένο της κοινωνίας. Ούτε εκ μέρους της εφήβου πρωταγωνίστριας, σε ατομικό ψυχολογικό επίπεδο, εκφράζεται κάποιος σχετικός φόβος και ενδοιασμός.

Τρεις γενιές συγκλίνουν μέσα στην υπόθεση: εκείνη της γιαγιάς, που απηχεί την κοινωνική κινητικότητα και συνείδηση της δεκαετίας του ’60, έστω και από μια θέση παραίτησης και ματαίωσης. Εκείνη της μητέρας, που δείχνει να είναι περισσότερο αγχώδης, περισσότερο αμυντική απέναντι τους νεωτερισμούς των ηθών, αλλά και περισσότερο ταυτισμένη με ένα σκεπτικό πολιτικής ορθότητας και δικαιωματισμού, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας απέναντι σε ένα ανήλικο άτομο, έστω κι αν αυτό το σκεπτικό δεν εκφράζεται ρητώς: πάντως υποβόσκει ως μία απειλή μήνυσης εις βάρος κάποιου κρατικού λειτουργού, μιας δασκάλας δηλαδή, παρότι αυτή δεν συνιστά μια κλασική περίπτωση δασκάλας, είτε βάσει τυπικών προσόντων είτε εξαιτίας της ιδιομορφίας του μαθήματος που διδάσκει, της τέχνης του πλεξίματος. Η ηρωίδα της υπόθεσης είναι τυπικά ανήλικη και είναι αυτή που κινητοποιεί την υπόθεση όταν ερωτεύεται την καθηγήτριά της: και είναι απορίας άξιον το πότε η «ανήλικη» σεξουαλικότητα και ο χειρισμός της αποτελεί σκάνδαλο και πότε όχι για τις κοινωνίες μας.

Η απειλή της μήνυσης για κακοποίηση ανηλίκου έρχεται στο τραπέζι αλλά τείνει να αντισταθμιστεί και να ακυρωθεί από την απειλή της καθηγήτριας ότι και η ίδια έχει δεχτεί μια ψυχολογική πίεση εξαιτίας της εμμονής της μαθήτριάς της κατά τη διάρκεια των μαθημάτων πλεξίματος. Οπότε τα πράγματα «πλέκονται» και περιπλέκονται· κανείς δεν είναι ασφαλής πίσω από το μετερίζι των δικαιωμάτων του και το δίκαιο μπορεί, όχι τόσο δύσκολα, να αλλάξει παράταξη. Στη μεταμοντέρνα κοινωνία του ατομισμού και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο. (περισσότερα…)

Συνηχήσεις σαδισμού και φασισμού

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Αρχικά ο Παζολίνι με την τελευταία του ταινία, Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα, ήθελε να κάνει μια ταινία-δοκίμιο πάνω στη βία και τη σχέση της με την εξουσία. Γρήγορα όμως μετατόπισε την προοπτική του. Είχαν περάσει μόλις τριάντα χρόνια από την πτώση της μουσολινικής δικτατορίας, από την εγκαθίδρυση της διαβόητης Δημοκρατίας του Σαλό και τα πεπραγμένα της στην Ιταλία, ο σαδισμός ως κυριαρχία και λατρεία της ωμής δύναμης και του δικαίου της πυγμής, δεν είχε, όπως και δεν έχει ακόμη, ξεφορτώσει το συμβολικό του φορτίο, και επομένως έδινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στη χώρα που γέννησε το φασιστικό φαινόμενο. Έχουμε μια χρονική μετατόπιση δηλαδή που απιστεί ως προς την ιστορία, είναι δραστική όμως ως μυθοπλασία.

Κάτι παρόμοιο εξάλλου βλέπουμε και σε άλλες περιπτώσεις: όταν, ας πούμε, ο Αγγελόπουλος μεταφέρει στον Μεγαλέξαντρο την απαγωγή των Ευρωπαίων διπλωματών κατά έναν αιώνα αργότερα, αυθαιρετεί πάνω στην ιστορία για να της εκμαιεύσει την αλήθεια του. Κάθε εποχή διαθέτει τα ετοιμοπαράδοτα επιμύθιά της, που κάποτε δίνουν την αυταπάτη ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Έτσι οι 120 μέρες στα Σόδομα, τίτλος του βιβλίου του Μαρκήσιου ντε Σαντ, έγιναν Σαλό, επειδή αυτό το τελευταίο είναι, καθότι εγγύτερο, περισσότερο πρόσφορο μυθοπλαστικά.

Κάποιοι Ιταλοί αριστοκράτες και φασίστες, ενώ το φασιστικό καθεστώς πνέει τα λοίσθια, κλείνονται σε μια έπαυλη, έχοντας ως αιχμαλώτους κορίτσια και αγόρια πάνω στα οποία επιδιώκουν να εξαντλήσουν το δυναμικό των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων, όχι απλώς με τον σεξουαλικό βιασμό, αλλά και με τη θανάσιμη σωματική βία. Αφενός, η συνειδητά ωμή βία, και παραπέρα οι αφηγήσεις με τη συνοδεία πιάνου, αλλά και ενδιάμεσα, τα μπρεχτικού τύπου ιντερμέδια με κοινό θέμα τη σαδιστική σεξουαλική ελευθεριότητα: ιστοριούλες και παραλειπόμενα που με τον τρόπο τους αποτελούν διεγερτικά της επιθυμίας: παραδειγματικοί μύθοι, θα λέγαμε, για τους νεαρούς που θα αποτελέσουν τα θύματα τούτων των ιστοριών. (περισσότερα…)

Κάπου αλλού, ήτοι άλλοθι

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Το Ρίφενσταλ του Γερμανού Άντρες Φάιελ είναι μια ταινία τεκμηρίωσης ‒ και όχι μυθοπλασίας. Μόνο που δεν γλιτώνει εύκολα από αυτήν την τελευταία. Το αρχειακό και τεκμηριωτικό υλικό που διαθέτει και εκθέτει είναι ήδη εμβαπτισμένο μέσα στη φημολογική και ακριτομυθική ύλη όπου την έχουν βουτήξει στα τόσα χρόνια απόστασης, οι αντιρρήσεις και οι αμφισβητήσεις, οι υποψίες και αιτιάσεις που περιέβαλλαν τόσα χρόνια, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κεντρικό πρόσωπο της τεκμηριωτικής αναζήτησης της εν λόγω ταινίας, δηλαδή τη Γερμανίδα σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ. Η Ρίφενσταλ έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία του ναζιστικού καθεστώτος, υπήρξε έμπιστη του Χίτλερ, αλλά, ευτυχώς για αυτήν, χωρίς να είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ ταυτόχρονα ήταν εισηγήτρια ενός ρωμαλέου νεοκλασικισμού της ντοκυμανταιρίστικης εικόνας, που θεωρήθηκε αισθητική αποκάλυψη, έστω κι αν φλερτάρει κάποτε, για τα σημερινά μας μάτια, με μια πομπώδη, και κιτς πλέον, αρχαιολατρία. (Τα ίδια αισθητικά χαρακτηριστικά εντοπίζουμε και στην καθ’ ημάς φωτογράφο Νelly’s. Οι δύο γυναίκες μάλιστα είχαν συνεργαστεί επ’ ευκαιρία της Ολυμπιάδας του 1936.)

Ως εκ τούτου, πολλοί διανοητές θέλησαν να ξεχωρίσουν ρητώς και σαφώς τα «ατοπήματα» της προσωπικής της ζωής με τη ρηξικέλευθη αυθεντικότητα του εικονοπλαστικού της στυλ. Κάποιοι άλλοι επέμεναν, τουναντίον, ότι το περιεχόμενο δεν μπορεί να διακριθεί από την αισθητική μορφή, ανατρέχοντας στη γνωστή πλέον θέση ότι αυτά τα δύο, στυλ και περιεχόμενο, είναι άρρηκτα δεμένα και αδιαχώριστα και ότι κάθε στυλ προϋποθέτει μια ηθική ευθύνη και επιλογή. Πάντως σε αμφότερες τις θέσεις κοινός παρονομαστής είναι ότι η Ρίφενσταλ αποτελεί ένα προκλητικό παράδοξο, μιαν απαραγνώριστη σαγήνη που μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας όσον αφορά σε θέματα αισθητικού γούστου. Η αισθητική περιέχει μήπως μια ηθική, είναι από μόνη της μια ηθική, και δεν έχει να λογοδοτήσει περαιτέρω; Ή αυτή η θέση μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες: είναι ένα παμπάλαιο ζήτημα που η περίπτωση Ρίφενσταλ θέτει εκ νέου.

Θα ήταν μάταιο και αφελές να πιστεύουμε ότι το εν λόγω ντοκυμανταίρ (περισσότερα…)

Charles Beaudelaire, «Θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν…»

*

Τοπίο

Αυθεντικά ειδύλλια θα ήθελα να πλάσω
και, σε όνειρο θαρρείς, με τα καμπαναριά κοντά μου,
ύμνους ιερούς καθώς ο αέρας φέρνει ώς τα αυτιά μου,
σαν αστρολόγος πλάι στον ουρανό να ξαποστάσω.
Τα χέρια στο πηγούνι μου, ψηλά από τη σοφίτα
θα δω το εργαστήριο όλο τραγούδι και φλυαρία,
καμπαναριά, φουγάρα, λες της πόλης τα ιστία,
και τους βαθιούς τους ουρανούς, αιώνιοι σαν να ήταν.

Είναι όμορφο, μες από τις ομίχλες να γεννιέται
το άστρο του γλαυκού, στο παραθύρι η λάμπα πλάι,
ποτάμι από κάρβουνο που στα ουράνια πάει,
και της σελήνης η αχνή σαγήνη να σκορπιέται.
Φθινόπωρα θα αντικρίσω, ανοίξεις, καλοκαίρια
κι όταν της χειμωνιάς χιόνια μονότονα απαντήσω,
παντού πόρτες, παράθυρα θα πρέπει να σφαλίσω
στη νύχτα τα παλάτια για να χτίσω τα αιθέρια.
Τότε θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν, (περισσότερα…)

Άνθρωποι και τελίτσες

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Kινηματογράφος: διεύρυνση της αντιληπτικής μας υπόστασης, αλλαγή της καταστατικής θέσης του βλέποντος υποκειμένου, που μας προσκαλεί να ανασηκωθούμε από τη θέση μας, να ξεβολευτούμε σε σχέση με τη συνείδησή μας και το σώμα μας. Μετά από αυτόν, η όραση και η αντίληψη θα πάρουν ένα καινούργιο νόημα, η μεταξύ τους σχέση θα νοηματοδοτηθεί διαφορετικά. Δεν βλέπουμε κατά τον ίδιο τρόπο μετά την έλευση του κινηματογράφου, ούτε την ίδια την πραγματικότητα ούτε την ταινία, ενώ ο χρόνος αυτής της τελευταίας δεν είναι πια ο ίδιος, ούτε καν εγκιβωτίζεται, όπως θέλει ένας αφελής ρεαλιστικός παραλληλισμός, στον πραγματικό κοινό μας χρόνο, αν τολμήσουμε να σκεφτούμε ότι αυτός ο τελευταίος έχει μια κοινή υπόσταση.

Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, υπό την ακροθιγή τους σήμανση, μπορούμε (όσο μπορούμε) να σκεφτούμε τη σχέση της πραγματικότητας με τη ροή του φιλμ. Αυτές οι κάπως ακαδημαϊκές ενατενίσεις τείνουν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την καταστατική (αν όχι οντολογική) μας θέση ως θεατών: πώς αυτή η κινούμενη εικόνα μπορεί να μας ενδιαφέρει, να μας κρατήσει το βλέμμα και την προσοχή, να μας μιλήσει για κάτι, που επιπλέον μπορεί να έχει αισθητικές αξιώσεις και πολιτισμική σπουδαιότητα. Από την απλή διεκπεραιωτική κινηματογράφηση μέχρι τα υψίπεδα του «καλλιτεχνικού» κινηματογράφου, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, εκείνο που προέχει όμως είναι ότι είμαστε «θεατές» (κάτι καθόλου απλό, και χρήζον αναλύσεως, βέβαια). Με το γκογκ και την πρώτη φωτεινή δέσμη μπαίνουμε σε μια «περιπέτεια του βλέμματος» που ενδέχεται στο τέλος της να μας προκαλέσει ένα ευφορικό φούσκωμα, ή να μας αφήσει αδιάφορους ή (πράγμα που είναι το ίδιο) να κινητοποιήσει τους δυσφορικούς και απωθητικούς μας μηχανισμούς. Το σινεμά είναι επιτήδειο για κάτι τέτοιο, και σε αυτό συνηγορούν λόγοι που δεν είναι του προκειμένου: το σκοτάδι της αίθουσας, το ημίφως και οι προοπτικές του, η υποχρεωτική ακινησία που επιβάλλει η κοινωνική συνθήκη της θέασης, η προϋπνωτική προδιάθεση που δημιουργούν τα παραπάνω, η ανθρωπολογία της σκοπικής ενόρμησης, που προϋποθέτουν, το δόλωμα της εικόνας ως καθηλωτική αντιληπτική και ψυχολογική φενάκη: όλα αυτά, και όχι μόνο, κάνουν τον θεατή υπέροχα ανοχύρωτο απέναντι στο φιλμικό γεγονός. (περισσότερα…)

Ένοικος, ξένος, παρίας

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για τον Ένοικο του Πολάνσκι χωρίς να προϊδεάσει για την παρισινή πολεοδομία όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα, από την επικράτηση δηλαδή του αστικού πολεοδομικού και οικιστικού μοντέλου της σύγχρονης μεγαλούπολης. Συσσώρευση και κάθετη δόμηση ώστε να ικανοποιηθούν τα αστυφιλικά ρεύματα και οι συμπαρομαρτούσες πληθυσμιακές ανάγκες.

Ένοικος, κάτοικος, ενοικιαστής: είναι κάποιοι όροι που αποπνέουν ένα νεωτερικό air du temps. Δεν είναι υποχρεωτικό να κατέχει κανείς γη ή τετραγωνικά για να ζει μέσα στη μεγαλούπολη ούτε να έχει δουλοπάροικους στην υπηρεσία του. Δεν δένεται ισοβίως και κληρονομικά με τον χώρο που κατέχει, έχει μια μεγάλη ευελιξία ώστε να μπορεί να κινείται και να μετακινείται εντός της μεγαλούπολης, η οποία πλέον αποκτά θηριώδεις διαστάσεις που δυσχεραίνουν την κυκλοφορία των «αστών» κατοίκων.

Ενώ ο «φεουδάρχης» της πολυκατοικίας (Μέλβυν Ντάγκλας) φαίνεται να έχει ακόμη μια εξουσία, που αποκλείει και επιτρέπει, αυτή είναι περιορισμένη στην τήρηση των κανόνων: καμιά παράλογη και ακατάσχετη εξουσία πάνω σε υπηκόους εφόσον ο καθένας περιορίζεται στο «φέουδο» του διαμερίσματός του. Μέσα στη σύγχρονη πόλη των κάθετων διαμερισμάτων η αίσθηση του χώρου που έχει ο ένοικος μεταβάλλεται ανεπαίσθητα, και μαζί της ο ορίζοντας τόσο ο οπτικός όσο και ο ηχητικός: τα λόγια κυκλοφορούν ευκολότερα από ό,τι πρωτύτερα, η στενή γειτνίαση μεγεθύνει τους θορύβους και τους ψιθύρους, η απέναντι θέα μπορεί να περιορίζεται από μια παρόμοια πολυκατοικία η οποία μπορεί να διαθέτει κι αυτή πίσω από τις κουρτίνες ζευγάρια ματιών που κοιτούν αθέατα. Μπορεί να υποψιάζεται κανείς την παρουσία του μόνο από τους στερεότυπους θορύβους που αφήνει μέσα στο ηχητικό πεδίο της κάθετης και ολίγον οριζόντιας συγκατοίκησης.

Η διάπλαση του αστικού και οικιστικού ιστού θέλει να εξυπηρετήσει τις οικονομικές πρωτίστως ανάγκες των ανθρώπων που κινούνται εντός του. Δεν είναι όμως πάντα εύκολο για τα κτήρια να γκρεμίζονται και να ανεγείρονται κάθε τόσο‒ ούτε και τόσο οικονομικά σύμφορο. Οι εποχές αλλάζουν η οικιστική φυσιογνωμία της πόλης πασχίζει να ακολουθήσει την αλλαγή. Έτσι, το αρχιτεκτονικό ιδίωμα του αστικού χώρου παραμένει εν πολλοίς αναχρονιστικό, οπισθοδρομικό, με το βλέμμα στραμμένο συνήθως προς μιαν αρχιτεκτονική κληρονομιά, που βαραίνει εν πολλοίς με το γόητρο της παράδοσης και της πολιτιστικής συνέχειας. Τούτη η συνέχεια μπορεί να περιφρουρείται για πολλούς λόγους (όπως τουρισμός, εθνική συνείδηση), αλλά και για οικονομικούς (δεν χτίζεις πάντα με τα ίδια υλικά, δεν είναι εύκολο και οικονομικά συμφέρον να γκρεμίζεις και να ξαναχτίζεις). Επιπλέον, οι αλλαγές του αστικού χώρου παρακολουθούν συνήθως την κυρίαρχη αντίληψη για μια βασική έννοια του αστικού κόσμου, την ατομικής ιδιοκτησία στις ποικίλες εκδοχές της, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο. (περισσότερα…)

Αγάπη για λύσιμο, αγάπη για δέσιμο

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Η ταινία έχει ως θέμα μιαν απαγωγή, έτσι φαίνεται κι από την προέκταση του τίτλου στην οποία μας προσκαλεί. Δεν είναι όμως μια οποιαδήποτε απαγωγή: ο θύτης είναι ένας πρώην τρόφιμος ψυχιατρείου, ενώ το θύμα μια πρώην πορνοστάρ. Έχουμε δηλαδή μια καλή εισαγωγή στο αλμοδοβαρικό σύμπαν, όπου οι πράξεις και οι χαρακτήρες χάνουν το πρωτογενές ειδικό τους βάρος, τονίζοντας έτσι με τον τρόπο τους ότι η ανθρώπινη κανονικότητα δεν υπάρχει, ότι δεν υπάρχουν αθώα θύματα απαγωγής, και πολλώ μάλλον, δεν υπάρχουν «αθώες» απαγωγές που νομιμοποιούν εντέλει τον θύτη ή αφαιρούν το βάρος μιας αυτονόητης ενοχής από το θύμα. Στο τέλος της ταινίας, βέβαια (μιλάμε για το Δέσε με του Πέδρο Αλμοδόβαρ), οι ιδιότροποι αυτοί χαρακτήρες θα συμβιβαστούν αβίαστα, αλλά και μέσω της εύλογης δραματουργικής προπαρασκευής, με ένα κοινότοπο χάπι-εντ που θα αναιρέσει αντιθέσεις και αντιφάσεις μέσα στους ήχους ενός χαρούμενου τραγουδιού.

Αυτός είναι ο κόσμος του Αλμοδόβαρ: χρησιμοποιεί κοινότοπα ψυχολογικά και κοινωνιολογικά στοιχεία, αξιοποιεί το δραματικό τους βάρος για να, αποστασιοποιείται από αυτά προκειμένου να οδηγήσει σε μια «εύκολη» λύση τους, σε ένα τέλος κοινής αποδοχής. Κανείς δεν έχει πιστέψει εντωμεταξύ ότι ο κίνδυνος που πλέκει τις δραματικές και δραματουργικές καταστάσεις είναι όντως ο κίνδυνος μιας απαγωγής. Σε αυτό συμβάλλουν, βέβαια, και τα κίνητρα της απαγωγής, τα κίνητρα του απαγωγέα δηλαδή. Κάνει ό,τι κάνει για να εκπληρώσει μια ταπεινή του επιθυμία: να παντρευτεί, να αποσυρθεί στο χωριό του, να κάνει δυο-τρία παιδιά και να ζήσει ήρεμα και ευτυχισμένα: τέλος του ειδυλλίου, αρχή της ζωής. Όμως η ταινία δεν ενδιαφέρεται για τα περαιτέρω, έχει ήδη τελειώσει. Η κορύφωση του χάπυ-εντ είναι μια λύση, αλλά αποτελεί και έναν δραματικό κόμβο που η λύση του αναβάλλεται στο διηνεκές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αφηγηματική δομή, και ιδίως αυτή της ταινίας μυθοπλασίας, μας υποβάλλει την ιδεολογική της λειτουργία. Η περατότητα μιας ταινίας είναι ένα τέχνασμα, τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά: αυτό βλέπουμε από την εποχή των ομηρικών επών μέχρι τη σύγχρονη τάση της κινηματογραφικής βιομηχανίας για sequels.

Από την υπόθεση της ταινίας φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κεκτημένους κοινούς τόπους για να φτιάξει την ταινία του: απαγωγή, βία εις βάρος του θύματος, το οποίο, με πρόσχημα τα προβλήματα της υγείας του, αναγκάζει ψυχολογικά τον δράστη να παρατείνει την απαγωγή του, μόνο που η τριβή των προσώπων παράγει μια θερμότητα που αξιοποιείται αναπόδραστα ως καταλυτικό στοιχείο στις σχέσεις των ηρώων. Η τριβή αυτή θα αναδείξει βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού τους που θα τους οδηγήσουν αναπόφευκτα στην τελική συμφιλίωση, στην ανακάλυψη του ψυχικού υπεδάφους τους. Σίγουρα, κάτι όχι τόσο πρωτότυπο, μιας και το μοτίβο του θύματος της απαγωγής που ταυτίζεται με τους απαγωγείς του δεν το βλέπουμε για πρώτη φορά. Το ότι έχει και ονοματεπώνυμο, π.χ. σύνδρομο της Στοκχόλμης, το ότι έχει εντοπιστεί από την ψυχολογία του βάθους, π.χ. σαδομαζοχισμός, ταύτιση με τον επιτιθέμενο, μάς στρέφει ήδη προς μια γνωστή και πεπατημένη κατεύθυνση. (περισσότερα…)

Λύκε, λύκε…

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Κατά τη σκανδιναβική λαϊκή παράδοση, η «ώρα του λύκου», περασμένες τρεις μετά τα μεσάνυχτα, είναι μια ώρα επίφοβη όπου οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τις πιο ξέφρενες επιθυμίες τους, με τους πιο αλλόκοτους εφιάλτες τους. Αυτή η ώρα έχει για τον σκηνοθέτη Μπέργκμαν μια συμβολική αξία μέσα στην ομώνυμη ταινία του, συμπυκνώνει εμβληματικά το περιεχόμενό της. Δεν είναι παράξενο ούτε η πρώτη φορά που ο Σουηδός σκηνοθέτης αξιοποιεί ένα μοτίβο της σκανδιναβικής λαϊκής παράδοσης. Το ίδιο γίνεται σε ταινίες του όπως Η πηγή των παρθένων, Η έβδομη σφραγίδα, αλλά μια παρόμοια έλξη βλέπουμε να ασκείται πάνω του όταν επιλέγει να κινηματογραφήσει τον Μαγεμένο αυλό του Μότσαρτ. Στη βόρεια ψυχολογία αυτών των μύθων, και όχι στην περισσότερο ανθρωποκεντρική ατμόσφαιρα της ελληνικής μυθολογίας, νιώθει ο σκηνοθέτης της Σιωπής πιο βολικά.

Παράλληλα με την ανατομία της μοναξιάς και των νευρώσεων, θεματικό πυρήνα πολλών ταινιών του, ο Μπέργκμαν, βλέπει μέσα στους μεσαιωνικούς θρύλους κάποια ευρήματα της ανθρώπινης ψυχολογίας και της κοσμοθεωρίας του, που δεν είναι παράταιρα αλλά δένουν σε μιαν αρραγή ενότητα το όραμά του για τον κόσμο. Μέσα στον μοντέρνο Σουηδό πάλλει το πατρογονικό αίμα του αρχαίου Σκανδιναβού, κι αυτό δεν είναι αντίφαση.

Η παγερή μοναξιά των τοπίων της Βόρειας Θάλασσας και των προσώπων συνηχεί με τη σύγχρονη μυθολογία της απομόνωσης, της απώλειας επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου: ο μοναχικός, εγωκεντρικός, ακοινώνητος Βίκινγκ επικοινωνεί υπόγεια με τον σύγχρονο Σκανδιναβό, που γίνεται συμβολικός εκπρόσωπος του μοντέρνου μεταβιομηχανικού ατομισμού.

Τούτη η απομόνωση δίνεται εξαρχής και σχεδόν αξιωματικά. Το νησί, όπως το νησί Φάρο, όπου συνήθιζε να απομονώνεται ο Μπέργκμαν στην πραγματική του ζωή, υποβάλλει μεταφορικά το θέμα της μοναξιάς ‒ κι ας λέει ο Τζων Ντον ότι κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί. (περισσότερα…)

Κενό επιθυμίας

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Πάθος, επιθυμία, πόθος, φλογισμένα κορμιά, ένστικτο, κάψα, φλόγα, ηδονή: πόσες φορές μπορεί να συναντήσει κανείς τις παραπάνω λέξεις στους τίτλους ταινιών του μεταπολεμικού κινηματογράφου κατά τον 20ό αιώνα και κατά τον 21ο αιώνα. Οι λέξεις, ενδεικτικές περιεχομένου φυσικά, δείχνουν τη βαθιά αλλαγή στους λόγους περί σεξουαλικότητας που συνέβη κατά την αντίστοιχη περίοδο, που αποτυπώθηκε στον λόγο του κινηματογράφου, ο οποίος με τη σειρά του ενίσχυσε και νομιμοποίησε τη διάχυση του λόγου αυτού εντός των κόλπων του κοινωνικού σώματος. Το δικαίωμα στην «επιθυμία» έγινε πλέον ένα κεκτημένο, η εν λόγω έννοια πιστοποιήθηκε πλέον ως καύσιμη ύλη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ατομικής στάσης.

Στα 1965, όταν γυρίζεται δηλαδή η Αποστροφή του Πολάνσκι, η διαδικασία κατοχύρωσης της «επιθυμίας» κάνει τα πρώτα της βήματα. Όχι ότι δεν υπήρχε πρωτύτερα· ανιχνευόταν όμως μόνο από τη λαγωνική μύτη κάποιων ανήσυχων κριτικών ή από την τάση για κρυμμένους συμβολισμούς κάποιων θεατών. Από κει και πέρα τα πράγματα θα αλλάξουν άρδην και ο κινηματογράφος θα γίνει από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της νέας σεξουαλικής ηθικής και των μοντέλων συμπεριφοράς που προοιωνίζονται την εδραία κατάσταση της δικής μας εποχής.

Και ναι μεν η επιθυμία αναδύεται, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την αποστροφή, με το αρνητικό τρόπον τινά, ή το αντίστροφο, της επιθυμίας. Όχι με το σβήσιμο, με την εξάλειψή της αλλά με τη δυναμική απόκρουσή της, ούτε καν με την απώθησή της, που δεν θα σήμαινε κατάργησή της, αλλά με τον δυναμικό παραμερισμό της, αν νοείται κάτι τέτοιο. Εξάλλου, η γλώσσα δεν μας βοηθά: μπορεί η απώθηση να έχει παραγάγει το επίθετο «απωθητικός», όπως, ας πούμε, απωθητικός μηχανισμός, αλλά το «αποστροφή» δεν μπορεί να παραγάγει κάποιο σύστοιχο επίθετο ή παράγωγο στα ελληνικά. (περισσότερα…)

Μισώντας αλλήλους

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Τριάντα χρόνια μετά την ιλιγγιώδη επιτυχία του Μίσους, το Παρίσι είναι στη θέση του μαζί με τα προάστιά του, αυτά που είναι μια αναπόσπαστη εικόνα πια του αντικατοπτρισμού που εκπέμπει η «Πόλη του Φωτός», του πνεύματος, της κομψότητας και λοιπών άλλων στερεοτύπων. Τόσο που τούτη η εικόνα του άναρχου κινδύνου και της υποβάθμισης τείνει να γίνει πλέον μοιραία και αυτή ένα στερεότυπο.

Παντοειδείς λόγοι, πολιτικοί, κοινωνιολογικοί, ηθικολογικοί κ.λπ. προσπάθησαν να καλύψουν και να αντλήσουν την ύλη τους από αυτήν την προαστιακή κατάσταση, προπάντων του Παρισιού αλλά και άλλων μητροπόλεων: γκετοποίηση, περιθωριοποίηση, ρατσισμός, έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, ελλιπής ενσωμάτωση του ετερογενούς πληθυσμιακού στοιχείου, κοινωνική ανισότητα, ψυχική αλλοτρίωση.

Το σκηνικό είναι γνωστό: ακάθαρτες πιλοτές πολυκατοικιών, με βανδαλισμένες εσωτερικές εγκαταστάσεις, γκράφιτι γεμάτα βωμολοχίες, αγέλες νεαρών μεταναστών, φορώντας πάντα αθλητικές φόρμες (ο καθείς κι ένας εκκολαπτόμενος Ζιντάν), καχύποπτες απέναντι σε όποιον ξένο, διακίνηση ναρκωτικών, σχέσεις δυσπιστίας και υπονόμευσης μεταξύ των νεαρών φίλων, αλλά ταυτόχρονα και σχέσεις βαθιάς αλληλεγγύης μεταξύ τους, θρεμμένης από την αντιπάθεια για τη συμβατική νομιμότητα και την ηθική της ρουτίνας, αλλά και από το μίσος απέναντι στους εκπροσώπους της έννομης τάξης, απέναντι στους «μπάτσους». Ένα συγκινητικό και συγκινησιακό δέσιμο που διατρέχει τις λεκτικές αποστροφές των τριών φίλων παρά την τραχύτητα των εκφράσεων, παρά τη βεβιασμένη και κακοτράχαλη εκφορά της γαλλικής γλώσσας, που διηθεί μετά βίας τα αρνητικά και αντικοινωνικά συναισθήματα: έχεις την εντύπωση ότι τα τρία μέλη της παρέας φτύνουν περισσότερο τα λόγια τους παρά τα αρθρώνουν με οποιαδήποτε διάθεση κλασικής ορθοφωνίας. Εξάλλου, παρά το γεγονός της εκ γενετής γαλλοφωνίας τους, η μητρική γλώσσα τους φαίνεται να κλοτσάει από μέσα. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τον μαροκινής καταγωγής Σαΐντ (Σαΐντ Ταγκμαουί), ‒οι Μαροκινοί είναι από τους πλέον δυσπροσάρμοστους μετανάστες στη γαλλική κοινωνία‒, για τον μαύρο Αφρικανό Υμπέρ (Υμπέρ Κουντέ), και για τον εβραϊκού υπόβαθρου Βινς (Βενσάν Κασσέλ). (περισσότερα…)

Για μιαν Αρκαδία του Βορρά

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Ο Πωλ Σρέηντερ έχει δώσει κατά τη διάρκεια της καριέρας του σενάρια για εμβληματικές επιτυχίες του αμερικάνικου κινηματογράφου όπως ο Ταξιτζής και το Οργισμένο είδωλο του Σκορσέζε, αλλά και έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος ταινίες με μια βαθιά βάσανο πάνω σε κόμπους της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας όπως, ας πoύμε, το Lightsleeper και η πρόσφατη Οh, Canada. O αδρός προβληματισμός του και το απόμερο για τις χολλυγουντιανές σταθερές ύφος του δεν του άφησαν περιθώρια να ξεφύγει από τον σκιώδη ρόλο του συνεργάτη του Σκορσέζε παρά την υποστήριξη που είχε από πρώτου μεγέθους χολλυγουντιανούς αστέρες, οι οποίοι πέρασαν μέσα από τις ταινίες του (Ρίτσαρντ Γκηρ, Γουίλλιαμ Νταφόε κ.ά). Παρά την αμφίβολη όμως επιτυχία σύμφωνα με τα, χολλυγουντιανά, μέτρα δεν είναι δύσκολο να αφουγκραστεί κανείς τη γνήσια δημιουργική φλέβα που πάλλει κάτω από τις εικόνες του.

Η τελευταία του αυτή ταινία, το Oh Canada, δένει σε κόμπο μερικά αναγνωρίσιμα κινηματογραφικά θέματα: τον απολογισμό μιας «ένδοξης» διαδρομής και το τίμημά της, τα κενά και τα ρήγματα μιας φαινομενικά ολοκληρωμένης και άρτιας προσωπικότητας, τον φόβο και την οδύνη του σωματικού πόνου, της φθοράς και του θανάτου, την αγάπη ως αντίβαρο στη λαίλαπα της θνητής μοίρας, τη συγχώρεση ως τελικό υπολειπόμενο των παθών, τη διαθλαστική εξεικόνιση εκ μέρους των ΜΜΕ, τη νεανική αμφισβήτηση ως διαμαρτυρία αγάπης κλπ.

Κι όλα τα παραπάνω χωρίς πολλές ανατροπές αφού μέσω της αναδρομικής αφήγησης τα πράγματα παραπέμπουν ομαλά στην ενότητα των πεπρωμένων που εκθέτει η υπόθεση της ταινίας: ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης ταινιών τεκμηρίωσης, ο Λήο Φάιφ (Ρίτσαρντ Γκηρ), δέχεται να μιλήσει μπροστά στην κάμερα για τη ζωή και το έργο του: είναι ήδη βαριά άρρωστος και νιώθει το τέλος να πλησιάζει, ενώ το μόνο στήριγμα και παρηγοριά του στην πορεία αυτήν είναι η γυναίκα του (Ούμα Θέρμαν), που κάνει το παν για να τον προστατέψει τόσο σωματικά όσο και ηθικά, πριν έρθει το μοιραίο τέλος. Αυτός που έχει μηχανευτεί και καταστρώσει τόσες κατά μέτωπον εξομολογήσεις και μαρτυρίες φαίνεται να μην πιστεύει τόσο στην ειλικρίνεια των εξομολογήσεων on camera, ψυχανεμιζόμενος ότι η αλήθεια έχει την ιδιότητα να ξεγλιστρά από την «έλλογη» και ισοπεδωτική έκθεσή της, όταν μάλιστα γίνεται παρουσία μαρτύρων και ενώπιον του φακού. Από την αρχή της συνέντευξης στην οποία παρευρισκόμαστε ως θεατές πάντως γίνεται σαφές το αιχμηρά συγκαταβατικό ύφος του σκηνοθέτη Λήο απέναντι στα μέλη του συνεργείου, με τη γυναίκα του να αποτελεί έναν πόλο που αμβλύνει και εξουδετερώνει τις εντάσεις. Αυτός που πρόδωσε τόσες γυναίκες και τις «χειρίστηκε» σεξουαλικά, εξαρτάται τώρα από το έλεος μιας γυναίκας. Όσο και να δυσπιστούμε όμως απέναντι στη θεατρικοποίηση αυτών των εξομολογήσεων, παραμένει το γεγονός ότι με τον τρόπο τους, με την παρασημαντική των εξωγλωσσικών τους σημείων, μεταδίδουν κάτι που, μπορεί να μην είναι απολύτως σαφές, έχει όμως μια δυναμική που μπορεί να προδώσει κάτι από την αλήθεια. Ότι η αλήθεια δεν είναι πάντα θέμα σαφήνειας, η αλήθεια δεν είναι πάντα ό,τι συνέβη αληθινά. (περισσότερα…)

Κύματα, και άλλα κύματα

 *

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

To σύγχρονο σχολείο δεν είναι εκείνο το πριν πεντηκονταετίας. Δραστικές αλλαγές στην κοινωνία το έχουν διαμορφώσει αντίστοιχα. Δεν είναι ένα σχολείο αυταρχικό, με την αδιαμφισβήτητη εξουσία του διδάσκοντος, με μια χωροταξική διαμόρφωση που υπέβαλλε τον σεβασμό προς έναν υπεράνω κριτικής θεσμό, με τους αυστηρά κωδικοποιημένους τρόπους επικοινωνίας διδασκόντων και διδασκομένων, με την απόμακρη και ακαδημαϊκή διδακτέα ύλη, για να μείνουμε μόνο σε κάποιες χτυπητές διαφορές. Στη γαλλική ταινία Ο καλός καθηγητής (Pas des vagues) του Τεντύ Λoυσσί-Μοντέστ όλα αυτά είναι αισθητά αλλά και δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση σε όσους έχουν πάρει το απολυτήριό τους τα τελευταία, ας πούμε, σαράντα χρόνια.

Πριν προχωρήσουμε, μπορούμε να μείνουμε λίγο στην αμφισημία του τίτλου: αν δεν είναι αμφίσημος (προς ποιες κατευθύνσεις άραγε;), αποδίδει μήπως κάποια εύσημα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, έστω και κατά ειρωνικό τρόπο; Δύσκολο να αποφανθούμε. Πάντως ο πρωτότυπος τίτλος, που μεταφράζεται «τα κύματα», έχει μια πιο κατανοητή και ανιχνεύσιμη μεταφορική σημασία: τα κύματα είναι η συνεχής αναταραχή που διακρίνει τις σχέσεις των συμμετεχόντων στη σχολική κοινότητα, τις συνεχείς δονήσεις απέναντι στις οποίες κυρίως οι διδάσκοντες θα πρέπει ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να αντεπεξέλθουν και τις οποίες πρέπει να απορροφήσουν. Αυτή η κινούμενη άμμος μεταξύ μαθητών στην εφηβεία, μαθητών που προσέρχονται στη σχολική τάξη κουβαλώντας τα σημάδια του δυσλειτουργικού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, την ευθιξία των συμπλεγμάτων τους, και διδασκόντων που, στην καλύτερη περίπτωση, προσπαθούν να προσεγγίσουν τους μαθητές και να κάνουν τη διδασκαλία τους περισσότερο βιωματική και ευχάριστη, μια κινούμενη άμμος δηλαδή που καλύπτει επικίνδυνα το χάσμα των γενεών, τη διαφορά μορφωτικού επιπέδου και τη διαφορά της χρήσης του πολιτιστικού κεφαλαίου: για τους μαθητές η διδακτέα ύλη μπορεί να είναι μια υποχρεωτική αγγαρεία που θα τους οδηγήσει σε μια στοιχειώδη κατοχύρωση, ενώ για τους διδάσκοντες μπορεί να είναι ένα «πάθος ζωής», αλλά και η κάλυψη μιας επαγγελματικής υποχρέωσης χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις: καλός ο Ρονσάρ, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να καλυφθεί η ύλη. Τούτη η αναταραχή πάντως είναι μοιραίο εγγενές χαρακτηριστικό του σχολικού θεσμού ιδίως στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η εκπαίδευση έχει αναχθεί σε κρίσιμο καθοριστικό παράγοντα του πολιτισμού αλλά και της κατανάλωσης υπηρεσιών.

Παρά ταύτα, η ταινία δεν εστιάζει σε κάποιο ειδικό εκπαιδευτικό ζήτημα ή δυσλειτουργία, ή σε κάποιο ζήτημα εκπαιδευτικής φιλοσοφίας. Περνά από αυτά και σαρώνει τα καθέκαστα της σύγχρονης εκπαιδευτικής πραγματικότητας χωρίς να σταθμεύει καθόλου με σημαίνοντα τρόπο κάπου. Ειδικότερα: σε ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα λαϊκά παρισινά προάστια, με συμμετοχή πολλών μεταναστών μάλιστα, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία διότι οι μαθητές έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες ιδίως σε θέματα ηθικής και σεξουαλικής ηθικής, μια μαθήτρια κατηγορεί τον καθηγητή της για σεξουαλική παρενόχληση. Το ζήτημα παίρνει δραματικές διαστάσεις, αφενός, λόγω της δυσκολίας, ή της ευθυνοφοβικής ανικανότητας μάλλον της διεύθυνσης του Σχολείου να διαχειριστεί με λελογισμένο τρόπο το ζήτημα, αφετέρου, λόγω της ιδιάζουσας ευαισθησίας που έχει διαμορφωθεί σχετικά με το ζήτημα ύστερα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις και προβληματισμούς των τελευταίων χρόνων και των αντίστοιχων κινημάτων. (περισσότερα…)