Φιλελευθερισμός και Δύση

Φιλελευθερισμός κατά δημοκρατίας

*

Με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να επικρατεί οριστικά. Οι σχετικές θριαμβολογίες επεσκίασαν για ένα διάστημα τις μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις αυτής της τελευταίας. Κατά μέρος τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα: πόσο συμβατοί είναι μεταξύ τους ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία; Πώς συμβιβάζεται η αρχή του απαραβίαστου των ατομικών δικαιωμάτων και η αρχή της πλειοψηφίας;

H κλασσική αθηναϊκή δημοκρατία δεν αναγνώριζε ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα του ανθρώπου. Ο Δήμος, δηλαδή η εκάστοτε πλειοψηφία, έπαιρνε στην κυριολεξία κεφάλια – ενίοτε και σπουδαία, όπως στην περίπτωση του Σωκράτη. Κάποτε παραλογιζόταν κανονικά, όπως με τους στρατηγούς στη ναυμαχία των Αργινουσών που καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Εκκλησία του Δήμου, επειδή εν μέσω τρομερής θαλασσοταραχής δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν τους νεκρούς και τους ναυαγούς.

Ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός πάλι, αυτός του 19ου αιώνα, όπως αποκρυσταλλώθηκε στη Βρετανία, αναγνώριζε μεν δικαιώματα ατομικά, για μια μερίδα του πληθυσμού τουλάχιστον, όχι όμως και τη δημοκρατική αρχή. Δικαίωμα ψήφου είχαν ελάχιστοι κι αυτοί έπρεπε να έχουν περιουσία. Οι βουλευτικές έδρες ήταν κατανεμημένες αυθαίρετα, το σύστημα ήταν στην ουσία ένα μείγμα εμπορικής τιμοκρατίας και κληρονομικής αριστοκρατίας. Γενικά, ο φιλελευθερισμός, και τα αμιγώς φιλελεύθερα κόμματα, ήταν πάντοτε υπόθεση των λίγων, μιας μικρής αλλά δυναμικής μειοψηφίας.

Η σύζευξη των δύο αυτών –κατά βάση αντίθετων– πολιτικών αντιλήψεων είναι σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ενώπιον της πρόκλησης που αντιπροσώπευε για εκείνα το σοβιετικό στρατόπεδο και η σοσιαλιστική ιδεολογία, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα συναίνεσαν πράγματι στην αναδιανομή ενός σημαντικού μέρους του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ό,τι αποκλήθηκε χρυσός αιώνας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Το αργότερο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 φάνηκε ότι η συναίνεση αυτή δεν μπορούσε να μακροημερεύσει. Η εξάντληση της μεταπολεμικής αναπτυξιακής έκρηξης μείωσε τον παραγόμενο νέο πλούτο, αυξάνοντας την ένταση των αγώνων κατανομής. Και η κατάρρευση του κομμουνιστικού αντίπαλου δέους το 1989 έπεισε τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ότι μπορούσαν ατιμωρητί να αποστούν από τις παλαιότερες δεσμεύσεις τους προς τις λαϊκές τάξεις.

Το αποτέλεσμα ήταν η γιγάντωση της οικονομικής ανισότητας. Αν τη δεκαετία του ’90 το 45% της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατέληγε στις τσέπες του 1% του πληθυσμού, επί Μπους του νεώτερου (2000-08) το ποσοστό έφτασε στο 65% και επί Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%. Σήμερα, στις ΗΠΑ η ανισοκατανομή του εισοδήματος είναι παρόμοια με εκείνη του 1929, στη δε Ευρώπη ο καπιταλισμός του Ρήνου και η ασφάλεια που παρείχε αποτελεί μακρινό παρελθόν.

Πολιτικά, το νέο αυτό ταξικό χάσμα καθυστέρησε πολύ να εκφραστεί. Ο λόγος ήταν ότι τα παλαιά εργατικά κόμματα της Ευρώπης μετά το 1990 μήδισαν ιδεολογικά και υιοθέτησαν το φιλελεύθερο αφήγημα του μονοδρόμου της παγκοσμιοποίησης. Η δε “Αριστερά” μεταλλάχθηκε βίαια και από προασπιστής των εργατικών στρωμάτων έγινε φιλανθρωπικό σωματείο προυντονικού τύπου, απ’ αυτά που κορόιδευε τόσο ο Μαρξ.

Άρχισε να συνηγορεί έτσι γενικά και αόριστα υπέρ των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και των ποικιλώνυμων “μειονοτήτων”, στρέφοντας την πλάτη στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της. Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να υποστηρίζει ομάδες όπως οι μετανάστες, που όπως ήδη οι Μαρξ και Ένγκελς κατάγγελλαν, με την παρουσία τους υπονόμευαν ευθέως τη θέση των εργατικών στρωμάτων και συμπίεζαν το εισόδημά τους.

Εγκαταλειμμένα από τα παραδοσιακά τους κόμματα, τα στρώματα αυτά στράφηκαν εντέλει σε αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις με συγκεχυμένο ιδεολογικά πρόγραμμα, αλλά σαφή αντιφιλελεύθερο, αντιολιγαρχικό και δημεγερτικό λόγο. Η απόπειρα των κατεστημένων κομμάτων να ανασχέσουν την άνοδο των νέων αυτών αντιπάλων έλαβε ποικίλες μορφές έως τώρα (δυσφημιστικές εκστρατείες από τα συστημικά ΜΜΕ, ορθοπολιτική τρομοκρατία, καταγγελίες για “λαϊκισμό” και εργαλειοποίηση από τους «εχθρούς της Δύσης», λογοκρισία κ.ά.), αλλά δεν απέδωσε.

Το αργότερο με το βρετανικό δημοψήφισμα και τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ οι αντισυστημικές δυνάμεις απέδειξαν ότι είναι ικανές να συγκεντρώσουν πίσω τους όχι μια μερίδα διαμαρτυρομένων, αλλά την δημοκρατική πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το φιλελεύθερο “Κέντρο” συρρικνώθηκε σε μειοψηφία. Όπως έδειξαν οι κιτρινογέλεκοι της Γαλλίας, ακόμη και εκεί όπου δεν κυβερνούν οι “λαϊκιστές”, οι ιδέες τους είναι κοινωνικά πλειοψηφικές.

Σήμερα, οι δημοκρατικές πλειοψηφίες και οι φιλελεύθερες μειοψηφίες στέκουν αντιμέτωπες σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα ζητήματα: ελευθερία των αγορών, μετανάστευση και προσφυγικό, πολυπολιτισμικότητα και εθνική ταυτότητα, εξωτερική πολιτική και αντίληψη για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Συναφείς είναι και οι δύο τάσεις που παρατηρούμε στα πολιτικά συστήματα των Δυτικών χωρών.

Όπου οι φιλελεύθερες μειοψηφίες έχουν το πάνω χέρι έχουμε την αμφίπλευρη υπόσκαψη της δημοκρατικής αρχής: Όλο και πιο πολλές αποφάσεις μεταφέρονται είτε σε υπερεθνικά και εξωκρατικά είτε σε εσωτερικά και τεχνοκρατικά θέσμια, τα οποία εκφεύγουν του λαϊκού ελέγχου. Παράδειγμα των πρώτων είναι ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, οι ποικιλώνυμες πολυμερείς εμπορικές συνθήκες, η θέση των κανόνων του διεθνούς δικαίου πάνω από αυτούς της εσωτερικής συνταγματικής τάξης. Παράδειγμα των δεύτερων, οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, ενίοτε και η Τρίτη εξουσία που στο όνομα του δικαιωματισμού τείνει να αγνοεί την διάκριση των εξουσιών και να νομοθετεί από της έδρας.

Όπου οι δημοκρατικές πλειοψηφίες επιβάλλονται έχουμε την αντίστροφη τάση: Μέτρα κατά του Τύπου και της ανεξαρτησίας των αγορών, ύψωση φραγμών στο ρεύμα του δικαιωματισμού ή και ευθεία καταγγελία του. Αποδυνάμωση της αυτοτέλειας της Δικαιοσύνης και έναν νέο συγκεντρωτισμό, ο οποίος συχνά προσωποποιείται στη μορφή ενός ισχυρού ανδρός που αναλαμβάνει την προάσπιση των συμφερόντων της μάζας (του λαού ή του έθνους) απέναντι στην επιβουλή των ολίγων (του κατεστημένου ή των ελίτ).

Αν η διελκυστίνδα αυτή συνεχιστεί, όπως όλα δείχνουν, η πόλωση θα κορυφωθεί οδηγώντας τις δύο αυτές τάσεις στα άκρα. Την μεν, εφόσον επικρατήσει, στην επιβολή μιας θεσμοποιημένης πλέον ολιγαρχίας, όπου στο όνομα των ατομικών ελευθεριών η βούληση της πλειοψηφίας θα καταπνίγεται εν τη γενέσει της. Την δε, στην επιβολή ενός νέου καισαρισμού που θα παρακάμπτει κατά το δοκούν τους θεσμούς στο όνομα των συμφερόντων του Δήμου. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το ιστορικό διακύβευμα των προσεχών αμερικανικών προεδρικών εκλογών, ο Ρουβίκωνας της σημερινής Δύσης δύο χιλιετίες μετά εκείνον της Ρώμης: ο Νοέμβριος του 2024 θα είναι το αποφασιστικό πρόκριμα για το πού θα κλίνει εντέλει η πλάστιγγα. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση πάντως, η σύζευξη των δύο αυτών διαφορετικών πολιτικών ιδεωδών, του φιλελεύθερου και του δημοκρατικού, θα αποδειχθεί ολιγόζωη και συγκυριακή.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Μὰρκ Λίλλα: Ἀπὸ τὶς αὐταπάτες στὸ χάος

Ἀλλὰ ἂν οἱ μόνες ἐπιλογὲς ποὺ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε εἶναι ἡ δημοκρατία ἢ τὸ χάος, ἀποκλείουμε τὴ δυνατότητα νὰ βελτιώσουμε τὴν κατάσταση στὰ μὴ δημοκρατικὰ καθεστῶτα χωρὶς νὰ τὰ μετασχηματίσουμε διὰ τῆς βίας (ἀμερικανικὴ μέθοδος) ἢ τρέφοντας τὴ μάταιη ἐλπίδα (εὐρωπαϊκὴ μέθοδος) ὅτι οἱ συνθῆκες γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἐπεμβάσεις, οἱ νομικὲς κυρώσεις, ἡ δράση τῶν ΜΚΟ καὶ οἱ μπλόγκερ μὲ τὰ i-phone θὰ κάνουν κάποτε τὴ διαφορά. Πρόκειται γιὰ αὐταπάτες τῶν δύο ἡπείρων μας ἄκρως χαρακτηριστικὲς.

Τὸ ἑπόμενο Νομπὲλ Εἰρήνης δὲν θὰ ἔπρεπε ν’ ἀπονεμηθεῖ σὲ κάποιον ἀκτιβιστὴ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἢ σὲ κάποιον ἱδρυτὴ ΜΚΟ. Θὰ ἔπρεπε ν’ ἀπονεμηθεῖ στὸν στοχαστὴ ἐκεῖνον ἢ τὸν ἡγέτη ποὺ θὰ παρουσιάσει ἕνα μοντέλο συνταγματικῆς θεοκρατίας ἡ ὁποία θὰ προσέφερε στὶς μουσουλμανικὲς χῶρες ἕναν λογικὸ τρόπο ν’ ἀναγνωρίσουν τοὺς περιορισμοὺς τῆς αὐθεντίας τοῦ θρησκευτικοῦ νόμου καὶ νὰ τὸν καταστήσουν συμβατὸ μὲ τὴ χρηστὴ διακυβέρνηση. Κάτι τέτοιο θὰ ἀποτελοῦσε ἱστορικό, μολονότι ὄχι κι ἀναγκαῖα δημοκρατικό, ἐπίτευγμα.

Φυσικά, κανένα τέτοιο βραβεῖο δὲν πρόκειται νὰ δοθεῖ, καὶ ὄχι μόνο ἐπειδὴ παρόμοιοι στοχαστὲς καὶ ἡγέτες ἐλλείπουν. Ἡ ἀναγνώριση ἑνὸς τέτοιου ἐπιτεύγματος θὰ προϋπέθετε τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ δόγματος ὅτι ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία εἶναι τὸ μόνο ἢ ἀκόμη καὶ τὸ ὕψιστο πολιτικὸ ἀγαθὸ σὲ κάθε ἱστορικὴ συγκυρία, καὶ ἐπίσης τὴν παραδοχὴ ὅτι οἱ συμβιβασμοὶ εἶναι ἀναπόφευκτοι. Θὰ σήμαινε ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος ὅτι ἂν ὑπάρχει δρόμος ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὴ δημοκρατία αὐτὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι στρωμένος σὲ μεγάλο τμῆμα του ἀπὸ τὴ μὴ δημοκρατία – ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὴ Δύση.

Ἀρχίζω νὰ νιώθω κάποια συμπάθεια γιὰ ἐκείνους τοὺς Ἀμερικανοὺς ἀξιωματούχους ποὺ ἡγήθηκαν τῆς κατάληψης τοῦ Ἀφγανιστὰν καὶ τοῦ Ἰρὰκ πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ ξεκίνησαν τὴ διάλυση τῶν ὑπαρχόντων πολιτικῶν κομμάτων, τῶν ὑφιστάμενων στρατῶν καὶ τῶν παραδοσιακῶν θεσμῶν πολιτικῆς διαβούλευσης καὶ ἐξουσίας. Ὁ βαθύτερος λόγος γι’ αὐτὴν τὴν κολοσσιαία γκάφα δὲν ἦταν ἡ ἀμερικανικὴ ὕβρις οὔτε ἡ ἀφέλεια, παρ’ ὅλο ποὺ ὑπῆρξε καὶ πολλὴ ἀπὸ δαύτη. Ἀλλὰ ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπινοήσουν καμιὰ ἐναλλακτικὴ λύση ἄν ἤθελαν νὰ ἐπιβάλλουν ἕναν ἄμεσο –καί, ὅπως ἀποδείχτηκε ἔντέλει, ἐπιδερμικὸ–ἐκδημοκρατισμό. Πρὸς τὰ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν στραφεῖ; Τίνος τὰ βιβλία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν διαβάσει; Σὲ ποιό μοντέλο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχαν βασιστεῖ;

Τὸ μόνο ποὺ ἤξεραν ἦταν ἡ βασικὴ ἐντολή: σχεδιάστε νέα συντάγματα, ἐγκαθιδρύστε κοινοβούλια καὶ προεδρικοὺς θώκους, προκηρύξτε ἐκλογές. Καὶ μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἦρθε πράγματι τὸ χάος.

ΜΑΡΚ ΛΙΛΛΑ, Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθεριακὴ ἐποχή μας,
Νέο Πλανόδιον, τχ. 3, σελ. 10​2-103, μτφρ. Ἰ. Ἀβραμίδης (ἀπόσπασμα)

Ἀπὸ τὸ κεντρικὸ Θέμα τοῦ τεύχους: Τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας:
Φιλελευθερισμὸς καὶ Δύση τὸν 21ο αιώνα