Θεσσαλονίκη

«Πελέκι που αστράφτει μοναξιά»: ο ποιητής Φαίδων ο Πολίτης (1928-1986)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Τυφλά, διψασμένα λιοντάρια
της γενιάς μου,
που σαπίζετε στην άμμο,
σας χαιρετώ.
 
Τα δάκρυα κι οι βρυχηθμοί
μας είναι κοινά.

«Ο Φαίδων κι ο Βασιλικός κάθονταν τότε σε ένα ωραίο αρχοντικό της οδού  Βασιλίσσης Όλγας, απέναντι από τον κινηματογράφο «Κολοσσαίον». Ο Φαίδων είχε πολλά και ωραία βιβλία, που ποτέ του δεν τα δάνειζε, απευθυνόταν στην υπηρέτριά του με τον πληθυντικό και έλεγε ωραία ανέκδοτα ή σόκιν πολλές φορές στα αγγλικά. Γενικά είχε κάτι το αριστοκρατικό επάνω του, που το επέτεινε η απομίμηση του Ουάιλντ στα λόγια, στους τρόπους, στην εμφάνιση. Ήταν πολύ ευαίσθητος αλλά με αρκετές μεγαλοαστικές υποχοντρίες, που δε σ’ άφηναν να καταλάβεις αν η ποίησή του έβγαινε από ανάγκη ζωής ή αποτελούσε εκδήλωση αισθητισμού».

Ο Φαίδωνας Ιωαννίδης (γνωστός ψευδωνυμικά ως Φαίδων ο Πολίτης) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1928 και λίγο αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη στην οδό Παπακυριαζή. Έκανε σπουδές αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας σε Αγγλία και Αμερική, και μοιάζει να πέρασε και να μην ακούμπησε από το λογοτεχνικό παρεάκι της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Βασιλικό, τον  Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. (περισσότερα…)

Για τον Γιώργο Ιωάννου, σαράντα χρόνια μετά

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Σαράντα χρόνια μετά την πρόωρη και αδόκητη κοίμησή του, μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Οφείλουμε στον Γιώργο Ιωάννου την πιο αυθεντική έκφραση της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλονίκης, την αρτιότερη μέχρι σήμερα περιγραφή της στη λογοτεχνία μας. Αν αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφορά κυρίως τη μητέρα του πόλη, που έχει χάρη στο έργο του Ιωάννου ένα γερό θεμέλιο αυτογνωσίας αλλά και προσανάμματα ζωής (ζωής αληθινής και όχι υποταγμένης σε ιδέες, είτε λατρευτικών υπερβολών είτε ενοχικών αυτομαστιγώσεων), η νεοελληνική πεζογραφία εν συνόλω τού οφείλει και κάτι επιπλέον. Ένα παράδειγμα έξοχου ύφους, το οποίο αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις ενός συμπλεγματικού μικροαστικού προοδευτισμού που στο όνομα του μοντερνισμού, τού καταλόγιζε… επαρχιωτισμό.

Το παράδειγμα του Ιωάννου, η μονομερής αφήγηση με διάσπαση του θέματος σε ψηφίδες, η ανασύνθεση του χρόνου, η καταγραφή των συμβαινόντων με λόγο ενδιάθετο και τρόπο προσωπικό, πρωτότυπο και πειστικό, δεν ανανέωσε απλώς την ηθογραφία μιας ιδανικής ενότητας σώματος και ψυχής, που συντηρεί τα όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου με αξιοπρέπεια και κατανόηση. Μπορεί να είχε ως πυρήνα έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, νομίζω ωστόσο πως αφορά γενικότερα και τον τρόπο που αντικρίζουμε τη ζωή και την τέχνη. Αν δηλαδή θέλουμε να είναι αυτό οικειοποίηση και στη συνέχεια ανάπλαση του κοινού βιώματος, μύθων χάρη στους οποίους μπορούμε να συνυπάρχουμε, ή διανοητική άσκηση ξεριζωμένων γραφομανών.

Μίλησα ήδη για βίωμα και τη σημασία να έχει ο λόγος βάρος βιώματος. Δεν εννοώ πως πρέπει η αφήγηση να είναι αυτοβιογραφική. Ο Ιωάννου αυτό το απέφυγε θαυμάσια γιατί ήξερε πώς από το εφήμερο και το ιδιωτικό να ανάγεται στο διαρκές και το συλλογικό. Μπορεί να ξεκινά από το υπαρκτό βίωμα, ουδέποτε όμως ξεπέφτει σε οικτίρμονα αυτοπαρατήρηση ή σε μελοδραματικά ξεσπάσματα. Δεν είχε ψυχολογία πλασιέ. Το πάθος του για την κληρονομιά και την παράδοση δεν ήταν αφελές. Πήγαζε από τη βαθιά γνώση ότι ο διχασμός μεταξύ του δήθεν υψηλού καλλιτεχνικού έργου και του λαϊκού αναγνώσματος είναι μια από τις κακοδαιμονίες όχι απλώς της λογοτεχνίας αλλά του μοντέρνου κόσμου γενικά. Η διήγηση είναι τέχνη λαϊκή εκ φύσεως, ακροαματική από τη σύστασή της. Και συνάπτεται πάντα με τα κοινά πάθη. (περισσότερα…)

«Η γλώσσα μου εις ουδεμίαν τάξιν ανήκει»: Ο ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης (1887-1970)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Ας αποθέσουμε σε μια άκρη τη σοδειά
του πόνου, της πνιγμένης οιμωγής,
κι οι δυο μας γέροι,
κι έλα και πάλι, μόνοι μας, καρδιά
να πάρουμε το δρόμο της φυγής
χέρι με χέρι

Παράξενες γεωγραφίες κάνει το μυαλό σαν βγαίνεις από φαρμακείο, και ο ήλιος χάνεται κάπως σήμερα κι ίσως βρέξει, και αυτό το ίσως φέρνει μιαν εικόνα από παλιά, το φαρμακείο-εντευκτήριο του ποιητή Ηλία Κατσόγιαννη (στο τετράγωνο Βενιζέλου και Ρογκότη, δίπλα από το επίσης ιστορικό βιβλιοπωλείο “Μόλχο”), πρυτανείο λογοτεχνικών μαζώξεων, αντίστοιχο μ’ εκείνο του Πεντζίκη. Ένα φαρμακείο-πρακτορείο διακίνησης πνευματικού υλικού, αφού στο συγκεκριμένο έστελναν βιβλία οι λογοτέχνες από όλη την Ελλάδα για να τα παραλάβουν οι Θεσσαλονικείς. Εκεί επίσης στεγαζόταν άτυπα και τα γραφεία του παραρτήματος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, κι από το εν λόγω φαρμακείο του Κατσόγιαννη ξεκίνησε και το περιοδικό Μορφές που έβγαζε ο Βασίλης Δεδούσης ‒ το φαρμακείο του Μπαρμπαλιά όπως τον αποκαλούσαν, που αν και Πελοποννήσιος, συνταγογραφήθηκε Σαλονικιός.

Ο Ηλίας Κατσόγιαννης γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1887 στα Λαγκάδια της Γορτυνίας και ήταν γιος του ιεροδιδάσκαλου Πανάγου και της Ασπασίας Οικονομοπούλου. Τελείωσε το γυμνάσιο της Δημητσάνας και το 1911 αποφοίτησε από την Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του συμμετείχε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με το ψευδώνυμο Ηλίας Θερινός, στους οποίους κέρδιζε με τη μορφή του δημοψηφίσματος δίχως τη μεσολάβηση κριτικών επιτροπών. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και απολύθηκε το 1922 με τον βαθμό του Λοχαγού. Το πρώτο του φαρμακείο το άνοιξε στον Πύργο Ηλείας, κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ από το 1920 έζησε και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην Θεσσαλονίκη, αρχικά επί της οδού Βουλγαροκτόνου κοντά στην πλατεία Ελευθερίας. Ως φαρμακοποιός έγινε γνωστός όταν ανακάλυψε το φάρμακο αιθερμόλη, το οποίο και παρείχε δωρεάν σε όσους θερίζονταν από την ελονοσία. (περισσότερα…)

H πύλη της κυράς Άννης

Η επιγραφή της κυράς Άννης, όπως σώζεται σήμερα.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #12
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

H πύλη της κυράς Άννης

Ψηλά στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης, στο σημείο όπου τα ανατολικά τείχη της πόλης συναντούν εκείνα της ακρόπολης, ανοίγονται δύο πύλες, μία προς το εσωτερικό της δεύτερης και μία προς την —άλλοτε— ύπαιθρο. Και οι δύο εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους πεζούς, οι οποίοι διαβαίνοντάς τες προσθέτουν νέα βήματα επάνω στα χιλιάδες που έχουν προηγηθεί, εδώ και αιώνες, και τις κρατούν έτσι ζωντανές και οικείες, μακριά από την αποστείρωση που αναπόφευκτα τυλίγει κάθε απρόσιτο αρχαιολογικό μνημείο.

Στη δεξιά πύλη —για αυτόν που έρχεται μέσα από την πόλη— υπάρχει μία επιγραφή χαραγμένη στην παραστάδα της, η οποία μνημονεύει τα πρόσωπα που τη διάνοιξαν. Όπως και η η πύλη, το κείμενο διατηρεί ακόμα την αρχικό του σκοπό: βρίσκεται στη θέση του, έτοιμο να «μιλήσει» σε όποιον σταθεί να το διαβάσει. Τα γράμματα είναι κεφαλαία, στο ωραίο σχήμα της γραφής του ύστερου Βυζαντίου, και σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, πλην των τελευταίων σειρών, όπου μερικά έχουν σβηστεί εξαιτίας μιας βαθιάς ρωγμής και κάποιων ανθρώπινων χεριών. (περισσότερα…)

«Θεέ μου! Λυπήσου τούτη τη γενιά μας!» Ο ποιητής Χρήστος Ντάλιας (1907-1998)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Απ’ της αυγής το ρόδισμα ως της νυχτιάς το σκότος,
σκλάβοι βουβοί καιγόμαστε στου πόνου το καμίνι.
Στα πυκνά δίχτυα μιας βαριάς κατάρας τυλιγμένοι
αγκομαχώντας νιώθουμε τη νιότη μας που σβήνει.

Καημός πικρός… ορθάνοιχτος ο τάφος μάς προσμένει.
Μονάχοι πάμε στ’ άγνωστο. Κι ανήμποροι της μοίρας
ακολουθάμε σιωπηλοί τα μαύρα μονοπάτια.
Καμιά λαχτάρα. Πουθενά δε λάμπει κάποιο φως,
λες και θολώσαν της ψυχής κι αυτά τ’ άγρυπνα μάτια.

Λυπήσου, Θεέ μου, τη γενιά μας κι έλα,
σα λυτρωτής για μια στιγμή, σαν Πάναγνος Θεός,
της πολυστέναχτης ζωής Συ ν’ άρεις το σταυρό.
Χρόνια σκυφτοί βαδίζουμε πάντα στους ίδιους δρόμους
κι αγκαλιασμένοι σέρνουμε του πόνου το χορό.

Ο Χρήστος Ντάλιας, κατά κόσμον Χρήστος Μαλάκης, γεννήθηκε στις 21 Γενάρη του 1907. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου. Είλκυε την καταγωγή του από την Βλάστη της Δυτικής Μακεδονίας. Ο ίδιος στα «Εργοβιογραφικά» του προτάσσει: «ο πατέρας μου ήταν κτίστης που εξελίχθηκε αργότερα σε εργολάβο οικοδομών και η μητέρα μου, το γένος Κεραμοπούλου, ήταν αδελφή του ακαδημαϊκού Αντώνη Κεραμόπουλου».

Ύστερα το πρωί
άκουγα τα βήματά της
στην πατρική σκάλα…
Το βράδυ, η ίδια ιστορία.
Γέμιζε το σπίτι
καρπούς, φύλλα, αποξεραμένα
κλαδιά
τάβαζε στις κούπες,
τα κρέμαγε απ’ το ταβάνι
και κοιμόταν ήσυχη

Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Βερολίνο και στη Γάνδη του Βελγίου. (περισσότερα…)

«Χαμένος ολότελα μες στο πλήθος»: Τα δυο ταξίδια του Κωστή Παλαμά στη Θεσσαλονίκη

Aπό την πρώτη επίσκεψη του Κωστή Παλαμά στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1927. Εικονίζονται όρθιοι από αριστερά: Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, Δ. Δάλλας, Δέξιππος Αντωνιάδης, Αναστάσιος Μισιρλόγλου, Αντώνιος Χαμουδόπουλος, Λέανδρος Παλαμάς. Καθήμενοι: Αιμίλιος Ριάδης, Αγλαΐα Σχοινά, Κωστής Παλαμάς, Άννα Χαμουδοπούλου, Νίκος Βέης, Κ. Ρέσσος.

~.~

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στα πάμπολλα ιατρεία της οδού Αγίας Σοφίας βρισκόταν και το δικηγορικό γραφείο του Νικόλαου Δαρβέρη. Ο Δαρβέρης καταγόταν από τα Βέρβαινα της ορεινής Αρκαδίας και η οικογένειά του ήρθε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή της και αγόρασε ακίνητα στο κέντρο της πόλης. Βουλευτής ο ίδιος, εκδότης της εφημερίδας Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος και άνθρωπος με δραστήρια κοινωνική ζωή, ο Δαρβέρης θέλησε να προσφέρει στη Θεσσαλονίκη έναν χώρο πολιτισμού, οπότε και έφτιαξε στον αριθμό 17 της οδού ένα εμβληματικό σινεμά –τα λαμπρά εγκαίνια έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου 1926–, με τ’ όνομα «Διονύσια». (Όνομα που δόθηκε κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης στους αναγνώστες της εφημερίδας και για το οποίο δόθηκαν ως βραβείο 1.000 δραχμές.) Ο κινηματογράφος που κατεδαφίστηκε το 1973, παρίστανε αιγυπτιακό ναό, με παραστάσεις ανάγλυφες των Φαραώ και ιερογλυφικά, με κίονες και αετώματα. Τα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησαν για το κοινό τη μέρα της έναρξης έγραφαν

«Τα Διονύσια κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα.»

Η μουσική των ταινιών ακουγόταν ζωντανά από μόνιμη ορχήστρα που έπαιζε επί σκηνής κοντά στην οθόνη, ενώ εκτός από προβολές, στους χώρους του διοργανώνονταν και άλλα καλλιτεχνικά γεγονότα.

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου του 1927, έναν χρόνο περίπου μετά την ανέγερση του κτηρίου, ο Κωστής Παλαμάς μίλησε στην κεντρική αίθουσα με αφορμή την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη της πόλης.  Έναν χρόνο πριν, συμπλήρωνε πενήντα χρόνια ποιητικής δημιουργίας και σε όλη τη χώρα έγιναν μια σειρά από εκδηλώσεις.

«Τη χρονιά που μας πέρασε δύο τρεις –καλά καλά δεν τα γνωρίζω τα ονόματά τους– φιλόμουσοι νέοι, συγκινημένοι από την ποίησή μου, φαντάστηκαν πως μπορούσανε να οργανώσουν γύρω στ’ όνομά μου κάποια γιορτή, με την αφορμή πενήντα χρόνων που είχανε κλείσει από την ημέρα που δημοσιεύθηκε στο Αττικόν Ημερολόγιον του Ειρηναίου Ασωπίου το πρώτο μου τάχα ποίημα».

Για την βράβευση της Θεσσαλονίκης πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν ο καθηγητής Αναστάσιος Μισιρλόγλου, ο Δέξιππος Αντωνιάδης, ο δημοσιογράφος Αντώνης Χαμουδόπουλος και ο μουσικός Αιμίλιος Ριάδης («πόσο μ’ ευχαρίστησε τ’ όνομα του κ. Δέξιππου παράπλευρα στο δικό σου! Τι συγκαταβατικός προς εμένα… πόσο υποχρεωτικός…»), οι οποίοι με ανακοίνωση στις εφημερίδες καλούσαν τον λαό της Θεσσαλονίκης στην υποδοχή του ποιητή. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη: Τὸ βυζαντινὸ παρελθόν της

*

τοῡ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Χαρακτηρίσανε τὴ Θεσσαλονίκη σὰν τὴν πιὸ σημαντικὴ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν Πόλη γιὰ τὰ βυζαντινά της μνημεῖα. Καὶ δὲν εἶν’ ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε τὶς θελημένες ἢ ἀθέλητες καταστροφὲς πού ’χουνε πάθει πρὸ πάντων οἱ ἐκκλησίες τῆς Βασιλεύουσας ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἅλωση κι ὣς τὶς μέρες μας. Μὰ τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι πὼς καλύπτουν ὅλες τὶς περιόδους τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς πρωτοβυζαντινὲς βασιλικὲς τοῦ Ἅη Δημήτρη καὶ τῆς Παναγίας τῆς Ἀχειροποιήτου, ἔργα τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα, καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ κομψὸ ἀριστούργημα τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἔχοντας σπουδάσει ὅλα τοῦτα τὰ μνημεῖα στὰ βιβλία,[1] γύρεψα νὰ τὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ σὰ βρέθηκα στὴ μακεδονίτικη μεγαλόπολη. Μ’ ὅλο τὸν περιορισμένο καιρὸ πού ’χα στὴ διάθεσή μου, κατάφερα νὰ ἐπισκεφτῶ τὰ πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ αὐτά.

***

Στὸν Ἅη Δημήτρη πῆγα τὴν ὥρα τῆς κυριακάτικης λειτουργίας. Ἕνα πηχτὸ κίτρινο φῶς, στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ, ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μεγάλα ἀνατολικὰ παράθυρα καὶ γέμιζε ὅλο τὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας.  Ἡ ψαλμουδία ράθυμη, μελαγχολική, ταξίδευε στὸ θολὸ ἀπὸ τὸ λιβάνι ἀέρα τὸν πανάρχαιο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ μιὰ μεταφυσικὴ λύτρωση.

Σὰ σκόλασε ἡ λειτουργία ἄρχισα νὰ περιεργάζομαι τὸ χτίριο τῆς ξακουστῆς ἐκκλησίας. Τὸ οἰκοδόμημα, ποὺ βλέπει κανεὶς σήμερο,  εἶναι καὶ δὲν εἶναι ἡ παλιὰ βυζαντινὴ βασιλική. Ἐρειπωμένη ἀπὸ τὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1917 ξαναχτίστηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἀπὸ ξαρχῆς, πάνω στὸ πρῶτο της, βέβαια, σχέδιο.  Εὔκολα ξεδιακρίνουνται τώρα τὰ γνήσια παλιὰ ντουβάρια ἀπὸ τοὺς ἀναστηλωμένους τοίχους. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη: Ρωμαϊκὸ καὶ παλαιοχριστιανικὸ παρελθόν

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια:  Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Οἱ πολλοὶ ἔρχονται στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ δοῦνε τὴν Ἔκθεση.[1] Οἱ λίγοι γιὰ νὰ δοῦνε τὰ μνημεῖα.[2]

Χτισμένη στὰ 315 π.Χ. ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας τὸν Κάσσανδρο, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του κι ἀδερφῆς τοῦ Μεγαλέξαντρου, πέρασε στοὺς εἰκοσιτρεῖς αἰῶνες τῆς ζωῆς της ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ὅλες τὶς περιπέτειες τοῦ Ἔθνους. Πόλη τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Μακεδονίας. Πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας. «Εὐανδροῦσα»[3] μεγάπολη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε εἶναι ποὺ βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη ἀκμή της. Κέντρο πολιτικῆς, στρατιωτικῆς καὶ πολιτιστικῆς σημασίας δέχεται τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβαροσλάβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων, κυριεύεται προσωρινὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τοὺς λατίνους Σταυροφόρους,  γιὰ νὰ μπεῖ τὸ 1430, ἀκολουθώντας τὴ μοίρα ὁλάκερου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴ μακρόχρονη τουρκικὴ σκλαβιά, ἀπ’ ὅπου δὲ θὰ λυτρωθεῖ παρὰ μόλις τὸ 1912.

Μιὰ τέτοια πολυκύμαντη ἱστορία εἶναι φυσικὸ νά ’χει ἀφήσει βαθιὰ τὰ χνάρια της στὴ Θεσσαλονίκη. Μνημεῖα, κατάλοιπα ὅλων τῶν ἱστορικῶν περιόδων της, εἶναι σκόρπια σ’ ὁλάκερη τὴν πολιτεία.

Κάτι παράξενο νιώθεις σὰν ἀφήνεις τὸν πολύχρωμο καὶ πολύβουο κόσμο τῆς σύγχρονης Θεσσαλονίκης καὶ τῆς Ἔκθεσης καὶ πλησιάζεις τὴ σιωπὴ τοῦ μνημείου.

Σὰ νὰ παθαίνεις σιγά-σιγὰ μιὰν ἀποτοξίνωση ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς μπίζνες καὶ νὰ ὑψώνεσαι σὲ μιὰ σφαίρα ἀνώτερη. Ἀποχτᾶς μιὰ καινούργια ὅραση. Βλέπεις τὰ πάντα μέσ’ ἀπὸ τὰ κρύσταλλα τῆς Ἱστορίας. Ἡ σιωπὴ αἰώνων στάζει λίγη-λίγη μέσα σου καὶ σὲ μεταμορφώνει. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

*

Α΄ Ἡ σύγχρονη πολιτεία κι ἡ μαγικὴ πολιτεία [1]

Μὲ καρδιοχτύπι περιμένω πάντα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πρωταντικρύσω ἕνα τοπίο, μιὰ πόλη ἢ ἕνα μνημεῖο, γνωστὰ ἀπὸ  τὰ βιβλία. Ἀνησυχῶ γιὰ τὴν πρώτη ἐντύπωση ποὺ θἀ μ’ ἀφήσει, γιὰ τοὺς ἀντίλαλους ποὺ θὰ ξυπνήσει μέσα μου. Νά ’ναι, ἄραγε, ὅπως τό ’χει δουλέψει ἡ φαντασία μου χρόνια τώρα, παίρνοντας τροφὴ ἀπὸ φωτογραφίες, σχέδια καὶ περιγραφὲς ἢ θὰ μ’ ἀπογοητέψει;

Μὲ τούτη τὴν ἀνησυχία μέσα μου πήγαινα, ἀνυπόμονος νὰ κάμω τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη.

Καθὼς τὸ λεωφορεῖο ἄρχισε νὰ συναντᾶ τὰ πρῶτα σπιτάκια κι ὕστερα, ὅσο πήγαινε, τὰ σπιτάκια νὰ πληθαίνουνε καὶ νὰ φαίνεται μπροστά μας μιὰ ὁλάκερη πολιτεία ἀνεβασμένη ἀπάνω στοὺς χωματόλοφους, μήτε ὑποψιάστηκα πὼς εἴχαμε μπεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀναρωτιόμουνα ποιά πολιτεία νά ’τανε κι ἔψαχνα νοερὰ τὸ χάρτη νὰ θυμηθῶ τὴ μαύρη μικρὴ κουκίδα ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ μακεδονίτικη πρωτεύουσα.  Μόνο σὰν ἐπροχωρήσαμε κάμποσο μέσα στὸ πέτρινο κορμί της κι ἄρχισε νὰ σταυρώνεται ὁ δρόμος μας μ’ ἄλλους δρόμους πολύβοους, τὴν ἀναγνώρισα.  Τὰ φτωχὰ τενεκεδόσπιτα, ξυλόσπιτα, χαμόσπιτα ἤτανε τὸ αἰώνιο θέμα ποὺ ὑπάρχει πάντα στὶς ἄκρες ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν.

Βέβαια, ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ἔχει μιὰ λαμπρὴ βιτρίνα. Τὸ κέντρο της, ὅλη ἡ κάτω πόλη, ἀπὸ τὸν Ἅη Δημήτρη ὣς τὴ θάλασσα, εἶναι μιὰ μεγαλούπολη τοῦ καιροῦ μας. Δρόμοι πλατιοί, ἴσιοι, μὲ τὰ μέγαρά τους, μὲ τὰ φανταχτερά τους καταστήματα, μὲ τὸ πλῆθος τῶν τροχῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυλοῦν ἢ περπατοῦν στὴν ἄσφαλτό τους. Ἡ Ἐγνατία, ἡ ὁδὸς Τσιμισκῆ, ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ, ἡ ὁδὸς Βενιζέλου. Τὸ κομμάτι τοῦτο τῆς πολιτείας δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἴσως εἶναι καὶ καλύτερό της. Ἔχει περισσότερη ἀρχιτεκτονικὴ συνέπεια ‒δὲν παρουσιάζει ἐκεῖνο  τὸ ἀνακάτωμα τῶν ρυθμῶν, άπὸ τὸν κλασικίζοντα τοῦ περασμένου αἰώνα, ὣς τοὺς περιστερώνες τῶν μοντέρνων πολυκατοικιῶν. Ἔχει ὁλόκληρο τὸ συντηρητικὸ σύγχρονο ὕφος πού ’χουνε τὰ χτίρια τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου. Τοῦτο τὸ ὕφος παίρνει σὲ μερικοὺς δρόμους, ὅπως στὴν ὄμορφη ὁδὸ Ἀριστοτέλους, ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα, καθῶς σμίγει μὲ κάποια τυπικὰ στοιχεῖα βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σὰν τὶς κολόνες ποὺ βαστοῦνε μιὰ σειρὰ ἡμικυκλικὰ τόξα, σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ τὶς πλαστικὲς διακοσμήσεις στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους.

Πίσω ἀπὸ τούτη τὴ βιτρίνα ἁπλώνεται μιὰ μελαγχολική, μιὰ σιωπηλὴ πολιτεία.  Οἱ παλιὲς γειτονιές, μὲ τὰ στενὰ φιδωτὰ δρομάκια τους προχωροῦν ἀνηφορίζοντας, ὥσπου νὰ συναντήσουνε τὸ κάστρο, τὸ Ἑπταπύργιο, στὴν κορυφή. Τὰ σπίτια μὲ τοὺς χαρακτηριστικοὺς μακεδονίτικους ἐξῶστες ἔχουνε τὴ γοητεία τῶν περασμένων καιρῶν. Ὅμως  πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν εἶδα τόσο ἔντονη τὴν εἰκόνα τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἑνὸς κόσμου, ὅσο ἐδῶ.  Τὰ περισσότερα παλιὰ σπίτια ἔχουνε μιὰ θλιβερὴ ὄψη ἐγκατάλειψης, ἄβαφα καθὼς εἶναι μὲ πεσμένους σοβάδες, μὲ ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Συχνὰ μεγάλες ραγισματιὲς  ἢ τοῖχοι ποὺ γέρνουν ἐπικίνδυνα πρὸς τὰ ἔξω, παραμορφωμένα σχήματα παραθυριῶν, φανερώνουνε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ γέρικου χτιρίου.  Κι ὅμως κάποιο κουρτινάκι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι λέει πὼς ἐξακολουθοῦνε νὰ κατοικοῦνε ἀκόμη ἄνθρωποι μέσα σ’ ἐκείνη τὴν παγίδα.  Κάπου κάπου  ἀνάμεσ’ ἀπὸ τοῦτα τὰ σπιτάκια τινάζει μιὰ ὁλοκαίνουργια πολυκατοικία πρὸς τὸν οὐρανὸ τὰ ὀχτώ της πατώματα, μὲ νεοπλουτίστικη  ξιπασιά.  Στὰ πόδια της τὰ ἑτοιμόρροπα σπιτάκια τὴ βλέπουνε ντροπιασμένα καὶ θαρρεῖς  πὼς μικραίνουν ἀκόμη πιὸ πολύ, θαρρεῖς πὼς  παρακαλοῦνε τὸ θάνατο νά ’ρθει νὰ τὰ σωριάσει στὴ γῆς. (περισσότερα…)

Ο Χέρμαν Μέλβιλ στο Ντεπώ

*

Υποθετικό σενάριο, βασισμένο στην –πέρα για πέρα αληθινή και λησμονημένη– επίσκεψη του θρυλικού συγγραφέα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη του 1856, στοιχεία για την οποία μπορείτε να βρείτε εδώ.

Να μη με λες πια Ισμαήλ! Τις καρτ-ποστάλ
από τ’ απόκρημνα λιμάνια μη μου στέλνεις!
Μαθαίνω μόνος πια να κάνω το πεντάλ,
μπροστά στην κάθοδο Μυρίων Τισσαφέρνης.
Το ξέρω πως εμάς επέλεξ’ η ζωή
γι’ αυτούς τους δρόμους τους λαμπρούς κι ουρανομήκεις.
Γιατί λαβώνει, τότες, τ’ άγουρο πρωί,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης;

Στη Βοθνική, στον Αμαζόνιο, στη Σαχάρα:
όπου κι αν φεύγω πάλι εσάς θα συναντώ,
σαν προαιώνια του έρωτα κατάρα,
σαν βάρκ’ Αχέροντα που ψάχνει για οδηγό.
Ιστιοφόρο με Πανδώρας το κουτί
φυσάει τη λήθη κι εσύ καίγεσαι ν’ ανήκεις,
ιερείς πριν φτάσουν και σχολάσουν τη γιορτή,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Εργάτες μου ’παν πως τραβάν στον Πειραιά
–νέοι καιροί!– γραμμή που φτάν’ ώς το Θησείο.
Ελπίδες φρούδες να ξεχάσω το βορρά,
ισκιώδεις λέξεις που σ’ αυτήν την πόλη θύω.
Αλίμονό μου! Το πιο μέσα μας γραφτό
πώς υπερβαίνει όσους δίνουμ’ όρκους νίκης
κι εσείς να ζείτε πάντ’ αχώριστα μ’ αυτό,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Ν’ αφήσω θέλω το κουφάρι μου εδώ
και με τ’ αλφάβητό σας, δώρο της Φοινίκης,
αιώνια πάθη μου για σας να τραγουδώ,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

~.~

*