Θεσσαλονίκη

Θεσσαλονίκη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

*

Α΄ Ἡ σύγχρονη πολιτεία κι ἡ μαγικὴ πολιτεία [1]

Μὲ καρδιοχτύπι περιμένω πάντα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πρωταντικρύσω ἕνα τοπίο, μιὰ πόλη ἢ ἕνα μνημεῖο, γνωστὰ ἀπὸ  τὰ βιβλία. Ἀνησυχῶ γιὰ τὴν πρώτη ἐντύπωση ποὺ θἀ μ’ ἀφήσει, γιὰ τοὺς ἀντίλαλους ποὺ θὰ ξυπνήσει μέσα μου. Νά ’ναι, ἄραγε, ὅπως τό ’χει δουλέψει ἡ φαντασία μου χρόνια τώρα, παίρνοντας τροφὴ ἀπὸ φωτογραφίες, σχέδια καὶ περιγραφὲς ἢ θὰ μ’ ἀπογοητέψει;

Μὲ τούτη τὴν ἀνησυχία μέσα μου πήγαινα, ἀνυπόμονος νὰ κάμω τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη.

Καθὼς τὸ λεωφορεῖο ἄρχισε νὰ συναντᾶ τὰ πρῶτα σπιτάκια κι ὕστερα, ὅσο πήγαινε, τὰ σπιτάκια νὰ πληθαίνουνε καὶ νὰ φαίνεται μπροστά μας μιὰ ὁλάκερη πολιτεία ἀνεβασμένη ἀπάνω στοὺς χωματόλοφους, μήτε ὑποψιάστηκα πὼς εἴχαμε μπεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀναρωτιόμουνα ποιά πολιτεία νά ’τανε κι ἔψαχνα νοερὰ τὸ χάρτη νὰ θυμηθῶ τὴ μαύρη μικρὴ κουκίδα ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ μακεδονίτικη πρωτεύουσα.  Μόνο σὰν ἐπροχωρήσαμε κάμποσο μέσα στὸ πέτρινο κορμί της κι ἄρχισε νὰ σταυρώνεται ὁ δρόμος μας μ’ ἄλλους δρόμους πολύβοους, τὴν ἀναγνώρισα.  Τὰ φτωχὰ τενεκεδόσπιτα, ξυλόσπιτα, χαμόσπιτα ἤτανε τὸ αἰώνιο θέμα ποὺ ὑπάρχει πάντα στὶς ἄκρες ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν.

Βέβαια, ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ἔχει μιὰ λαμπρὴ βιτρίνα. Τὸ κέντρο της, ὅλη ἡ κάτω πόλη, ἀπὸ τὸν Ἅη Δημήτρη ὣς τὴ θάλασσα, εἶναι μιὰ μεγαλούπολη τοῦ καιροῦ μας. Δρόμοι πλατιοί, ἴσιοι, μὲ τὰ μέγαρά τους, μὲ τὰ φανταχτερά τους καταστήματα, μὲ τὸ πλῆθος τῶν τροχῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυλοῦν ἢ περπατοῦν στὴν ἄσφαλτό τους. Ἡ Ἐγνατία, ἡ ὁδὸς Τσιμισκῆ, ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ, ἡ ὁδὸς Βενιζέλου. Τὸ κομμάτι τοῦτο τῆς πολιτείας δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἴσως εἶναι καὶ καλύτερό της. Ἔχει περισσότερη ἀρχιτεκτονικὴ συνέπεια ‒δὲν παρουσιάζει ἐκεῖνο  τὸ ἀνακάτωμα τῶν ρυθμῶν, άπὸ τὸν κλασικίζοντα τοῦ περασμένου αἰώνα, ὣς τοὺς περιστερώνες τῶν μοντέρνων πολυκατοικιῶν. Ἔχει ὁλόκληρο τὸ συντηρητικὸ σύγχρονο ὕφος πού ’χουνε τὰ χτίρια τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου. Τοῦτο τὸ ὕφος παίρνει σὲ μερικοὺς δρόμους, ὅπως στὴν ὄμορφη ὁδὸ Ἀριστοτέλους, ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα, καθῶς σμίγει μὲ κάποια τυπικὰ στοιχεῖα βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σὰν τὶς κολόνες ποὺ βαστοῦνε μιὰ σειρὰ ἡμικυκλικὰ τόξα, σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ τὶς πλαστικὲς διακοσμήσεις στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους.

Πίσω ἀπὸ τούτη τὴ βιτρίνα ἁπλώνεται μιὰ μελαγχολική, μιὰ σιωπηλὴ πολιτεία.  Οἱ παλιὲς γειτονιές, μὲ τὰ στενὰ φιδωτὰ δρομάκια τους προχωροῦν ἀνηφορίζοντας, ὥσπου νὰ συναντήσουνε τὸ κάστρο, τὸ Ἑπταπύργιο, στὴν κορυφή. Τὰ σπίτια μὲ τοὺς χαρακτηριστικοὺς μακεδονίτικους ἐξῶστες ἔχουνε τὴ γοητεία τῶν περασμένων καιρῶν. Ὅμως  πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν εἶδα τόσο ἔντονη τὴν εἰκόνα τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἑνὸς κόσμου, ὅσο ἐδῶ.  Τὰ περισσότερα παλιὰ σπίτια ἔχουνε μιὰ θλιβερὴ ὄψη ἐγκατάλειψης, ἄβαφα καθὼς εἶναι μὲ πεσμένους σοβάδες, μὲ ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Συχνὰ μεγάλες ραγισματιὲς  ἢ τοῖχοι ποὺ γέρνουν ἐπικίνδυνα πρὸς τὰ ἔξω, παραμορφωμένα σχήματα παραθυριῶν, φανερώνουνε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ γέρικου χτιρίου.  Κι ὅμως κάποιο κουρτινάκι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι λέει πὼς ἐξακολουθοῦνε νὰ κατοικοῦνε ἀκόμη ἄνθρωποι μέσα σ’ ἐκείνη τὴν παγίδα.  Κάπου κάπου  ἀνάμεσ’ ἀπὸ τοῦτα τὰ σπιτάκια τινάζει μιὰ ὁλοκαίνουργια πολυκατοικία πρὸς τὸν οὐρανὸ τὰ ὀχτώ της πατώματα, μὲ νεοπλουτίστικη  ξιπασιά.  Στὰ πόδια της τὰ ἑτοιμόρροπα σπιτάκια τὴ βλέπουνε ντροπιασμένα καὶ θαρρεῖς  πὼς μικραίνουν ἀκόμη πιὸ πολύ, θαρρεῖς πὼς  παρακαλοῦνε τὸ θάνατο νά ’ρθει νὰ τὰ σωριάσει στὴ γῆς. (περισσότερα…)

Ο Χέρμαν Μέλβιλ στο Ντεπώ

*

Υποθετικό σενάριο, βασισμένο στην –πέρα για πέρα αληθινή και λησμονημένη– επίσκεψη του θρυλικού συγγραφέα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη του 1856, στοιχεία για την οποία μπορείτε να βρείτε εδώ.

Να μη με λες πια Ισμαήλ! Τις καρτ-ποστάλ
από τ’ απόκρημνα λιμάνια μη μου στέλνεις!
Μαθαίνω μόνος πια να κάνω το πεντάλ,
μπροστά στην κάθοδο Μυρίων Τισσαφέρνης.
Το ξέρω πως εμάς επέλεξ’ η ζωή
γι’ αυτούς τους δρόμους τους λαμπρούς κι ουρανομήκεις.
Γιατί λαβώνει, τότες, τ’ άγουρο πρωί,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης;

Στη Βοθνική, στον Αμαζόνιο, στη Σαχάρα:
όπου κι αν φεύγω πάλι εσάς θα συναντώ,
σαν προαιώνια του έρωτα κατάρα,
σαν βάρκ’ Αχέροντα που ψάχνει για οδηγό.
Ιστιοφόρο με Πανδώρας το κουτί
φυσάει τη λήθη κι εσύ καίγεσαι ν’ ανήκεις,
ιερείς πριν φτάσουν και σχολάσουν τη γιορτή,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Εργάτες μου ’παν πως τραβάν στον Πειραιά
–νέοι καιροί!– γραμμή που φτάν’ ώς το Θησείο.
Ελπίδες φρούδες να ξεχάσω το βορρά,
ισκιώδεις λέξεις που σ’ αυτήν την πόλη θύω.
Αλίμονό μου! Το πιο μέσα μας γραφτό
πώς υπερβαίνει όσους δίνουμ’ όρκους νίκης
κι εσείς να ζείτε πάντ’ αχώριστα μ’ αυτό,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Ν’ αφήσω θέλω το κουφάρι μου εδώ
και με τ’ αλφάβητό σας, δώρο της Φοινίκης,
αιώνια πάθη μου για σας να τραγουδώ,
γυναίκες ανατολικής Θεσσαλονίκης.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

~.~

*