Γουλιέλμος του Σαιντ-Τιερρύ

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)