Γιώργος Τσάκαλος

Αποχαιρετισμός στον Γιώργο Τσάκαλο

Φωτογραφία του Βασίλη Γόνη

*

Καταμεσήμερο, στο κάμα του καλοκαιριού· κι άρχισαν φίλοι και γνωστοί να προσέρχονται σκυφτοί, βουβοί, στην τελευταία, αποχαιρετιστήρια, κι εκ των προτέρων οργανωμένη, συνάντηση. Όχι στη Σόλωνος μήτε στη Χαριλάου Τρικούπη, μα στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, έξω της παρεμβολής. Τοπόσημο έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν ο Τσάκαλος, όχι ο τόπος· ο Τσάκαλος ο ακίνητος ―ο Γιώργος, ο Βιβλιοπώλης― είχε προ πολλού μετασχηματίσει εαυτόν σε τόπο συνάντησης.

Και για άλλη μια φορά έβλεπε κανείς όλη αυτή την ―έξωθεν― ακατανόητη, πολυειδή, πολύμορφη και ποικιλότροπη συνοδεία («εξ ιερέων και λαϊκών […] αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα») να συνευρίσκεται επί τω αυτώ, με τη θλίψη κοινή στα πρόσωπα, κατευοδώνοντας το ξόδι πια του Γιώργου Τσάκαλου, κι όχι να λειτουργεί ως βομβούσα και μαχόμενη εκκλησία του δήμου στα στενορύμια του Ναυτίλου ή της Παρουσίας.

Διότι αυτό ακριβώς ήταν που επιτέλεσε κι επιτελούσε χρόνια τώρα ο Γιώργος Τσάκαλος (κι οι φίλοι, συνεταίροι και συνεργάτες του στα βιβλιοπωλεία), με κέντρο το βιβλίο να καταφέρει να λειτουργεί ελεύθερα κι αυτόνομα μια ιδιότυπη εκκλησία του δήμου σε έναν κατ’ εξοχήν ιδιωτικό χώρο, όπως εύστοχα επισημάνθηκε (To παράδειγμα ενός βιβλιοπώλη ή εκεί που ο ιδιωτικός χώρος γίνεται δημόσιος): «Η υπομονή να είσαι για χρόνια σχεδόν ακίνητος και να περιστρέφονται γύρω σου εκατομμύρια γνώμες και λόγια του αέρα σε κάνει “άγιο” του βιβλίου, με τη βαθύτερη σοφία της πορείας της ανθρώπινης ζωής». Γράφω ιδιότυπη, και εννοώ βαθύτατα ιδιαίτερη, γιατί οι άνθρωποι που συγκεντρωνόταν εκεί που “σχεδόν ακίνητος” πίσω από τον πάγκο του βιβλιοπώλη, ο Τσάκαλος συμβούλευε και συνομιλούσε ―πρωτίστως― για βιβλία, μα και για ιδέες, για πάθη προσωπικά και δημόσια κρίματα, για μουσικές ιδιαίτερες, για ποίηση και πολιτική, ήταν «πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί άνθρωποι, αξιόλογοι άνθρωποι αταίριαστοι με την εποχή της μπουρδολογίας. Ένα απίθανο κοκτέιλ αριστεράς, χριστιανισμού, αναρχοαυτονομίας, καλαισθησίας, συντηρητισμού και πρωτοπορίας [θα προσέθετα και του βιβλίου, της ποίησης, λογοτεχνίας, στοχασμού, φιλοσοφίας κλπ. κλπ.]. Και γνώσης, πάνω απ’ όλα γνώσης», καταπώς έγραψε με περιγραφική ακρίβεια άλλος φίλος του.

Όπως όμως όλοι μα όλοι θα συνομολογούσαν, πίσω και πέρα από την αγάπη και τη γνώση του τη βαθιά για το βιβλίο βρισκόταν μια άλλη κινητήρια δύναμη που κανοναρχούσε τη στάση και τη ζωή του: μια απλή, θα ’λεγε κανείς σκανδαλωδώς αφελής κι αθώα, φυσική, καλοσύνη. Μια άκακη, παιδική καρδιά παλλόταν πίσω από το λαμπρό, άδολο και φωτεινό του γέλιο («Μιλῶ περὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Τσακάλου, / συνεταίρου, νταντᾶς, ἀναστενάρη», θα έγραφε τρυφερότατα ο Ηλίας Λάγιος). (περισσότερα…)

Ο Γιώργος Τσάκαλος

Φωτ. Θανάση Βασιλείου: Ο Γιώργος Τσάκαλος συζητάει με τον Δημήτρη Πιπίνη που κρατάει ένα τεύχος του Νέου Πλανόδιου, το αρ. 5 που είναι αφιερωμένο στον Παναγιώτη Κονδύλη.

*

Ο Γιώργος Τσάκαλος φυλλομετράει βιβλία πια στους ουρανούς.

Μόλις την προηγούμενη Δευτέρα το απόγευμα τον συνάντησα στον Ναυτίλο. Με περίμενε για να μου δώσει το βιβλίο που είχα παραγγείλει. Κι όλος χαρά, μ’ εκείνη την άδολη, ανυπόκριτη, καθάρια, παιδική χαρά που έφεγγε πάντα σ’ όλο το πρόσωπό του μου είπε: σου έχω μια έκπληξη· βρήκα στο υπόγειο μια έκδοση του 1935 με τα Ρουμπαγιάτ του Χαγιάμ που μαζεύεις, πάρ’ την δώρο.

Αυτό ήταν το τελευταίο του δώρο κι η συζήτηση που κάναμε, άλλη μια φορά, για όλα, κάνα μισάωρο. Μου είχε πει από τηλεφώνου πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τις εξετάσεις του αλλά δεν προχώρησε περισσότερο.

Και τώρα βλέπω πως ο Γιώργος, ο Γιώργος Τσάκαλος έφυγε οριστικά πια για εκείθε. Ο Γιώργος που γνώριζε σχεδόν κάθε τίτλο βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Ο Τσάκαλος με την πιο αγνή, παιδική καρδιά και το πηγαίο χαμόγελο. Ο Τσάκαλος, «το κάστρο το άπαρτο», που τον επείραζε ο Λάγιος κι ο Χατζηϊακώβου. Ο Γιώργος Τσάκαλος που ήταν ανοιχτός σε όλους. Ο Γιώργος Τσάκαλος, που παρόλες τις δικές του δυσκολίες, συμπαραστάθηκε ξανά και ξανά -αθόρυβα και σιωπηλά- σε τόσους ανθρώπους αναξιοπαθούντες. Ο Γιώργος του Μηνύματος, της Παρουσίας, του Ναυτίλου (με τον φίλο Κώστα Χριστόπουλο).

Η θλίψη μεγάλη και βαριά. Όσοι τον γνώρισαν θα καταλάβουν.

Μια από τις μεγάλες, παλαβές και παραδείσιες παραδοξότητες -πες δωρεές θείες- της ζωής μου ήταν που ευτύχησα να έχω αφεντικά (;;!!) στην «Παρουσία» τον Γιώργο Τσάκαλο και τον Ηλία Λάγιο (μαζί τον Βασίλη Χατζηϊακώβου). Τώρα κι οι δυο φευγάτοι, έτσι ξαφνικά, όπως πάντα κλέβει ο θάνατος τη ζωή, γελαστοί όμως κι ωραίοι, για του ουρανού τις ζωντανές βιβλιοθήκες.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Φωτογραφία του Βασίλη Γόνη.

*

*