Βίγκντις Γιορτ

Το αίμα νερό δεν γίνεται; Ή μήπως γίνεται;

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Βίγκντις Γιορτ, Διαθήκη και παρακαταθήκη,
μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ποταμός 2023

«Τι συμβαίνει όταν έχεις κανονίσει μια ολόκληρη ζωή με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιείς και να κερδίζεις την αποδοχή ανθρώπων που τώρα πια είναι νεκροί; Βιώνεις άραγε ένα ξαφνικό κενό;» διερωτάται η αφηγήτρια Μπέργκλιοτ στο μυθιστόρημα της Βίγκντις Γιορτ, Διαθήκη και παρακαταθήκη (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ποταμός 2023, σ. 237), όταν ο πατέρας της πεθαίνει και η καταπιεσμένη για δεκαετίες αλήθεια της αναφύεται ξανά με τέτοια δύναμη και ένταση, που ο εσωτερικός της μηχανισμός με τον οποίο διαχειριζόταν την απόρριψη καθίσταται ανεπαρκής.

Ένα μεγάλο τραύμα έχει κρατήσει την Μπέργκλιοτ μακριά από την οικογένεια της εδώ και 23 χρόνια και με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της αναγκάζεται να αντιμετωπίσει, διαμέσου των συγκρουσιακών συζητήσεων για τη διαθήκη, τις αδελφές της και τη μητέρα της. Μέχρι τουλάχιστον τα μισά του βιβλίου —ακόμη κι αν το υποψιαζόμαστε— δεν γνωρίζουμε ποια είναι αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια (και όχι μυστικό). Ωστόσο, η αφηγήτρια αυξάνει την αγωνία για τον αναγνώστη, επανερχόμενη σε αυτή την αλήθεια με κυκλικής φοράς ρητορικά ή εις εαυτόν ερωτήματα, επιχειρώντας να λάβει μια απάντηση ή ακροβατώντας, ώστε να μην καταπλακωθεί από τις ενοχές της, μέχρι να τολμήσει να εκστομίσει και πάλι το τι πραγματικά έγινε. Η αφηγήτρια αναπτύσσει όλες τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν τα καταπιεσμένα θύματα μιας κατάστασης και κυρίως εκείνα τα θύματα, τα οποία όσο και αν μαρτυρούν το τραύμα τους δεν εισακούγονται, στρέφοντας σιγά σιγά την ενοχή προς το πρόσωπό τους. «Τι πήγαινε τόσο στραβά μέσα μου ώστε να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο;» (ό.π., 28), «ήμουν και ψεύτρα και παράσιτο» (ό.π., 32), «δεν ήμουν δα τόσο κακιά ώστε ν’ αγνοήσω έναν άρρωστο άνθρωπο, κάποιον που μπορεί και να πέθαινε, ήμουν;» (ό.π., 49), «ήθελα τόσο πολύ να είμαι μια ήρεμη, συγκροτημένη ενήλικη γυναίκα» (ό.π., 55) λέει η Μπέργκλιοτ σε έναν εξαντλητικό δρόμο αυτοκριτικής. «Πώς είναι άραγε να είναι κανείς νόρμαλ; Εγώ πάντως δεν ήξερα, δεν ήξερα πώς είναι να είναι κανείς άθικτος, δίχως τραύματα, δεν είχα άλλο πετσί εκτός απ’ το δικό μου» (ό.π., 65) θα πει επίσης. Τη στάση της Μπέργκλιοτ πυροδοτούν συνεχώς η ενοχή και η ντροπή απέναντι στο γνωστό παραδεδομένο αφήγημα, όταν μια γυναίκα δεν κατορθώνει να το υπηρετήσει επιτυχώς: (περισσότερα…)