αισθητική

Ποίηση και σκληρότητα

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὅταν φέρνομε στὸ νοῦ μας τὸν αἰσθητικὰ καλλιεργημένο ἄνθρωπο, τόσο τὸ δημιουργό, ποιητὴ ἢ καλλιτέχνη, ὅσο κι ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνας εὐαίσθητος δέκτης τῶν δημιουργημάτων τῶν ἄλλων, τόνε φανταζόμαστε σὰν μιὰ φύση ἐκλεπτυσμένη, γεμάτη εὐγένεια καὶ καλοσύνη, ἀνίκανο νὰ κάμει τὸ κακό.

Ὅμως πόσο διαφορετική εἶναι ἡ ἀλήθεια!

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ  χρόνια εἶχα διαβάσει σὲ κάποια ἐφημερίδα τὴν περίπτωση ἑνὸς συνταγματάρχη τῶν  Ἒς Ἔς. Ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος ἤτανε διοικητὴς σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ὅλο τὸ πρωὶ ὄχι μόνο ἔδινε διαταγές, μὰ καὶ παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἐχτέλεσή τους στὶς αἴθουσες τῶν βασανιστηρίων, στοὺς θαλάμους τῶν ἀερίων καὶ στὰ κρεματόρια. Καὶ σὰν ἐτέλειωνε ἀπὸ τούτη τὴ δουλειὰ γύριζε στὸ γραφεῖο του, ἔπαιρνε ἕναν τόμο μὲ ποιήματα τοῦ Ρίλκε, τοῦ πιὸ λεπταίσθητου ἴσως ποιητῆ πού ’γραψε στὴ γερμανικὴ γλῶσσα, καὶ βυθιζότανε στὸ διάβασμα. Θάλαμοι ἀερίων καὶ ποίηση!

Βέβαια, τούτη ἡ περίπτωση μπορεῖ νά ’ναι μιὰ ἐξαίρεση μὲ τὴν ἀνατριχιαστική της ἀντίθεση. Ἀλλὰ τὴν ἴδια οὐσιαστικὰ ἀντίθεση, λιγότερο χτυπητή, τὴ συναντοῦμε συχνὰ γύρω μας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βλέπομε κάποιον –συνήθως κάποια – διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα ἢ βλέποντας ἕνα ἔργο στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο ἢ στὴν τηλεόραση νὰ συγκινεῖται μέχρι δακρύων καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ νὰ μένει ὁλότελα ἀδιάφορος μπροστὰ στὴ ζωντανή, τὴ χειροπιαστὴ δυστυχία τοῦ διπλανοῦ του. Κάποτε μάλιστα νὰ μὴ διστάζει νὰ τόνε βλάψει, ἂν πρόκειται νὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἴδιος. Πόσοι ἐξάλλου ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς ὁποιασδήποτε μορφῆς τῆς Τέχνης, στάθηκαν ἠθικὲς προσωπικότητες  -ὄχι μὲ τὴ στενή, τὴν πουριτανικὴ ἔννοια τῆς λέξης;  Κάθε λογῆς πάθη, κακίες καὶ μικρότητες χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ πολλῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς λογοτεχνίας, τῶν καλῶν τεχνῶν καὶ τῆς μουσικῆς.

Ἂς θυμηθοῦμε τὸ βαθὺ μίσος τοῦ Σολωμοῦ πρὸς τὸν ἑτεροθαλὴ ἀδερφό του Ἰωάννη Λιονταράκη καὶ τὶς μακροχρόνιες δίκες ἐναντίον του γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά. Τὸ χαρτοπαιχτικὸ πάθος τοῦ Ντοστογιέφσκη, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρωτικὸ πάθος του γιὰ τὴν Ἀπολινάρια Σούσλοβα, μὲ τὴν ὁποία γύριζε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη τῆς Εὐρώπης, ἔχοντας παρατήσει μόνη της στὴ Ρωσία τὴ βαριὰ ἄρρωστη γυναίκα του. Τὶς αἱμομικτικὲς σχέσεις τοῦ Μπάιρον μὲ τὴν ἑτεροθαλὴ ἀδερφή του Αὐγούστα, χωρὶς νὰ λογαριάσομε τὴ σκανδαλώδη στὴ συνέχεια ζωή του. Τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀναίδεια τοῦ νεαροῦ Μότσαρτ. Αὐτὴ ἡ ἠθικὴ ἐλαστικότητα γίνεται κάποτε ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία ἠθικῶν ἐνδοιασμῶν. Κι ἀποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας καλλιτέχνης, ποὺ ἔχει δώσει δείγματα τέτοιας εὐαισθησίας μὲ τὸ ἔργο του, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόση «ἀναισθησία» πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν ἴδια τὴν οἰκογένειά του; (περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)