αισθητική

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [2/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ ||

~.~

3. Ο Καντ, το υποκειμενικό και η ευχαρίστηση του ωραίου

Άραγε, η ευχαρίστηση που μας επιφυλάσσει το ωραίο είναι υποκειμενική υπό την έννοια του Νέιτζελ (ΥΝ);[1] Με άλλα λόγια: Άραγε, η κατά Καντ ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει φαινομενικό χαρακτήρα και είναι δεμένη με ένα υποκειμενικό (ατομικό ή προσιδιάζον στο γένος) σημείο θέασης; Για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια ματιά στη γενικότερη ιδέα του Καντ περί της ευχαρίστησης.

3.1. Η ευχαρίστηση γενικά

Σύμφωνα με τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι υποκειμενική με τη σημασία που ορίσαμε ως Υ4: δεν μπορεί να χρησιμεύσει στη γνώση. Ωστόσο, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι όλες οι μορφές ευχαρίστησης είναι αυστηρώς προσωπικές [ιδιωτικές] ούτε ότι έχουν αυστηρώς προσωπική εγκυρότητα (Υ2). Άλλωστε, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου και η ευχαρίστηση ενώπιον του αγαθού είναι διυποκειμενικώς έγκυρες και, αν μη τι άλλο, η πρώτη μπορεί χρησιμεύει ως  (προσδι)ορίζουσα βάσηγια υποκειμενικώς καθολικές κρίσεις (Υ3). Σε μια σύγχρονη οπτική, ίσως να φαίνεται προφανές ότι τα συναισθήματα είναι κατ’ εξοχήν περιπτώσεις φαινομενικών καταστάσεων.[2] Εντούτοις, δεν είναι διόλου δεδομένο ότι και στην περίπτωση του Καντ η ευχαρίστηση έχει φαινομενικό χαρακτήρα (ΥΝ).

Ενδέχεται κανείς να υποστηρίξει ότι ο Καντ έχει μια λειτουργική αντίληψη της ευχαρίστησης. Αντλώ εδώ από τον Λέβιν, όπου διαβάζουμε ότι «οι λειτουργιστικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα μιας πνευματικής κατάστασης ορίζεται από τις αιτιακές σχέσεις που αναπτύσσει με τα αισθητηριακά ερεθίσματα, με τις άλλες πνευματικές καταστάσεις καθώς και με τη συμπεριφορά» (Levin 2018, παρ. 3).[3] Με μια πρώτη ματιά, ο ορισμός του Καντ για την ευχαρίστηση στην παρ. 10 της Τρίτης Κριτικής φαίνεται να ταιριάζει με αυτή τη λειτουργιστική εικόνα:

«Η συνειδητότητα περί της αιτιότητας μιας παράστασης σε σχέση με την κατάσταση του υποκειμένου, προκειμένου ακριβώς αυτό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση, μπορεί εδώ να ορίσει γενικώς αυτό που λέγεται ευχαρίστηση· αντίθετα προς το άνω, η αποστροφή είναι η παράσταση η οποία περιέχει τη βάση για τη μεταστροφή της κατάστασης των παραστάσεων προς το αντίθετό τους (ήτοι να εμποδιστούν ή να εξαλειφθούν).» (KU, AA 05: 220)

Στο ακόλουθο απόσπασμα της Πρώτης Εισαγωγής, σκιαγραφείται μια παρόμοια εικόνα της ευχαρίστησης:

«Η ευχαρίστηση είναι μια κατάσταση του νου όπου μια παράσταση βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό της, ως βάση είτε για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση ως έχει (γιατί η κατάσταση στην οποία οι δυνάμεις του νου αμοιβαία ενισχύονται η μια την άλλη εντός μιας παράστασης τείνει να διατηρείται) είτε για να παραχθεί το αντικείμενο της.» (EEKU, AA 20: 230 f.) (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [1/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

To άρθρο της Larissa Berger (γεν. 1988), ερευνήτριας στο Forschungsinstitut für Philosophie του Αννοβέρου, «Περί του υποκειμενικού, του ωραίου και της τεχνητής νοημοσύνης: Μια καντιανή προσέγγιση», πρωτοδημοσιεύτηκε το 2022 στον τόμο Kant and Artificial Intelligence, που επιμελήθηκαν οι Hyeongjoo Kim και Dieter Schönecker (De Gruyter Verlag). Ορμώμενη από την αισθητική φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, η Λαρίσσα Μπέργκερ διερευνά επισταμένα και συστηματικά  τη σχέση μεταξύ της τεχνητής νοημοσύνης και του συναισθήματος της ευχαρίστησης, το οποίο συνοδεύει την καλαισθητική εμπειρία, ως μια πτυχή του γενικότερου ζητήματος της σχέσης μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρώπινης ύπαρξης.

Η φιλοσοφία του Καντ είναι ένας κλασσικός τόπος βαθιάς και συστηματικής πραγμάτευσης του ερωτήματος σε τι συνίσταται η ανθρωπινότητα. Ως γνωστόν, ο Καντ συνόψισε σε τρία καίρια ερωτήματα την αποστολή της φιλοσοφίας: «Τι μπορώ να γνωρίσω;», «Τι πρέπει να πράξω;» και «Σε τι μπορώ να ελπίσω;». Κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα καλύπτει μια διαφορετική περιοχή της φιλοσοφίας, όπως τη μεταφυσική, τη γνωσιοθεωρία και την ηθική, και μόνο η ενδελεχής απάντηση σε αυτά φέρνει σε πέρας την αποστολή της φιλοσοφίας. Όμως, ο Καντ  δήλωσε επίσης ότι αυτά τα τρία ερωτήματα μπορεί να θεωρηθούν πως υπάγονται και αναφέρονται σε ένα τέταρτο ερώτημα που τα συμπερικλείει, δηλαδή στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Κατ’ επέκταση, η ανθρωπολογία είναι η έκφανση εκείνη της φιλοσοφίας που συμπεριλαμβάνει όλες τις επιμέρους περιοχές. Την επικέντρωση αυτήν της καντιανής φιλοσοφίας γύρω από το ερώτημα  «Τι είναι ο άνθρωπος;» αποδίδει επιδέξια η πραγμάτευση της Λαρίσσα Μπέργκερ.

Η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια από τις πολλές πτυχές που απαντάει στο ανωτέρω ερώτημα, καθότι αυτή χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα της ευχαρίστησης, το οποίο βιώνει ο άνθρωπος μέσα από έναν συγκεκριμένο «φαινομενικό» χαρακτήρα – χαρακτήρα που καταδεικνύει με ενάργεια η καντιανή αισθητική φιλοσοφία. Οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, αποφαίνεται η Μπέργκερ, δεν δύνανται να έχουν συναισθήματα φαινομενικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί υποστηριχθεί ότι βιώνουν την εμπειρία της αισθητικής ευχαρίστησης, ανεξάρτητα από το πόσο μπορούν να προσιδιάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά – κάτι που λειτουργιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη αποτυγχάνουν να δείξουν. Ακόμα κι αν μια τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάσει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ακόμα κι εκείνα της συγκίνησης μπροστά στο ωραίο και μπροστά στην τέχνη, αυτό δεν αρκεί για να πούμε ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα τεχνητό πλάσμα το οποίο απέκτησε πια συνείδηση. Έτσι, στα βήματα του John Searle, με το περίφημο «κινέζικο δωμάτιο» (1980), και του Frank Jackson, με το «δωμάτιο της Μαίρης, της υπερεπιστήμονος» (1982 & 1986), η Μπέργκερ προσπαθεί να φτάσει φαινομενολογικά στα μύχια της ιδιότυπα ανθρώπινης εμπειρίας. Σ’ αυτό το άρρητο πεδίο, εντοπίζει κάτι το αμιγώς ανθρώπινο, κάτι που δεν φαίνεται να μπορεί να το φτάσει η τεχνητή νοημοσύνη. Η φιλοσοφία του Καντ αναδεικνύει ότι η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια ιδιότυπα ανθρώπινη εμπειρία και ότι η καλαισθητική συγκίνηση που τη χαρακτηρίζει αποτελεί ένα οριακό σημείο – ένα σημείο όπου η μυχιότητα του ανθρώπινου υποκειμένου είναι θεμελιώδης, πάλλουσα και, προς το παρόν, μοναδική.

Υποθέτουμε ότι  η άνοδος των νευρωνικών δικτύων και η συνεχής βελτίωσή τους θα απαιτεί, στο άμεσο μέλλον, όλο και πιο ενδελεχή, και μάλιστα πυρετώδη, μελέτη τέτοιων ζητημάτων. Η εμφατική, πλέον, παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης θα κάνει εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερους στοχαστές να διερευνήσουν τα όρια της ανθρωπινότητας και τα ειδοποιά της γνωρίσματα, όσο αυτά μένουν απόρθητα.

(περισσότερα…)

Για την κριτική θεώρηση του Φώτη Τερζάκη

*

της ΟΛΓΑΣ ΣΤΑΘΑΤΟΥ

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ήτορ το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Φούφα με τίτλο Για την ατέρμονη ανησυχία της σκέψης.[1] Πρόκειται για μια μακρά συζήτηση του συγγραφέα με τον στοχαστή Φώτη Τερζάκη και με θέμα το ευρύ φάσμα των θεωρητικών του αναζητήσεων∙ μέσα από τη συνομιλία θα προκύψει το σταθερό κριτήριο αρνητικότητας που διαπερνά την κριτική θεώρησή του. Αυτή η αρνητικότητα αρθρώνεται στον συγκρουσιακό χαρακτήρα που έχει ανακύψει μέσα από την ίδια τη βιωματική πραγματικότητα (μέσα στις κοινωνικές/πολιτικές συνθήκες μετά τη δεκαετία του 1970) και δεν αφορά το αδρανές πεδίο μιας ιστορίας των ιδεών.

Ο Νίκος Φούφας δεν είναι ένας «διεκπεραιωτικός» συνομιλητής. Διδάκτωρ φιλοσοφίας και συγγραφέας ο ίδιος φιλοσοφικών δοκιμίων —έχει δημοσιεύσει έργα του στη Γαλλία— με αντικείμενο τη σκέψη του Χέγκελ, του Μαρξ και του Λούκατς, είναι σε θέση να αποκρυπτογραφεί εις βάθος τη σκέψη του συνομιλητή του και να το ωθεί με επιδεξιότητα στον κρίσιμο κάθε φορά πυρήνα. Έτσι, έχουμε εδώ ένα είδος βιβλίου που δεν είναι τόσο συνηθισμένο στην Ελλάδα, έχει όμως μια μακρά παράδοση στη Γαλλία: φιλοσοφικές συζητήσεις με έναν γνωστό διανοητή, μέσα από τις οποίες εκτίθεται συνολικά το έργο του και σε μορφή προσιτή σε ένα κάπως ευρύτερο ακροατήριο.

«Γράφε με το αίμα σου: και θα μάθεις, ότι το αίμα είναι πνεύμα»[2] – αυτή η νιτσεϊκή επιταγή θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορά την περίπτωση του Φώτη Τερζάκη: η θεωρητική συγκρότησή του διαπεράστηκε από την ανυποχώρητη ένταση της βιωματικής πραγματικότητάς του, εδώ όπου οι ριψοκίνδυνες ψυχαναλυτικές διαδρομές του συναντήθηκαν με την εξ ίσου ριψοκίνδυνη πολιτική, ακτιβιστική δράση του. Η εκρηκτική σύγκλιση αυτών των πεδίων οριοθέτησε τις θεωρητικές του κινήσεις – έτσι ώστε αυτές δεν είχαν άλλο ανάχωμα παρά μόνο την αυστηρή δεσμευτικότητα (Stringenz) του εκάστοτε περιεχομένου (φιλοσοφικού, θρησκειολογικού/ανθρωπολογικού, αισθητικού). Θα μπορούσαμε πολύ συνοπτικά να πούμε ότι επίκεντρο των θεωρητικών κινήσεων του Φ. Τερζάκη είναι το μη χειραγωγήσιμο, αυτό που εκφεύγει από την εργαλειακή ορθολογικότητα, αυτό που εκφεύγει από τον υπολογισμό και τον έλεγχο στον οποίο έχει καταλήξει η σκέψη. Το επίκεντρο της σκέψης είναι το άλλο της σκέψης. Έτσι όμως εξαρχής τίθεται η αναπόδραστη συνοχή αυτού του ζεύγματος, αυτής της διαλεκτικής σύλληψης: της σκέψης μαζί με το άλλο της. Είναι τόσο αναπόδραστη αυτή η διαλεκτική σχέση που ούτε καν ως απαρχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί∙ άλλωστε: «δεν υπάρχουν απαρχές», όπως θα πει ο Φ. Τερζάκης σε μια άλλη συνάφεια.[3] (περισσότερα…)

Ποίηση και σκληρότητα

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὅταν φέρνομε στὸ νοῦ μας τὸν αἰσθητικὰ καλλιεργημένο ἄνθρωπο, τόσο τὸ δημιουργό, ποιητὴ ἢ καλλιτέχνη, ὅσο κι ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνας εὐαίσθητος δέκτης τῶν δημιουργημάτων τῶν ἄλλων, τόνε φανταζόμαστε σὰν μιὰ φύση ἐκλεπτυσμένη, γεμάτη εὐγένεια καὶ καλοσύνη, ἀνίκανο νὰ κάμει τὸ κακό.

Ὅμως πόσο διαφορετική εἶναι ἡ ἀλήθεια!

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ  χρόνια εἶχα διαβάσει σὲ κάποια ἐφημερίδα τὴν περίπτωση ἑνὸς συνταγματάρχη τῶν  Ἒς Ἔς. Ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος ἤτανε διοικητὴς σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ὅλο τὸ πρωὶ ὄχι μόνο ἔδινε διαταγές, μὰ καὶ παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἐχτέλεσή τους στὶς αἴθουσες τῶν βασανιστηρίων, στοὺς θαλάμους τῶν ἀερίων καὶ στὰ κρεματόρια. Καὶ σὰν ἐτέλειωνε ἀπὸ τούτη τὴ δουλειὰ γύριζε στὸ γραφεῖο του, ἔπαιρνε ἕναν τόμο μὲ ποιήματα τοῦ Ρίλκε, τοῦ πιὸ λεπταίσθητου ἴσως ποιητῆ πού ’γραψε στὴ γερμανικὴ γλῶσσα, καὶ βυθιζότανε στὸ διάβασμα. Θάλαμοι ἀερίων καὶ ποίηση!

Βέβαια, τούτη ἡ περίπτωση μπορεῖ νά ’ναι μιὰ ἐξαίρεση μὲ τὴν ἀνατριχιαστική της ἀντίθεση. Ἀλλὰ τὴν ἴδια οὐσιαστικὰ ἀντίθεση, λιγότερο χτυπητή, τὴ συναντοῦμε συχνὰ γύρω μας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βλέπομε κάποιον –συνήθως κάποια – διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα ἢ βλέποντας ἕνα ἔργο στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο ἢ στὴν τηλεόραση νὰ συγκινεῖται μέχρι δακρύων καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ νὰ μένει ὁλότελα ἀδιάφορος μπροστὰ στὴ ζωντανή, τὴ χειροπιαστὴ δυστυχία τοῦ διπλανοῦ του. Κάποτε μάλιστα νὰ μὴ διστάζει νὰ τόνε βλάψει, ἂν πρόκειται νὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἴδιος. Πόσοι ἐξάλλου ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς ὁποιασδήποτε μορφῆς τῆς Τέχνης, στάθηκαν ἠθικὲς προσωπικότητες  -ὄχι μὲ τὴ στενή, τὴν πουριτανικὴ ἔννοια τῆς λέξης;  Κάθε λογῆς πάθη, κακίες καὶ μικρότητες χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ πολλῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς λογοτεχνίας, τῶν καλῶν τεχνῶν καὶ τῆς μουσικῆς.

Ἂς θυμηθοῦμε τὸ βαθὺ μίσος τοῦ Σολωμοῦ πρὸς τὸν ἑτεροθαλὴ ἀδερφό του Ἰωάννη Λιονταράκη καὶ τὶς μακροχρόνιες δίκες ἐναντίον του γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά. Τὸ χαρτοπαιχτικὸ πάθος τοῦ Ντοστογιέφσκη, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρωτικὸ πάθος του γιὰ τὴν Ἀπολινάρια Σούσλοβα, μὲ τὴν ὁποία γύριζε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη τῆς Εὐρώπης, ἔχοντας παρατήσει μόνη της στὴ Ρωσία τὴ βαριὰ ἄρρωστη γυναίκα του. Τὶς αἱμομικτικὲς σχέσεις τοῦ Μπάιρον μὲ τὴν ἑτεροθαλὴ ἀδερφή του Αὐγούστα, χωρὶς νὰ λογαριάσομε τὴ σκανδαλώδη στὴ συνέχεια ζωή του. Τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀναίδεια τοῦ νεαροῦ Μότσαρτ. Αὐτὴ ἡ ἠθικὴ ἐλαστικότητα γίνεται κάποτε ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία ἠθικῶν ἐνδοιασμῶν. Κι ἀποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας καλλιτέχνης, ποὺ ἔχει δώσει δείγματα τέτοιας εὐαισθησίας μὲ τὸ ἔργο του, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόση «ἀναισθησία» πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν ἴδια τὴν οἰκογένειά του; (περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)