αγγλόφωνη μυθιστοριογραφία

Ο Τυφώνας του Κόνραντ

Από την αυθεντική εικονογράφηση της πρώτης έκδοσης στο Pall Mall  (1902)

~.~

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η πιο όμορφη, πιο δυνατή, κι η πιο ανταριασμένη περιγραφή, για τη μανία των άγριων ανέμων που διαγουμίζουν τη θάλασσα και τους ταξιδιώτες της, απ᾽ όσες έχω διαβάσει ίσαμε σήμερα, παραμένει ο Τυφώνας του Κόνραντ. Όπως ο ίδιος ο Κόνραντ είπε στον Richard Curle (Joseph Conrad: A Study, σ. 17-18), το περιστατικό που περιέγραψε στον Τυφώνα να εξελίσσεται πάνω στο Ναν-Σαν είναι αληθινό και συνέβη στο πραγματικό ατμόπλοιο John P. Best. Και καθώς έγραψετο συμβάν εκείνο άκουσε να το αφηγούνται ναυτικοί στην Ανατολή, μα δεν έτυχε να γνωρίσει κανέναν που να έχει πείρα προσωπική του πράγματος. Από το διήγημα λοιπόν, μεταφέρω εδώ ένα κομμάτι, με την άγρια και μανιασμένη επίθεση του τυφώνα καταπάνω στο Ναν-Σαν, από την συγκλονιστικά ζωντανή, σχεδόν εικονογραφικά τρικυμισμένη μετάφραση του Άγγελου Τερζάκη.

«Μια αστραπή αδύναμη τρέμισε ολοτρίγυρα, λες κι αντιφέγγιζε στο στόμιο μιας σπηλιάς ― μιας κάμαρας μαύρης κι απόκρυφης του πελάγου, πούχει για πάτωμα κύματα αφρισμένα. Φανέρωσε, μέσα σε μιας στιγμής το απαίσιο φτεροκόπημα, ένα κουβάρι σύννεφα κουρελιασμένα που κρέμονταν χαμηλά, τη μακρουλή κόψη του καραβιού, και πάνω στη γέφυρα τις μαύρες μορφές των ανθρώπων που στέκονταν με τα κεφάλια χαμηλωμένα, σα νάχανε πετρώσει πάνω σε μια κουτουλιά. Το σκοτάδι έκλεισε τις φτερούγες του πάνω σ’ όλα αυτά, και τότε μονάχα τ’ αληθινό κείνο πράμα ήρθε επιτέλους.

Ήτανε κάτι φοβερό και κεραυνοβόλο, έκρηξη που λες και κομματιάζει το μέγα δοχείο της Οργής. Η ανατίναξη φάνηκε να ζώνει το καράβι μ’ ένα τεράστιο τράνταγμα, πάφλασμα κραταιό, σαν και κανένα πελώριο φράγμα νάχε σκάσει εκεί στην πλώρη. Με μιας οι άντρες χάσαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τέτοια είναι η αποσυνθετική δύναμη των μεγάλων ανέμων. Απομονώνουν τον άνθρωπο. Ένας σεισμός, μια καθίζηση της γης, το γκρέμισμα μιας χιονοστιβάδας, αδράχνουνε τον άνθρωπο στην τύχη πες, δίχως πάθος. Το άγριο δρολάπι όμως χυμάει πάνω του σαν εχθρός προσωπικός, πασχίζει να του μαγκώσει τα μέλη, να του σκοτίσει το νου, γυρεύει να του εξουθενώσει το κουράγιο…

Του φάνηκε πως έμεινε για πολύ, ώρες, εκεί, άθλια απομονωμένος, με τα χέρια πάνω στο μπουντέλι. Η βροχή έπεφτε πάνω του πυκνή, κρουνελιάζοντας στο κορμί του. Ανάσαινε μ’ αγκομαχητό και το νερό που κατάπινε ήταν άλλοτε γλυκό κι άλλοτε αλμυρό. Τις περισσότερες στιγμές κρατούσε τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα, σαν και να φοβότανε πως των στοιχείων η τρομερή σύρραξη θα χαντάκωνε το φως του…

Καινούργια κύματα, βουνά, σαρώσανε τη γέφυρα. Και τα δέχτηκε ανυπεράσπιστος, πάνω στο γυμνό του κεφάλι, έχοντας τα δυο χέρια του μονάχα για να κρατιέται.

Το χοροπηδητό του καραβιού είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο παραδαρμός του φανέρωνε τώρα τη φοβερή εγκατάλειψη. Βούταγε με το κεφάλι, σα μέσα σε χάος, και την κάθε φορά θαρρείς πως τρακάριζε πάνω σε τοίχο. Το μπόζι το πλάγιαζε ολότελα και, σαν ανορθωνόταν, το τίναγμα ήτανε τόσο γερό που ο Τζουκς τόνοιωθε να παραπατάει, καθώς τρεκλίζει, προτού σωριαστεί χάμου, ένας άνθρωπος πούχει φάει μια στο κεφάλι με ρόπαλο. Η θύελλα ούρλιαζε, σφύριζε μανιακά μέσα στη νύχτα, λες κι ολάκερος ο κόσμος είχε γίνει τώρα ένας μαύρος οχετός. Κάποιες στιγμές, ο άνεμος σούρωνε πάνω στο καράβι σα ν’ αναρρουφιόταν μέσα από σήραγγα, με τη σύμπυκνη και στέρεη πίεση του εμβόλου. Το καράβι σηκωνόταν γυμνό πάνω απ’ το νερό και για λίγο στεκόταν έτσι, με μιαν ανατριχίλα που το περνούσε πέρα ώς πέρα. Ύστερα ξανάρχιζε πάλι το κουτρουβάλημα, μέσα στο καζάνι τούτο που αναβράζει…

Ήτανε ξέρα στ’ ανοιχτά, που το νερό τη ζώνει αναβράζοντας, τη γλύφει, την ξεπλένει κι αλύπητα τη δέρνει ― βράχος μέσα στο σκάσιμο της θάλασσας που πάνω του γραπώνονται οι ναυαγοί προτού βουτήξουν οριστικά. Μοναχικό ορθωνόταν, βούλιαζε, έγερνε ασταμάτητα, δίχως αναπαμό κι ανάσα, σαν ξερολίθι που ξεκόλλησε από τη στεριά κι από κάποιο θάμα κυλιέται πέρα, στον αφρό του πελάγου, σαν καρυδότσουφλο.

Η θύελλα κούρσεψε το Ναν-Σαν με παράφορη, καταστροφική μανία. Σχίστηκαν τα πανιά, φύγαν οι τέντες, η γέφυρα σαρώθηκε, κουρελιάστηκαν οι μουσαμάδες, στραβώσανε τα ρέλια, τσακίστηκαν οι προφυλαχτήρες, και στα τελευταία ξέφυγαν και δυο βάρκες. Είχανε χαθεί, δίχως να το πάρει μυρουδιά κανένας, λες κι ανάλυωσαν μέσα στη σύρραξη των κυμάτων.

…Σκοτάδι αδιαπέραστο καθότανε βαρύ πάνω στις δαιμονικές λάμψεις του νερού. Μια στυγνή πεποίθηση άρχισε να τον κατέχει, πως στο εξής κάθε προσπάθεια είναι ανώφελη.

Αν δεν σπάσει το τιμόνι, αν οι τόννοι το νερό που πέφτουνε στην κουβέρτα δεν τη βουλιάξουν, ή δεν τσακίσουνε τα καπάκια, αν δε σταματήσουν οι μηχανές, αν δεν κόψει του καραβιού το δρόμο ο τρομαχτικός τούτος άνεμος και δεν καταπιεί κανέναν από τα κυματόβουνα που μονάχα τ’ άσπρα τους λοφία ξεχωρίζουνε ψηλά πάνω από τα καπόνια, καθώς τα βλέπει κάπου-κάπου σε μια λιγόθυμη ματιά ο Τζουκς ― τότε μονάχα θα μπορείς να πεις πως το καράβι γλύτωσε. Κάτι μέσα στην ψυχή του δεύτερου λύγισε, κι η σκέψη έφεξε στο νου του πως πάει, χάνεται πια το Ναν-Σαν. «Ξέγραφτο», είπε μέσα του με ταραγμένο παράδοξα το νου, σαν και νάχε ανακαλύψει σ’ αυτή τη σκέψη μια σημασία αναπάντεχη. Απ’ όλα κείνα τα ενδεχόμενα κάτι θα τύχαινε στο τέλος. Τώρα, τίποτα πια δεν μπορούσες να προλάβεις και τίποτα να διορθώσεις. Το τσούρμο δε φελάει και το καράβι δεν αντέχει. Καιρός φοβερός, ακαταδάμαστος.

…Βαστήχτηκαν γερά. Το ξεμπουκάρισμα της ξαμολυμένης λύσσας, η μοχθηρή φούρια του ανέμου, κάρφωσαν ξαφνικά το καράβι στον τόπο. Στη φοβερή εκείνη στιγμή του μετεωρισμού, το Ναν-Σαν πήγε κι ήρθε, γοργά κι ανάλαφρα, σαν κούνια μωρού, ενώ η ατμόσφαιρα ολάκερη θαρρείς να χυνότανε μανιακά πέρα, ξεφεύγοντας πολύβουη από τη νυχτωμένη γη.

Πιάστηκε η ανάσα τους και με κλειστά τα μάτια σφίξανε περισσότερο τ’ αγκάλιασμά τους. Η στήλη του νερού ξεπετάχτηκε από το φοβερό τράνταγμα, ήρθε ολόρθη μέσα στο σκοτάδι να τρακάρει το καράβι. Τσάκισε, κι από ψηλάθε, με το θανάσιμο βάρος της, γκρεμίστηκε συντριφτική στη γέφυρα.

Ξεσκλίδι φευγάτο από τούτη την κατάρρευση, απλή πιτσιλιά, τους τύλιξε στρουφίζοντας, από το κεφάλι στα πόδια, μπουκώνοντας τ’ αυτιά τους, τα στόματα και τα ρουθούνια με νερό αλμυρό. Τους πελέκησε τα καλάμια, τους ξεκλείδωσε τα μπράτσα στη στιγμή, κόχλασε κάτω από τα σαγόνια τους. Κι ανοίγοντας τα μάτια, είδανε τους στιβαγμένους αφρούς να χτυπιόνται δώθε-κείθε, πάνω στο πράμα κείνο που έμοιαζε τώρα να είναι το ερείπιο ενός καραβιού. Ρουφηγμένο το Ναν-Σαν, εβούλιαζε. Και οι καρδιές τους, που αγκομαχούσαν, έσβυναν κι αυτές στην προσμονή του τελειωτικού σπασμού. Μα ξάφνου, το καράβι αναπήδησε μέσα από την ανέλπιδη βουτιά του, πασχίζοντας λες να τραβηχτεί από τα ερείπια.

Στο σκοτάδι μέσα, τα κύματα μοιάζανε να ξεπετιούνται από παντού για να το πισωστρέψουν εκεί που θάβρισκε τον τάφο. Έκρυβε μίσος ο τρόπος που τόσπρωχναν κι είχε αγριότητα περίσσια το χτύπημά τους. Εκείνο πάλι ήτανε σαν πλάσμα ζωντανό που το παράδωσαν στη λύσσα του όχλου. Το σκούνταγαν με μανία, το βάραγαν, τ’ ανασηκώνανε στον αέρα, χάμου το βροντούσανε, το ποδοπατούσαν… Και το αλαλητό των στοιχείων, έχθρα ξαπολυμένη, έζωνε τα κορμιά τους, παραλύοντας την ψυχή.

Μια άγρια, αποτρόπαιη κραυγή, από κείνες που οι ανεμοζάλες, κουβαλάνε κάποτε, άγνωστο πώς, μέσα στη μάνητά τους, έπεσε χτυπώντας τα φτερά της πάνω στο καράβι…»

Τζόζεφ Κόνραντ, Τυφώνας, μετάφραση Άγγελου Τερζάκη

*

Joseph Conrad’s Nan Shan in Typhoon, watercolor. Copyright Richard C. Moore

~.~

Εδώ μπορεί κανείς να δει την πρώτη έκδοση, με τις εικονογραφήσεις, στο περιοδικό Pall Mall, Ιαν.-Μάρτ. 1902

Πρώτη δημοσίευση: iliasmalevitis.wordpress.com

~.~

*

(περισσότερα…)