«Ήχοι της περασμένης ζωής»: Το Οδοιπορικό των Σφακιών του Γιώργη Μανουσάκη

*

Μικρό ἀφιέρωμα στον Γιώργη Μανουσάκη [3/4]

*

 της ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΛΙΓΙΖΑΚΗ

~.~

«Το πρώτο καθήκον του πνευματικού δημιουργού είναι να μην απιστεί στον εαυτό του. Να μην κολακεύει την προβολή κολακεύοντας το πλήθος , να μην ακολουθεί τυφλά τις κατά καιρούς λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές μόδες, να στέκεται πάνω από κομματικές δεσμεύσεις και φανατισμούς. Με μάτι καθαρό να παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του . Να καταθέτει όσο γίνεται πιο αντικειμενικά τη μαρτυρία του. Εκφράζοντας με γνησιότητα τον εαυτό του, εκφράζει και την εποχή και τον τόπο του, γιατί κι’ ο πιο εσωστρεφής πνευματικός δημιουργός δε ζει στην έρημο αλλά συνεχώς δέχεται τους ερεθισμούς όλων των εκδηλώσεων της ζωής, στην οποία μετέχει.» [1]

Το Οδοιπορικό των Σφακιών, το πρώτο εκδομένο πεζογράφημα του Γιώργη Μανουσάκη[2], στηρίχτηκε στις εντυπώσεις από μια περιήγηση, που έγινε σε δυο διαδοχικές φάσεις τον Ιούλιο του 1968 αρχικά στο φαράγγι της Σαμαριάς και το καλοκαίρι του επομένου έτους κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας. Σύμφωνα με τον ίδιο το συγγραφέα δεν επρόκειτο για «απλή περιήγηση αλλά για ουσιαστική επικοινωνία με τον τόπο και τους ανθρώπους του, βίωση της ιστορίας και συγκινημένη επαφή με το ξεχωριστό ήθος μιας περιοχής».

«Γνώστης και μύστης της σφακιανής κοσμοαντίληψης»[3] ο συγγραφέας συνθέτει ένα

«ελεγείο της σημερινής φθοράς του τόπου, αλλά κι’ ένα συγκρατημένο σοβαρό στοχαστικό εγκώμιο της προαιώνιας τάξης των πραγμάτων και των δοκιμασμένων ηθών των παλιών καιρών, όπως αυτά καθρεφτίζονται κι’ εκφράζονται στην κατασταλαγμένη σοφία των γερόντων».[4]

Οι εντυπώσεις αυτές «άρχισαν να γράφονται το ίδιο καλοκαίρι, πριν τις ξεθωριάσεις ο χρόνος», γι’ αυτό «το οδοιπορικό κλείνει πια μέσα του όχι μόνο την εικόνα ενός τόπου, μα και μιας εποχής που έχει περάσει ανεπίστροφα.» Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1980, ένα χρόνο μετά τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο και το 2002 επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Μίτος, συμπληρωμένο με φωτογραφίες.

Εντάσσεται στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, ωστόσο παίρνει τη «μορφή μαρτυρίας», καθώς «προσφέρει μια ανατομία μέσα από το πρίσμα της ιστορίας».[5] Επιχειρεί την ενδελεχή εξερεύνηση, «την περιπέτεια όχι της συγκινημένης ψυχής ή αίσθησης αλλά της καλά μελετημένης και ψηφιδωτής αναπαράστασης ενός ταξιδιωτικού χώρου με συνάρτηση σε μια σειρά και ροή αφήγησης ήρεμης και ουσιαστικής χωρίς εξάρσεις λόγου όλων των στοιχείων φυσικών και ανθρώπινων που συνθέτουν αυτό το χώρο.»[6]

Στις πρώτες του αναφορές στο οροπέδιο της Κράπης ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να υπομνηματίσει αρχαίους συγγραφείς, μυθολογικές εκδοχές, δείγματα της βαθιάς και πολύπλευρης αρχαιογνωσίας του αλλά και σύγχρονους Ευρωπαίους περιηγητές, ερμηνεύοντας τοπωνύμια και παρακολουθώντας την ιστορία. Ο ιστορικός χρόνος ανατέμνεται, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της «διαχρονικής ξενάγησης» στον ιστορικό χώρο και στη συγχρονική εικόνα του.

Η συντροφιά των περιηγητών περνούν από το οροπέδιο του Ασκύφου. Οι εικόνες των κατοικούμενων χώρων εναλλάσσονται με τις τραγικές σκηνές της ερήμωσης, που δε συναντιούνται μόνο σ’ αυτό το χωριό. Στο Αμμουδάρι, το μεγαλύτερο χωριό του Οροπεδίου, γίνεται η πρώτη αποβίβαση. Σκηνές του χωριού καταγράφονται παράλληλα με ιστορικές αναφορές και αναλυτικές περιγραφές του τοπίου. Ιστορικά ίχνη από την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1821 και το 1866-69 συναντιούνται σε όλη την επαρχία στενά συνδεδεμένα με τη θρησκευτική ζωή. Η εκκλησιά των Σφακιανών Αγίων, του Αγίου Μανουήλ και του Άι Γιάννη, στην οποία ξεναγεί ο γερο-βοσκός τούς επισκέπτες, υπενθυμίζει την ιδιότυπη εικονογραφία (οι άγιοι εικονογραφημένοι με βράκες και σαρίκια), τη μοναδικότητα και την ιερότητα του τόπου.[7]

Με το λεωφορείο ο περιηγητής με την παρέα του κατευθύνεται προς τη Νίμπρο, την πρωτεύουσα της ελεύθερης Κρήτης του 1867. Οδοιπορώντας γνωρίζουν το Ασφεντιώτικο φαράγγι, που «ο δυνατός αέρας το κάνει να βουίζει επικά». Παρατηρούν τη Σκαλωτή, λαξεμένη στο βουνό. Με το φως της ημέρας παρατηρούν την τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική εντοπίζοντας την υπόμνηση της βυζαντινής καταγωγής του σπιτιού των σφακιανών χωριών στα συνεχόμενα τόξα. Στο Καψόδασος επιβεβαιώνουν την ερήμωση και τη νεανική μετανάστευση στην Αθήνα, στη Γερμανία, στην Αυστραλία, στον Καναδά. Θρύλοι και παραδόσεις καταγράφονται, ενώ ο Πατσιανός και ο Άι Γιώργης του δίνουν αφορμή για περίσκεψη και μελαγχολική εξομολόγηση:

«Η εικόνα ενός σπιτιού που καταρρέει εγκαταλειμμένο γεννά πάντα θλίψη… Η εικόνα όμως της εκκλησιάς που στερήθηκε τις φροντίδες των ανθρώπων και παραδόθηκε ανυπεράσπιστη στην καταλυτική δύναμη του καιρού και των στοιχείων της φύσης, αναδίνει μια πολλαπλή τραγικότητα».[8]

Το Φραγκοκάστελλο «ετούτο το φριχτό χτίσμα που καρφώνεται σα μαχαίρι στο στήθος της ιστορίας»,[9] «ζωντανό πλάσμα που θρέφεται με το φεγγαρόφωτο και τη σιωπή», έχει ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση σε όλη την αφήγηση: εξιστορείται το χτίσιμο του και η μάχη του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη το 1828, που «είχε χαθεί πριν αρχίσει». Παρών ο Άι Νικήτας, δίνει αφορμή για προβληματισμό στο θέμα της αναβίωσης των παραδοσιακών πανηγυριών, ενώ οι «Δροσουλίτες» υπενθυμίζουν τους δύο κόσμους: «τούτος των σωμάτων και ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σε αδιάκοπη επικοινωνία».[10]

Οι οδοιπόροι περνούν από τα Νομικιανά, το Βρασκά φθάνουν στους Κομιτάδες. Περνούν από την Παναγία τη Θυμιανή, συνδεμένη με το 1821, στο Φαράγγι της Νίμπρου, που υπενθυμίζει την ιδιοτελή χρήση των ιστορικών μνημείων, ενώ στο Μπρόσγιαλο, «με τους αναμαλλιάρηδες τουρίστες»[11] βρίσκονται στην τουριστική ζώνη των Σφακιών. Επισκέπτονται το οροπέδιο της Ανώπολης του «αγροτικού ποιμενικού χωριού που φωλεύει στην αγκάλη της Μαδάρας»,[12] το φαράγγι της Αράδαινας, της «σύγχρονης νεκρής πολιτείας», «φυσικού οχυρού», όπου δίνονταν σε καθεμιά από τις τρεις μεγάλες επαναστάσεις η τελευταία σημαντική μάχη. Περνούν από την κόγχη του Αγίου Παύλου, της μεγάλης βασιλικής των βυζαντινών χρόνων[13] και το ξωκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου.

Στο τέλος παρατίθεται το πέρασμα του φαραγγιού της Σαμαριάς – πραγματική «κάθοδος στα μητρικά σπλάχνα της φύσης»[14], Από εκεί γίνεται η επιστροφή στο Μπρόσγιαλο, στην

«ξεπεσμένη αρχόντισσα που σήμερα πουλεί στους ξένους τις φυσικές ομορφιές, τη γραφικότητα και την ιστορία της, για να ζήσει» και να κρατήσει τα παιδιά της, «σε μιαν εποχή που η περηφάνεια κι’ η παλληκαριά δεν έχουνε πια πέραση, πρέπει να μάθει σιγά σιγά να εμπορεύεται τον ίδιο τον εαυτό της».[15]

Η περιδιάβαση στους τόπους γίνεται με τη βοήθεια των ντόπιων, φυσικών φρουρών του τόπου τους. Απεικονίζονται ως μεγαλόσωμοι, ασπρομάλληδες, ασπρομούστακοι, με «βεργάτο κορμί», ντυμένοι με κυλότες, με στιβάνια κρατώντας κατσούνες. Συχνά φορούν μαύρα κεφαλομάντηλα. Άλλοτε λιγομίλητοι κι άλλοτε έτοιμοι να «αλέσουν το φαΐ μαζί με την κουβέντα». Τα χαρακτηριστικά τους δείχνουν να μην έχει χαθεί η πρωτόγονη δύναμή τους. Στα καφενεία συναντούν τους νέους τύπους του χωρικού: άνθρωποι που επιδεικνύουν τη γνώση των κόλπων της πιάτσας και την υπέρβαση της αγαθοσύνης των προγόνων τους. [16]

Στα σπίτια συναντούν συχνά μαυροφόρες γυναίκες και μαυρομαντηλούσες, που διαιωνίζουν την προνομιακή μεταχείριση του αρσενικού και την αντίστοιχη υποτίμηση των κοριτσιών. Νεαρά αγόρια τους ακολουθούν «με την περιέργεια του κρητικού χωριατόπουλου, που σμίγει τη δίψα της μάθησης με την τοπικιστική περηφάνεια».[17] Ωστόσο «η νοοτροπία του μέσου Σφακιανού έχει αλλάξει στην εποχή μας», δηλώνει ο συγγραφέας προφητικά ήδη από το 1968.

Ο αφηγηματικός χώρος αποδίδεται με αναλυτικές περιγραφές: λόφοι και τα ψηλώματα, ορεινοί όγκοι και πεδινές ζώνες, οροπέδια και καλντερίμια, γραφικά σοκάκια, μιτάτα και κτίσματα, κούμοι και ξωκκλήσια, σπίτια και αρχοντόσπιτα. Τα περισσότερα καμωμένα από την πέτρα των σφακιανών βουνών, ενισχυμένα για πιότερη αντοχή από μεγάλα «σταχτιά αγκωνάρια στις γωνιές», με «πελεκητές καντονάδες» στο πλαίσιο της πόρτας. Οι αυλές περιτριγυρισμένες από ξεροτρόχαλους, συνήθως περιέχουν μισό πιθάρι ασπρισμένο, ενώ οι άσπροι τοίχοι με όλη την «ασκητική τους γυμνότητα δίνουν το ύφος της δωρικής αυστηρότητας» [18] στα μάτια του περαστικού. Στις περιγραφές του εσωτερικού χώρου διασώζονται αρχιτεκτονικά περιγραφικά στοιχεία και γλωσσικοί θησαυροί (καντούνια, πεζούλια, οντάς, το πηλοτσίκαλο, το λαβέντζι, το φουρνόφκιαρο, το πάνιστρο, η ζυμόσκαφη, τα πινάκια και τα μπακιρικά) που συνυπάρχουν με τα νεόδμητα σύγχρονα κτήρια της βιομηχανικής κατασκευής.

Εκείνο που μοιάζει ελκυστικότερο στις περιγραφές είναι η υπόμνηση της μυστηριακής σιωπής στις εικόνες των ερειπωμένων πολιτειών. Εκεί θυμόμαστε τις υπαρξιακές αγωνίες του Γιώργη Μανουσάκη, που τις γνωρίζουμε καλά από την ποίησή του και από άλλες γραφές που περιλήφθηκαν στην έκδοση Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα.[19] Μπροστά στις εικόνες αυτές ο συγγραφέας αναφωνεί «τρομάζω, καθώς νιώθω τη σκέψη μου ανήμπορη να υψωθεί πάνω από τον αδυσώπητο νόμο της φθοράς».[20] Στη σφακιανή ερημιά της Αράδαινας

«καθώς βαθαίνει η νύχτα ξυπνούν ένας ένας οι ήχοι της περασμένης ζωής στο χώρο των ερειπίων… τα φαντάσματα των ήχων κυκλώνουν τα σπίτια. Όλοι νιώθουν φόβο κι’ όμως κάθε φορά περιμένουνε με ανυπομονησία το νυχτερινό ξύπνημα των φωνών και των βημάτων της απουσίας».[21]

Έχει γραφτεί πως το Οδοιπορικό των Σφακιών διαβάζεται σαν «μυθιστόρημα πραγματικότητας και όχι φαντασίας».[22] Ίσως αυτή η αναγνωστική πρόσληψή του μας βοηθά να το δούμε σαν προμήνυμα των άλλων πεζογραφικών έργων του συγγραφέα και κυρίως των αυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων του.

Απόσπασμα εισήγησης που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση στα Χανιά στις 5.11.2007 πρς τιμήν του Γιώργη Μανουσάκη. Η εκδήλωση είχε οργανωθεί από το Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου, την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Τμήμα Δυτικής Κρήτης, υπό τον γενικό τίτλο «Η διάσταση του χώρου στο έργο του Γιώργη Μανουσάκη». Ομιλητές ήταν οι Δημήτρης Αντωνακάκης, Γιάννης Κουβαράς και ο ίδιος ο τιμώμενος συγγραφέας.

 ///

[1] Γ. Μανουσάκης, «Για μια άνθηση του πολιτισμού», Εφημερίδα των Χανίων Αλήθεια, 18.6.1987,σ.5.
[2] Α΄ ἔκδοση Κέδρος, Ἀθήνα 1980, Β΄ ἔκδοση Μίτος, Ρέθυμνο 2002, Κρατικὸ Βραβεῖο Ταξιδιωτικῶν Ἐντυπώσεων 1981.
[3] Στ. Αρτεμάκης, «Νέα Βιβλία», περ. Ραδιοτηλεόραση, 30.5-5.6.1980, σ.30. Αυτή η σφακιανή κοσμοαντίληψη άλλωστε είχε εμπνεύσει και το «Σφακιανό τρίπτυχο», που περιλαμβάνεται στην πεζογραφική συλλογή Ένα κρανίο στο κιγκλίδωμα (σ. 38-42).
[4] Απόστολος Σαχίνης, «21 Οκτωβρίου1980: Γιώργη Μανουσάκη “Οδοιπορικό των Σφακιών”, 1980, σ. 189», Νέα Πορεία, τ. 317-320, Θεσσαλονίκη, 1981, σ. 112-114.
[5] Αγγ. Φουριώτης, « Το βιβλίο κι’ εμείς», Ακρόπολις, 18.11.1980.
[6] Ανδρ. Καραντώνης, «Γ. Μ. Τρίγλυφο», Νέα Εστία, τ. 1287, 15.2.1981, σ. 273.
[7] Γ. Μανουσάκη, Οδοιπορικό των Σφακιών, Εκδόσεις Μίτος, Β΄ έκδοση, Ρέθυμνο 2002, σ. 19.
[8] Όπου παραπάνω, σ. 37 – 55.
[9] Όπου παραπάνω, σ. 70 – 94.
[10] Όπου παραπάνω, σ. 70.
[11] Όπου παραπάνω, σ. 95
[12] Όπου παραπάνω, σ. 112 – 124.
[13] Όπου παραπάνω, σ. 153.
[14] Όπου παραπάνω, σ. 167
[15] Όπου παραπάνω, σ. 189.
[16] Όπου παραπάνω, σ. 21, 35, 41, 45, 105, 147, 183.
[17] Όπου παραπάνω, σ. 45, 89.
[18] Όπου παραπάνω, σ. 48-49.
[19] Γ. Μανουσάκη, Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα, Τριάντα δύο μικρά πεζά, Οι Εκδόσεις Φίλων, Αθήνα 1999.
[20] Όπου παραπάνω, σ. 57.
[21] Όπου παραπάνω, σ. 127.
[22] Ανδρ. Καραντώνη, «Τα βιβλία, Γιώργη Μανουσάκη: «Οδοιπορικό των Σφακιών», Νέα Εστία, τ. 1287, 13.2.1981, σ. 272-274.

*

*

*