Ο Καρκαβίτσας από σύγχρονη οπτική

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

~.~

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή. Επιμέλεια Κειμένου – Επίμετρο – Γλωσσάρι Γεωργία Γκότση.  Φιλολογική Εποπτεία – Εισαγωγή Γιάννης Παπακώστας, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2025, σελ. 320.  Στο Επίμετρο δημοσιεύονται μελέτη της νουβέλας καθώς και το εκδοτικό σημείωμα της επιμελήτριας  (σ. 185-284).

Ο Κωστής Παλαμάς, εξίσου σημαντικός κριτικός, όσο και ποιητής, ακόμα και αν στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει ιδίως με τη δεύτερή του ιδιότητα, έγραφε τρία χρόνια μετά τον θάνατο Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922), εν είδει μνημοσύνου, ότι αν τον ανάγκαζαν να διαλέξει μεταξύ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Λεχαινίτη συγγραφέα, θα στεκόταν «ευλαβητικά ξέσκεπος μπροστά στον πρώτο», φιλώντας του το χέρι, τελικά όμως «θα ψήφιζ[ε] για το δεύτερο»[1]. Στις μέρες μας ίσως φαντάζει δύσκολο να αποδεχθούμε αυτή την κατά τα άλλα προκλητική και δελεαστική σύγκριση. Διαβάζοντας, εντούτοις, τη μελέτη της Γεωργίας Γκότση στο επίμετρο της νέας έκδοσης της κλασικής νουβέλας Ἡ Λυγερή, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο πεζογράφος Καρκαβίτσας αξίζει μια περίοπτη θέση στον λογοτεχνικό μας κανόνα.

Το σημαντικό γεγονός της επανεμφάνισης του Καρκαβίτσα στα γράμματά μας, το οφείλουμε στον «Σύλλογον πρὸς διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων» που ανέλαβε την πρωτοβουλία της επανέκδοσης των πεζών του Λεχαινίτη συγγραφέα (μεταξύ των οποίων πασίγνωστοι τίτλοι, όπως Ὁ Ζητιάνος και Τὰ λόγια τῆς πλώρης), συνοδευόμενων από εκτενή επίμετρα, όπου ανακεφαλαιώνεται η πρότερη σημαντική έρευνα και προτείνονται νέες προσεγγίσεις. Σε όλους τους τόμους προτάσσεται η ίδια εισαγωγή του ομότιμου καθηγητή Γιάννη Παπακώστα, φιλολογικού επόπτη της σειράς, με σκοπό τον κατατοπισμό του αναγνώστη ως προς τα ευρύτερα συμφραζόμενα της εποχής, μέσα στην οποία έζησε και έγραψε ο συγγραφέας. Στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθώ στην ίδια τη Λυγερή και στη μελέτη της Γεωργίας Γκότση: η νέα έκδοση που ετοίμασε η επιμελήτρια, διευκολύνει την επαφή των αναγνωστών με τη νουβέλα χάρη στον ορθογραφικό εκσυγχρονισμό του κειμένου, στο γλωσσάρι και τα επεξηγηματικά σχόλια που το συνοδεύουν και συμβάλλει στην επαναξιολόγηση του έργου.

Αξίζει να σημειωθεί εξαρχής ότι το επίμετρο ανταποκρίνεται πλήρως στον σκοπό του, αφού με μεστό αφηγηματικό λόγο εξετάζει όλα τα σχετικά με τη νουβέλα θέματα: τις χωροχρονικές συντεταγμένες της συγγραφικής παραγωγής της (σσ. 187-189), τους λόγους για τους οποίους ανήκει μάλλον στο είδος της νουβέλας παρά σε εκείνο του μυθιστορήματος (σσ. 190-198) και, τέλος, τις αισθητικές και ιδεολογικές παραμέτρους του κειμένου, οι οποίες εν πολλοίς προκύπτουν από το ενδιαφέρον του Καρκαβίτσα για τον Ρεαλισμό και τον Νατουραλισμό. Και τα δύο ρεύματα προέταξαν τον ρόλο του αφηγητή-παρατηρητή της πραγματικότητας, προκειμένου να αποτυπωθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και αντικειμενικότητα η ζωή των ανθρώπων, που πλέον νοούνταν όχι ως τα επίλεκτα όντα του Θεού Δημιουργού, αλλά ως ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα της υλικής πραγματικότητας. Πνευματικό τέκνο των επιστημονικών αναζητήσεων στον κόσμο της Δύσης (πρωτίστως της θεωρίας της εξέλιξης του Καρόλου Δαρβίνου) και των ασφυκτικών οικονομικών συνθηκών που δημιούργησε στη διάρκεια του 19ου αιώνα ο ραγδαία αναπτυσσόμενος καπιταλισμός, ο ευρωπαϊκός Νατουραλισμός ανέδειξε τη Φύση/Βιολογία ως καθοριστικό παράγοντα του ανθρώπινου προσδιορισμού. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό που αναζητούσαν στη Φύση την αθωότητα ή το συναισθηματικό καταφύγιο του ατόμου, ο Νατουραλισμός έβλεπε στο πρόσωπό της το αποθετήριο των υποσυνείδητων «ζωικών» ενστίκτων του ανθρώπου, δηλαδή τη θέληση για επιβολή και, συνεπακόλουθα, την τάση δημιουργίας κοινοτήτων (γρ. κοινωνικών τάξεων) με κοινά οικονομικά συμφέροντα. Η Φύση έτσι προσλάμβανε μαζί με τον βιολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι τα έμφυτα χαρακτηριστικά ήταν η βάση, επί της οποίας κατασκευάζονταν οι εφήμερες κοινωνικές συμβάσεις συγχρονικά και διαχρονικά.

Στη Λυγερή εντοπίζονται ουσιώδη χαρακτηριστικά του θεωρητικού πλαισίου του Νατουραλισμού, παρότι η αφηγηματική τεχνική δείχνει να προκύπτει μέσα από τη δημιουργική μείξη παλαιών και νέων τρόπων γραφής (σ. 215): Ο παρεμβατικός αφηγητής, η ρομαντική νοσταλγία για την αγνή επαρχία, η λαογραφική περιέργεια και, τέλος, ο αφηγητής-παρατηρητής (το πιο «μοντέρνο» στοιχείο για τη στιγμή της πρώτης δημοσίευσης της νουβέλας, εν έτει 1890), όλα τούτα όντως συνυπάρχουν μέσα στο κείμενο. Το ερώτημα πάντως είναι αν αυτά υπόκεινται στο συγγραφικό σχέδιο του δημιουργού τους ή αν ο νεαρότατος τότε πεζογράφος (μόλις 25 ετών) χάθηκε μέσα στα πολλαπλά αιτήματα της εποχής του, επιτρέποντας στη φιλοδοξία του να ξεπεράσει κατά πολύ τις δυνατότητές του. Από τις παρατηρήσεις της επιμελήτριας δελεάζεται κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας στ’ αλήθεια ακολουθούσε μια συνειδητή πορεία, η οποία οδήγησε τη γραφή του, από τον ειδυλλιακό ρομαντισμό και το ήπιο μελόδραμα του πρώτου μέρους, στην ψυχρή αποτύπωση της αφομοιωτικής επίδρασης του περιβάλλοντος στην ηρωίδα του. Σύμφωνα με αυτή, η Ανθή, κλασικό γυναικείο θύμα των συνθηκών, μετατρέπεται από καταπιεσμένο υποχείριο της πατριαρχίας σε κυρία της νέας μορφής ζωής που την περιμένει μετά τον γάμο της με τον μεσόκοπο βοηθό του έμπορα πατέρα της – γάμο που αποφασίστηκε ερήμην της.

Στην ουσία, η «νατουραλιστική σύμβαση» υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της πλοκής, αφού ο Καρκαβίτσας συνάπτει τον χώρο και τον υλικό πολιτισμό με την έννοια του κοινωνικώς ανήκειν (σ. 220 και 238 κ.ε.). Ο λεβέντης καρολόγος συγχωριανός, δηλαδή ο αμαξάς για τον οποίο η Λυγερή τρέφει ερωτικά αισθήματα, κινείται στον εξωτερικό χώρο της φύσης, ενώ ο έμπορος που αναγκάζεται να παντρευτεί κυριαρχεί στον περίκλειστο, αλλά υλικώς υπέρ-αυτάρκη κόσμο του μαγαζιού και του σπιτιού. Οι τελευταίες αράδες του κειμένου σηματοδοτούν τον θρίαμβο του νέου τρόπου σκέψης: «Ἡ Φύσις, ἡ παντοδύναμος θεά» (σ. 183) κατακτά τη Λυγερή και της απονέμει τους νέους ρόλους της: Σύζυγος και μητέρα του άντρα που προηγουμένως αποστρεφόταν, αλλά στον οποίο τώρα επιλέγει συνειδητά να υποταχτεί. Όσο σαφείς και αν είναι οι νατουραλιστικές συνυποδηλώσεις εδώ, πρόκειται για ένα τέλος που προβλημάτισε την έρευνα. Πώς η Λυγερή προδίδει την προηγούμενη της εσωτερική ζωή έτσι εύκολα και μάλιστα για χάρη του καταπιεστικού περιβάλλοντος που της κατέστρεψε την ευτυχία; Περαιτέρω, ο ματαιωμένος έρωτάς της δίνει ξαφνικά τη θέση του στη φθονερή ικανοποίηση της ηρωίδας για την επερχόμενη οικονομική εξόντωση την οποία νομοτελειακά θα υποστεί ο πρώην αγαπημένος της καθώς δεν ανήκει στον αστικό κόσμο αξιών της εμπορικής συναλλαγής και της αποταμίευσης. Ποια είναι τελικά η στάση του αφηγητή απέναντι στη Λυγερή; Τη συμπονεί για την αδικία που υπέστη ή τη σαρκάζει για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να τη διαχειριστεί; Ακόμα κι έτσι όμως, ο αφηγητής άραγε δεν μοιάζει σαν να προδίδει τον εαυτό του, υποπίπτοντας σε ιδεολογικές αντιφάσεις, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι η «αστική μεταμόρφωση» της γυναίκας αποτελεί την επιβεβλημένη εξέλιξη των πραγμάτων; (σ. 257)

Η επιμελήτρια κομίζει τη δική της απάντηση στο ερώτημα, αφού πρώτα ανακεφαλαιώσει τις παλαιότερες ερμηνευτικές αναγνώσεις πάνω στο φινάλε της νουβέλας. Η ειρωνεία του αφηγητή κρατά το κλειδί της τελικής σκηνής. Κοινώς, η ηρωίδα «αφομοιώνεται» στο νέο της περιβάλλον διότι απλά έτσι λειτουργούν οι «φυσικοί» (δηλαδή κατά βάση «κοινωνικοί») κανόνες· το μόνο που πρέπει να κάνει είναι ενστικτωδώς να επιβιώσει και να επιβληθεί στον νέο χώρο που κατοικεί, να θέσει δηλαδή σε λειτουργία τη δαρβινική διαδικασία της «επιβίωσης του ικανότερου». Ο αφηγητής, όπως και η Λυγερή, δεν έχει επιλογή πλέον: τα πράγματα ακολουθούν τη δική τους «φυσική» πορεία. Με τα λόγια της επιμελήτριας: «Ο αφηγητής διαπιστώνει μόνο με πικρή νηφαλιότητα την επικράτηση αυτών των κοινωνικών φαινομένων που τείνουν να γίνουν “φυσικά”» (σ. 259). Επομένως, σιωπηρά φαίνεται να επικρίνει τη μετατροπή της καταπιεζόμενης γυναίκας σε (έμμεση τουλάχιστον) καταπιέστρια, αλλά το κενό της σιωπής του αφήνει περιθώριο στους αναγνώστες για την έκφραση διαφορετικών ερμηνευτικών απόψεων.

Ας μου επιτραπεί εδώ η σύντομη τούτη παρέκβαση, η οποία καθίσταται δυνατή ακριβώς επειδή το πλούσιο επίμετρο γονιμοποιεί τη σκέψη μας, οδηγώντας το σε νέες κατευθύνσεις (αφορμώμαι από τις σσ. 234-236). Η επιμελήτρια υπογραμμίζει την κριτική ματιά της νουβέλας απέναντι στην ανάδυση μίας επιθετικής νέας τάξης, εκείνης των εμπόρων, που απειλούν την ύπαρξη της προηγούμενης αγροτικής ζωής. Αξίζει, θαρρώ, να αναλογιστούμε πώς αλλάζει η εικόνα του εμπόρου μέσα σε έναν αιώνα: ο αστός έμπορος καταβιβάζεται αξιακά από τον εθνικόφρονα πρωτοπόρο, φορέα της αναζωογονητικής νεωτερικότητας, στα τέλη του 18ου αιώνα (ας θυμηθούμε τη λογοτεχνική του αποτύπωση ως ανατρεπτικής δύναμης του παλαιού καθεστώτος στο Σχολεῖον τῶν ντελικάτων ἐραστῶν του Ρήγα Φεραίου) στον αποκρουστικό αδηφάγο δράκοντα έναν αιώνα αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα. Πώς το εθνικώς αναγκαίο και επωφελές μεταβάλλεται σε εθνικώς επιζήμιο και ολέθριο; Έχει, πιστεύω, ενδιαφέρον να δούμε τη Λυγερή και υπό αυτό το πρίσμα, μέσα στη νοητή διαχρονία της.

Κλείνοντας, ας υπενθυμίσουμε ότι στην πρώτη δημοσίευση της νουβέλας στο περιοδικό Ἑστία ο Καρκαβίτσας ήταν μόλις 25 ετών. Η νέα έκδοση που έχουμε στα χέρια μας στηρίζεται μεν στην τελική μορφή που έδωσε ο Καρκαβίτσας στη νουβέλα στα 1920 (άξιο λόγου είναι το σημείωμα της επιμελήτριας για τις διαδοχικές γραφές του κειμένου στις σσ. 261-271), αλλά ο βασικός πυρήνας του πεζογραφήματος παρέμεινε αναλλοίωτος μέσα στα χρόνια. Εν συγκρίσει, ο ώριμος Παπαδιαμάντης αρχίζει το 1887, με το διήγημα «Τὸ χριστόψωμο». Ο Σκιαθίτης ήταν τότε 36 ετών. Βέβαια το δικό του επίτευγμα προηγείται κατά τρία χρόνια, αλλά πόση σημασία μπορεί να έχει αυτή η διαπίστωση; Πλέον φαίνεται ότι ο Κωστής Παλαμάς είχε ταυτόχρονα δίκαιο και άδικο, καθώς τόσο ο Παπαδιαμάντης, όσο και ο Καρκαβίτσας, στις καλύτερες στιγμές τους ήταν άξιοι και για τις δύο τιμητικές χειρονομίες που ανέφερε ο μεγάλος ποιητής. Νομίζω πως, σε ό,τι αφορά τη Λυγερή, η καινούργια σχολιασμένη έκδοση που μας προσφέρεται, συνοδευόμενη από πλούσιο ιστορικό και φιλολογικό σχολιασμό, πλήρη και μεθοδική επεξήγηση των εκδοτικών αρχών που υιοθετήθηκαν, καθώς και από πολύτιμο γλωσσάρι που διευκολύνει την κατανόηση του πρωτοτύπου, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό.

///
[1] Κωστής Παλαμάς, «Και ο Καρκαβίτσας;», εφ. Ελεύθερος Λόγος (02.11.1925), σελ. 1-2 (2) [= Άπαντα, τόμ. 10, Αθήνα: Μπίρης, 1972, σ. 324-327].

*

*

*