Natasha Lvovich, Μεταφορές*

*

In Memoriam:
Στην αγαπημένη φίλη και διακεκριμένη ποιήτρια
Wendy Barker, της οποίας η ελαφρότητα και η δεξιοτεχνία
υπήρξαν πηγή έμπνευσης και ενθάρρυνσης

Το ελαιόλαδο θα μου κρατήσει πολύ,
σαν το αγνό λάδι του Χανουκά, που κράτησε
οκτώ μέρες αντί για μια –
το θαύμα που έσωσε τον Ναό.
Το μπουκάλι είχε σφραγιστεί
προστατευμένο μέσα στα ρούχα μου—
ούτε μια σταγόνα δεν χύθηκε
στις αποσκευές—
ταξίδεψε ακέραιο ως την Αμερική.

Εκείνο το πολύτιμο λάδι,
με φειδώ το φύλαγα για τις σαλάτες,
γευόμουν κάθε σταγόνα,
όπως κάθε στιγμή στην Ελλάδα,
ανάμεσα σε ερείπια λαμπρά και ευρήματα,
στους δρόμους της Αθήνας, στα μουσεία, στο μετρό. Μια φορά,
μια σεβαστή κυρία στο τραμ με αγκάλιασε
όταν έμαθε
από πού είμαι — είμαι από τη Νέα Υόρκη.

Οι ελιές είχαν μαζευτεί
από την οικογένεια της Εύας — τρεις γενιές —
από δέντρα αρχαία σαν τα ερείπια
και που, όπως εκείνα, στέκονται ακόμη·
και φυτρώνουν παντού στην εξοχή
και στο μικρό χωριό
όπου όλοι,
όπως η Εύα, λέγονται Μαραγκός: ο πατέρας,
τα ξαδέλφια, οι θείοι, οι θείες,
δεν μιλούσαν αγγλικά
μα μου άπλωναν τα χέρια
και γελούσαν με όλη τους
την καρδιά. Κάπως τους κατάλαβα
μέσα από μεταφορές — μεταφράσεις, μεταθέσεις,
μεταβιβάσεις ανθρώπων. Κι οι αγκαλιές ήταν πιο ζεστές
απ’ της οικογένειας και των φίλων μου,
και πιο γλυκές από εκείνα τα χριστουγεννιάτικα γλυκά,
τα πασπαλισμένα με άχνη, σαν χιόνι.
Δεν ήταν στην εποχή τους τότε οι ελιές,
αλλά πορτοκάλια και μανταρίνια
στόλιζαν τους δρόμους, σαν χριστουγεννιάτικα φώτα στα δέντρα,
και κείτονταν στα πεζοδρόμια να σαπίζουν,
σαν σκουπίδια στους δρόμους του Μπρούκλιν:
τα πατάς και πετιέται ο χυμός
πάνω στη γόνιμη γη—
και οι βιταμίνες σαν να ρέουν
από τον τάφο του Αγαμέμνονα…

που είναι ακριβώς εδώ,
στο χωριό Μαραγκός,
σαν ένα μπακάλικο σε γωνία της Νέας Υόρκης.
Όταν προφέρω τα αρχαία τους ονόματα,
Χρίστος, Αθηνά, Καλλιόπη, Ευαγγελία φυσικά,
ακούω αντίλαλους από εποχές χαμένες και σύνορα
που ξαναχαράχτηκαν, μεταφυτεύτηκαν και μεταφέρθηκαν
στις παιδικές ηλικίες πολλών γενεών
από τους «Ελληνικούς Μύθους

και Θρύλους».
Αυτό ήταν το βιβλίο που λάτρευε κάθε παιδί στη Ρωσία.
Και τώρα βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό—και τα ελληνικά του
συγχρονίζονται στη μετάφραση
με τα κυριλλικά γράμματα
στα ρωσικά μου μάτια και αυτιά.
Είναι το Άλφα, το Γάμμα, το Λάμδα
χαραγμένα κάπου στον ιππόκαμπο
μεταφερμένα μέσω του Λόγου-Κόσμου-Χρόνου…;

Μεταφερόμαστε
από την Παλαιστίνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη;
γινόμαστε και εμείς μεταφορείς, υβρίδια, μίξεις, συγγένειες;
Το νιώθω, περίεργα,
κάθε φορά που βλέπω ένα φορτηγό
να ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας
με τη επιγραφή «μεταφορές» στο πλάι του.
Για την Πρωτοχρονιά,
αφθονία εδεσμάτων

παρασκευασμένων από τη μητέρα της Εύας, την Αθηνά,
που έφτιαξε και την «ολιβιέ», τη ρώσικη σαλάτα,
και την ουκρανική «βισνιόβκα».
Μαθαίνω την ιστορία του προπάππου της, του Γιάννη,
που έζησε στη Ρωσία,
και του οποίου η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα
κατά τη Ρωσική Επανάσταση.
Παντρεύτηκε άλλη μια μετανάστρια που έφυγε από τη Μικρά Ασία
και το όνομά της ήταν Ευαγγελία…

Η ιστορία της φυγής επαναλήφθηκε
όταν η μητέρα και ο πατέρας της Εύας
μετανάστευσαν στην Αμερική και μετά επέστρεψαν στην Ελλάδα
και ίδρυσαν μια ναυτιλιακή εταιρία.
Και τα παιδιά τους έγιναν κι αυτά «διακρατικοί»
και απέκτησαν αμερικανικά πτυχία
και διαβατήρια. Η Εύα ήταν φοιτήτριά μου
και μελέτησε τη μεταφορά των κόκκινων και
λευκών ρόδων, αμερικάνικων και ελληνικών…

Στην Ελλάδα, ταξιδεύω πίσω στον χρόνο
αλλά και στον χώρο, πίσω στο ρωσικό μου παρελθόν,
στη συλλογικότητα της εβραϊκής μου οικογένειας,
που είχε κλειστεί μέσα σε μεσαιωνικό φρούριο για να επιβιώσει,
και έπειτα μετανάστευσε δραπετεύοντας
από το φρούριο-φυλακή και άθελά της αγκάλιασε
τον ατομισμό… δεν χρειάζεται πια
να κρύβεσαι πίσω από τα τείχη
ούτε να κρατιέσαι από τη mishpocheh για να επιβιώσεις.

Στην Ελλάδα, όμως, με παιδεύει ένας άλλος πόθος,
όταν ακούω στο ραδιόφωνο μια μελωδία που αναγνωρίζω—
Μίκης Θεοδωράκης.
Ταξιδεύω στα φοιτητικά μου χρόνια, σ’ έναν φίλο
του οποίου ο πατέρας ξέφυγε απ’ τον εμφύλιο στην Ελλάδα και παντρεύτηκε
μια Εβραία στην Τασκένδη.
Πίναμε Μεταξά, χορεύαμε συρτάκι,
και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Μουστάκι, Métèque
(“. . . de juif errant, de pâtre grec . . . ”)

Στην Ελλάδα, πενθώ τη χαμένη νιότη μου
και γιορτάζω την ελευθερία μου.

Είναι μυστήριο, πώς η μεταφορά
του Χανουκά, του μενορά
και του αιώνιου ελαιόλαδου
διασχίζει ηπείρους και εποχές
ξυπνώντας την ιστορία των συγκρούσεων,
των πολέμων, της αντίστασης, των αγώνων,
της διατήρησης της εβραικής πίστης κόντρα στον εξελληνισμό·
κι όμως, στην Ελλάδα
ένιωσα την κοσμική έλξη

της οικουμενικής μεταφοράς*
αυτής της πρωτογενούς και ανθρώπινης καταγωγής
από τη σύντηξη των αισθήσεων
που γεννήθηκαν
πριν την Αρχαιότητα και τους πολιτισμούς,
τους Μινωικούς και Ιουδαϊκούς, ή Βενετσιάνικους και Βυζαντινούς,
πριν από καθορισμένες ιδεολογίες, θρησκείες,
και πολύ πριν το μίσος,
που αυτές γέννησαν.

«Μεσογειακή φαίνεσαι», μου λένε.
«Γεια σας», απαντώ, με γνήσια ελληνική προφορά,
όταν μου μιλούν στα ελληνικά.

Μετάφραση Αρίστη Τρεντέλ

*ελληνικά στο πρωτότυπο

________________________________________

Η Natasha Lvovich είναι συγγραφέας και μελετήτρια της πολυγλωσσίας και της δημιουργικότητας. Κατάγεται από τη Ρωσία και διδάσκει στο City University of New York. Έχει γράψει μια συλλογή αυτοβιογραφικών αφηγήσεων με τίτλο The Multilingual Self. Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά (Life Writing, New Writing), ανθολογίες (Lifewriting Annual, Anthology of Imagination & Place) και λογοτεχνικά περιοδικά (Post Road, Nashville Review, Two Bridges, bioStories, NDQ, Epiphany, New England Review, Hippocampus Magazine, Jewish Fiction). Οι δημιουργικές της καινοτομίες περιλαμβάνουν κείμενα μικτής μορφής που εστιάζουν στην τέχνη και την εξορία. Είναι αρχισυντάκτρια του Journal of Literary Multilingualism, που εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Brill. Η πρώτη δημοσίευση του παρόντος ποιήματος στα αγγλικά έγινε στο CounterText  10, 1, 2024.

*

*

*