*
του ΚΩΣΤΑ ΦΩΤΙΟΥ
Πραγματοποιώντας την πρώτη της κυκλοφορία στην Ιταλία το 1806, η Ελληνική Νομαρχία θεωρείται ένα από τα τρία πιο καταγγελτικά κείμενα της περιόδου πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Τα άλλα δύο είναι το έργο Περί θεοκρατίας, του Χριστόδουλου Παμπλέκη, που δημοσιεύτηκε από τους μαθητές του μετά τον θάνατό του το 1793, και ο Λίβελος κατά των αρχιερέων, ενός ανώνυμου συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε στη Σμύρνη το 1810. Κοινή συνισταμένη των τριών κειμένων είναι η σφοδρότητα με την οποία καταγγέλλεται η στάση της Εκκλησίας απέναντι στις απελευθερωτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Διαδραματίζοντας τον ρόλο του θεματοφύλακα των πνευματικών αξιών των χριστιανικών πληθυσμών καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Εκκλησία θα έπρεπε να υπερθεματίζει ως προς τα προτάγματα για την απελευθέρωση του ποιμνίου της. Αντίθετα, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες συγγραφείς, η Εκκλησία στεκόταν εχθρικά διακείμενη σε οποιαδήποτε θεωρητική ή έμπρακτη προσπάθεια αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης στην προοπτική της ελευθερίας.[1]
Πώς ορίζεται όμως στην Ελληνική Νομαρχία η έννοια της ελευθερίας; Για τον Ανώνυμο συγγραφέα της, «η ελευθερία είναι η υπακοή εις τους νόμους».[2] Ο Κιτρομηλίδης (2009) επισημαίνει την αντιπαραβολή της έννοιας της νομαρχίας σε εκείνη της μοναρχίας. Με αυτό το έξυπνο παιχνίδι του αναγραμματισμού ανάμεσα στις λέξεις «νομαρχία» και «μοναρχία», ο Ανώνυμος συγγραφέας καθιστά ολοφάνερο τον στόχο της κριτικής του. Η μοναρχία είναι το πολίτευμα στο οποίο επιτίθεται, θέτοντας ως εναλλακτική λύση το πολίτευμα της νομαρχίας [= νόμος + άρχω] και καταδεικνύοντας, αρχής γενομένης ήδη από τον τίτλο του έργου, ότι η ελευθερία είναι η κατάσταση όπου το άτομο και το έθνος δεν τα άρχουν πάρα οι νόμοι –ο πλήρης τίτλος του έργου είναι Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας. Κατά τον Νούτσο (2005), ο ορισμός της έννοιας της ελευθερίας ως υπακοής στους νόμους δεν δείχνει πάρα την άμεση επιρροή του Ανώνυμου συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας από τις θέσεις του Μοντεσκιέ και του Ρουσσώ, όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στα γαλλικά συντάγματα του 1791 και ιδιαίτερα του 1793.
Σύμφωνα με τη Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη (2001), η ελευθερία του ατόμου στην Ελληνική Νομαρχία συνδέεται με την ελευθερία του έθνους και πραγματώνεται μέσω της επανάστασης ενάντια στην τυραννία των Οθωμανών. Ο Ανώνυμος συγγραφέας, πραγματοποιώντας έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στην ελευθερία και στην ευδαιμονία[3], διατείνεται ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος βρισκόταν σε μια κατάσταση φυσικής ευδαιμονίας, επειδή κατάφερνε να βρίσκει μόνος του την τροφή του και να διαφεντεύει ο ίδιος τον εαυτό του.[4] Η περίοδος της φυσικής ευδαιμονίας τερματίστηκε όταν ο άνθρωπος, έχοντας εκ φύσεως την ιδιότητα της ορθολογικής σκέψης[5], η οποία τον ωθεί διαρκώς να επιδιώκει τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής του, προβαίνοντας σε ενέργειες που υποθέτει ότι μεγιστοποιούν την αναμενόμενη ωφέλεια[6], και επειδή «δεν ηθέλησεν να ευχαριστηθή με την σημερινήν τροφήν, αλλ’ εζήτησε να προετοιμάση και δια την αύριον»[7], κάλεσε σε βοήθεια τους άλλους ανθρώπους.[8] Η ανάγκη της αλληλοβοήθειας και το πνεύμα της οικονομίας τον οδήγησε από την προκοινωνική κατάσταση της ευδαιμονίας στην κοινωνική κατάσταση, υπό την οποία έχασε τη φυσική του ελευθερία «και έγινεν δούλος όχι μόνον του εαυτού του, και άλλων, αλλά και των ίδιων άψυχων πραγμάτων».[9]
Η ανωτέρω θέσεις του Ανώνυμου συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας είναι εμφανώς επηρεασμένες από τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και κυρίως από εκείνες του Ρουσσώ. Παρότι η έννοια της ευδαιμονίας αναφέρεται στον Αριστοτέλη, η κοινωνική και πολιτική σημασία που της αποδίδεται σε σχέση με την ελευθερία παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο η έννοια της ευτυχίας, έτσι όπως την επεξεργάστηκαν ο Τυργκό, o Ρουσσώ, o Ελβέτιος και ο Χόλμπαχ, εντάσσεται στο πρώτο κιόλας άρθρο του γαλλικού Συντάγματος του 1793: «ο σκοπός της κοινωνίας είναι η καθολική ευτυχία».[10] Επιπλέον, παρότι η θέση ότι ο άνθρωπος διαθέτει εκ φύσεως την ιδιότητα της λογικής σκέψης αναφέρεται σαφώς στο ζώον λογικόν του Αριστοτέλη, η τάση που απορρέει από αυτή την ιδιότητα να βελτιώνει τις συνθήκες της ζωής του παραπέμπει στην perfectibilite του Ρουσσώ. Επίσης, η θέση περί φυσικής, προκοινωνικής ζωής του ανθρώπου αποτελεί άμεση αναφορά στην ιδέα του etat de Nature του Ρουσσώ, με την οποία συνηγορεί και ο Κοραής, αναφέροντας ότι «ο άνθρωπος εις την κατάστασιν της φύσεως, ολίγον διαφέρει από τα θηρία».[11] Οι ρουσσωικές επιρροές εμφανίζονται ακόμη στη θέση ότι ο άνθρωπος από ένα σημείο και ύστερα ανέπτυξε οικονομικό πνεύμα, αλλά και στη θέση ότι η οργανωμένη κοινωνία, η societe civile κατά τον Ρουσσώ, αφαίρεσε τη φυσική του ελευθερία.[12] Βέβαια, η άμεση επιρροή της Ελληνικής Νομαρχίας από τους στοχαστές του Διαφωτισμού δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας της δεν ήταν ενήμερος για το έργο του Αριστοτέλη ή άλλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Σημαίνει ότι η ανάγνωση των ιδεών του Αριστοτέλη πραγματοποιείται από τον Ανώνυμο συγγραφέα υπό το πρίσμα του τρόπου που επεξεργάστηκαν αυτές τις ιδέες οι στοχαστές του Διαφωτισμού.
Προκειμένου ο άνθρωπος να ξαναβρεί την ευδαιμονία εντός, πλέον, της κοινωνικής ζωής και με δεδομένο ότι η φυσική ζωή είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, έπρεπε, σύμφωνα με τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, να οργανώσει την κοινωνία στη βάση ενός πολιτεύματος, δηλαδή στη βάση ενός τρόπου διοίκησης –άποψη που επίσης απηχεί τις ιδέες του Διαφωτισμού. Έργο της διοίκησης θα ήταν να εναρμονίζει τις αντικρουόμενες ανάγκες, επιθυμίες και συμφέροντα των ατόμων στην προοπτική της κοινής ευημερίας. Για να το καταφέρει, θα έπρεπε να εξασφαλίζει την ευημερία στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων, διότι η εξασφάλιση της ευημερίας όλων των ατόμων ανεξαιρέτως θεωρείται κάτι αδύνατο.[13] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανώνυμος συγγραφέας: «είναι αναγκαίον οι ολιγότεροι να υπακούουν εις την θέλησιν των περισσοτέρων, και μην όντας δυνατόν να είναι όλοι ευτυχείς, καν να είναι οι περισσότεροι».[14] Σύμφωνα με τον Κιτρομηλίδη (2009), η αρχή της ωφελιμότητας, η οποία διακρίνεται εμφανώς στην εν λόγω διατύπωση της Ελληνικής Νομαρχίας, προέρχεται από το έργο τον Μπεκαρία, έτσι όπως την εισέπραξε και την εδραίωσε ως πολιτική αρχή ο Μπένθαμ.
Ακολουθώντας, σύμφωνα με τον Νούτσο (2005), μια εξελικτική πορεία των πολιτευμάτων στη λογική αρχαίων Ελλήνων στοχαστών, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος, αλλά και νεότερων, όπως ο Μακιαβέλι, ο Χόμπς, ο Πούφεντορφ, ο Μοντεσκιέ και ο Ρουσσώ, ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας θεωρεί ότι το πρωτόγονο σύστημα, κατά το οποίο «η φύσις ήτον αντί των νόμων»[15], αντικαταστάθηκε από ένα έκνομο καθεστώς αναρχίας, όπου την εξουσία, άρα και την ελευθερία, απολάμβαναν αυθαίρετα οι ισχυρότεροι, οι οποίοι βάλθηκαν να καταπιέζουν ανεξέλεγκτα τους πιο αδύναμους: «εκεί φόνοι, εκεί αδικίαι, εκεί τέλος πάντων μύρια αναγκαία πλυμμελήματα έως τότε αγνώριστα».[16] Η εν λόγω θέση παραπέμπει στο bellum omnium in omnes του Χομπς.[17] Επακόλουθο των ανισοτήτων που προέκυψαν από το καθεστώς της αναρχίας ήταν το πολίτευμα της μοναρχίας, όπου ελεύθερος ήταν μόνο ένας, εκείνος που ασκούσε την εξουσία επί των υπολοίπων. Η μοναρχία, «μετ’ ου πολλού μεταβληθείσα εις τυραννίαν»[18], οδηγούσε να ασκεί κανείς την εξουσία «ως ημίθεος»[19], έχοντας δηλαδή τη δυνατότητα να αποφασίζει ακόμα και για το ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Με την τελευταία μορφή καθεστώτος έμοιαζε, κατά τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, το καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας. Αποτελούσε επομένως επιτακτική ανάγκη η μετάβαση σε ένα άλλο, δίκαιο πολίτευμα, το οποίο ο ίδιος αποκαλεί νομαρχία και το οποίο θα επερχόταν μέσω της επανάστασης. Θα μπορούσαμε σε αυτό το σημείο να ισχυριστούμε ότι η εξελικτική πορεία των πολιτευμάτων, όπως παρουσιάζεται στην Ελληνική Νομαρχία, αποτελεί για τον Ανώνυμο συγγραφέα μια νομοτελειακή διαδικασία, κατά το ντετερμινιστικό, οικουμενιστικό και ουμανιστικό θεωρητικό πρότυπο του Καντ. Διατυπώσεις όπως «η ανθρωπότης[…] αναγκαίως, εχρειάσθη να βασανισθή όχι ολίγον καιρόν»[20] ή «εδίδαξαν την ανθρωπότητα να εύρη μίαν διοίκησιν»[21], συγκλίνουν σε αυτόν τον ισχυρισμό, διότι γίνεται χρήση όρων που παραπέμπουν σε μια νομοτελειακή αναγκαιότητα («αναγκαίως») και σε μια καθολικότητα («ανθρωπότητα»).
Η νομαρχία για τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας δεν είναι τόσο ένα πολίτευμα όσο ένας τρόπος άσκησης του πολιτεύματος στα πλαίσια του έθνους. Αυτό διότι το διοικητικό σύστημα της νομαρχίας είναι δυνατό να ασκείται τόσο εντός ενός δημοκρατικού όσο και εντός ενός αριστοκρατικού πολιτεύματος. Εάν ένα έθνος έχει δημοκρατία ή αριστοκρατία είναι σχετικά αδιάφορο διότι εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες όπως το πλήθος του λαού και το γεωγραφικό κλίμα. Επειδή η δημοκρατία είναι επίφοβο να εκπέσει σε αναρχία και η αριστοκρατία σε ολιγαρχία, δηλαδή σε ανελεύθερα καθεστώτα, η νομαρχία διαφυλάσσει τον ορθό και δίκαιο τρόπο άσκησης των εν λόγω πολιτευμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, η νομαρχία εξασφαλίζει την ελευθερία όλων των ανθρώπων μέσω της υπακοής τους, όχι σε κάποιο άτομο που έχει επιβληθεί δια της ισχύος, αλλά σε νόμους, στους οποίους οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν παραχωρήσει αυτοβούλως την εξουσία και «τους οποίους διέταξαν αυτοί οι ίδιοι, και υπακούοντάς τους καθείς υπακούει εις την θέλησίν του, και είναι ελεύθερος».[22] Η πειθαρχία στους νόμους δεν προέρχεται ούτε από φόβο ούτε από επιθυμία για επιβράβευση «αλλά από την κατηγορική προσταγή του ηθικού νόμου και την πίστη στην αξία του δικαίου και των νόμων».[23] Η ιδέα ότι τόσο η δημοκρατία όσο και η αριστοκρατία είναι δυνατό να αποτελούν ιδανικά πολιτεύματα προέρχεται από τον Αριστοτέλη, έτσι όπως την επεξεργάζεται ο Μοντεσκιέ, αναφέροντας ότι «η republique μπορεί να συγκροτηθεί είτε ως δημοκρατία[…] είτε ως αριστοκρατία»[24], αλλά και ο Ρουσσώ, επισημαίνοντας ότι δημοκρατικό θεωρείται «κάθε κράτος που κυβερνιέται με νόμους, όποια διοικητική μορφή και αν έχει»[25], καθώς και ότι «κάθε μορφή κυβέρνησης δεν ταιριάζει σε κάθε χώρα».[26]
Η ελευθερία θεωρείται από τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας φυσική ιδιότητα του ανθρώπου.[27] Από την ομοείδεια του ανθρώπινου γένους προκύπτει το αναντίρρητο δικαίωμα καθενός στην ελευθερία, η οποία ως φυσικό γνώρισμα τον ωθεί να πολεμά για την κατάκτησή της και της οποίας η απουσία είναι δυνατό να τον οδηγήσει στον θάνατο.[28] Η αναγωγή των δικαιωμάτων του ατόμου στη φύση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Ανώνυμος συγγραφέας, προέρχεται όχι μόνο από τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Μακιαβέλι, του Μοντεσκιέ και του Ρουσσώ, αλλά και από τις θεωρητικές επεξεργασίες του Ρήγα Φεραίου, όπως αυτές διατυπώνονται κυρίως στο έργο Νέα Πολιτική Διοίκησις, το 1797, καθώς και από εκείνες του Αδαμάντιου Κοραή, όπως διατυπώνονται στα προλεγόμενα του έργου του Μπεκαρία Περί αμαρτημάτων και ποινών, το 1802.[29] Η ιδέα περί φυσικής αναγκαιότητας, η οποία ωθεί στην αναζήτηση της ελευθερίας, μπορούμε και σε αυτό το σημείο να ισχυριστούμε ότι αναδεικνύει την ντετερμινιστική προσέγγιση της ελευθερίας από τον συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, στα πρότυπα του Καντ.
Απέναντι στο τυραννικό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, του «βδελυρωτάτου δεσποτισμού»[30], όπως τον αποκαλεί ο Ρήγας Φεραίος, ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας προτάσσει την επιτακτική ανάγκη της επανάστασης για την επανάκτηση της ελευθερίας. Η επανάκτηση της ελευθερίας θεμελιώνεται, κατά τον συγγραφέα, τόσο στις επιθυμίες του πατριωτισμού όσο και στη λογική της ιστορίας –άλλη μια άποψη που αντανακλά τις ιδέες του Διαφωτισμού. Η διοικητική και κοινωνική αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η εξάπλωση των επαναστατικών προταγμάτων του Διαφωτισμού και το πνεύμα της αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων, το οποίο δεν έσβησε καθ’ όλη τη διάρκεια της τυραννίας εξαιτίας της θρησκευτικής ετερότητας, του αποκλεισμού από την εξουσία αλλά και της βούλησής τους, μαρτυρούν την ιστορική αναγκαιότητα της επερχόμενης πραγμάτωσης της ελευθερίας.[31]
Ωστόσο, το διοικητικό σύστημα της νομαρχίας δεν προτείνεται από τον Ανώνυμο συγγραφέα μόνο για την αντικατάσταση του τυραννικού καθεστώτος, αλλά και για την τιθάσευση της επαναστατικότητας, προκειμένου να αποφευχθεί κάποια έκνομη κατάσταση αναρχίας.[32] Η Ελληνική Νομαρχία, παρότι ριζοσπαστική ως προς την αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας, διακρίνεται από μια μετριοπάθεια ως προς την εγκαθίδρυση του μεταεπαναστατικού καθεστώτος, η οποία χαρακτήριζε το φιλελεύθερο πνεύμα της περιόδου κατά την οποία συγγράφηκε, δηλαδή της ανόδου του Ναπολέοντα. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, η πολιτική ισότητα που εξασφαλίζει η νομαρχία δεν συνεπάγεται και κοινωνική ισότητα, «δια να μην απατηθώσιν όσοι ήθελαν νομίσει να εύρωσιν εις αυτήν την διοίκησιν μίαν απόλυτον ομοιότητα».[33] Με τη θέση αυτή συνηγορούν τόσο ο Ρήγας Φεραίος όσο και ο Αδαμάντιος Κοραής, με τον τελευταίο να διατείνεται ότι το πολίτευμα
«[…]δεν αναιρεί, ουδέ ν’ αναιρέση δύναται, καμμίαν από τας αναγκαίας εις την πολιτείαν ανισότητας· τας περιορίζει μόνον και τας κανονίζει όλας».[34]
Όπως αναφέρει η Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη (2001), θα πρέπει να διαβάσουμε την Ελληνική Νομαρχία υπό το πρίσμα του «εκσυγχρονιστικού προγράμματος των φιλελεύθερων ελλήνων αστών».[35] Το πρόγραμμα αυτό προσέβλεπε στη δημιουργία ενός πολιτειακού πλαισίου που θα διασφάλιζε την κρατική-νομοθετική εξουσία επί «των ομάδων, που παραδοσιακά νέμονταν τα αγαθά».[36] Εντός του πολιτεύματος της νομαρχίας, δηλαδή της αστικής δημοκρατίας, όπως ιστορικά εδραιώθηκε, οι κοινωνικές ανισότητες διατηρούνται στη βάση του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας, άρα στη βάση της ταξικής δομής της κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανώνυμος συγγραφέας, εντός της ελευθερίας «ο πραγματευτής ευρίσκει ασφάλειαν εις το έχειν του».[37] Σύμφωνα με τον Νούτσο (2005), η συνηγορία της Ελληνικής Νομαρχίας υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας βασίζεται στην αναγνώριση της τελευταίας ως δικαίωμα από το γαλλικό Σύνταγμα του 1793, στην οποία ωστόσο είχε ασκηθεί κριτική τόσο από τον Ρουσσώ όσο και από τους υποστηρικτές του πρώιμου ουτοπικού σοσιαλισμού, όπως ο Μορέλι και ο Μπαμπέφ. Παρ’ όλα αυτά, το επαναστατικό μήνυμα της Ελληνικής Νομαρχίας αποτελεί όχι μόνο εξέχουσα στιγμή της νεότερης ελληνικής διανόησης ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά και σημείο αναφοράς κάθε εξεγερμένου πνεύματος μέχρι και σήμερα.
///
[1] Κιτρομηλίδης, 2009.
[2] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 16.
[3] «[…]η ελευθερία και η ομοιότης είναι τα πρώτα και κύρια μέσα της ανθρώπινης ευδαιμονίας», Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 20.
[4] «[έ]ως όπου ο άνθρωπος ημπόρεσε να τραφεί και να διαυθεντευθή μόνος του, έως τότε εσώθη η φυσική ζωή, και βέβαια η ευτυχεστέρα δια ημάς τους θνητούς», ό.π., σ. 14.
[5] «[ο] άνθρωπος είναι πεπροικισμένος από την φύσιν με το λογικόν», ό.π., σ. 13.
[6] «[…]προκρίνει από αυτά όποιον τον ωφελεί περισσότερον, έχει δε μίαν κλίσιν προς το βελτίον», ό.π., σ. 13.
[7] ό.π., σ. 14.
[8] «[…]ο ένας έκραξεν προς βοήθειάν του τον άλλον», ό.π., σ. 14.
[9] ό.π., σ. 14.
[10] Grab, 1973, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 454.
[11] 1813, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 455, υπ. 2.
[12] Νούτσος, 2005.
[13] Κιτρομηλίδης, 2009.
[14] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 13.
[15] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 14.
[16] ό.π., σ. 14.
[17] Νούτσος, 2005.
[18] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 15.
[19] ό.π., σ. 15.
[20] ό.π.
[21] ό.π.
[22] ό.π, σ. 16.
[23] Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, 2001, σ. 59.
[24] 1748, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 456.
[25] 1762, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 456.
[26] ό.π.,
[27] «[…]η φύσις μας έκαμεν όλους ομοίους», Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 22.
[28] Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, 2001.
[29] Νούτσος, 2005.
[30] 1797, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 460.
[31] Κιτρομηλίδης, 2009.
[32] Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, 2001.
[33] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 17.
[34] 1802, όπ. αναφ. στο Νούτσος, 2005, σ. 457.
[35] Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, 2001, σ. 65.
[36] ό.π. σ. 66.
[37] Ελληνική Νομαρχία, 1968, σ. 24.
///
Βιβλιογραφικές πηγές
Ανώνυμου, (1968), Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας, Αθήνα: Κάλβος.
Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Α. (2001), Νεοελληνική φιλοσοφία: Θέματα πολιτικής και ηθικής, Αθήνα: Συμμετρία.
Κιτρομηλίδης, Π. Μ. (2009), Νεοελληνικός διαφωτισμός: Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Νούτσος, Π. (2005), Νεοελληνικός διαφωτισμός: Τα όρια της διακινδύνευσης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
*
*
*
