*
τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Πῶς διαχειρίζεται μιὰ καλοζωισμένη κοινωνία, μιὰ ἐποχὴ ἀνέμελης εὐημερίας, τὸν μαρασμὸ ποὺ τὴν ἀπειλεῖ, τὴν παρακμή, τὴν ἀναπόφευκτη πτώση; Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν τον στωικισμό, οἱ χριστιανοὶ τὴν καρτερία, οἱ βάρβαροι, οἱ ἐξαθλιωμένοι, οἱ ἀπόβλητοι εἶναι ἀνέκαθεν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν ὠμότητα. Στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἱστορίας, τὰ πλήθη εἶχαν μιὰ κάποια ψυχικὴ προπαίδευση γιὰ τὸ μοιραῖο. Ἡ πιὸ μεγάλη τους θεότητα, κι ἂς μὴ τὸ παραδέχονταν ἐπίσημα, ἦταν ἡ Τύχη. Μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἦταν προϊδεασμένα γιὰ τὰ κέφια της.
Στὶς ὁριακὲς συνθῆκες, ἡ ἱστορικὴ πείρα διδάσκει ὅτι ἀναπτύσσονται δύο βασικὲς ροπές, δύο τάσεις ποὺ μπορεῖ νὰ μοιάζουν μετέωρες στὰ μάτια τῆς λογικῆς ἀλλὰ οἱ μάζες τὶς ἔχουν ἀνάγκη, ἀφοῦ βλέπουν σ’ αὐτὲς τὸ ψυχικὸ ἀποκούμπι τους. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἔχουμε τὴν προσμονή, τὴν παραδοχὴ μάλιστα τοῦ ἀναγκαίου τῆς Συντέλειας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν προσδοκία τῆς Λύτρωσης, ἂς εἶναι καὶ γιὰ τοὺς λίγους ἐκλεκτούς, ἂς εἶναι καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἄκρα δοκιμασία. Ὁ Κατακλυσμὸς καὶ ἡ Σωτηρία, οἱ Ἱππεῖς τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τὸ Φωτοστέφανο τοῦ Μεσσία: ὅταν ὁ κόμπος φτάνει στὸ χτένι τὰ πλήθη παλινδρομοῦν ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς στάσεις.
Σήμερα, σὲ σπαργανώδη ἀκόμη βαθμό, τὶς βλέπουμε καὶ πάλι νὰ στοιχειώνουν τοὺς φόβους καὶ τὶς ἐλπίδες τῶν μαζῶν. Στὰ λαλίστατα ΜΜΕ, ἡ ἄνοδος τῆς θερμοκρασίας τοῦ πλανήτη λ.χ. εἰκονογραφεῖται ὡς κλιματικὸς Ἁρμαγεδδὼν ποὺ τὸν ἀντιπαλεύει ἕνας τεχνολογικός, κυριολεκτικὰ ἀπὸ μηχανῆς, θεός. Ὅμως σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ ἐνδοκοσμικὸς μεσσιανισμὸς τὰ ἔχει φάει τὰ ψωμιά του. Κανεὶς δὲν πιστεύει πιὰ σοβαρὰ στὸ ὅραμα τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, τὸ ὁποῖο γαλούχησε τόσες καὶ τόσες γενιές, στὴν οὐτοπία ἑνὸς τέλειου οἰκονομικοῦ συστήματος, στὶς ἐπαγγελίες τοῦ παντοσώτηρος τεχνοπολιτισμοῦ. Στὴν καλύτερη περίπτωση, αὐτὸς ὁ τελευταῖος –ὡς κάλεσμα νὰ ἐποικήσουμε τὸν Ἄρη, ἂς ποῦμε– μᾶς προτείνεται ὡς σανίδα σωτηρίας ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ὁ ἴδιος προξενεῖ. Οἱ τελευταῖοι οὐτοπιστές, οἱ νικητὲς τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου ποὺ πίστεψαν πράγματι προσώρας ὅτι ἡ Ἱστορία σταμάτησε, δὲν προλαβαίνουν νὰ μετροῦν πιὰ τὶς καρπαζιὲς ποὺ ἡ πραγματικότητα μετράει στὸ σβέρκο τους. Καὶ οἱ ἀληθινοί τους δάσκαλοι, τὰ πρότυπα ποὺ ἐκεῖνοι ξεσήκωσαν, οἱ κήρυκες τῶν ποικιλώνυμων τζιχάντ, ξαναπαίρνουν κεφάλι.
«Δὲν ζοῦμε πιὰ στοὺς Νέους Χρόνους», ἔλεγε ὁ Ὀκτάβιο Πὰς κοντὰ μισὸ αἰῶνα πρίν. «Ἡ πίστη στὴν πρόοδο ἔχει χαθεῖ». Ὁ Πὰς βιαζόταν λίγο, μιλοῦσε γιὰ λογαριασμὸ τῶν σοφῶν, ἢ καὶ τῶν τυχερῶν ποὺ μποροῦν νὰ ξοδεύουν τὶς ὧρες τους ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ γοητευτικὰ ζητήματα. Ἔξω στὸν δρόμο, ὡς γνωστόν, ἡ πλειονότητα ἀργεῖ πολὺ νὰ ἀντιληφθεῖ πρὸς τὰ ποῦ ὀδεύει. Καὶ πράγματι, ἕως πολὺ πρόσφατα αἰσθανόταν ἀσφαλής. Ὅμως ἀκριβῶς οἱ ἀνειδοποίητοι βιώνουν τραυματικότερα τὴν καταστροφή. Σήμερα πιὰ σὲ Εὐρώπη καὶ Ἀμερικὴ οἱ μάζες ἔχουν ἀρχίσει σιγὰ σιγὰ νὰ προσέχουν τοὺς ἠλεκτρικοὺς σπινθῆρες ποὺ αὐλακώνουν τὸν νυχτερινὸ οὐρανό. Ὡστόσο, δὲν φαίνεται νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν κληροδοτημένη τους ἀδράνεια.
Παρ’ ὅτι προβάλλεται κατὰ κόρον ὡς τέτοιο, τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας δὲν εἶναι ὑλικὸ ἤ, ἔστω, στενὰ πολιτικό. Οὔτε ἡ αἰσχρὰ ἄνιση κατανομὴ τοῦ πλούτου, οὔτε ἡ προφανὴς μετάλλαξη τῆς δημοκρατίας σὲ τιμοκρατία ξετσίπωτη, σὲ ὀλιγαρχία ὄνομα καὶ πράγμα δηλαδή, ἀπὸ μόνες τους θὰ προκαλοῦσαν τέτοιες σεισμογόνες ἀντιδράσεις. Στὸ πλεῖστον τῆς ἱστορίας, ἡ κατάσταση ἦταν χειρότερη.
Τὸ δικό μας πρόβλημα ριζώνει βαθύτερα. Ὁ τωρινὸς homo occidentalis εἶναι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς ραχοκοκκαλιά. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ εὐμάρεια τοῦ ἔγιναν σαράκι καὶ τοῦ ἔφαγαν τὰ νεῦρα καὶ τοὺς μυῶνες. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προγόνους του, δὲν ἔχει οὔτε τὴν εὐαγγελικὴ ἐγκαρτέρηση, οὔτε τὴν ὀλιγάρκεια τοῦ οὐμανιστῆ, οὔτε τὴν ἀποφασισμένη βαρβαρότητα τοῦ στίφους ποὺ ξέρει τί θὰ πεῖ φτώχεια καὶ ἀθλιότητα. Τὰ θέλει ὅλα καὶ τὰ θέλει τώρα, κατὰ τὸ σύνθημα τοῦ γαλλικοῦ Μάη τοῦ ’68 ποὺ τὸν ἐμπνέει. Καί ἀπαιτεῖ νὰ μὴ στερηθεῖ ὑλικὰ τὸ παραμικρό, καί δὲν ἐννοεῖ νὰ παραδεχτεῖ ποτὲ ἠθικὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ δὲν στερεῖται ὁ ἴδιος, τὸ χρεώνει στὸν λογαριασμὸ τοῦ ἄλλου ἀπέναντι, τὸ φορτώνει στὶς πλάτες τοῦ μικροῦ ὑδρόγειου κόσμου μας καὶ τῶν παιδιῶν του.
Σὲ ὅλες του τὶς ἐκδηλώσεις, ὁ ἀνθρωπότυπος αὐτὸς δηλώνει πομπικὰ ὅτι δὲν εἶναι διατεθειμένος οὔτε νὰ περιμένει, ἔστω ἐλάχιστα, οὔτε νὰ συμβιβαστεῖ στὸ παραμικρό. Ὅμως οὔτε καὶ νὰ παλέψει μέχρις ἐσχάτων γιὰ κάτι εἶναι πρόθυμος. Στὸ πρῶτο ἐμπόδιο εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀγανακτήσει, στὴν πρώτη ἀπογοήτευση εἶναι ἕτοιμος νὰ σωριαστεῖ. Τυφλὸς ἐμπρὸς στὴν τραγικότητα τῆς ἱστορίας, εἶναι τελείως ἀπαράσκευος ἐμπρὸς στὸ ἐνδεχόμενο ὅτι θὰ χρειαστεῖ αὔριο νὰ ἐπιλέξει ὄχι ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό –αὐτὰ εἶναι διλήμματα πολυτελείας, διλήμματα ἄλλων ἐποχῶν– ἀλλὰ ἀνάμεσα σὲ δύο δεινὰ ποὺ ἁμιλλῶνται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο σὲ καταστρεπτικότητα.
Ἂν ἡ ἐπίγνωση τοῦ τραγικοῦ εἶναι ἡ ὕψιστη αὐτογνωσία, ἡ λήθη τοῦ τραγικοῦ εἶναι ἡ μέγιστη αὐταπάτη. Εἶναι ὅμως καὶ πνευματικὴ δειλία. Μιὰ κατάσταση αὐθυπαίτιας ἀνηλικότητας ἀνάποδης ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχε ὁ Κὰντ κατὰ νοῦν. Μιὰ παιδιάστικη ἄρνηση νὰ κατανοήσουμε ὅτι οἱ δυνάμεις μας εἶναι πεπερασμένες· ἕνα πεισματάρικο «ὄχι» στὴν πραγματικότητα ποὺ μᾶς θυμίζει τὰ ὅρια μας.
*
*
*
