Η γλώσσα των αγγέλων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Παύλου του Αποστόλου, Α΄ Προς Κορινθίους 13,1

Υπάρχει ένα μπαρ στην επαρχία μισοκρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα, στο τέλος του λασπωμένου χωματόδρομου, μετά την απότομη στροφή, πλάι στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Φάντασμα της ομίχλης καταδικασμένο στην απομόνωση, με την υγρασία του κάμπου και την οσμή της κοπριάς κολλημένη στα τζάμια. Τις νύχτες τα χαμηλά φωτάκια του φαντάζουν πρόσωπα παιδιών αδικομαλωμένων. Οι πελάτες του μπαινοβγαίνουν σιωπηλοί και βιαστικοί, λες και φοβούνται πως φωσφορίζει ο πόθος τους στο μισοσκόταδο. Αμαρτωλό μπαράκι, που μυρίζει νοθευμένο πιοτό και φτηνό τσιγάρο. Μακρόστενο σαν προχειροφκιαγμένο φέρετρο, που ανοίγεις το καπάκι –την πόρτα ήθελα να πω– και βρίσκεσαι σ’ έναν κόσμο άλλο, ζυμωμένο από τις ιερότερες θεότητες του κόσμου αυτού: τις ψευδαισθήσεις σου.

Εκεί –οδηγημένος κάποτε απ’ την ερημιά– γνώρισα την Μαρία, μια δεκαεννιάχρονη Βουλγάρα με μάτια κάρβουνα που σ’ έκαναν στάχτη. Οι καταρράκτες των μαλλιών έπεφταν στους ώμους της, όπως πέφτει η νύχτα σε δυο λόφους χιονισμένους που λάμπουν απ’ το φεγγαρόφωτο.

Είχε εκπληκτική προφορά στα ελληνικά, λες και ζούσε στον τόπο μας δέκα χρόνια κι ας ήταν μόλις τέσσερα. Η ταχύτατη εκμάθηση γλωσσών παρουσιάζεται κατά κανόνα στους ευφυείς ανθρώπους. Τώρα πώς ένα ευφυές άτομο καταλήγει βλακωδώς να δουλεύει στην κόλαση της νύχτας, είναι εξίσου αξιοπερίεργο με το πώς ένα ευφυές άτομο καταλήγει βλακωδώς σ’ αυτήν την κόλαση ν’ αναζητάει τον παράδεισο. Η μόνη πειστική απάντηση που μπόρεσα να δώσω ήταν «για να την συναντήσω».

Έρωτας κεραυνοβόλος εκατέρωθεν. Στον μήνα πάνω παράτησε το μπαράκι. Νοικιάσαμε γκαρσονιέρα κοντά στο Φρύνι και ήμαστε συνέχεια μαζί. Εγώ μόλις είχα γυρίσει απ’ την Αθήνα. Στην αρχή άνεργος. Ύστερα έπιασα μια  χαμαλοδουλειά. Η Μαρία έκανε το κουμάντο της, τα περασμένα χρόνια, και με τις αποταμιεύσεις της μπορούσε να βγάλει λίγο καιρό μέχρι να βρει κάτι να κάνει.

Περάσαμε ζάχαρη σ’ εκείνη την γκαρσονιέρα. Όλη νύχτα έρωτα. Και την μέρα περίπατο στην εξοχή και κολύμπι στην θάλασσα.

Μ’ άρεσε να μου μιλάει βουλγάρικα. Πώς λένε το ψωμί; ρωτούσα. «Χλιαμπ», απαντούσε και ξεραινόμαστε στα γέλια. Το νερό; «Βοντά». Και το σ’ αγαπώ; «Ομπίτσαμ τε».

Εγώ της μάθαινα Ιστορία. Όταν της είπα πως ο  Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος τύφλωσε χιλιάδες Βούλγαρους αιχμαλώτους, και με λίγους μονόφθλαμους οδηγούς τους έστειλε πεζούς στην πατρίδα τους, για να παραδειγματιστούν οι ομοεθνείς τους επιδρομείς που κατέβαιναν στην Ελλάδα και λήστευαν και έκαιγαν τα χωριά, τρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Να, όμως, που κάποιος σήμερα δεν ήθελε να της βγάλει τα μάτια, μα ευχαρίστως θα έχανε για χάρη της τα δικά του.

Μια μέρα της έδωσα ένα βιβλίο με ποιήματά μου. Όσο καλά ελληνικά κι αν μιλούσε, θα ήταν δύσκολο να τα κατανοήσει. Λένε –ουδόλως τυχαίως – πως όποιος μπορεί να διαβάσει ποίηση, μπορεί να διαβάσει τα πάντα. Εκείνη πήρε το βιβλίο και κάθισε στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια μου. Εγώ καθόμουν στο κρεβάτι και της χτένιζα τα μαλλιά. Έκαμε το σταυρό της, φίλησε το εξώφυλλο, άνοιξε κι άρχισε συλλαβιστά να διαβάζει:

«Γολγοθάς, είναι η Ιθάκη των αγγέλων…»

«Μα, καλά! Γιατί το φίλησες;» την ρώτησα.

«Αφού είναι δικό σου!» απάντησε εντελώς φυσικά.

«Και καταλαβαίνεις τι γράφει;»

«Όχι! Αλλά έχω καταλάβει ποιος είσ’ εσύ!»

«Ποιος είμ’ εγώ;»

«Ένας άγγελος!» ψιθύρισε απαλά.

Και συνέχισε:

«Πώς να βγω από σένα
όταν εσύ είσαι μέσα μου;
Πώς να κλάψουν τα δάκρυα
όταν πονούν;»

«Τι σημαίνει αυτό;» της είπα.

«Σημαίνει πως εμείς οι δύο είμαστε ένα, και πως έχουμε πονέσει πολύ».

Πόσα κενά μπορεί να γεμίσει ο έρωτας, ε; Μα, τι κρίμα που δεν μπορεί να γεμίσει και το στομάχι.

Κάποια στιγμή τα λεφτά τελείωσαν κι η Μαρία δουλειά δεν βρήκε. Οι πελάτες, που την νύχτα σύχναζαν στο κακόφημο μπαράκι, την μέρα έκαναν πως δεν την ήξεραν. Βλέποντας μαζί της κι εμένα, βέβαια, θέλεις από ζήλεια που την χαιρόμουν τζάμπα, ενώ αυτοί τζάμπα πλήρωναν για να την κατακτήσουν, θέλεις επειδή φοβόνταν μήπως της ξεφύγει τίποτα για τις νυχτερινές αταξίες τους, της γυρνούσαν την πλάτη – όχι να της δώσουν και δουλειά.

Τότε, κόντρα στα πιστεύω μου αλλά κι από απελπισία μεγάλη κινούμενος, απευθύνθηκα στην Εκκλησία. Όχι αόριστα, αλλά σε ιερείς γνωστούς μου και σε γνωστούς γνωστών μου.

«Πώς να εγγυηθώ για μία χαλαρών ηθών, αδελφέ», έλεγαν και την γλυκότρωγαν με τα μάτια, οι τράγοι!

«Μα, θέλει ν’ αλλάξει», τους απάνταγα παθιασμένος. «Σκεφτείτε την μοιχαλίδα που συγχώρεσε ο Χριστός».

Και όλο επιστράτευα τις Γραφές:

«Ο ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον».

Αυτοί χασκογελούσαν κάτω απ’ τα γενάκια τους και ένιπτον τας χείρας των, που χάιδευαν τις τουρλωμένες σαπιοκοιλιές τους. Καλά λένε πως «το ράσο θέλει καλοπέραση κι η πουτανιά φκιασίδι!»

Μια νύχτα πήγαινα στο χωριό για να δω την μάνα μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο:

«Μεγάλε, η κοπέλα είναι αγορασμένη 5.000 ευρώ. Αν θέλεις να την σταματήσεις απ’ την δουλειά, πρέπει να μας δώσεις το παραδάκι, ειδάλλως…»

Σκύλιασα:

«Ειδάλλως, τι, ρε; Ειδάλλως, τι;»

Η βραχνή μπάσα φωνή απάντησε μέσ’ απ’ τ’ ακουστικό:

«Ειδάλλως, θα βρεθείς σε κάνα χαντάκι! Κανόνισε…»

Κι έκλεισε, αφήνοντας μετέωρη την τελευταία μου μαινόμενη ερώτηση:

«Ποιος είσαι, ρε; Ποιος είσαι;»

Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Κοίταζα γύρω μου πανικόβλητος. Απ’ τον καθρέφτη είδα τα φώτα ενός αμαξιού που πλησίαζε. Έκοψα ταχύτητα. Το άλλο αυτοκίνητο έκοψε κι αυτό. Πάνιασα. Έπειτα πάτησα τέρμα γκάζι κι εξαφανίστηκα.

Από κείνο το βράδυ η ζωή μου έγινε κόλαση. Είχα μάτια και στην πλάτη. Πήρα στ’ αμάξι έναν λοστό και τον έκρυψα κάτω απ’ τα καθίσματα. Η επαρχιακή οδός τις νύχτες του χειμώνα ήταν σκοτεινή και άδεια. Κι όταν γύριζα απ’ το χωριό, έτρεμε το φυλλοκάρδι μου.

Σε λίγες μέρες ξαναχτύπησε το τηλέφωνο: ανώνυμη κλήση. Το σήκωσα δίχως να μιλήσω. Άκουσα την ίδια φωνή:

«Παλληκάρι, η υπομονή μου εξαντλείται… Πότε θα πέσουν τα φράγκα;»

Προσπάθησα κάτι να πω:

«Η Μαρία δεν χρωστάει σε κανέναν! Την εκμεταλλευτήκατε και με το παραπάνω τέσσερα χρόνια… Δεν έχω λεφτά, είμαι άνεργος! Και να ήθελα να σας δώσω…»

Με διέκοψε καγχάζοντας:

«Θα σε ξαναπάρω αύριο, αν δεν έχεις το μπαγιόκο, δεν εγγυάμαι για τίποτα!» Και μου το έκλεισε.

Στην Μαρία δεν μίλησα για τα τηλεφωνήματα. Όταν της το είπα, έγινε έξω φρενών:

«Ο Νίκος είναι! Δούλευα στο μαγαζί του πριν. Με απειλούσε γιατί δεν είχα χαρτιά. Μ’ έστελνε να γαμιέμαι για ένα πακέτο τσιγάρα και πέντε ευρώ! Μια νύχτα μου χτύπησε την πόρτα. Κατάλαβα… Φοβήθηκα και του άνοιξα. Από τότε, με πρόσεχε παραπάνω στο μαγαζί. Τον σιχαινόμουν! Θα έμαθε για σένα και ζήλεψε. Είναι τρελός! Μπορεί να μας κάνει μεγάλο κακό!»

Απελπίστηκα… Όμως ήμουν ερωτευμένος. Και τώρα ζήλευα κι εγώ! Για το παρελθόν της, για όσους την άγγιξαν για λίγα σκατολεφτά. Ήθελα να τους τσακίσω τα χέρια! Να βρω τον Νίκο και να του κόψω τ’ αρχίδια, να του τα δώσω να τα φάει, που θα τολμούσε αυτό το σκουλήκι ν’ απειλήσει εμένα!

Μα, όταν άρχιζε να πέφτει η νύχτα, ο φόβος –σαν μεγάλο μαύρο πουλί– φτερούγιζε στην καρδιά μου και την έτρωγε.

Ένα βράδυ δεν πήγα στο χωριό. Κατά τις δέκα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μάνα μου. Φώναζε σαν υστερική:

«Τι έκαμες, μωρέ πομπιεμένο; Ήρτε ένας άνθρωπος εδώ και μου ’πε πως “ο γιος σου έμπλεξε με μία πουτάνα! Μάζεψέ τον, γιατί είναι από πίσω ολόκληρο κύκλωμα, κι είναι κρίμα να πάει, το παιδί, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι!” Τι δουλειές είν’ αυτές, που να μην μ’ εύρει το ξημέρωμα;»

Πάγωσα! Την ηρέμησα, όπως-όπως, και στράφηκα στην Μαρία.

«Ο Νίκος!» ψέλλισε πανιασμένη.

Αργά το απόγευμα της άλλης μέρας ξαναχτύπησε το τηλέφωνο, αυτήν την φορά χωρίς απόκρυψη:

«Λοιπόν, φιλαράκο, τα ’χεις τα φράγκα;»

Από την τόση πίεση που ένιωθα, ξέσπασα χωρίς να σκεφτώ:

«Σε γράφω στ’ αρχίδια μου, ρε παπάρα! Όχι φράγκα δεν θα πάρεις, αλλά θα δώσω το τηλέφωνό σου στην αστυνομία αν με ξαναενοχλήσεις. Τέλος!» Και του το ’κλεισα στα μούτρα.

Σε λίγο, πήρα γραπτό ανορθόγραφο μήνυμα:

«Ίσε τελιομένος».

Απάντησα αμέσως:

«Θα δείξω και το μήνυμα στην αστυνομία».

Δεν ξανάγραψε.

Όταν έφτασα σπίτι, η Μαρία ήταν ανάστατη:

«Πήρε ο Νίκος. Έρχεται εδώ! Είπε να τον περιμένεις, αλλιώς αλίμονό σου!»

Αναμέρισα την κουρτίνα και κοίταξα ψηλά στον λόφο το μοναστήρι της Φανερωμένης. Ύστερα, πήγα στην κουζίνα, άρπαξα το χασαπομάχαιρο, το έκρυψα κάτω απ’ την μπλούζα μου και περίμενα. Η Μαρία έκλαιγε σιωπηλά…

Σε μισή ώρα χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα. Ένα καραφλό, κοντό ανθρωπάκι, με μουστάκι, ένας μπάρμπας, μπήκε στην γκαρσονιέρα. Η Μαρία ανέλαβε τις συστάσεις. Εκείνος ήταν ευγενικός και καλόβολος. Του φκιάξαμε καφέ. Κι αφού ήπιε κάμποσες γουλιές, αρχίνησε:

«Δεν σε πήρα  ε γ ώ  τηλέφωνο! Είναι άλλοι από πίσω…  Ε γ ώ, από αγάπη για την Μαρία δεν τους αφήνω να σας κάμουνε κακό. Όσο υπάρχω  ε γ ώ  (τρίτη φορά που έλεγε την λέξη “εγώ”), μην φοβόσαστε τίποτα!»

Δεν καταλάβαινα γρι!

Εκείνος συνέχισε:

«Άμα έχεις καλό σκοπό, να δώκεις λόγο τώρα και να κανονίσουμε πότε θα γίνει ο γάμος! Η βίζα της Μαρίας λήγει σε δυο μήνες… Ή την παντρεύεσαι και την κρατάς ή θα φύγει για έξω. Δεν ανανεώνονται εύκολα οι βίζες πλέον.  Ε γ ώ  την αγαπάω σαν να ’ναι παιδί μου! Πες, Μαρία, σε προστάτεψα ή δεν σε προστάτεψα  ε γ ώ  απ’ όταν ήρτες στο μαγαζί;»

Η Μαρία κουνούσε το κεφάλι, χεσμένη απ’ τον φόβο της, κι αυτός συνέχισε:

«Ε γ ώ  ερώτησα για σένα κι έμαθα. Κακό παιδί δεν είσαι, μου ’πανε, μόνο λίγο τεμπελάκος, αλλά αυτό διορθώνεται. Το λοιπόν, κανόνισε ημερομηνία και… κουμπάρος  ε γ ώ !»

Με γάμησε με το «εγώ» του, ο πούστης! Κι  ε  γ  ώ  χάιδευα το μαχαίρι κάτω απ’ την μπλούζα μου κι ήθελα να το τραβήξω και να τον ξεκοιλιάσω, τον καριόλη! Κρατήθηκα όμως, και του είπα πως ο γάμος είναι δικό μου θέμα και δεν του πέφτει λόγος. Και πως η Μαρία μπορούσε ν’ αποφασίζει μόνη της για την ζωή της.

Εκείνος αναψοκοκκίνισε, και πετώντας ένα «θα τα ξαναπούμε», πετάχτηκε έξω.

Η Μαρία έκλαιγε απαρηγόρητη, λέγοντας:

«Δεν θ’ αφήσει ποτέ ήσυχη την ζωή μου, ποτέ!»

Μια νύχτα, που ο Νίκος ξαναπήρε τηλέφωνο, πήρα ανάποδες:
«Πού είσαι τώρα, ρε, καθίκι;» φώναξα.

Εκείνος απάντησε μισομεθυσμένος:

«Με δυο-τρία φιλαράκια, στην παραλία της Βόνιτσας και τα κοπανάμε, όπως θα κοπανήσουμε κι εσένα άμα δεν συμμορφωθείς!»

Γύρισε το μάτι μου ανάποδα:

«Έρχομαι τώρα, να σας γαμήσω όλους!» είπα αλλοπαρμένος.

«Τα πίνουμε στο “Bel Mare”, έλα με την όπισθεν!» κάγχασε αυτός.

Η Μαρία γαντζώθηκε πάνω μου:

«Έχει όπλο, θα σε σκοτώσει, μην πας… Αν μ’ αγαπάς, μην πας!»

Έπεσε στα πόδια μου. Την έσυρα μέχρι την πόρτα φεύγοντας.

Ήμουν πλέον αποφασισμένος.

Φτάνοντας, είδα τον Νίκο να περιμένει μόνος του. Με γαλιφιές προσπάθησε να με καλοπιάσει. Όσο μαλάκωνε, τόσο αγρίευα:

«Θρασίμι, μόνο στις γυναικούλες κάνεις τον Γιαγκούλα! Θα στο κλείσω το κωλομάγαζο, θα βάλω φωτιά και θα στο κάψω,  θα σε κρεμάσω απ’ τον πλάτανο, ρε πούστη, κι εσένα κι όλο σου  το σόι, άμα ξαναπάρεις τηλέφωνο! Κιχ, να κάμεις, σ’ έφαγα… Τέλος!»

Του ’ριξα και κάτι απειλές για την αστυνομία, κι ο θλιβερός αυτός χωριάτης έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έγινε άφαντος.

Όμως νέος εφιάλτης, μεγαλύτερος, ενέσκηψε: μας τέλειωναν τα λεφτά.

Ξενοικιάσαμε την γκαρσονιέρα και μετακομίσαμε στα Περιβόλια, σ’ ένα άθλιο δωμάτιο φθηνότερο. Εκεί έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Το επόμενο στάδιο ήταν να την πάω σπίτι μου στο χωριό, στην μάνα μου. Να την παντρευτώ και να ζήσουμε όλοι μαζί. Την αγαπούσα, αλλά ένα καταραμένο κουδουνάκι χτυπούσε στον εγκέφαλό μου λες μου ’λεγε: «Μην το κάνεις!»

Έβλεπα τον περιπτερά, σαν πήγαινα για τσιγάρα, κι αναρωτιόμουν: «Την πήδηξε κι αυτός;» Κοίταζα τον μανάβη, έναν στραβολέκατο με μάτι μπερμπάντικο, και φανταζόμουν πως την πήδηξε κι αυτός. Θεέ μου, παρ’ ολίγον να μου στρίψει! Δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον δω και να μην σκεφτώ αυτό το πράγμα.

Ύστερα μετάνιωνα κι έλεγα: «Ρε, δεν πάει να την πήδηξε κι η υφήλιος; Την αγαπώ, και στ’ αρχίδια μου!» Μετά, όμως, έφτανε να τσακωθούμε για κάποιο λόγο κι έβλεπα στα μάτια της την λάμψη της πουτανιάς, που με τσάκιζε. Το καταλάβαινε και μου το κοπανούσε στην μούρη: «Πουτάνα γεννήθηκα, πουτάνα θα πεθάνω!»

Ήμουν στα πρόθυρα της τρέλας. Μαζί της δεν έκανα και χώρια δεν μπορούσα.

Όταν μου μαγείρευε, όμως, ήταν τόσο τρυφερή, τόσο παραδοσιακή: «Μαγειρεύω στον άντρα μου, στον αντρούλη μου!» έλεγε, και σκούπιζε τα χεράκια της στην δαντελωτή ποδίτσα της όπως η μάνα μου, όπως οι δικές μας γυναίκες του χωριού.

Πριν πλαγιάσει, έκανε με θέρμη την προσευχή της και φιλούσε πολλές φορές την εικόνα της Αγίας Μαρκέλλας. Την είχε απ’ όταν δούλευε στην Χίο. Εκεί έμαθε για την Αγία και συγκινήθηκε με τον βίο της, ιδίως που αποκεφαλίστηκε απ’ τον ίδιο της τον πατέρα.

Την Μαρία, όταν ήταν μικρή, χύμηξε ο πατέρας της να την βιάσει. Αυτή έβαλε τις φωνές. Η μάνα της, όμως, δεν την πίστεψε, γιατί την ζήλευε. Νόμιζε πως κι εκείνη «κούνησε την ουρά της» επειδή, και καλά, ήταν πουτανάκι. Από τότε, ο πατέρας της ξεθάρρεψε και της χυμούσε συχνότερα. Μια φορά, μάλιστα, δεν μπόρεσε να του ξεφύγει και… σχεδόν την βίασε! Η μάνα της πρέπει να το κατάλαβε, κι έκτοτε της φερνόνταν άσχημα.

Η Μαρία, για να γλιτώσει απ’ τον πατέρα της, κλέφτηκε μ’ έναν Τούρκο και το ’σκασε απ’ το σπίτι. Έκαμε και παιδί μαζί του, που κανείς δεν ξέρει αν ήταν του Τούρκου ή… σχεδόν του πατέρα της. Κι αν ήταν του γονιού της, αυτή θα το είχε σαν παιδί της ή σαν αδερφάκι της; «Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φρικτότερα!» Ο Τούρκος έπινε και την χτυπούσε συνέχεια. Μια νύχτα έφερε στο σπίτι έναν φίλο του και απαίτησε από την Μαρία να πηδηχτεί μαζί του. Αυτή πήδηξε απ’ το παράθυρο με το νυχτικό, ξυπόλητη, και πήγε σε μια ξαδέρφη της. Εκείνη την βοήθησε να έρθει στην Ελλάδα. Ένας Βούλγαρος της έταξε πως θα δούλευε στην Αθήνα σαν γκαρσόνα.

Μόλις πέρασε τα σύνορα, μαζί με δύο άλλες, τρεις σωματέμποροι τις έβαλαν σ’ ένα βαν και τις πήγαν σε κάποιο σπίτι έξω απ’ την Θεσσαλονίκη. Εκεί, τις έκλεισαν το στόμα με μονωτική ταινία, τις έδεσαν και τις βίασαν εξακολουθητικά… Η Μαρία είχε περίοδο και φορούσε ταμπόν. Δεν ήξερε ελληνικά, για να τους το πει. Το ταμπόν τής προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Αυτοί τρόμαξαν. Φώναξαν δικό τους γιατρό να το αφαιρέσει. Πήγε να πεθάνει η κοπέλα!

Ύστερα, την πούλησαν σε κωλόμπαρο της επαρχίας. Έδειχναν τον πελάτη κι απλώς της έλεγαν: «Εσύ, σεξ!» Εκείνη τον ακολουθούσε στο αυτοκίνητο. Αυτός ξεχαρμάνιαζε –όσο και με όποιον τρόπο γουστάριζε– και την επέστρεφε πίσω, όπου άλλος πελάτης την περίμενε. Κι αυτό μπορούσε να γινόνταν και τρεις, και πέντε, κι εφτά φορές την βραδιά!

Κάποτε, από πούλημα σε πούλημα, έφτασε και στα χέρια του Νίκου.

Ο Τούρκος, εν τω μεταξύ, πούλησε το παιδί της στην Βουλγαρία. Κι όσα έβγαζε σχεδόν η Μαρία τ’ ακούμπαγε σε ντετέκτιβ και δικηγόρους, που έψαχναν να το βρουν «και καλά», αλλά της έτρωγαν τα λεφτά.

«Άμα το δω, θα το γνωρίσω αμέσως», μου έλεγε. «Είχε δυο μάτια μεγάλα σαν θάλασσες!»

Η Μαρία ήταν πολύ θρήσκα. Έκανε κάθε βράδυ την προσευχή της, λέγοντας το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών», και διάβαζε αποσπάσματα από μια μικρή Καινή Διαθήκη που είχε, γραμμένη στα βουλγάρικα. Ύστερα, έκλεινε τα μάτια και κάτι ψιθύριζε για κάμποση ώρα δακρυσμένη. Εγώ πίστευα πως εκείνη την ώρα προσεύχονταν για το χαμένο παιδί της, γι’ αυτό έκλαιγε. Έκανα πως δεν την βλέπω, αλλά μια μέρα δεν κρατήθηκα και ρώτησα.

Αυτή μ’ έκοψε πατόκορφα, λες και μου ’παιρνε μέτρα να μου φκιάξει την κάσα.

«Είναι μυστικό, μα θα σ’ το πω. Να ξέρεις, όμως, πως είναι μεγάλη αμαρτία να το κοροϊδέψεις αυτό!» απάντησε.

Το υποσχέθηκα.

Η Μαρία με κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Και με αθωότητα μικρού παιδιού, είπε:

«Μιλώ την γλώσσα των αγγέλων!»

Παρ’ ολίγον να γελάσω, αλλά θυμήθηκα την υπόσχεσή μου και σοβάρεψα.

«Ήμουν στην Βουλγαρία ακόμα», συνέχισε, «όταν πέρασε απ’ την πόλη μας μια καλόγρια και μιλούσε για τον Χριστό. Συγκεντρωθήκαμε κάμποσοι να την ακούσουμε. Μας πρότεινε να προσευχηθούμε μαζί της. Και μετά, με πλησίασε, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου και είπε: “Θέλεις να προσεύχεσαι στην γλώσσα των αγγέλων;” Ψιθύρισα “ναι”, κι εκείνη συνέχισε: “Πες το Πιστεύω και το  Πάτερ Ημών. Και μετά θα συνεχίσεις σε μιαν άγνωστη γλώσσα, που εσύ όμως θα ξέρεις πως είναι η προσευχή των αγγέλων στον Δημιουργό – κι ας μην γνωρίζεις τι λέει!” Ξεκινήσαμε μαζί. Κατόπιν, αυτή σταμάτησε κι εγώ συνέχισα… Ήταν απίστευτο! Μιλούσα λες και μιλούσε μέσα μου κάποιος άλλος. Ένιωθα στην ψυχή μου τόση αγάπη και χαρά και γαλήνη μαζί! Και είναι αδύνατον να μιλάς αυτήν την γλώσσα χωρίς να κλαις, λες και τα δάκρυα είναι νεράκι που καθαρίζει την ψυχή σου. Και μετά, όσο αμαρτωλός κι αν είσαι, αισθάνεσαι αθώος σαν παιδί. Αυτό το χάρισμα δεν το χάνεις ποτέ, εκτός κι αν βλαστημήσεις το Άγιο Πνεύμα – τότε το χάνεις!» είπε η Μαρία και σταυροκοπήθηκε.

Εγώ την άκουγα μ’ ένα αδιόρατο μειδίαμα στα χείλη, αλλά κρατήθηκα.

«Μπορείς να προσευχηθείς σ’ αυτήν την γλώσσα για να την ακούσω;» την ρώτησα, περιμένοντας ν’ αρνηθεί.

«Μπορώ! Θέλεις;»

Συμφώνησα, όλο περιέργεια, κι έσκυψα κοντά της.

Εκείνη άρχισε την προσευχή στα βουλγάρικα. Ύστερα, έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να μιλά σε μια γλώσσα που καταφανέστατα δεν ήταν σλάβικη. Έσκυψα το κεφάλι μου κοντύτερα. Τώρα τα χείλη της ακουμπούσαν σχεδόν στ’ αυτί μου. Η ανάσα της, κοφτή και καυτή, μυρμήγκιασε το κρανίο μου. Τινάχτηκα, σαν να με μαστίγωναν οι λέξεις! Αυτή η γλώσσα δεν ήταν ανθρώπινη, μα ένας χείμαρρος γλυκύτατων φθόγγων, με μικρές παύσεις και πρωτάκουστους αναβαθμούς λυγμικών τόνων, λες και η νότα «λα» εναλλασσόταν με την «ρε» και την «σι», ενώ μεσολαβούσαν λεπτές αποχρώσεις ημιτονίων ανεύρετων στην μουσική κλίμακα.

Τότε, κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτό που ήμουν, αυτό που νόμιζα πως ήμουν, το ’νιωσα αβάσταχτα βαρύ και βδελυρό: ξίγκι παχύ και γλιστερό, που τύλιγε ένα σφαχτάρι κρεμασμένο στο τσιγκέλι του χασάπη. Κατόπιν, εντελώς αναπάντεχα, υγράνθηκαν τα μάτια μου και πήρα ν’ αδειάζω από μένα, από τις σκέψεις μου, από το περιβάλλον γύρω μου, κι ήταν σαν να ίπταμαι ως ασώματος σ’ έναν χώρο που πριν δεν υπήρχε, ενδεδυμένος μιαν αύρα ευφρόσυνη κι αισθανόμενος μιαν απερίγραπτη ευτυχία… Τρόμαξα! Και τραβήχτηκα προς τα πίσω, ενώ την ίδια στιγμή η Μαρία έπαψε την προσευχή και μου χαμογέλασε, τόσο απίστευτα όμορφη, λες και φορούσε φωτοστέφανο. Κι έλαμπε, όπως μια εικόνα κάτω απ’ τα καντήλια. Δεν ήξερα τι να πω, δεν ήθελα και να πω. Κι εκείνη το κατάλαβε και μ’ αγκάλιασε σιωπηλά, κλαίγοντας. Κι ένιωθα να την αγαπώ, να την αγαπώ, να την αγαπώ τόσο, μα τόσο πολύ! Κι έτρεμα ολόκληρος σαν καλάμι…

Μεγάλο πράγμα η αγάπη, μα και το φαΐ δεν είναι μικρότερο πράγμα!

Κάποτε τα λεφτά τέλειωσαν. Εγώ έμεινα πάλι άνεργος. Η Μαρία δουλειά δεν βρήκε κι έφυγε για την Χίο, να ξαναδουλέψει στην νύχτα.

Την πήγα στο ΚΤΕΛ λέγοντάς της ένα κάρο μαλακίες:

«Μόνο ποτό με τους πελάτες. Κατάλαβες; Κι αν κανένας απλώσει χέρι, να του το κόψεις. Και πρόσεχε την ψυχή σου, να μην την χάσεις μέσα στην νύχτα. Τ’ ακούς;»

Εκείνη έκλαιγε και μου υποσχόνταν τα πάντα. Την βλέπω ακόμα πίσω απ’ το τζάμι του λεωφορείου που απομακρύνεται, σαν νεκρή μέσα σε γυάλινο φέρετρο.

Πόσο γελοίος ήμουν, Θεέ μου! Αντί να την κρατήσω κοντά μου, να την πάω στην μάνα μου και να της πω: «Μια γυναίκα δικαιούμαι, θα πάρω αυτήν», της έλεγα για κουδουνάκια και φωνές απ’ το υπερπέραν, που μου πιλάτευαν το μυαλό για να μην κάνω αυτό που έπρεπε.

Σ’ έναν μήνα «ξαναγύρισε», σε εισαγωγικά. Κατέβηκε απ’ το λεωφορείο βαμμένη σαν καραπουτάνα, με δικτυωτό καλσόν που είχε χάσει πόντους, και άσπρα παπούτσια με ψηλά χοντρά τακούνια. Μασούσε τσίχλα σπαστικά και βρωμοκοπούσε πιοτό και τσιγάρο. Ούτε καν με φίλησε. Απλώς πέταξε τα πράγματα στ’ αυτοκίνητο και πήγαμε σπίτι. Εκεί, με βραχνή φωνή, μου είπε σχεδόν μεθυσμένη:

«Θέλεις να στον πάρω στο στόμα;»

Εγώ απέστρεψα το πρόσωπό μου αηδιασμένος. Αυτή έβγαλε ένα μάτσο φωτογραφίες, να δω, δήθεν, πώς πέρασε στο μπαράκι της Χίου. Πιο πρόστυχες εικόνες δεν έχω δει ούτε σε τσόντες! Τις πέταξα πέρα. Και γδύνοντάς την με το ζόρι, την έβαλα στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Όλη νύχτα μάτι δεν έκλεισα. Με βρήκε ο ήλιος να καπνίζω στο μπαλκόνι.

Αντίθετα απ’ ό,τι περίμενα, και ξεμέθυστη ήταν το ίδιο πρόστυχη:

«Έτσι είμαστε εμείς οι πουτάνες, αγόρι μου», έλεγε. «Η νύχτα είναι αλκοολίκι, δεν κόβεται με τίποτα! Ούτε η νύχτα κόβεται ούτε η πουτάνα κόβει το γαμήσι! Τι νόμιζες πως θα ’κανα στην Χίο; Θα έπαιζα με τους πελάτες τις κουμπάρες; Ο πελάτης θέλει να γαμήσει! Θα έρθει μία, θα έρθει δύο. Θα κεράσει μία, θα κεράσει δύο. Αν δεν του κάτσεις την τρίτη, θα πάει με την πατσαβούρα την Αλβανίδα, με την καριόλα την Δομινικάνα, με όποια του δώσει μουνί! Κατάλαβες;»

Μου ’ρθε να της αστράψω ένα χαστούκι, που να της γυρίσει το κεφάλι ανάποδα, μα κρατήθηκα.

Το κατάλαβε και είπε:

«Εκείνο που μ’ αρέσει σε σένα είναι πως δεν με βάρεσες ποτέ, ρε πούστη!»

Και, λέγοντάς το, διέκρινα στην φωνή της κάτι απ’ την παλιά Μαρία, αλλά στιγμιαία.

Ύστερα από λίγο, συνεχίστηκε η μετάλλαξή της. Μου τα ξέρασε όλα. Είπε πως ήθελε να με κάμει να την παντρευτώ για τα χαρτιά, πως κι ο Νίκος ήταν βαλτός. Όταν απόειδε, έφυγε για την Χίο. Ούτε παιδί στην Βουλγαρία υπήρχε ούτε Τούρκος, ούτε πατέρας που την βίασε ούτε τίποτα! Όλα ψέματα…

«Φτωχές κοπέλες είμαστε! Ερχόμαστε στην Ελλάδα για το ψωμί, για να βρούμε την τύχη μας. Δεν ξέρουμε, λες, πως η δήθεν καφετέρια που θα δουλέψουμε είναι το μπουρδέλο;»

Τόλμησα να ρωτήσω:

«Κι η αγάπη μας; Κι αυτή ψέματα;»

Μ’ αγκάλιασε με ειλικρινή στοργή:

«Μόνο η μάνα σου σ’ αγαπάει, Δημήτρη, μόνο η μάνα σου! Όλα τα έκανα για τα χαρτιά. Όχι πως δεν περάσαμε καλά, αλλά εγώ ήθελα να μείνω στην Ελλάδα, δεν είχα μυαλό για έρωτες. Είσαι καλό παιδί, το ’θελα και πήγα μαζί σου. Αν με παντρευόσουν, ίσως και να σ’ αγαπούσα, ίσως να κάναμε οικογένεια, ίσως ξαναγυρνούσα στην νύχτα. Ποιος ξέρει…»

Και συνέχισε:

«Μην πιστεύεις καμία! Εγώ σε ήθελα για τα χαρτιά, άλλη για να μπει στο μάτι τής φίλης της, άλλη σε θέλει για τον πούτσο σου, άλλη γιατί είναι τρελή, άλλη γιατί είσαι εσύ τρελός για κείνη, ξέρω ’γω; Μόνο η μάνα σου, μόνο η μάνα αγαπάει αληθινά, να το θυμάσαι!»

Την κοίταξα κατάματα:

«Και η γλώσσα των αγγέλων; Ψέματα κι αυτή;»

Χαμήλωσε το κεφάλι και δεν μίλησε.

Την έπιασα απ’ τους ώμους και την τράνταξα:

«Ψέματα και η γλώσσα των αγγέλων;» ξέσπασα.

Δεν είπε λέξη…

Η Μαρία μάζεψε τα πράγματά της και σε λίγες μέρες έφυγε οριστικά για την Χίο. Έρωτα κάναμε σ’ αυτό το διάστημα μόνον μία φορά. Μα έρωτα δεν τον λες, ήταν σαν να γλείφαμε ο ένας τις πληγές του άλλου.

Πέρασαν έξι μήνες.

Μια μέρα ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα από την Χίο. Ήταν της Μαρίας. Άνοιξα και διάβασα τις ανορθόγραφες γραμμές. Κι έμοιαζε η κατεστραμμένη ορθογραφία, σαν μια ερειπωμένη ζωή που χώραγε σ’ έναν φάκελο:

«Σε εφχαριστο για ολα. Σε εφχαριστο που προσπαθισες να με βοιθισις. Δεν θα σε ξεχασο. Αλιθια λιπαμε κε ιδι εχο μετανιοσι ια αφτο που σου εκανα. Ξερο σε πλιγοσα πολι. Εχο κανι πολα λαθι απεναντι σου. Ισε παρα πολι καλο παιδι. Πουτανα με γνορισες και ιθελες να φτιαξις τιν ζοι σου με μια πουτανα. Κανενας δεν θα το εκανε αφτο ια μενα. Μονο εσι. Ισαι ένα ανδρα που ονιρεβετε καθε μια γινεκα. Σου εφχομε οτι καλιτερο. Με εκανες αλλος ανθροπος κε ξερο οτι ι νιχτα ινε μια κολασι. χιλια σιγνομι.

Σ αγαπαο
Αντιο
Στε τε ομπιτσαμ ζα τσιαλ ζιβοτ

Μαρια»

Το ’ξερα πως μ’ αγαπούσε. Αν την άφησα να φύγει, δεν είναι γιατί αμφέβαλα για κείνη, αλλά γιατί αμφέβαλα για μένα. Δεν γνώριζα, ακόμα δεν γνωρίζω αν μπορώ να παντρευτώ μια γυναίκα, να κάμω παιδιά μαζί της, οικογένεια, να χωθώ βαθιά σ’ αυτό που λέμε καθημερινότητα, ρουτίνα. Το λέω κι ανατριχιάζω: ρουτίνα… Τι λέξη κι αυτή! Εκείνο το κουδουνάκι μες στο μυαλό μου ακόμα δεν έπαψε να χτυπάει: Μην παντρευτείς ποτέ, μείνε ελεύθερος,  ζήσε ανέμελα σαν τα πουλιά, μέχρι τέλους.

Η Μαρία χάθηκε έκτοτε οριστικά. Όσο οριστικό μπορεί να είναι το «οριστικά», όταν πρόκειται γι’ αυτήν την απρόβλεπτη γυναίκα ή, αν προτιμάτε, γι’ αυτήν την απίστευτη πουτάνα που την λένε ζωή!

*

*

*