*
Η είσοδος της Πηνελόπης Δέλτα στη λογοτεχνία
μέσα από την αλληλογραφία της με τον Κωστή Παλαμά
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Δύο από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του «βενιζελικού ευαγγελισμού», του πολύμορφου αυτού πολιτικού και πολιτισμικού κινήματος του εικοστού αιώνα για μια ισχυρή και σύγχρονη Ελλάδα, υπήρξαν ο Κωστής Παλαμάς και η Πηνελόπη Δέλτα. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν στο ζωογόνο ρεύμα του δημοτικισμού (η Δέλτα έγινε μέλος του «Αδερφάτου» των δημοτικιστών της Πόλης) και η αλληλογραφία τους φωτίζει τις ιδέες με τις οποίες εισήλθε στα ελληνικά γράμματα η μεγάλη συγγραφέας, από τη γέννηση της οποίας συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια.
Η Δέλτα διάβαζε συστηματικά τα έργα του Παλαμά. Αφορμή για την πρώτη τους επικοινωνία ωστόσο ήταν η έκδοση το 1907 του Δωδεκάλογου του Γύφτου. Ο Παλαμάς, με παρότρυνση του κοινού τους φίλου Αλέξανδρου Πάλλη, στέλνει ένα αντίτυπο στην Πηνελόπη Δέλτα που ζει εκείνο τον καιρό στη Φρανκφούρτη. Όμως η Δέλτα είχε ήδη φροντίσει να το παραγγείλει και μάλιστα το είχε προπληρώσει. Γράφει ο Παλαμάς σε σχετικό γράμμα (2/15 Αυγούστου 1907):
«Είχα ακούσει πως κάπως διαφορετικά από τα συνηθισμένα σ’ εμάς, προσέχετε στην οποιαδήποτε κίνηση της νέας μας λογοτεχνίας και αγαπάτε την ποίησή μας και τη γλώσσα της. Για τούτο χάρηκα με την ευκαιρία που μου εδόθη και φρόντισ’ αμέσως να σας το προσφέρω το βιβλίο μου (…) Δυστυχώς ο φίλος κ. Πάλλης ελησμόνησεν εγκαίρως να με πληροφορήση, με πληροφόρησε δε, αφού σας είχα στείλει το βιβλίο, πως τούτο ήταν ακριβοπληρωμένο. Με στενοχώρησε το πράγμα…».
Σε αντιστάθμισμα και σε «γιατρικό του κακού» (όπως προσθέτει), ο Παλαμάς στέλνει στη Δέλτα ένα ακόμη αντίτυπο του Δωδεκάλογου και το θεατρικό του έργο, την Τρισεύγενη. Η επικοινωνία τους θα γίνει πιο τακτική από το 1909, καθώς η Δέλτα ετοιμάζει το πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα («παιδικό διήγημα» το αποκαλεί η ίδια) Για την Πατρίδα. Έχοντας διαβάσει στον Νουμά» του Οκτωβρίου του 1908 ένα άρθρο του Παλαμά για τα αναγνωστικά βιβλία των παιδιών και βλέποντας την παντελή έλλειψη βιβλίων για παιδιά, η Δέλτα αποφασίζει (όπως θα γράψει στην επιστολή της 31ης Μαΐου 1909) «να πάρω τη βουτιά, χωρίς καμιάν απαίτηση να γράψω διήγημα που να έχει αξία, αλλά μόνο να κάμω κάτι Ελληνικό, με Ελληνικές ιδέες σ’ ένα Ελληνικό περιβάλλον». Τη νουβέλα (αλλά και το παραμύθι «Η καρδιά της βασιλοπούλας» που θα συνόδευε την έκδοση), η Δέλτα τα διάβαζε στα παιδιά της και τα δούλευε ανάλογα με τις κρίσεις τους ώστε να τα προσαρμόσει στην παιδική νοοτροπία. Όταν θεώρησε πως ολοκλήρωσε τη συγγραφή και θέλοντας να έχει μιαν ακριβοδίκαιη εκτίμηση, θα στείλει το δοκίμιο στον Παλαμά μέσω του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από τον οποίο μάλιστα ζητά να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του συγγραφέα, ώστε να ακούσει όλη την αλήθεια, «όσο πικρή και αν επρόκειτο να είναι, χωρίς τα κομπλιμέντα που κάνουν συνήθως στις κυρίες».
Η ανασφάλεια της Δέλτα είναι φυσιολογική. Πρώτη φορά γράφει και μάλιστα στη δημοτική, «χωρίς καν να τη γνωρίζει καλά-καλά» (όπως ομολογεί), αν και έχει πάρει το «βάπτισμα του πυρός» με το διήγημα «Ο πόνος του παιδιού» που δημοσιεύθηκε στον Λαό της Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1909. Η κρίση του Παλαμά, που της μεταφέρει προφορικά ο Τριανταφυλλίδης, ήταν «πολύ πιο ενθαρρυντική» απ’ ό,τι ανέμενε. «Διαβάζεται» και «είναι ευγενικά γραμμένο», παρατηρεί ο Παλαμάς, προσθέτοντας ωστόσο πως «η ατομικότης των χαρακτήρων είναι ατροφική, λείπει κάποιο σκάψιμο των χαρακτήρων». Στην επιστολή της 31ης Μαΐου 1909 η Δέλτα θα απαντήσει πως απέφυγε σκόπιμα τη συστηματική ψυχολογία των χαρακτήρων γιατί δεν θέλησε να φτιάξει «πρόσωπα» αλλά να ξυπνήσει «αισθήματα» και «ιδέες» στο παιδί. Σκοπός της «ένα διήγημα διδακτικό και ηθικά ωφέλιμο», αλλά «συγχρόνως διασκεδαστικό και ενδιαφέρον, ώστε να μη καταντήσει βαρετό σαν μάθημα για το παιδί· περιττό να σας πω ότι δεν είχα σκοπό να κάμω φιλολογικό έργο». Παραδέχεται ωστόσο πως «έχει κάποια δειλία στη γλώσσα» (παρατήρηση του Παλαμά που θέλει μια πιο ξεκάθαρη δημοτική) και παρακαλεί για περαιτέρω κρίσεις που έχει ανάγκη.
Η απάντηση του Παλαμά (επιστολή 4/17 Ιουνίου 1909) θα είναι θερμότατη. Αφού εκφράσει «χαρμόσυνο ξάφνισμα» από την αποκάλυψη ποια είναι η συγγραφέας του χειρογράφου που του παρέδωσε ο Τριανταφυλλίδης, εξηγεί πως η πρώτη και «όχι πολύ βασανισμένη ανάγνωση» δεν συνιστά κρίση και γίνεται αναλυτικότερος. Επαναλαμβάνει όσα είχε πει στον Τριανταφυλλίδη («το διήγημα έχει δραματικό ενδιαφέρον που τραβά τον αναγνώστη και δεν τον αφίνει να κουραστή, ως το τέλος, πνέει μέσα του μια ευγένεια που το ξεχωρίζει») και σημειώνει μια σειρά θετικών στοιχείων:
«το αλησμόνητο μεγαλείο της ηρωίδος σας· που βαθιά χαράζεται στη φαντασία· τα δυο χαρακτηριστικώτατα σημεία της εποχής: η αγάπη προς την πατρίδα (η έκφραση κάπως αναχρονιστική – ιστορικώτερα θα λέγαμε η αγάπη, ή καλήτερα, η αφοσίωση προς τον αυτοκράτορα) και η αγάπη προς τη μοναστική ζωή, η μόνη ικανή να παρηγορήσει τη Θέκλα, ξένη πια κάθε εγκόσμιου· το ανθρώπινα ηρωικό της πίστης και της θυσίας για τον έρωτα του αντρός της· μια ευσυνειδησία από μέρος του συγγραφέα που χωρίς να ξετυλίγει πολλά, δείχνει με λίγα στον αναγνώστη του πως καλά τη μελέτησε τη βυζαντινή ιστορία (…) Τούτα και άλλα ακόμα, δίνουν την αξία στο διήγημά σας».
Συγχρόνως, όμως, προσθέτει ο Παλαμάς, το βιβλίο
«έχει κάτι τι στοιχειώδες στην ψυχολογία των χαρακτήρων που είναι απλή (…) οι ήρωες δεν είναι τόσο ατομικά ξεχωρισμένοι χαραχτήρες, μα πιο πολύ τύποι κοινοί σε μιαν εποχή (…) Μην το πάρετε για ψεγάδι που λέω πως το διήγημά σας δεν έχει χαραχτήρες αλλά τύπους. Εννοείτε τη λεπτή διαφορά μεταξύ των δύο όρων στη γλώσσα των κριτικών. Μπορεί κι ένα έργο από τύπους να είναι αριστούργημα».
Το έργο, «μ’ ένα λόγο, έχει σημασία πιο πολύ παιδαγωγική –είναι η λέξη– παρά λογοτεχνική» καταλήγει ο Παλαμάς, εξηγώντας πως όταν το διάβαζε πρώτη φορά δεν μπορούσε να ξέρει πως
«είταν έργο όχι καθαρά λογοτεχνικό, δηλαδή πλασμένο όχι για να συγκινήση κάθε φύλου και κάθε ηλικίας και κάθε τάξης αναγνώστη αδιάφορα, μα κυριώτατα και πιο πολύ, το μικρόκοσμο εκείνο που λέγεται παιδί· για να διασκεδάση και να ψυχαγωγήση και για ν’ ανυψώση το φρόνημα του παιδιού. Αλλάζει τώρα η γωνιά από την οποίαν βλέπουμε την εικόνα, και το φως πέφτει κάπως αλλοιώτικα απάνου της. Ο παιδαγωγικός χαραχτήρας του έργου που θα μπορούσε πριν να του λογαριαστή πιο πολύ ως ελάττωμα, τώρα του έρχεται στο ενεργητικό του· το ζήτημα αλλάζει».
Πιστεύοντας στην ανάγκη για ελληνικό παιδικό βιβλίο, ο Παλαμάς αντιλαμβανόταν (το γράφει άλλωστε) πως
«έπρεπε με το μύθο του νικητή όχι να του συντροφέψετε και να του ξυπνήσετε, μουσικά και χαϊδευτικά, κάποια πάθη, μα να του δώσετε μια καθαρώτερη συνείδηση της ιστορίας του, να του τονώσετε το φρόνημα, να του εξευγενίσετε την ψυχή, σε γλώσσα και σε ύφος που να του είναι πάντα προσιτά. Για να του μάθετε την κολυμπητική φέρνετε τον άμαθο να κολυμπήση πρώτα-πρώτα σε ρηχά νερά· είναι καιρός αργότερα για τα βαθιά κανάλια».
Υπ’ αυτή την οπτική, ο Παλαμάς κατανοεί πως μία πιο περίπλοκη ψυχολογική διάσταση των χαραχτήρων δεν είναι κατάλληλη για την παιδική ηλικία, αν και σημειώνει παράλληλα, πως
«η ψυχική και αντιληπτική δύναμη του παιδιού είναι πολύ πιο λεπτή και πιο βαθειά και πιο επιδεκτική να μαθαίνη και να βαστά και να συγκινιέται, παρά όσο υποθέτουμε, γενικά, κι αυτοί ακόμα οι παιδαγωγοί».
Ο Παλαμάς δεν ενθαρρύνει απλώς τη Δέλτα («το διήγημά σας το βλέπω τώρα πιο πολύ πετυχημένο και ανώτερο») αλλά εκφράζει την πίστη του ότι μπορεί να δώσει και έργα πρώτης γραμμής: «Πρέπει και σ’ εμάς η Ελληνίδα να μιλήση· έχει πολλά, πολλά δικά της να μας πη. Απ’ αυτά πρέπει ν’ αρχίση το ξεσκλάβωμά της».
Στην απόκρισή της (επιστολή 24-6-1909), η Δέλτα ευχαριστεί θερμά τον Παλαμά, αναγνωρίζει πως ο αποκλειστικά παιδαγωγικός χαραχτήρας του βιβλίου ίσως είναι τελικά ελάττωμα, επιμένει όμως πως δεν θέλει απλώς βιβλία μη βλαβερά για τα παιδιά αλλά «βιβλία που θα ξυπνούν ευγενικά και βαθιά αισθήματα μέσα του, βιβλία γραμμένα μ’ ομορφιά και δύναμη». Στην παρατήρηση για τον αναχρονισμό του τίτλου, σημειώνει πως ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν «Για τον Βασιλέα» αλλά τον άλλαξε, θέλοντας να μιλήσει στα σημερινά Ελληνόπουλα, για να τα κάνει να συλλογιστούν πως
«και σήμερα έχουν μια πατρίδα που είνε δυστυχισμένη και έχει ανάγκη από την αφοσίωση πολλών ατόμων που είνε ο καθένας Ένας, δηλαδή τίποτα μπροστά στο ολικό Έθνος, στην Πατρίδα, λέξη που νοιώθει και αισθάνεται βαθιά κάθε Ελληνόπαιδο, ενώ Αυτοκράτωρ ή Βασιλεύς είνε λέξεις που σήμερα πια δεν έχουν ζωή. Πάλι το παιδαγωγικό, βλέπετε· μα για να ξυπνήσουμε αισθήματα στα σημερινά παιδιά πρέπει νομίζω ν’ αγγίζουμε τις ζωντανές χορδές της ψυχής των».
Στο ίδιο γράμμα η Δέλτα δίνει την πληροφορία πως ετοίμαζε ένα αναγνωσματάριο για μικρά παιδιά, που θα περιλάμβανε διηγήματα, δημοτικά τραγούδια, ιστορικές σελίδες και βιογραφίες ηρώων. Ένα προσχέδιο το έστειλε το καλοκαίρι του 1909 στον Παλαμά που επικρότησε ενθουσιωδώς την ιδέα αλλά τελικά η έκδοση δεν προχώρησε. Κάποια κείμενα (όπως «Η καρδιά της βασιλοπούλας», το οποίο ο Παλαμάς χαρακτήρισε «αριστούργημα στο είδος του τέχνης ηθικοποιητικής» και «ανεχτίμητο μαργαριτάρι της συλλογής») ενσωματώθηκαν σε βιβλία, κάποια δημοσιεύθηκαν αυτοτελώς στο προσκοπικό περιοδικό της Αλεξάνδρειας Έσο έτοιμος και άλλα παρέμειναν αδημοσίευτα.
Το Για την Πατρίδα εκδόθηκε τελικά στα τέλη Νοεμβρίου του 1909 στο Λονδίνο (τυπογραφείο Βελώνη), με εικονογράφηση του Ν. Λύτρα. Ο Παλαμάς το λαμβάνει και με χαρά αποκρίνεται (επιστολή 15/58 Δεκεμβρίου 1909) πως «και από έναν μονάχα ν’ αγαπηθή το έργο σας, πρέπει να το θεωρούμε αρκετό, όταν απροσωπόληπτα και αδιάφορα δουλεύουμε για μιαν ιδέα, για μιαν αγάπη (…) Μα το βιβλίο σας είναι για όλο τον κόσμο που ξέρει να διαβάζη και που έμαθε να σταματά στα όμορφα». Όσο για τον φόβο της Δέλτα πως είναι ένα βιβλίο μόνο για παιδιά, ο Παλαμάς σημειώνει πως, τελικά,
«όλοι εμείς που γράφουμε τον καιρό τούτο ρωμαίικα έργα λογοτεχνικά, και οι πιο απλοί και οι καθαροί στην τέχνη μας και οι πιο δύσκολοι και πολυσύνθετοι στιχουργοί και πεζογράφοι, γράφουμε για τα παιδιά. Στην κατάσταση που βρίσκεται η μόρφωσή μας από το σύστημά μας το εκπαιδευτικό, ή καλύτερα, το γλωσσικό –πρώτη και σημαντικώτερη αφορμή–, δεν πρέπει να ελπίζουμε πώς θάβρουμε αναγνώστες, εχτιμητές, θιασώτες, παρά μόνο τα παιδιά. Τους νέους. Τους αυριανούς. Τους μελλόμενους».
Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος της Πηνελόπης Δέλτα στην ελληνική λογοτεχνία. Με τον νου πάντα στους «μελλόμενους». Τις ταραγμένες ημέρες του 1910, μετά το κίνημα στο Γουδί αλλά και εν μέσω ταπεινώσεων και απειλών από τους Τούρκους, με αφορμή τη νέα ένταση του Κρητικού ζητήματος, η Δέλτα θα γράψει το περίφημο Παραμύθι χωρίς όνομα, έξοχη αποτύπωση της ελλαδικής κακομοιριάς, που θα εκδοθεί στο τέλος της χρονιάς. Ο Παλαμάς θα το διαβάσει κι αυτό πριν εκδοθεί και θα γράψει στις 20 Ιουνίου 1910 στη Δέλτα πως
«θέλοντας και μη θέλοντας καθρεφτιζόμαστε μέσα σε τούτο, ξανοίγουμε τη ζωγραφιά, μα συχνότερα την καρικατούρα (όπως όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιους κοίλους καθρέφτες) της εθνικής ψυχής, της πολιτικής μας της κατάστασης κι ακόμα και κάποιας ξιππασιάς, κάποιας ψωροπερηφάνειας που έχει ο χαραχτήρας μας στα κοινωνικά του συνήθια».
Στην εκδοτική ανασκόπηση του 1910, στην εφημερίδα Ακρόπολις της 1ης Ιανουαρίου 1911, ο Παλαμάς θα γράψει για το βιβλίο αυτό που «μια γυναίκα μάς το έφερε, με την ορμή και την οργή της γυναίκειας ψυχής, που όταν μπαίνει στο νόημα της ιδέας, μπαίνει με τα όλα της, και αρρενωπότερ’ από κάθε άντρα» (Άπαντα, Η΄, σ. 80). Θα ακολουθήσει η αναλυτικότερη βιβλιοκρισία στον Νουμά (10 Απριλίου 1911), τις ημέρες που ο Παλαμάς γνώριζε μια απίστευτη και χυδαία επίθεση των καθαρευουσιάνων και της καθοδηγούμενης απ’ αυτούς «φοιτηταριάς» που οδήγησε στη μηνιαία παύση από τα καθήκοντά του ως γενικού γραμματέα του πανεπιστημίου διότι έγραψε πως «είμαι στρογγυλά και χτυπητά μαλλιαρός»! Τον ίδιο καιρό, στην Φρανκφούρτη, η Δέλτα οργάνωνε κινητοποίηση συμπαράστασης στον ποιητή και έγραφε το νέο της βιβλίο (Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου), ξεκαθαρίζοντας στην επιστολή της 19ης Απριλίου 1911:
«Μη μου ζητάτε φιλολογικά προτερήματα. Δεν τα έχω (…) Κάμνω τα δυνατά μου να πω του Ελληνόπαιδου μερικά ιστορικά γεγονότα που δεν μπορεί να μάθει αλλού· δεν έχω όμως τα προσόντα που χρειάζονται για να μπορέσω να βγάλω έργο με κάποιαν αξία· αν είχαμε καλά βιβλία παιδικά, ποτέ δεν θα τολμούσα να γράψω· μα στην έλλειψη που έχομε, λέγω πως και αυτά καλύτερα είναι παρά τίποτα».
Ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να αντιληφθεί πως η έλλειψη εκείνη δεν θα μπορούσε να καλυφθεί με καλύτερο τρόπο την ορισμένη ιστορική στιγμή, τη στιγμή που ένα έθνος ετοιμαζόταν για τη μεγαλειώδη εξόρμηση προς τη μόνη δυνατότητα να υπάρξει ισχυρό και περήφανο στον σύγχρονο κόσμο. Ένα όνειρο που κράτησε μόλις μια δεκαετία πριν αυτό το έθνος βυθιστεί οριστικά στη βαλκανική μιζέρια.
ΒΑΣΙΚΗ ΠΗΓΗ: Αλληλογραφία Π. Σ. Δέλτα,
Επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1956
~.~
ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου
*
*
*
