Περί τέχνης και ζωής


*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Για μεγάλο διάστημα, η νεώτερη τέχνη πορεύτηκε ανάμεσα στους δύο πόλους της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας που είχαν στη μέση για συντονιστή τον άνθρωπο-άτομο, με μερικές εξαιρέσεις όπως πάντα. Το γεγονός ότι κατά καιρούς, ή από μια ορισμένη χρονική στιγμή και ύστερα, είδαμε να μπαίνει μέσα στον έναν ή τον άλλο πόλο το συναίσθημα, ιδιαίτερα φορτισμένο, το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο, κάποιο ξεχωριστό πάθος ή μανία, κάποιοι ονειρικοί συνειρμοί και άλλα τέτοια, δεν σημαίνει ούτε έξοδο από την διπολικότητα, ούτε έξοδο από την πλαστή πραγματικότητα. Δεν μας μεταδίδεται κανένα ουράνιο ρίγος, καμιά θεοπρέπεια, καμιά νήψη, δεν ανοίγει κανένα παράθυρο και καμιά πύλη που να φέρνει το Φως ή να δείχνει το Φως, το Φως που υπερβαίνει όγκους, σχήματα, χρώματα.

Όταν η τέχνη δεν με φέρνει κοντά στο Φως, τί νόημα έχει να υποχρεώσω την ψυχή μου να αγαπήσει τα έργα της; Η σχέση που έχεις (ή που βρήκες) με τη ζωή σου υπαγορεύει ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί η Ζωή είναι δεμένη με το Νόημα και τον Λόγο, αλλά η τέχνη δεν θέλει να ακούσει για Νοήματα από τότε κυρίως που δίνει τη μάχη με τον ρασιοναλισμό, πράγμα που βέβαια έχει σημασία όταν δεν γίνεται παραλογισμός, αυτοσκοπός, «καθαρή τέχνη», ή καθαρή άρνηση. Η τέχνη σήμερα έπαψε να έχει σχέση με τη Ζωή, με το Νόημα, με το Λόγο, γιατί με αυτά έπαψε να έχει σχέση ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος πέταξε απ’ τη ζωή του και Νόημα και Λόγο και Πνεύμα για στην οίησή του επάνω θεώρησε πως του είναι άχρηστα. Στη θέση του Νοήματος έβαλε τα νοήματα, στη θέση του Λόγου τους λόγους της ατομικότητας και του αυθαίρετου (τον λέει ελεύθερο) συλλογισμού, στη θέση του Πνεύματος το πάθος ή τα πάθη και τα ορμέμφυτα (ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα).

Στη θέση της Ενότητας έβαλε την πολλαπλότητα και χάνοντας τον ειρμό διακήρυξε πως Ενότητα δεν υπάρχει. Από την Ενότητα μέχρι τον Ένα η απόσταση είναι μικρή. Ο Ένας έγινε Ιδέα, έγινε Ύλη, έγινε σύνθεσή τους, εξοστρακίστηκε στον ουρανό και μετά εξατμίστηκε για να πάρει τη θέση του το ασυνείδητο με τις αναθυμιάσεις του και τον αγνωστικισμό του. Το δρομολόγιο αυτό έχει στον καιρό μας την ακόλουθη κατάληξη:

Οι τελευταίοι εκπρόσωποι της αφηρημένης και αναλυτικής ζωγραφικής πολλαπλασιάζουν επ’ άπειρον τις παραλλαγές πάνω στο αόρατο και το σχεδόν τίποτα. Και, για να συγκαλύψουν αυτή την ένδεια του ορατού, τα σχόλια διογκώνονται σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη με το αντικείμενό τους∙ όσο πιο μηδαμινό το έργο τόσο πιο περισπούδαστη η ερμηνεία του. Ένα τσάκισμα του πανιού, μία γραμμή, μια απλή τελεία, γίνονται πρόσχημα για μία απίστευτη αερολογία όπου συνωστίζονται όλα τα γλωσσικά ιδιώματα των θεωρητικών επιστημών. […]

Όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ότι από το corpus universalis της ζωγραφικής, αυτό το σώμα το άλλοτε άρτιο και σήμερα κατακερματισμένο, ο καθένας προσπαθεί, αφού είναι ανίκανος να το ανακτήσει, να του αρπάξει κάποιο κομμάτι. Ο ένας παίρνει κάποιο υλικό, το μουσαμά, τα χρώματα, τα βερνίκια και περιμένει, μ’ αυτό και μόνο, να κάνει έργο. Ο άλλος κρατάει από όλο το μετιέ μια δεξιοτεχνία που τη διογκώνει με τρόπο τερατώδη, ή πάλι παίρνει τη θεωρία, ή μάλλον συρράπτει στην τύχη διάφορα κομμάτια της για να κατασκευάσει ένα χάρτινο τερατούργημα, κι άλλος τέλος αποθεώνει τη δυνατότητά της να εντυπωσιάζει. Και, όπως το εργοστάσιο απομονώνει τον εργάτη σε μία αλυσίδα της οποίας αγνοεί το πώς και το γιατί, κι ο ένας κάνει τις κουμπότρυπες, ο άλλος τα κουμπιά και ο τρίτος τις πανωραφές, εδώ ο ένας γίνεται σπεσιαλίστας της παχιάς και ομοιόμορφης πινελιάς, ο άλλος του ελεύθερου τελάρου, του πορτραίτου σε γκρο-πλάν, της τσόχας, της μουτζουρογραφίας, της κόκκινης μονοχρωμίας ή του ιριδισμού.

Και ο καθένας πασχίζει με αυτά τα disjecta membra να ανυψώσει το κουφάρι σε απόλυτο, και διατείνεται ότι έτσι κρατάει στα χέρια του, μόνο αυτός, το πραγματικό σώμα της τέχνης του. Ατμόσφαιρα ξεπεσμένης εποχής, όπου οι άνθρωποι, έχοντας χάσει το μετιέ και το πρότυπο πασχίζουν αδέξια, με τα απομεινάρια της παλιάς γνώσης, να ξαναφτιάξουν ένα όλο. Στην καλύτερη περίπτωση, ατμόσφαιρα αλεξανδρινισμού όπου, ελλείψει έργων, φουντώνει ο σχολιασμός και η φιλολογία.

Όμως, το διαμελισμένο αυτό σώμα, η ζωή το έχει εγκαταλείψει προ πολλού. Από τον έμπορο στο μουσείο, από τον τεχνοκρίτη στον διευθυντή μουσείου∙ κι έτσι δημιουργείται, μέσα σε λίγα χρόνια, ένα τέλειο κλειστό κύκλωμα όπου η αύξουσα κυκλοφορία των καλλιτεχνικών προϊόντων, όποια κι αν είναι αυτά, έχει αντικαταστήσει την εκτίμηση των αξιών που περικλείουν. Ελλείψει κάθε κρίσης σχετικά με τα αντικείμενα που μπαίνουν στο κύκλωμα, η κυκλοφορία τους αναδείχθηκε σε αξία καθεαυτή.

ΖΑΝ ΚΛΑΙΡ,
Σκέψεις για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών,
μτφρ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, Σμίλη, 1999

Όλα αυτά δείχνουν πως κάτι συμβαίνει στις μέρες μας. Κάτι που πρόχειρα μπορεί να ειπωθεί αλλόκοτο. Κάτι που προχωρεί υπόγεια, με μεγάλη δεξιοτεχνία, σαν αόρατο τρωκτικό, σαν ολετήρας σπρωγμένος από καταχθόνια ρεύματα που ετοιμάζουν κοσμοχαλασιά τῃ συνεργείᾳ του ανθρώπου.

*

*

*