14 Ιουνίου 1986: Ο Μπόρχες πεθαίνει στη Γενεύη

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.
ΜΠΟΡΧΕΣ, «Ονειρεύεται κάποιος»

Στις 14 Ιουνίου 1986, ο Χόρχε Λουΐς Μπόρχες πέθανε και τάφηκε στη Γενεύη (Cimitière de Plainpalais, 18 Ιουνίου). Πάνω απ’ τον τάφο του τοποθετήθηκε μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη επιτύμβια πέτρα, αμφίπλευρα σκαλισμένη, από τον Αργεντινό γλύπτη Eduardo Longato. Στην μπροστινή της όψη, στο επάνω μέρος είναι χαραγμένο το όνομά του και κάτω αριστερά οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του (1899-1986) στο πλάι ενός ψηλόκορμου κέλτικου σταυρού. Στο κέντρο βρίσκεται σκαλισμένη μία σκηνή με πολεμιστές που υψώνουν σπαθιά και τσεκούρια, αντίγραφο μιας ταφόπλακας της μονής του Lindisfarne, που πιθανόν δημιουργήθηκε μετά την πρώτη επιδρομή των Βίκινγκ το 793. Ακριβώς κάτω από την ανάγλυφη σκηνή υπάρχει η επιγραφή: «and ne forhtedon nā».

Η φράση αυτή, που προέρχεται από το έπος Η μάχη του Μάλντον, της παλαιο-αγγλικής (αγγλοσαξονικής) γλώσσας, μεταφράζεται: «και να μη φοβούνται». Στην πίσω όψη της επιτύμβιας πλάκας είναι σκαλισμένο ένα καράβι των Βίκινγκ που με αναπεπταμένο το ιστίο πλέει στα κύματα και το επιστέφει η επιγραφή «Hann tekr sverthit Gram ok leggr i methal theira bert», ενώ ακριβώς αποκάτω του αναγράφεται «De Ulrica a Javier Otárola». Η φράση αυτή στα παλαιο-νορδικά είναι ένας στίχος από το 27ο κεφάλαιο της Völsunga saga. Ο Ζίγκουρντ, μεταμφιεσμένος στον σύζυγο της Βρουγχίλδης ξαπλώνει δίπλα της «παίρνει το ξίφος Γκραμ και γυμνό το βάζει ανάμεσά τους». [1]

Η ίδια ακριβώς αυτή φράση είναι το μότο του μπορχεσιανού αφηγήματος «Ουλρίκα» (στο Βιβλίο από άμμο) και η μνεία της εκεί συσχετίζει άμεσα το αφήγημα με την αναγραφή της στην ταφόπετρα. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι η μόνη ερωτική ιστορία σε όλο το μπορχεσιανό corpus, όπως έχει ειπωθεί, όπου μνημονεύεται μία σεξουαλική συνεύρεση (ή ακριβέστερα: αφήνεται με ποιητική ευκρίνεια και σαφήνεια να εννοηθεί). Ενώ η ηρωίδα Ουλρίκα στην αρχή αρνείται «με ευγενική αποφασιστικότητα» στον αφηγητή Χαβιέ Οτάλορα την ερωτική επαφή, συγκατανεύει αργότερα στο πανδοχείο, όταν πια αυτή τον αποκαλεί Ζίγκουρντ κι εκείνος Βρουγχίλδη. Η ιστορία αυτή εξηγεί και τη συνοδευτική αφιέρωση στην πέτρα «από την Ουλρίκα στον Χαβιέ Οτάρολα» (παρά τη μετάθεση των υγρών ρ και λ). [2]

*

*

Η μνεία και των δύο κειμένων έχει να κάνει με την αγάπη του Μπόρχες αφενός για τις αρχαίες σκανδιναβικές και σαξονικές λογοτεχνίες μα και τις ηρωικές ιστορίες. Σε ό,τι δε αφορά τα παλαιο-αγγλικά, ας υπενθυμίσουμε ότι ξεκίνησε να σπουδάζει τη γλώσσα (μαζί με την τότε γραμματέα του, και μετέπειτα σύζυγό του, Μαρία Κοντάμα) στην ηλικία των 55 ετών κι ενώ η τύφλωσή του ήδη εξελισσόταν. Ταυτόχρονα, δεν είναι δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής μας και οι προσωπικές ―ερωτικές― συνδηλώσεις που ‘εγγράφει’ στην ―επιτύμβια― πέτρα, η σύζυγός του Μαρία Κοντάμα και αφορούν στην κοινή τους ζωή με τον Μπόρχες. Εκείνο όμως που εξάπτει τη δική μου φαντασία είναι η πολλαπλή παρουσία ―διαμέσου των ιστοριών, των αναγλύφων, των φράσεων― του σπαθιού στον τάφο ενός γραφιά. Ενός γραφιά μάλιστα που ανέδειξε κι ανανοηματοδότησε με τόσο προσωπικό τρόπο στη λογοτεχνία μια πληθώρα συμβόλων: τον λαβύρινθο, τους καθρέπτες, τη βιβλιοθήκη, τις τίγρεις, τον χρόνο. Και για επιτύμβιό του επιλέγεται μια οιονεί ρουνική ταφόπλακα, σαν να επρόκειτο για κάποιον νεκρό πολεμιστή Βίκινγκ κι όχι για έναν διανοητή-συγγραφέα του 20ού αιώνα. [3] Γιατί ο άνθρωπος της πέννας πεθαίνει στη σκιά του ξίφους;

Απ’ όλα τα σύμβολα του μπορχεσιανού σύμπαντος διαλέχτηκε λοιπόν (αφήνω στην άκρη το ερώτημα από ποιον, πότε και γιατί) το ξίφος και από όλα τα κείμενα της μπορχεσιανής συμπαντικής βιβλιοθήκης δύο σάγκες των μεσαιωνικών βόρειων λαών. Ανάγκη πλέον να στραφεί κανείς στο ίδιο το έργο του Αργεντίνου. Κι η αλήθεια είναι πως μέσα στις τόσες ιστορίες του κυκλοφορούν ευρέως σπαθιά, εγχειρίδια, μαχαίρια και κάμες, από την πανάρχαιη εποχή ίσαμε τις μέρες του, στους αργεντίνους γκάουτσο ή στους μάγκες των αργεντίνικων σκοτεινών στενών. Εκεί όμως που νομίζω πως το ξίφος περιγράφεται εναργέστερα, με μια πολυχρωμία και πολυσημία εννοιών και επιθέτων, και παράλληλα με μία μεγάλη ψυχική παλέτα συναισθηματικών αποχρώσεων, σηματοδοτήσεων, λειτουργιών και θεωρήσεων είναι στην ποίησή του. Παραθέτω ευθύς αμέσως τα δείγματα που συνέλεξα από τη μεταφρασμένη στα ελληνικά ποίησή του, από τον Δημήτρη Καλοκύρη (Ποιήματα).

~•~

Το ρολόι της άμμου

…κοντά σε κάποιο ξίφος σκουριασμένο…

//

Αρχίζοντας τη μελέτη της αγγλοσαξονικής γραμματικής

…Άλλων συμβόλων σύμβολα, παραλλαγές,
ενός μέλλοντος γερμανικού ή εγγλέζικου
μου φαίνονται τα λόγια αυτά που ήταν κάποτε εικόνες
και κάποιοι τις ξετύλιγαν δοξάζοντας τη θάλασσα ή τα ξίφη.

//

Ο μεγαλόψυχος εχθρός

Τα βασιλικά σου χέρια τον τρόμο να υφάνουν με του σπαθιού το υφάδι…

//

Ποίημα του τέταρτου στοιχείου

…Λάμπεις σαν τη λεπίδα του σπαθιού…

//

Σ’ εκείνον που δεν είναι νέος πια

…το ξίφος και η στάχτη στη Διδώ…

//

Οδύσσεια, εικοστή τρίτη ραψωδία

Το σιδερένιο πια σπαθί
έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, εκδικήθηκε

//

Σνόρι Στούρλουσον

…Απάνω
στο χλομό πρόσωπό σου πέφτει το ξίφος
έτσι όπως έγινε τόσες φορές και στα γραφτά σου.

//

Ισπανία

μάνα που γέννησες ποτάμια και σπαθιά, γενιές που πλήθυναν

//

Άλλο ποίημα των δώρων

για το σπαθί και την άρπα των σαξόνων…
…για την πατρίδα που τη νιώθεις βαθιά μέσα στα γασεμιά
ή σ’ ένα ξίφος παλιό…

[Ίσως να μην υπάρχει άλλο ποίημα ή ακόμα και μπορχεσιανό γραφτό οποιουδήποτε είδους που να εμπερικλείει ονοματισμένα όλα τα σύμβολα κι όλες τις απλωσιές της μπορχεσιανής γραφής και φαντασίας· εδώ κι ο τίγρης, εδώ κι οι καθρέπτες κι ο λαβύρινθος, εδώ και τα σπαθιά…]

//

Ηράκλειτος

Τι είναι τούτο το ποτάμι
που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες;

//

Σε κάποιο πνεύμα, 1940

…ας σε σώσουν τα παιδιά σου
κι οι ένδοξες σκιές του παρελθόντος.
Και τις επικαλούμαι ’δώ πέρα,
από αυτή την εσχατιά των θαλασσών και πλησιάζουν
μεσ’ από τους αιώνες με μίτρες ψηλές, στέμματα σιδερένια,
με Βίβλους ξίφη και κουπιά, με άγκυρες και τόξα.

//

Δύο εκδοχές του «Ritter, Tod und Teufel»

Ι
…το προφίλ του κοφτό
σαν το σπαθί το κοφτερό που ενεδρεύει.

II
…ενώ, εσύ, που δεν υπάρχεις,
εσύ, με το αλύγιστο σπαθί μέσα στο πετρωμένο δάσος…

//

Μπουένος Άϊρες

…Είναι ένα ξίφος που υπηρέτησε σε μάχες και τώρα είναι πιο πολύ ενθύμιο παρά όπλο.

//

Ένας αναγνώστης

αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσανε οι πρόγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και μοναξιές

//

Εγκώμιο της σκιάς

…το κραταιό σπαθί του δανού…

//

Ταμερλάνος

…Φύλακες, φύλακες και σπαθιά εκτελούν
την κάθε αμετάκλητη εντολή μου…
…Όταν γεννήθηκα, έπεσε από τον ουρανό
ένα σπαθί με σημάδια της μοίρας.
Εγώ, είμαι και θα ’μαι πάντοτε, εκείνο το σπαθί…

//

Το παρελθόν

…το ανελέητο σπαθί
που αντήχησε πάνω στη ζυγαριά

//

Τάνκας (3)

…το ξίφος που ήταν σ’ άλλου
το χέρι ξίφος

//

Σουζάνα Μπομπάλ

…στο μάρμαρο του χρόνου, σ’ ένα ξίφος…

//

Η αναζήτηση

Εδώ συμβίωσαν το ξίφος και ο κίνδυνος…

//

Religio Medici, 1643

Ούτε από το ξίφος, ούτε από την πυρωμένη λόγχη
να με προστατέψεις, παρά μονάχα από την ελπίδα.

//

Πράγματα

…Το σπαθί που έμπηξε ο Οντίν στο δέντρο

//

Εσύ

…ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ…

//

Του θλιμμένου

Ό,τι υπήρξε είναι εδώ: το άκαμπτο ξίφος
του σάξονα κι η σιδερένια μετρική του

Στον πρώτο ποιητή της Ουγγαρίας
Να ψάξω τ’ όνομά σου στην εγκυκλοπαίδεια
και να ανακαλύψω…
και ποιοι βασιλιάδες, ποια είδωλα, ποια ξίφη,
[…]
ύψωσαν τη φωνή σου στο πρώτο άσμα.

//

Ο Χένγκιστ ζητάει άντρες (449 μ.Χ.)

Ξέρουν πως, κάποτε, λησμόνησε ότι έπρεπε να εκδικηθεί και πως του έδωσαν ένα γυμνό σπαθί και τότε το σπαθί έκανε πια το χρέος του…

//

Είμαι

Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί…

//

Δεκαπέντε νομίσματα
(Νορθούμβρια, 900 μ.Χ.)

Ας του χυμήξουνε πριν ξημερώσει οι λύκοι·
το ξίφος είν’ ο συντομότερος δρόμος.

//

(Αιωνιότητες)

…το καινούργιο του Σίγκουρντ σπαθί

//

Μπρούνανμπουρ, 937 μ.Χ.

Χτες βράδυ σκότωσα ένα άνθρωπο στη μάχη…
Το σπαθί καρφώθηκε στο στήθος του, λιγάκι προς τ’ αριστερά.

//

Φυλαχτά

Ένα ξίφος που πολέμησε στην έρημο […]
Είναι βέβαια όλα τούτα φυλαχτά, μόνο πως δεν ξορκίζουν το σκοτάδι που δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω, το σκοτάδι που δεν έχω το δικαίωμα να προσδιορίσω.

//

The Unending Rose

Θα μπορούσε να ’χεις την ασπράδα του ήλιου
τα χρυσαφικά της σελήνης ή την πορφυρένια
δύναμη του ξίφους ύστερα απ’ τη νίκη.

//

Η κλεψύδρα

…η απόλαυση του σπαθιού στη μάχη…

//

Αλεξάνδρεια, 641 μ.Χ.

Ιδού η μεγάλη μνήμη των αιώνων
του παρελθόντος, οι ήρωες, τα ξίφη
τα λακωνικά σύμβολα της άλγεβρας.

//

Γκούναρ Θόργκιλσον (1816-1879)

Η μνήμη του χρόνου
είναι γεμάτη με ξίφη και πλοία

//

Ο Αδάμ είναι η σποδός του

Το σπαθί θα μαραθεί σαν το μπουκέτο.
[…]
Τα πράγματα είναι η μελλοντική τους σκόνη.

//

Καρτέσιος

Ονειρεύτηκα το ξίφος μου.

//

Ύμνος

Σ’ ένα μαόνι σφυρηλατούν το σπαθί
που θα μείνει πιστό στον Σίγκμουντ.

//

Η ευτυχία

Ονειρεύτηκα το ξίφος και τη ζυγαριά.

//

Δεκάξι Χάϊκου (VII)

Τ’ άνεργο ξίφος
Ονειρεύεται μάχες.
Εγώ όμως άλλα.

Το ράθυμο σπαθί
Ονειρεύεται μάχες.
Εγώ κάτι άλλο.

//

Ονειρεύεται κάποιος

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.

~•~

Σε αυτή την επιλογή της ανθολογημένης ποίησης του Μπόρχες, είναι απολύτως αναγκαίο να προσθέσω και δυο επιπλέον ποιήματά του, που μιλούν αποκλειστικά για τα σπαθιά, αμετάφραστα στα ελληνικά, που δυστυχώς δεν μπορώ να μεταφέρω στη γλώσσα μας· κλείνουν όμως μέσα τους όλη τη μπορχεσιανή λατρεία για το ξίφος και τις ηρωικές ιστορίες. Το πρώτο μάλιστα ξεκινάει με τις ονομασίες όλων των μυθικών σπαθιών.

Espadas

Gram, Durendal, Joyeuse, Excalibur.
Sus viejas guerras andan por el verso,
Que es la única memoria. El universo
Las siembra por el Norte y por el Sur.
En la espada persiste la osadía
De la diestra viril, hoy polvo y nada;
En el hierro o el bronce, la estocada
Que fue sangre de Adán un primer día.
Gestas he enumerado de lejanas
Espadas cuyos hombres dieron muerte
A reyes y serpientes. Otra suerte
De espadas hay, murales y cercanas.
Déjame, espada, usar contigo el arte;
Yo, que no he merecido manejarte.

//

Fragmento

Una espada,
una espada de hierro forjado en el frío del alba
una espada con runas
que nadie podrá desoír ni descifrar del todo,
Una espada que los poetas
igualarán al hielo y al fuego,
una espada que un rey dará a otro rey
y este rey a un sueño,
una espada que será leal
hasta una hora que ya sabe el Destino,
una espada que iluminará la batalla.

Una espada para la mano
que regirá la hermosa batalla, el tejido de hombres,
una espada para la mano
que enrojecerá los dientes del lobo
y el despiadado pico del cuervo,
una espada para la mano
que prodigará el oro rojo,
una espada para la mano
que dará muerte a la serpiente en su lecho de oro,
una espada para la mano
que ganará un reino y perderá un reino,
una espada para la mano
que derribará la selva de lanzas.
Una espada para la mano de Beowulf.

~•~

Η έκδηλη και καταφανής προτίμηση του Μπόρχες προς το έπος και τις ηρωικές αφηγήσεις του παρελθόντος καθιστά σχεδόν επιβεβλημένη την παρουσία των σπαθιών, καθώς συνδέονται άμεσα με μάχες, ηρωικά κατορθώματα, ως έκφραση του θάρρους και της γενναιότητας στο πεδίο της μάχης. (Ανάμεσα στα πολλά άλλα, έχει γράψει και μια ιστορία για τη μάχη του Μάλντον). Από την άλλη πλευρά, σε άλλες μορφές αφηγήσεων λαϊκής ανδρείας και παλικαριάς που τον γοητεύουν, το ξίφος, όπως ορθά παρατήρησε ο Μονεγάλ, το βρίσκουμε υπό μορφήν μικρότερων εγχειριδίων «και σε σμίκρυνση, σαν μαχαίρι η στιλέτο, απεικονίζοντας ελάσσονες μορφές θάρρους, τη φονική παληκαριά του compadrito, του απατεώνα χαρτοπαίκτη ή του γκάγκστερ» (Μπόρχες, 103).

Όπως έχει ομολογήσει και ο ίδιος και σε συνεντεύξεις αλλά και μέσα στα ίδια τα γραπτά του, προέρχεται από ένα γένος ηρώων και πολεμιστών. Οι πρόγονοί του ήταν άνδρες που έζησαν ή και πέθαναν με το σπαθί στο χέρι. Κι αυτή η συγκρουσιακή αντίφαση του προσωπικού, οικογενειακού του παρελθόντος με το δικό του παρόν, παρά τις όποιες προσπάθειές του να το αντιμετωπίσει μέσα από τη γραφή του, βαραίνει στη συνείδησή του και στη λογοτεχνική του έκφραση. «Προσωπικά δεν είμαι γενναίος και όπως ο πατέρας μου και ο παππούς μου και ο προπάππους μου ήταν γενναίοι άντρες, θέλω να πω ότι μερικοί απ’ αυτούς είχαν έντονη δράση…» (Μπάρτζιν, Συνομιλίες με τον Μπόρχες, 52).

Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον όπου τα ανδραγαθήματα και οι περιπέτειες των ηρωικών προγόνων εξιστορούνται με την ταυτόχρονη ―ένυλη― και διαρκή παρουσία κι απεικόνιση των μορφών τους στους τοίχους του σπιτιού, ο μικρός Τζώρτζι συχνότατα θα αναρωτήθηκε κατά πόσο υπολείπεται αυτός, ο λάτρης των κλειστών σκοτεινών βιβλιοθηκών από τους ένδοξους προγόνους των ανοιχτών πεδίων, σε πολέμους και στους αγώνες για την Ανεξαρτησία ή στους εμφύλιους πολέμους· το ηρωικό προγονικό παρελθόν ενάντια στη δική του λογοτεχνική κλήση, το ξίφος απέναντι στη βιβλιοθήκη. Το αίσθημα ενοχής ότι ουδέποτε πήρε μέρος σε ένοπλο αγώνα τον βασάνιζε, όπως σημειώνει κι ο Μονεγάλ (140). Ας θυμηθούμε εδώ και το παραπάνω ανθολογημένο απόσπασμα, που φανερώνει την ενοχή της έλλειψης συμμετοχής στα ανδραγαθήματα των προγόνων:

Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας, εκείνος που στον πόλεμο
δεν έπιασε σπαθί…

ή το ακόλουθο, που εκφράζει την επιθυμία να είναι κάποιος άλλος, πολεμιστής:

…το ξίφος που ήταν σ’ άλλου
το χέρι ξίφος.

Διόλου παράξενη κι απρόσμενη λοιπόν η καταφυγή κι η αγάπη του προς τις παλαιότερες ηρωικές ιστορίες μα κι η περίοπτη θέση του σπαθιού στα έργα του. Το ξίφος υπερασπίζει τη ζωή μα και την αφαιρεί, διαπερνά, κόβει, σκοτώνει, εξολοθρεύει μα και σώζει, εκδικείται, τιμά, είναι το πιο υπάκουο όργανο στα χέρια του άντρα πολεμιστή. Όπλο θανάσιμο μα και σύμβολο τιμής, για τον ήρωα, για τη γενιά, για την πατρίδα. Το ξίφος μάλιστα είναι πολλές φορές η πλέον απτή αίσθηση πατρίδας, η υπεράσπιση και η τιμή της, η εξασφάλιση της ύπαρξης και της κυριαρχίας της. Όλες αυτές οι έννοιες βλέπουμε να απεικονίζονται μέσα στα ανθολογημένα ποιήματά του γύρω από το ξίφος, από τις πανάρχαιες εποχές των θρύλων και των μύθων έως τις πιο πρόσφατες περιόδους των πολέμων και των συγκρούσεων. Η κόψη του είναι κοφτερή, και περιγράφεται ως κραταιό, ανελέητο, αλύγιστο κι άκαμπτο. Γυμνό· ίσως είναι το πιο πραγματικό αλλά και το πιο ακριβές και δραστικό επίθετό του, το ορίζει απόλυτα, με τον ανατριχιαστικό τρόπο της ηδονής και του δέους. Το ξίφος όμως, ας μην ξεχνάμε, εξολοθρεύει και τα τέρατα, και χρησιμεύει για την εξιλαστήρια θυσία του Αστερίωνα μέσα στον λαβύρινθο.

Σήμερα πια το ξίφος παραμένει μια ανάμνηση, ένα ενθύμιο του ένδοξου παρελθόντος και όχι ένα όπλο:

…Είναι ένα ξίφος που υπηρέτησε σε μάχες και τώρα είναι πιο πολύ ενθύμιο παρά όπλο.

Το ξίφος, ενίοτε σκουριασμένο, ανήκει πια σ’ άλλη εποχή, ανήκει στα λεξικά ή στα παλαιοπωλεία, στον κόσμο «της φθοράς και της ανυπαρξίας», της θύμησης ή των αναμνήσεων πια, μουσειακό έκθεμα ενός χτες οριστικά περασμένου.

Νομίζω όμως πως, περισσότερο και από την εξυμνητική παρουσία του ξίφους στο έργο του Μπόρχες, θα ήταν πιο ενδιαφέρον να ιχνηλατήσει κανείς εάν και πώς καταφέρνει ο Αργεντίνος να συμφιλιώσει μέσα από τη γραφή του την ―βαθιά βιωμένη― σύγκρουση κι αντίθεση του σπαθιού με το βιβλίο και την πέννα, του ξίφους με τον στίχο. Μπορεί η γραφή να επιφέρει την καταλλαγή ανάμεσα στον ήρωα πολεμιστή και τον συγγραφέα, μπορεί να γεφυρώσει το αβυσσαλέο χάσμα του ιστορικού και οικογενειακού παρελθόντος και χρέους προς την προσωπική λογοτεχνική επιλογή;

Στο έργο του Μπόρχες, πεζό και ποιητικό, όπως γνωρίζουμε, περίοπτη θέση κατέχουν οι βόρειες σκανδιναβικές μυθολογίες κι οι σάγκες μα κι η ελληνική μυθολογία. Δυο πρόσωπα που μνημονεύονται συχνά είναι ο Σνόρι Στούρλουσον, ο Ισλανδός συγγραφέας της Έδδας και ο Όμηρος. Κι οι δυο αφηγητές ηρωικών ιστοριών, μαχών, πολέμων και περιπετειών, όπου το ξίφος πλέει διαρκώς σε μια θάλασσα αναρίθμητων λόγων και στίχων. Βέβαια στον Μπόρχες οι άνθρωποι όλοι που πιάσανε στα χέρια το σπαθί είναι ο ένας πάντα άνθρωπος και γι’ αυτό ξαναγυρνούν στην ποίησή του τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια μοτίβα των σπαθιών, θυμίζοντάς το. Άμεση συνέπεια μιας τέτοιας μεταφυσικής αντίληψης είναι ότι ο ίδιος ο Μπόρχες έτσι κράτησε στα χέρια του σπαθί (και πολέμησε ή ερωτεύτηκε, όπως ο Ζίγκμουντ). Στις επαναλαμβανόμενες επικές αφηγήσεις, στις ιστορίες του Στούρλουσον (που προλέγουν το δικό του θάνατο), ο λόγος ξιφομαχεί με το ξίφος και το ξίφος λογομαχεί με τον λόγο ή το αντίστροφο, σε όποιαν εκδοχή κι αν προτιμάτε (αλλά πάντα σε μία ξιφολογομαχία). Ας θυμηθούμε εδώ πως ο Δάντης στην Κόλαση παρουσιάζει τον Όμηρο να κρατά στα χέρια του σπαθί:

Βλέπεις αυτόν που, με σπαθί στο χέρι,
σαν άνακτας μπροστά απ’ τους τρεις βαδίζει;
Είν’ ο Όμηρος, των ποιητών ο πρώτος

(μτφρ. Δημ. Μαυρίκιος).

Οι λέξεις κόβουν σαν σπαθιά. Πού ζει εντέλει το σπαθί, αν όχι μές στην ιστορία που αφηγείται ο ποιητής; μέσα στην ιστορία που γράφει ο συγγραφέας και ταξιδεύει στον χρόνο; Κι ο Μπόρχες ρητά υπονοεί κάτι τέτοιο, αναφερόμενος ιδίως στις γλώσσες και τα έπη των Σαξόνων. Θυμίζω στίχους:

…Άλλων συμβόλων σύμβολα, παραλλαγές,
ενός μέλλοντος γερμανικού ή εγγλέζικου
μου φαίνονται τα λόγια αυτά που ήταν κάποτε εικόνες
και κάποιοι τις ξετύλιγαν δοξάζοντας τη θάλασσα ή τα ξίφη.

…Απάνω
στο χλομό πρόσωπό σου πέφτει το ξίφος
έτσι όπως έγινε τόσες φορές και στα γραφτά σου.

Ό,τι υπήρξε είναι εδώ: το άκαμπτο ξίφος
του σάξονα κι η σιδερένια μετρική του.

…ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ…

Όλοι ετούτοι οι στίχοι δείχνουν ξεκάθαρα πως γραφή και ξίφος είναι άρρηκτα ενωμένα. Διαμέσου του σιδερά/γραφής δε συμμετέχει και ο γραφιάς στη δόξα του πολεμιστή; Ενδεχομένως η δικαίωση της ίδιας της γραφής να έρχεται από τη συμπλοκή της με το ξίφος, με την αφηγηματική της δύναμη για τα κατορθώματα του ξίφους. Ίσως έτσι όμως έρχεται κι η κατίσχυσή της έναντι του ξίφους. Η συμπλοκή γραφής-ξίφους ίσως μιλά για την απόλυτη αλήθεια, πως, χωρίς τον στίχο (την εξύμνησή του και των κατορθωμάτων του), το ξίφος δεν υπάρχει. Άκαμπτο το ξίφος, σιδερένια του στίχου η μετρική. Ο στίχος και η λέξη δεν διασώζουν το σπαθί, δεν το εξυψώνουν κι ας μην το κρατούν στα χέρια; Ο στίχος είναι η μόνη ανάμνηση αλλά κι ο μόνος τόπος της ιδανικής κατοικίας του ξίφους, της αιώνιας ύπαρξής του. Το ξίφος εντέλει κατοικεί μέσα στον στίχο, μέσα στην ποίηση, όχι στα χέρια μόνο του ηρωικού πολεμιστή του παρελθόντος.

Χωρίς τον ποιητή, το ξίφος δεν υπάρχει, είν’ ανέστιο.

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.

Η μάχη μέσα του για τις αξίες και για τη ζωή των προγόνων που δεν έκαμε και δεν έζησε, το δίλημμα που τον βασάνισε του κατά πόσο ήταν ανάξιος για την βαριά κληρονομιά που του έλαχε, συμφιλιώνεται και μάλιστα οι εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις του ξεπερνιούνται σε αυτόν τον αποφασιστικό στίχο. Αντί να υποφέρει και να μειονεκτεί για τη ζωή που δεν έζησε, αντιθέτως βάζει μέσα στην τέχνη του αυτό που δεν κράτησε ποτέ στα χέρια του και δόξασε γενιές προγόνων του, το ξίφος. Αλλ’ όχι μόνο! Κάνει τον στίχο την μόνη κατοικία του ξίφους. Μ’ αυτή την κίνηση δεν ξεπερνά μόνο τα δικά του βασανιστικά διλήμματα αλλά και τις ανδραγαθίες των προγόνων, γιατί πια νόμιμα τους περιέχει, τους κουβαλά και τους διασώζει, τους τιμά μα και τους απαθανατίζει στους αιώνες.

Σχεδόν έναν χρόνο πριν πεθάνει, ο Μπόρχες στη Γενεύη, σε μια ελληνική ταβέρνα, είχε μια εσωτερική αποκάλυψη (epiphany λεν οι σημερινοί αγγλοσάξονες). Ακούγοντας μια ελληνική μουσική ―δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ποια!― οδηγήθηκε σε μια οιονεί υπερβατική σύλληψη κι ενότητα των πραγμάτων, όλων των μέχρι τότε διεστώτων. Κι ένιωσε στο πλάι του ζωντανό και τον από καιρό πεθαμένο φίλο του Αμπραμοβίτς. Φωτισμένος από αυτή την βαθιά εμπειρία έγραψε ένα από τα τελευταία ποιήματά του, που δημοσιεύτηκε στην αργεντίνικη εφημερίδα Clarín (11/4/1985), το «Música griega».

Ελληνική μουσική

Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε άξιοι του έρωτα της Ελένης της Τροίας.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε άξιοι να έχουμε πεθάνει στα Άρβηλα.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα πιστεύουμε στην ελευθερία εκλογής,
αυτή την ψευδαίσθηση κάθε στιγμής.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε ο λόγος και το σπαθί.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε άξιοι του κρύσταλου και του μαονιού,
του χιονιού και του μαρμάρου.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε άξιοι των κοινών πραγμάτων,
που τώρα δεν είναι κοινά.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε σαΐτα στον αέρα.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα πιστεύουμε στο έλεος του λύκου
και στη δικαιοσύνη των δικαίων.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα αξίζουμε τη μεγάλη σου φωνή Walt Whitman.
Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα αξίζουμε να έχουμε δει, από μια κορυφή,
τη γη της επαγγελίας.

(μτφρ. στα ελληνικά M. Castillo Didier)

~•~

Όσο διαρκεί αυτή η μουσική, θα είμαστε η λέξη και το ξίφος.

 


[1] Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, στην αντίστοιχη σημείωσή του, λανθασμένα μεταφράζει τη φράση «Τράβηξε το σπαθί του ο Γκραμ κι έβαλε ανάμεσά τους το γυμνό ατσάλι», υποστασιοποιώντας το Γκραμ στη θέση του Ζίγκμουντ, ενώ πρόκειται για το σπαθί του Ζίγκμουντ (Μπόρχες, Άπαντα Πεζά).
[2] Μπενχαμίν Οτάλορα είναι ο νεαρός ήρωας που δολοφονείται στο αφήγημα «Ο νεκρός», και διαμέσου αυτής της μετάθεσης των συμφώνων στη μεταγενέστερη αφήγηση, ο βιογράφος του Μπόρχες Edwin Williamson (Borges: A life) έχει προτείνει την υπέρβαση του παρελθόντος από τη μία ιστορία στην άλλη και από τον νεαρό νεκρό άνδρα στον ώριμο καθηγητή της «Ουλρίκα».
[3] Κρυφογελά η σκέψη στη θύμηση του αισχυλικού επιτύμβιου επιγράμματος αλλά εδώ η διαφορά του βίου είναι εμφανής κι αξεπέραστη.

*

*

*