Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα

*

M A R G I N A L I A
γράφει ο Γιώργος Πινακούλας

Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, το διάσημο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, μεταφέρθηκε πρόσφατα ξανά στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μιχαήλ Λόκσιν. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους ρωσικούς κινηματογράφους στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου κι έσπασε κυριολεκτικά τα ταμεία. Την έχουν παρακολουθήσει μέχρι στιγμής περισσότεροι από 5.500.000 Ρώσοι θεατές κι έχει αποφέρει στους παραγωγούς περισσότερα απ’ τα διπλάσια χρήματα απ’ όσα δαπανήθηκαν για τη δημιουργία της.

Η ταινία παρακολουθεί σε γενικές γραμμές το μυθιστόρημα: Ο διάβολος, με τη μορφή του Γερμανού καθηγητή μαύρης μαγείας Βόλαντ, φτάνει στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930. Και τότε αρχίζουν να συμβαίνουν τα πιο παράξενα πράγματα: άνθρωποι εξαφανίζονται μυστηριωδώς, γάτες μιλάνε, γυναίκες μεταμορφώνονται σε μάγισσες.

Στην ταινία του Λόκσιν όμως η ιδιοφυής ιστορία του Μπουλγκάκοφ περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Στο μυθιστόρημα συνυφαίνονται τρία αφηγηματικά νήματα: οι περιπέτειες του Βόλαντ και της καρναβαλικής συνοδείας του στη Μόσχα, η ερωτική ιστορία του μαιτρ και της Μαργαρίτας, και, τέλος, το μυθιστόρημα που έγραψε ο ίδιος ο μαιτρ με ήρωα τον Πόντιο Πιλάτο.

Ο Λόκσιν προσθέτει εδώ ένα ακόμα νήμα: τη βιογραφία του ίδιου του Μπουλγκάκοφ. Αντλώντας στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα και από τις ζωές άλλων συγγραφέων της εποχής που ήρθαν σε σύγκρουση με το σοβιετικό κατεστημένο και βρέθηκαν στο περιθώριο, ο Λόκσιν εμπλουτίζει το αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ με μια ανελέητη κριτική στη δειλία και την αχρειότητα του λογοτεχνικού κόσμου κατά τη διάρκεια της σταλινικής εποχής. Ταυτόχρονα, στοχάζεται με πικρία πάνω στην τραγική μοίρα του καλλιτέχνη, που μένει πάντα ξένος και ακατανόητος για τον κόσμο. Η τέχνη όμως, στην ταινία όπως και στο βιβλίο, διατηρεί άφθαρτη την αιώνια λυτρωτική δύναμή της.

*  *  *

Με τίτλο Τα βιβλία των άλλων ΙΙ. Έλληνες στοχαστές κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό ένας νέος τόμος με παλαιά κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη ανθολογημένα από τον Δημήτρη Καράμπελα, ο οποίος υπογράφει και την εισαγωγή. Εδώ περιλαμβάνονται κείμενα του Παπαγιώργη για τον Λορεντζάτο, τον Μαλεβίτση, τον Γιανναρά, τον Ράμφο, τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Κονδύλη, τον Λυκιαρδόπουλο, τον Ζουμπουλάκη και τον Ζηζιούλα. Το πιο ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο μάλιστα συνεχίζει να προκαλεί μεγάλα πάθη ακόμα και σήμερα, είναι ασφαλώς το πρώτο κείμενο του τόμου. Γραμμένο το 1975 και δημοσιευμένο στο περιοδικό Σπείρα, συνιστά μια σφοδρή επίθεση στο Χαμένο κέντρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου και, ουσιαστικά, σε όλη την κοσμοθεωρία του τελευταίου.

Η κριτική του Παπαγιώργη είναι αυστηρή, αλλά δίκαιη: «Τι κρατά ο Λορεντζάτος και τι αρνιέται; Αρνιέται τη Δύση (φιλοσοφία, τέχνη, ιστορία) και κρατά τον χριστιανισμό –το πνεύμα του και όχι την ιστορία του– μαζί με τα ελληνικά γράμματα. Θεωρώντας την Ελλάδα σαν τον αντίποδα της Ευρώπης, κάτι σαν ένα αποκομμένο χριστιανικό βασίλειο, διαγράφει τη Δύση για να φτάσει στην υψηλή θρησκευτικότητα του Μεσαίωνα. Η δυτική ιστορία, Αναγέννηση και δώθε; Ένα μάθημα που πρέπει να το ξεμάθουμε. Η φιλοσοφία, Καρτέσιος, Καντ, Χέγκελ, Νίτσε κ.λπ.; Το ίδιο.»[1]

Πώς μπορεί κανείς να αμφιβάλλει για την ευστοχία των παρατηρήσεων του Παπαγιώργη όταν διαβάζει τον Λορεντζάτο στο Χαμένο κέντρο να γράφει:

«[…] η κρίση της Ευρώπης σήμερα ή ολόκληρου του πολιτισμού είναι, πρώτα από όλα, πνευματική ή μεταφυσική –το σπουδαιότερο πρόβλημα για το σημερινό κόσμο είναι να αποκαταστήσει τη χαμένη μεταφυσική επαφή του– και […] αν χρειάζεται, για τους Δυτικούς, να πηδήξουν ή να περάσουν πάνω από τους τέσσερις ή πέντε τελευταίους αιώνες, που μεσολάβησαν, από την Αναγέννηση και εδώθε, για να φτάσουν σε κάποιο πυρήνα μιας διασπασμένης παράδοσης πνευματικής, εμείς αντίθετα δεν έχομε παρά μόνο λίγο δρόμο να κάνομε ή σχεδόν καθόλου, για να βρούμε, κληρονομία μας απείραχτη, την ολοζώντανη πνευματική παράδοση της Ανατολής.»[2]

Αυτό πίστευε ο Λορεντζάτος, όπως το περιγράφει ο Παπαγιώργης: πως η νεωτερική Δύση είναι μια παρέκκλιση και πρέπει να επιστρέψουμε πίσω και να πάρουμε την ορθή οδό από εκεί που την εγκαταλείψαμε.

Όπως δείχνει στην εισαγωγή του ο Δημήτρης Καράμπελας, ο Παπαγιώργης σταδιακά μετέβαλε πλήρως τις απόψεις του και έγινε σιγά σιγά κι ο ίδιος ελληνοκεντρικός. Έτσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του συμφιλιώθηκε με το έργο του Λορεντζάτου και αποκήρυξε σιωπηρά το παλιό αυτό κείμενό του. Μειώνει όμως αυτή η όψιμη μεταστροφή του Παπαγιώργη την αξία της πολεμικής του; Δίνει δίκιο στον Λορεντζάτο αυτή η ύστερη υποχώρηση του κατηγόρου του; Το ερώτημα μένει ανοιχτό. Η ευθυβολία και η γερή τεκμηρίωση του κειμένου του Παπαγιώργη μάς αναγκάζουν να επιστρέφουμε διαρκώς σε αυτό.

~.~ 

[1] Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων ΙΙ. Έλληνες στοχαστές, εισ.-επιμ. Δημήτρης Καράμπελας, Καστανιώτης, Αθήνα 2024, σελ. 49.
[2] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, τόμ. Α΄, Δόμος, Αθήνα 1994, σελ. 368.

*

*

*