Οι Άνθρωποι του Νταβός

*

«Όσοι ψηφίζουν Λε Πεν είναι από την Γαλλία της περιφέρειας, άνθρωποι με τους οποίους έχω χάσει την επαφή, που έχω αποκοπεί από την πραγματικότητά τους και για τους οποίους μου είναι ως εκ τούτου αδύνατο να γράψω… Στο Παρίσι, Λε Πεν δεν υπάρχει. Ανήκω στην ελίτ της παγκοσμιοποίησης. Ανήκω σ’ εκείνη τη Γαλλία που ψηφίζει Μακρόν,  επειδή παραείμαι πλούσιος για να ψηφίσω Λε Πεν ή Μελανσόν… Ότι η κοσμοθεώρηση του καθενός καθορίζει τι ψηφίζει, δεν το πιστεύω. Καθοριστική είναι μόνο η κοινωνική του τάξη.»

«Ο λαός νοιάζεται προπάντων για τη φυσική και κοινωνική του ασφάλεια, η οποία περιλαμβάνει τη διαφύλαξη της γλώσσας, της κουλτούρας, της θρησκείας και της εθνικής του ταυτότητας. Για πολλά μέλη των ελίτ ωστόσο αυτές οι μέριμνες είναι δευτερεύουσες συγκρινόμενες με τη συμμετοχή στην παγκόσμια οικονομία, την υποστήριξη του διεθνούς εμπορίου και της μετανάστευσης, την ενίσχυση των οικουμενικών θεσμών, τη διάδοση των δικών τους αξιών στον κόσμο και την προαγωγή των μειονοτήτων».

Το πρώτο απόσπασμα είναι από συνέντευξη του Μισέλ Ουελλμπέκ στη γαλλική τηλεόραση το 2017. Το δεύτερο από δοκίμιο του Σάμιουελ Π. Χάντιγκτον που με τον τίτλο «O Άνθρωπος του Νταβός» δημοσιεύτηκε το 2004. Και τα δύο είναι επίκαιρα όσο ποτέ. Οι ψηφοφόροι του Εθνικού Συναγερμού στη Γαλλία, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, του Τραμπ στις ΗΠΑ, του Φαράτζ στη Βρετανία, των νεοδεξιών κομμάτων εδώ σ’ εμάς, έχουν πανομοιότυπο κοινωνικό προφίλ. Άνθρωποι ξεπεσμένων περιοχών (γαλλική επαρχία, πρώην ΛΔΓ, ζώνη της «σκουριάς», αποβιομηχανισμένη Αγγλία, Μακεδονία), είναι εργάτες, αγρότες, μικροϋπάλληλοι, άνεργοι – και νέοι. Η Λε Πεν λ.χ. παίρνει πάνω από το 50% της εργατικής ψήφου σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, η AfD είναι πρώτο κόμμα στη νεολαία, οι υπό δημογραφική κατάρρευση βορειοελλαδίτικες περιοχές ψηφίζουν Βελόπουλο και Σία.

Με την διάκριση μεταξύ λαού και ελίτ, ο Χάντιγκτον περιγράφει όχι απλώς μια κοινωνική διαστρωμάτωση με αντιφερόμενα συμφέροντα, αλλά δύο ξεχωριστούς πολιτισμικούς ανθρωπότυπους. Ο homo ultraliberalis («Davos Man» τον λέει ο Αμερικανός στοχαστής) είναι στην ουσία μια αναβίωση, μια μετεμψύχωση στα καθ’ ημάς του χριστιανού μισσιονάριου ή του κομμουνιστή αγκιτάτορα ή του μοντερνιστή πρωτοπόρου. Τον κόσμο τον ενθαδικό τον θεωρεί φυλακή, ποθεί το επέκεινα, δική του σωτηρία, όραμά του είναι η αυτοπραγμάτωση, η αποτίναξη κάθε αλλότριου άχθους, κάθε ετεροπροσδιορισμού, η ακύρωση ακόμη και των ίδιων των νόμων της βιολογίας και της φύσης.

Είτε είναι επιχειρηματίας και πολιτικός, είτε διανοούμενος και καλλιτέχνης, ο «ἀνθρωπος του Νταβος» δεν ζει απλώς τη ζωή του κατά τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του – γι’ αυτό θα είχε κάθε δικαίωμα άλλωστε. Αλλά νομίζει ότι αυτή η ζωή του είναι επιθυμητή και αξιομίμητη απ’ όλους. Έχει την ψευδαίσθηση πως ο δρόμος που ο ίδιος πήρε, ο δρόμος των ακατάπαυστων «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», των συνεχών ανατροπών και των ρευστών ταυτοτήτων είναι από μόνος του τόσο ακαταμάχητα γοητευτικός ώστε, αρκεί να δώσεις στους πολλούς τη δυνατότητα να τον ακολουθήσουν, και θα σπεύσουν να το κάνουν.

Κολοσσιαία, επική πλάνη. «Οι άνθρωποι δεν είναι έτσι», έλεγε ήδη ο Χέλμουτ Κολ στο άκουσμα των υπερφίαλων διακηρύξεων του Τόνυ Μπλαιρ είκοσι χρόνια πρωτύτερα. «Κάποιοι λίγοι ρισκάρουν. Οι περισσότεροι ωστόσο αποζητούν τη σταθερότητα, τη σιγουριά.» Και αντιστέκονται. Το αίτημα της διάπλασης ενός ατόμου αεθνούς, κατά βούληση νομαδικού και ακωλύτως αυτοπροσδιοριζόμενου, είναι το ίδιο πιθανό να γίνει πράξη όσο έγινε πράξη το όραμα των μπολσεβίκων για μια αταξική και απελεύθερη κοινωνία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, μια σέκτα πιστών φαντασιώνεται ότι ανακάλυψε επιτέλους τον Παράδεισο επί γης.

Για τους θιασώτες της η ουτοπία της σημερινής «Davoisie oligarchy» δίχως άλλο είναι ένα σάλπισμα χειραφετητικό: μια επαγγελία ευημερίας και προόδου, ηθικής τελειώσης και καταναλωτικής ηδονής. Για όλους τους άλλους, δεν είναι παρά μια δυστυχία καμωμένη από ανοιχτά σύνορα, πετσοκομμένα μεροκάματα, λεηλασίες του εθνικού πλούτου και ατελεύτητους, παράλογους πολέμους.

Ότι οι πρώτοι, οι «Άνθρωποι του Νταβός», ανατριχιάζουν με τον «λαϊκισμό» αυτών των δεύτερων, των «deplorables» και των «ψεκασμένων», είναι πράγμα αναμενόμενο. Όπως έχει πει και πάλι ο Ουελλμπέκ, αυτή τη φορά στο μυθιστόρημά του Υποταγή:

«Είναι πιθανότατα αδύνατον εκείνοι που έζησαν και ευημέρησαν σ’ ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα, να διανοηθούν ότι κάποιοι άλλοι, που δεν έχουν να περιμένουν το παραμικρό από δαύτο, σχεδιάζουν την καταστροφή του, χωρίς κάτι τέτοιο να τους τρομάζει ιδιαίτερα.»

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

*

*