Το δικαίωμα στην ψήφο

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Λίγα χρόνια πριν, προκλήθηκε διαμάχη σχετικά με το αν οι ανά τον κόσμο Έλληνες πολίτες που μένουν εδώ και πολύ καιρό μόνιμα στο εξωτερικό θα πρέπει να διευκολύνονται να ψηφίζουν γιατί η προσέλευση των ψηφοφόρων σε πρεσβείες και προξενεία της Ελλάδας κατά τις εκλογές δεν επαρκεί. Τα επιχειρήματα ήταν του τύπου ότι κάποιοι από αυτούς θα δεθούν με τον Ελληνισμό, είτε επιστρέψουν (π.χ. οι μετανάστες της δεκαετίας του 2010) στην Ελλάδα είτε όχι. Αλλά και επιχειρήματα νομιμότητας.

Δεν είναι κατανοητό ωστόσο για ποιο λόγο όσοι επέλεξαν συνειδητά να ζήσουν και να πεθάνουν αλλού (είτε κατανοούν είτε όχι ότι αυτό επέλεξαν) πρέπει ή θέλουν να ασχοληθούν με τη μοίρα ενός τόπου τον οποίο εγκατέλειψαν για πάντα. Ούτε, αντίστροφα, είναι τόσο κατανοητό το δικαίωμα των νυν νομιμοποιημένων αλλά άλλοτε παράνομων μεταναστών να καθορίζουν με την ψήφο τους τη πορεία του κράτους που το ελληνικό έθνος δημιούργησε για να απαλλαγεί από την ισλαμική-οθωμανική τυραννία – την οποία πολλοί από τους μετανάστες δεν αντιλαμβάνονται διόλου ως τυραννία, ιστορικά, αφού είναι μουσουλμάνοι.

Προφανώς, εδώ δεν γίνεται λόγος για νόμους, ούτε βρισκόμαστε στο επίπεδο των δικαιωμάτων, των κανονιστικών διατάξεων κ.λπ. Οι υπέρμαχοι του να ψηφίζουν οι μεν και οι δε έχουν σαφέστατα την πολιτική δύναμη. Γιατί να μην νομοθετήσουν να ψηφίζουν στο μέλλον και τα τρισέγγονα όσων χάθηκαν εδώ και δεκαετίες μέσα στην αμερικανική χοάνη όπως τόσοι άλλοι Ευρωπαίοι, έχοντας π.χ. έναν έλληνα προπαππού; Ή πάλι, γιατί όχι στο μέλλον να μην ψηφίζει και ο τώρα γνωστός στις ελληνικές αρχές ως Αμπντούλ αλλά ορθότερα ως Γιουσούφ ο οποίος μπορεί να γεννήθηκε στη Συρία αλλά μπορεί και στο Αφγανιστάν το 2005 αλλά ίσως και το 2000; Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι αλληκατηγορούνται αναμεταξύ τους οι υποστηρικτές των δυο αντιλήψεων (να πολιτογραφηθούν / ψηφίζουν οι αλλοδαποί της Ελλάδας, και να διευκολυνθούν να ψηφίζουν οι μόνιμα και επί δεκαετίες διαμένοντες στο εξωτερικό έλληνες πολίτες του εξωτερικού), χωρίς να βλέπουν ότι και των δυο οι απόψεις έχουν αιτιολογία μόνο πολιτική. Είναι τόσο αξιοπερίεργο το γεγονός ότι στα ευρωψηφοδέλτια του κυβερνώντος κόμματος βρίσκονται Έλληνες ανά τον κόσμο, τη Ν. Υόρκη, το Λονδίνο κ.α. αλλά κανένας Κύπριος που μένει μόνιμα στην Κύπρο, έναν ανέκαθεν, αλλά τώρα τουρκοκρατούμενο, ελληνικό τόπο (και τέτοιος δεν είναι καμμία ελληνική παροικία στη Δύση), όσο αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι σε άλλες εκλογές στα ψηφοδέλτια πολλών αριστερών κομμάτων βρίσκονται πολλοί αλλοδαποί υποψήφιοι σε μια επίδειξη διεθνισμού.

Στην οπτική μας, σημασία έχει εάν ευσταθεί η λογική του να ζεις σε κάποιον τόπο και να πρέπει (ή να θες) να έχεις άποψη για έναν άλλο τόπο. Όπως και η λογική του μουσουλμάνου που ερχόμενος στην Ελλάδα αποκτά δικαίωμα να αποφασίζει γι’ αυτήν επειδή έζησε 10, 20 ή 30 χρόνια, με όλο το βάρος (συνειδητό ή μη) το οποίο έχει στον ψυχισμό του η ισλαμική αντίληψη και έμπρακτη στάση προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς επί 1.400 χρόνια. Δεν συνδέεται κάποιος με τον περίφημο αυτόν «Ελληνισμό» όταν έχει αποφασίσει –και καλά έκανε, εάν δυστυχούσε τόσο εδώ– να βλέπει τον εαυτό του ως μέλος περισσότερο ευημερουσών κοινωνιών αντί της ελληνικής. Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι αυτοί δεν είχαν και δεν έχουν κάτι εναντίον της χώρας την οποία εγκατέλειψαν το ’50 κ.ε. Ίσα, ίσα, μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα με πολλούς άλλους τρόπους, ως λόμπυ κ.λπ. Κάθε επιλογή, οδυνηρή ή μη, ωστόσο έχει τις συνέπειές της. Τελικά, πρέπει να επιλεχθεί πού θα δειχθεί νομιμοφροσύνη εάν κάποια στιγμή κάποιος πρέπει να διαλέξει ποιον θα υπηρετήσει μεταξύ δύο κυρίων. Έχει σημασία με ποιου τόπου τις ευκαιρίες, μεγαλεία και προοπτικές (ατομικές και ευρύτερες) θα συνδέσεις τη ζωή σου, ποιου τόπου προβλήματα θα έχεις να αντιμετωπίσεις και να ασχοληθείς, να δώσεις την ψυχή σου σε αυτά, στην καθημερινότητά σου. Με ποιον θα ταυτιστείς τελικά, σταδιακά ή απότομα. Δεν είναι ίδιου βάθους η εκ των πραγμάτων (έστω και αθέλητη) απομάκρυνση από την πραγματικότητα της Ελλάδας με την αδιαφορία ενός Έλληνα πολίτη του εσωτερικού, που βιώνει την ελληνική πραγματικότητα αλλά δεν ψηφίζει. Η ελληνικότητα έχει και υλική διάσταση (στρατολόγηση, φορολόγηση), κι αυτό δεν είναι εκχυδαϊσμός της ιδέας μας γι’ αυτήν, αφού δεν είναι δίκαιο μόνο ορισμένοι ψηφοφόροι, του εσωτερικού, να αφιερώνουν έναν χρόνο από τη ζωή τους (ως εικοσάχρονοι) ως στρατιώτες στην Ελλάδα. Μπορεί αρχικά (μόνο αρχικά) οι ταυτότητες να είναι ρευστές, αλλά το αποτέλεσμα μετράει. Ασφαλώς, οι Έλληνες που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό ωστόσο ασχολούνται καθημερινά ή και βιωματικά με τον Ελληνισμό είτε την αρχαιοελληνική είτε στην ελληνορθόδοξη εκδοχή του και τον πολιτισμό του, είναι περίπτωση καθημερινής απόδειξης του φρονήματός τους πέρα από επετείους, γιορτές και παρελάσεις. Αλλά για ποιων ελλήνων τις κοινότητες μπορεί πλέον να γίνεται λόγος όταν οι μεικτοί γάμοι είναι αναρίθμητοι;

Μόνο η εκπαίδευση και η παιδεία εμπλέκουν τους Έλληνες του εξωτερικού με την Ελλάδα και τους κρατούν Έλληνες. Είναι κωμικό ότι μια χώρα που πρακτικά έπαψε να χρηματοδοτεί σε ικανοποιητικό βαθμό τα ελληνικά σχολεία, έδρες κ.λπ. του εξωτερικού, διχάστηκε ανάμεσα σε πατριώτες που φαντάζονται ελληνισμούς των 15 εκατομμυρίων και σε επαναστάτες που φοβούνται ότι οι μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού θα ψηφίζουν δεξιά κόμματα (αλλά επιθυμούν να νομιμοποιούνται / ψηφίζουν οι αλλοδαποί, ώστε να συμβάλουν στην προσδοκώμενη επανάσταση).

Η ελληνική τηλεόραση και τα τραγούδια δεν εξελληνίζουν κανέναν, Έλληνα του εξωτερικού ή αλλοδαπό της Ελλάδας. Η κιτσαρία και το τουριστικό ήθος απωθεί, δεν εξελληνίζει. Δεν είναι τουρκική τηλεόραση, που προβάλλει την αίγλη (υπαρκτή ή μη) του ισλαμικού οθωμανικού πολιτισμού και μάλιστα εξάγει σε πολλές χώρες την εικόνα που έχουν οι Τούρκοι για το παρελθόν τους. Ούτε είναι ο ελληνικός κινηματογράφος ας πούμε σαν τον κινεζικό, που προβάλλει και την κινεζική αντίληψη για την κινεζική ιστορία, και όχι μόνο (όπως ο ελληνικός) τα συναισθηματικά προβλήματα των εκλεπτυσμένων μεσοστρωμάτων. Μόνο με ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό, όπου διδάσκεται η ελληνική ως κάτι πολιτισμικά ανώτερο (και όχι σκέτη γλώσσα συνεννόησης) και η ελληνική ιστορία, ή με εκκλησίες που δεν είναι πολυπολιτισμικές επιτυγχάνεται ο δεσμός των Ελλήνων του εξωτερικού με την Ελλάδα. Δεν επιτυγχάνεται με την ψήφο για έναν τόπο τον οποίο οι ψηφοφόροι δεύτερης, τρίτης κ.λπ. γενιάς συνήθως αγνοούν συνειδησιακά ακόμη και δεν το θέλουν (και συνειδησιακά δεν σημαίνει φολκλορικά).

Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν και για τους περισσότερους αλλοδαπούς στην Ελλάδα οι οποίοι νομιμοποιήθηκαν αρχικά εισερχόμενοι στη χώρα με το δικαίωμα της έμπρακτης περιφρόνησης προς τους θεσμούς του κράτους (περνάμε με το έτσι θέλω τα σύνορα αντί να ζητήσουμε άσυλο στην ελληνική πρεσβεία της χώρας μας ή κατά το πρότυπο της μετανάστευσης των Ελλήνων στη μεταπολεμική Γερμανία) για το οποίο θέλουν να έχουν λόγο. (Θεσμούς του Διαφωτισμού για τους οποίους περηφανεύονται κατά τα άλλα οι έλληνες φίλοι τους.) Άλλο αν κάποιος (οι μετανάστες) πρέπει κάποτε να ζήσει, να γεννήσει και να δουλέψει, δηλαδή να κατοικήσει μια μισοάδεια χώρα-τάφο γερόντων και φυγότεκνων νάρκισσων. Ανεξάρτητα από τις αγαθές προθέσεις του καθενός, το δικαίωμα της ψήφου ή της διαμονής σε όποιον πονεμένα κάποτε κορόιδεψε το ελληνικό εθνοκράτος συνεπάγεται για ένα μεγάλο κομμάτι τους τη δημιουργία σημαντικής θρησκευτικής μειονότητας (μιας θρησκείας στην οποία το θρησκευτικό και το πολιτικό στοιχείο είναι εκ γενετής κι άρρηκτα συσχετισμένα), αν εξαιρέσουμε χώρες γειτονικές και ανατολικοευρωπαϊκές που οι μετανάστες τους είχαν ή έχουν διάθεση να αφομοιωθούν ως αντίτιμο για την άνοδο του βιοτικού τους κ.λπ. επιπέδου, αλλά έχουν και αρκετά κοινά σημεία με τον ελλαδικό πληθυσμό. Το ελληνικό σχολείο (και η γλώσσα ως απλή μέθοδος συνεννόησης) μετατρέπει τους σουνίτες σε Έλληνες όσο τους μετέτρεψε το γαλλικό κοσμικό σχολείο. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όπως με τον Αντετοκούμπο που βαφτίστηκε Ορθόδοξος, γεγονός που τόσο επιμελώς αποσιωπούν οι λεγόμενοι αντιεθνικιστές.

Τελικά, πολύ μεγάλη ιδέα έχει κάποιος για τον εαυτό του, για ένα μικρό εθνοκράτος των 9,5 εκατομμυρίων, εάν πιστεύει ότι αυτό έχει τέτοια αφομοιωτική ικανότητα ώστε να εξελληνίζει δια της (επιστολικής) ψήφου και της γλώσσας. Είναι, για να το καλοσκεφτούν οι αντιεθνικιστές, ένας εθνικισμός από την ανάποδη αλλά πολύ πιο ανεδαφικός από τον εθνικισμό της συνθήκης των Σεβρών. Και ένας πατριωτισμός, για να το καλοσκεφτούν οι πατριώτες, πυροτέχνημα. Η εναντίωση και στις δυο αντιλήψεις δεν είναι κάποιου είδους αυτοχθονισμός: Η εθνική ολοκλήρωση της Ελλάδας ολοκληρώθηκε (δεν ζούμε στα 1840), όσοι ελληνικής καταγωγής πρόλαβαν και γλίτωσαν το μαχαίρι διάφορων εθνών ήρθαν στην Ελλάδα, και όσοι Έλληνες θέλησαν να φύγουν από αυτήν έφυγαν.

Πίσω από τα επιχειρήματα στα οποία το κείμενό μας αντιστρατεύεται κρύβεται η αντίληψη για την προτεραιότητα της πολιτικής: Ότι, δηλαδή, με τον α ή β νόμο αλλάζουν σε τέτοιο συνειδησιακό βάθος τα πράγματα και μάλιστα ότι αλλάζουν υπέρ αυτού που ακόμη, ως ακόμη πλειονότητα στη χώρα του, έχει την εξουσία να νομοθετεί. Κι άρα, ότι είναι απλώς ζήτημα να στοχαστούμε ποιος είναι ο καλύτερος νόμος. Ότι αν βαφτίσουμε το κρέας «ψάρι», θα γίνει και ψάρι.

~.~

ΤΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ

Μικρές ιστορίες και στιγμές από το ελληνορωμαϊκό, βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν, και τη συνάντησή του με την εποχή μας. Επιλογή από τον Γιάννη Ταχόπουλο.

~.~

*

*

*