ο ουραγάν μαίνεται

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου σκόνταψα σε μια λέξη· βρίσκεται στην αρχή της Μαρσινέλ[1] που ξεκινάει έτσι:

τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα

κι’ ο ουραγάν μαίνεται
το τρελλό αναμάλλιασμα των δέντρων
ακολουθεί την ύποπτη σιωπή
μακρυά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια
κι’ εδώ η βροχή
ραβδίζει τα πάντα
οι φυλλωσιές ουρλιάζουν
τα δέντρα ορθώνονται να φύγουν…

Marcinelle 1956, σημειώνει ο ποιητής (Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957).

Κοντοστάθηκα λοιπόν, και πρόσεξα τώρα, για πρώτη φορά, τη λέξη ‘ουραγάν’ που μου ήταν άγνωστη κι ακατανόητη. Κατέφυγα λοιπόν στο πέλαγος των λεξικών, απ’ τα οποία ο Δημητράκος μάλλον δίνει την ακριβέστερη προέλευση μα και την κάπως διαφορετική προφορά της λέξης (στα περισσότερα νεώτερα λεξικά η λέξη απουσιάζει):

ουραγκάν: |ο| (ισπ. εκ του καραϊβικού) νεώτ. ειδ. ορμητική εκ κυκλώνος θύελλα των Δυτικών Ινδιών· 2) κτ. επέκτ. θύελλα ή καταιγίς καθ’ ην ο άνεμος πνέει μετ’ εξαιρετικής βιαιότητος, ραγάνι.

Με αυτή την ετυμολογική προέλευση συμφωνεί και το αντίστοιχο λήμμα της γαλλικής βικιπαίδειας: «Au sens propre, un ouragan (du taïno hurakā, via l’espagnol huracán) est un cyclone tropical», το οποίο βλέπε εδώ. Εν ολίγοις, όπως όλα φανερώνουν, ο ουραγκάν είναι ο γνωστός μας αγγλόφωνος hurricane. Η διαφορετική εκφορά της λέξης από τον Εγγονόπουλο, πιθανότατα οφείλεται στη θέλησή του να αποκαθάρει τη λέξη από το ‘βαρβαρικό’ συμφωνικό σύμπλεγμα και τοιουτοτρόπως να την ‘ελληνοποιήσει’.
Ας επιστρέψουμε στη λογοτεχνία τώρα.

Στον μαινόμενο ουραγάν του Εγγονόπουλου ανταπαντούσε ο –πάλαι δάσκαλός του– Φώτης Κόντογλου με τις Αδάμαστες Ψυχές το 1962:

Τι είναι αυτή η φοβερή ανεμοζάλη, που τη λένε τυφώνα ή ουράγκαν! Κανένας δεν μπορεί να τη φανταστεί, παρεκτός αν τη δοκίμασε, μα αυτό είναι ένα πράγμα σπάνιο, γιατί απ’ όσους έτυχε να την περάσουνε, πολλοί λιγοστοί γλιτώσανε.

Στο διήγημα Τυφώνας ο Κόντογλου ισχυρίζεται ότι αντιγράφει τα γραφτά ενός υποπλοίαρχου Φλέτσερ προς τη μάνα του στα 1780, σχετικά με τον τυφώνα που χτύπησε το πολεμικό καράβι «Φοίνιξ», στην Καραϊβική, ανάμεσα Τζαμάϊκα και Κούβα, στις Δυτικές Ινδίες, εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεφύτρωσε κι η λέξη. Το άτυχο σκαρί θαλασσόδερνε απ’ το μανιασμένο ουράγκαν ολάκερη μια νύχτα κι εντέλει σφηνώθηκε στις ξέρες της Κούβας, κι έτσι κατάφεραν να σωθούν οι περισσότεροι ναυαγισμένοι χάρη στην καπατσοσύνη του Φλέτσερ, ο οποίος και κατακλείνει έτσι την αφήγηση (του Κόντογλου):

Έχω ξεχάσει πια τα βάσανα που περάσαμε με κείνο το λυσσασμένο ουράγκαν. Αμ’ άραγε, πόσα άλλα ουράγκαν με περιμένουνε;

Όσο για το λαϊκότροπο ραγάνι τους είχε προλάβει και τους δυο ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1933, συνεπαρμένος από το κομμουνιστικό όραμα της ρώσικης επανάστασης (αρκετά πριν οδηγηθεί στα Κρώρα βέβαια, τον Δεκέμβριο του 1944, αιχμάλωτος της ΟΠΛΑ, για εκτέλεση μαζί με πολλούς άλλους):

(Άτιτλο)

Τώρα
Τώρα ευθύς
Τώρα αμέσως
Τώρα πάντα
Τώρα κάθε μέρα
Τώρα κάθε ώρα
Τώρα κάθε στιγμή
Δηλαδή τώρα ­ αιωνίως ­
Τώρα ποτέ παρά ποτέ
Τώρα ευθύς
Τώρα αμέσως
Τώρα σαν πεφταστέρι
Τώρα σαν μαχαιριά
Τώρα σαν εκπυρσοκρότηση
Τώρα σαν εκσπερμάτωση
Τώρα σαν ξαφνικό ραγάνι
Τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων
Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!

~·~

Ενώ, όπως είδα, αυτή η λέξη απουσιάζει από τα περισσότερα νεώτερα λεξικά βρίσκεται στα ναυτικά λεξικά, καταδεικνύοντας έτσι και το κατ’ εξοχήν πεδίο χρήσης της.
Το σύντομο πέρασμά του (όσες αναφορές μπόρεσα να βρω προέρχονται μεταξύ ’30 και ’60 περίπου) αποτυπώθηκε μεν σε κάποιες ελάχιστες λογοτεχνικές αναφορές αλλά και στη ναυτοσύνη και τη μετεωρολογία, όπου φαίνεται πως ήταν ήδη καθιερωμένος όρος.[2]Διαβάζει κανείς π.χ. στο περιοδικό Τεχνικά Χρονικά (τχ. 141-142, 1-15 Νοεμβρίου 1957, σ. 10) :

Ο όρος «Τυφών», σημαίνων «μέγας άνεμος», χρησιμοποιείται εις την ελληνικήν μετάφρασιν των διαβαθμίσεων της ανεμομετρικής κλίμακος του Beaufort δια την παράστασιν του ανέμου δυνάμεως 12 και άνω. Η ονομασία κυρίως δίδεται εις τους τροπικούς κυκλώνας, οίτινες συμβαίνουσιν εις τον δυτικόν Ειρηνικόν Ωκεανόν και οίτινες ουσιαστικώς είναι του αυτού τύπου με τα ουραγκάν των Δυτικών Ινδιών και τους κυκλώνας του κόλπου της Βεγγάλης.

Σήμερα πια φαίνεται πως ο ουραγκάν έχει πέσει σε αχρησία στην ελληνική αφήγηση της περιπέτειας (θες στην υπερρεαλιστική στεριά ή στην πειρατική/ναυτική επικράτεια της θαλάσσης), έχει ως επί το πλείστον αντικατασταθεί από τον τυφώνα ή τον τροπικό κυκλώνα (hurricane), κι απομένει μόνον εν –σπανία εικάζω– χρήσει στη μετεωρολογική γλώσσα και ίσως σε κάποια ακόμα στόματα παλιών ναυτικών.

iliasmalevitis.wordpress.com

~.~

[1] Το ποίημα αυτό γράφτηκε με αφορμή το τραγικό εργατικό ατύχημα τον Αύγουστο του 1956 στα ανθρακωρυχεία της Marcinelle του Βελγίου και στοίχισε τη ζωή σε 262 ανθρακωρύχους, μεταξύ των οποίων και έξι Έλληνες. Δες την ανάλυση του ποιήματος από τον Μιχάλη Άνθη στις Αναγνώσεις της Αυγής (αφιέρωμα στον Εγγονόπουλο, τχ. 230 και 231,  20 και 27-5-2007, τώρα εδώ). Σχετικά με το ατύχημα στα ανθρακωρυχεία της Μαρσινέλ, δες εδώ.
[2] Κι ως εκ τούτου (της τοπικής προέλευσης της λέξης δηλαδή και της χρονικής της εμφάνισης στα ελληνικά), δεν θεωρώ πολύ πειστική την προέλευση της λέξης από τη γαλλική μεν, αλλά δια της διαμεσολαβήσεως της τούρκικης, όπως πήρε κάπου το μάτι μου.
*