H διαπλοκή αθλήματος και ζωής

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Για να κάνουμε μιαν, αναπόφευκτα κοινότοπη, θεματική εισαγωγή: το τένις εμφανίζεται ως θέμα στον κινηματογράφο σε διαφορετικές ταινίες έχοντας διαφορετική αισθητική θέση: δεν είναι, βέβαια, τόσο συχνό όσο αθλήματα όπως η πυγμαχία, ίσως επειδή σε σύγκριση με αυτήν την τελευταία, για παράδειγμα, είναι κάπως αντικινηματογραφικό: οι δύο αντίπαλοι έχουν μιαν απόσταση μεταξύ τους, οι κινήσεις τους δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, η κάμερα αναγκάζεται σε συνεχείς εναλλαγές που είναι μοιραίο να κουράζουν τους θεατές της ταινίας (πολλώ μάλλον τους «πραγματικούς» θεατές της φιλμικής υπόθεσης), το μπαλάκι και η πορεία του, που κρίνουν τον αγώνα, δεν είναι πάντα εύκολο να γίνουν αντιληπτά, λόγω μεγέθους και ταχύτητας, και να δημιουργήσουν έτσι την αντίστοιχη αγωνία για την έκβαση του αγώνα. Από την άλλη, το τένις είναι ένα άθλημα ατομικό, που φέρνει αντιμέτωπους μετωπικά δύο αντιπάλους που έχουν ως άμεσο στόχο την επικράτηση, χωρίς δυνατότητα ισόπαλης έκβασης του αγώνα. Από αυτήν την ευθεία αναμέτρηση δυνάμεων μπορούν να αντληθούν ποικίλες δραματουργικές αντιθέσεις, όχι, βέβαια, μόνο αγωνιστικού ενδιαφέροντος αλλά και με προεκτάσεις εκτός τεραίν, οι οποίες είναι εκείνες που είναι δραματουργικά αξιοποιήσιμες.

Κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα μπορούν να έχουν εδώ θέση επεξήγησης: ο πρωταγωνιστής στον Άγνωστο του εξπρές του Χίτσκοκ είναι ένας διάσημος τενίστας. Εκείνο που διακυβεύεται όταν εμπλέκεται άθελά του (;) στην υπόθεση ανταλλαγής θυμάτων είναι και η υπόληψή του ως τενίστα. Ο σκηνοθέτης μάς τον δείχνει στο τεραίν, ενώ ταυτόχρονα η τύχη του παίζεται εκτός αυτού, όταν ο άνθρωπος που τον ενέπλεξε προσπαθεί να τον εκβιάσει και να τον ενοχοποιήσει. Κάνοντας μια παραδειγματική χρήση του παράλληλου μοντάζ, ο Χίτσκοκ μάς δείχνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του αγώνα και της ζωής, όταν αυτή η τελευταία και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί τείνουν να ανατρέψουν την ισορροπία μεταξύ των δύο «πεδίων» αγώνα και να οδηγήσουν αμφότερα στην καταστροφή. Στο Μπλόου-απ του Μικελάντζελο Αντονιόνι η περίφημη σκηνή του τέλους, με μια ομάδα ελευθεριακών νεαρών να παίζουν εικονικά, χωρίς ρακέτα και μπαλάκι, και να εισάγουν μέσα στον πλασματικό τους κόσμο τον πρωταγωνιστή (Νταίηβιντ Χέμινγκς), το τένις έχει μια καθαρά συμβολική σημασία που ανακατευθύνει την ιστορία της ταινίας και το νόημα του μυθοπλαστικού της κόσμου: το μυστήριο που προσπαθούσε να εξηγήσει ο φωτογράφος ήρωας αποδεικνύεται άλυτο και μάταιο να φωτιστεί σε έναν κόσμο όπου επικρατεί η πλασματικότητα της εικόνας και η καταναγκαστική εσωτερίκευσή της. Από την άλλη, στο Ματς-πόιντ του Γούντυ Άλλεν το τένις είναι απλώς ένα ντεκόρ, μετωνυμία μιας κοινωνικής τάξης μέσα στην οποία πρέπει να ανελιχθεί και να εξελιχθεί κοινωνικά ο κατώτερης κοινωνικής καταγωγής ήρωας, ένα παιχνίδι που οι κανόνες του έχουν ευθείες αναλογίες με τις τροπές της μοίρας και της αντικειμενικής ζωής, ένα πεδίο αναμέτρησης δυνάμεων των κοινωνικών δρώντων. Στο Μπoργκ εναντίον Μακενρό το άθλημα παρουσιάζεται με την κατ’ εξοχήν αγωνιστική του όψη, ενώ οι κοινωνικοί παραλληλισμοί είναι μόνο έμμεσοι. Η ταινία τεκμηριώνει τρόπον τινά την περίφημη αναμέτρηση δύο διασημοτήτων του χώρου που το παθιασμένο ενδιαφέρον το οποίο προκάλεσαν δεν οφείλεται‒ κι εδώ‒ μόνο σε καθαρά αγωνιστικούς λόγους αλλά αφορά στην αντιπαλότητα δύο χαρακτήρων και στη συμβολική διάσταση που πήρε αυτή εντός της σφαίρας του αθλητικού «σχολιασμού».

Στην ταινία του Λούκα Γουαντανίνο Οι αντίπαλοι μπορούμε να βρούμε όλα τα παραπάνω στοιχεία σε άνισες, βέβαια, αναλογίες. Καθότι σ’ αυτήν το τένις πρωταγωνιστεί ξεκάθαρα όχι για να καταγράψει υπαρκτά γεγονότα στην ιστορία του αθλήματος ή για να οικειοποιηθεί συμβολικά το άθλημα, αλλά για να το διασταυρώσει με την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου. Κι εδώ, βέβαια, η διαπλοκή μεταξύ αθλήματος και ζωής είναι εξόφθαλμη, όπως και οι προσπάθειες των ηρώων να δουν και να επιβεβαιώσουν την προσωπική τους ζωή μέσα από το τένις.

Δύο φερέλπιδες τενίστες, παιδικοί φίλοι, συναντούν μιαν ακόμη πιο φερέλπιδα και ικανή τενίστα και εμπλέκονται ο καθένας από τη μεριά του, εναλλάξ και παράλληλα, σε μια ερωτική σχέση μαζί της. Κι ενώ η εξέλιξη θα δείξει ότι η ζυγαριά κλίνει προς το μέρος του ενός, απρόβλεπτη σαν αγώνας τένις, θα καταλήξει προς το μέρος του άλλου. Το ίδιο το διεκδικούμενο θηλυκό, η Τάσι (Ζεντάγια), όταν από ένα ατύχημα θα διακόψει πρόωρα την καριέρα της, θα αφοσιωθεί (υποχρεωτικά;) στην καριέρα του ενός από τους δύο, του Αρτ (Μάικ Φέιτ), χωρίς όμως, από ό,τι φαίνεται να θάψει εντελώς τα συναισθήματά της για τον έτερο διεκδικητή, που, εξαιτίας διαφορών στη συναισθηματική ζωή και στην προοπτική της αθλητικής εξέλιξης, τον έχει ήδη απορρίψει.

Το τένις ως συνέχεια της ζωής και η ζωή ως συνέχεια του τένις: το ερωτικό τρίγωνο μεταβάλλει τις πλευρές του καθώς οι ήρωες προσπαθούν να επιβεβαιώσουν τη θέση τους στη ζωή και τη θέση τους απέναντι στα συναισθήματά τους και στα συναισθήματα των άλλων με βάση τις επιδόσεις στο τένις, αλλά και αντίστροφα. «Μιλάμε πάντα για τένις;» ρωτά σε κάποια στιγμή ο Πάτρικ (Τζος O’Κόννορ), ο ένας από τους δύο διεκδικητές. Η εξέλιξη του άλλου διεκδικητή, του Αρτ, θα είναι επιτυχέστερη: αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έχει εδραιώσει και τη θέση του απέναντι στην Τάσι, τη γυναίκα που παντρεύτηκε, και που στα μάτια της, όσο κι αν δεν το ομολογεί ρητά, η συνέχεια της σχέσης εξαρτάται από τη «συνέχεια» που είναι ικανός να έχει ο άντρας της στο τεραίν, όταν, μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι θέλει να παραιτηθεί: οι νίκες του δεν είναι αρκετές, αφού μάλιστα δεν έχει νικήσει στο τένις ποτέ τον άλλοτε ερωτικό του αντίπαλο, τον οποίον η υπόθεση της ταινίας θα φέρει αντιμέτωπο απέναντί του σε έναν κρίσιμο τελικό αγώνα. Παρότι ο Πάτρικ φαντάζει ένας loser, κάποιος που αντικειμενικά δεν είχε την εξέλιξη του Αρτ, η νίκη απέναντί του είναι απαραίτητη: σημαίνει ότι η προπονήτριά πλέον αυτού του τελευταίου Τάσι έχει δικαιωθεί και για την επιλογή του εραστή και συζύγου που έχει κάνει, αλλά και έχει θάψει το συναίσθημά της για τον επιθυμητό πάλαι ποτέ και, αποκρουστικό πλέον σήμερα μέσα στην αποτυχία του, Πάτρικ. Μόνο που το άθλημα δεν ακολουθεί ευθέως ανάλογα τη ζωή και τα εξωτερικά συναισθήματα: η Τάσι θα επιστρέψει στην αγκαλιά του Πάτρικ, έχοντας ως άλλοθι έστω μόνο να εξασφαλίσει τη νίκη του συζύγου της ως αντάλλαγμα, μια νίκη που, όπως πιστεύει η Τάσι, θα τονώσει την τραυματισμένη αυτοπεποίθηση του εν λόγω συζύγου.

Το τένις ως άθλημα είναι ένας προνομιακός χώρος για τη συμβολοποίηση της αναμέτρησης δύναμης. Οι αθλητές, βέβαια, δεν έρχονται σε άμεση επαφή, όπως είπαμε, κι αυτό τρόπον τινά του εξασφαλίζει τον «ελιτίστικο» χαρακτήρα. Είναι όμως ένα άθλημα ατομικό, με μια διαρκή ιεράρχηση της ικανότητας και της αγωνιστικής θέσης των αθλητών όπως την «παγκόσμια κατάταξη», με πολλά χρήματα που διακυβεύονται τόσο για να αναδειχθεί ένας αθλητής όσο και για να αμειφθεί· διεξάγεται πάντα σε κάποιους διακεκριμένους χώρους του κοσμοπολιτισμού και αποτελεί μια τελετουργία παρακολούθησης εκ μέρους ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Επιπλέον, γύρω του κινείται ένας χορός χρημάτων που έχει να κάνει με τις διαφημίσεις προϊόντων των πολυεθνικών, με τα ιδρύματα που δημιουργούν οι αθλητές, με τις κολεξιόν που λανσάρουν. Είναι αυτά με τα οποία θέλει να ασχοληθεί ο Αρτ για να αποφύγει τον βραχνά της αναμέτρησης, για να αποφύγει το άγχος της απόρριψης εκ μέρους της Τάσι, για να αποφύγει το φόβητρο της υπεροχής του Πάτρικ απέναντί του. Σίγουρα, ο φόβος της ήττας και ο θρίαμβος της υπεροχής στο τένις δεν εκδηλώνονται τόσο άμεσα όσο σε «πολεμικά» αθλήματα (πυγμαχία, πάλη κ.λπ), όπου η σωματική επαφή μας ρίχνει κατάμουτρα τα συναισθήματα αυτά· κι εδώ όμως, παρότι κινούνται μέσα σε ένα πιο «πολιτισμένο» πλαίσιο, μέσα σε κανόνες του ευ αγωνίζεσθαι, είναι κάποιες φορές ανοικονόμητα: τόσες βωμολοχίες ακούγονται μέσα στην ταινία, τόσες ρακέτες σπάνε οι αθλητές μέσα στον εκνευρισμό τους, τόσες αντιδράσεις υπάρχουν απέναντι στους διαιτητές. Η νίκη, επιτυχία, υπεροχή είναι όμως ξεκάθαρα διαχωρισμένες από την ήττα, αποτυχία, συντριβή, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να απωθηθεί εύκολα παρότι ρητά και αναφανδόν δεν ομολογείται. «Πώς θα με αντικρίζεις αν χάσω;» λέει σε κάποια στιγμή ο Αρτ, «Δεν θέλω να σε ξαναδώ» λέει η Τάσι, και συμπληρώνει, δήθεν έγκαιρα, «αν αυτό σε βοηθά».

Η ταινία αρχίζει και τελειώνει με την τελική αναμέτρηση των δύο αντιζήλων. Ενδιάμεσα με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν εκτίθεται η «προϊστορία» του τελικού αγώνα, από την εποχή της εφηβικής ηλικίας σε έναν πράγματι λαχανιαστό ρυθμό, ομόλογο με τους εσωτερικούς ρυθμούς της διαπροσωπικής αντιπαλότητας αλλά και με τους ρυθμούς που εκ κατασκευής έχει το άθλημα του τένις: εναλλαγή της πρωτοβουλίας από τη μια στην άλλη πλευρά, ένταση των επιπέδων ετοιμότητας. Παράλληλα, μια ηθελημένα κιτς μουσική υπόκρουση χορευτικής μουσικής οξύνει ειρωνικά τους τόνους. Κι όσο για την κατάληξη αυτής της σύγκρουσης: παραμένει αμφίσημη. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας και πάνω στον κρίσιμο πόντο οι δύο αθλητές ξεπερνώντας τον φιλέ που τους χωρίζει θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον, θα αγκαλιαστούν σχεδόν: υπαινιγμός άραγε στη βαθύτερη ρίζα μιας σύγκρουσης, που είναι, ουσιαστικά, μια απώθηση αλλά και μια αφορμή της ένωσης; Είναι μια σκηνή με συμπυκνωμένο συμβολικό περιεχόμενο, που αποτελεί μιαν απρόσμενη κορύφωση της ιστορίας, ανατρέποντας σε μια τελική κίνηση το νόημα και το ύφος της.

Εξάλλου, το ερωτικό τρίγωνο εν προκειμένω λειτουργεί με πολλαπλές κατευθύνσεις: στην πρώτη σκηνή σεξουαλικής συνεύρεσης των τριών τα λευκά αρσενικά, όπως λέει η μιγάδα Τάσι, εκδηλώνουν και τον ερωτισμό μεταξύ τους: μήπως εδώ ήθελε να καταλήξει η συνέχιση της έχθρας τους, μήπως η αντίδραση της Τάσι απέναντι στην ερωτική περίπτυξη των διεκδικητών αρσενικών μεταξύ τους, μεταφρασμένη στο χαιρέκακο βλέμμα της, ήξερε, από την εποχή της εφηβείας τους, κάτι περισσότερο;

Αυτό το βλέμμα παρακολουθεί ο σκηνοθέτης κατά τη διεξαγωγή του αγώνα, με την Τάσι να κάθεται στις κερκίδες των θεατών: και είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές όπου το βλέμμα της παραμένει στυλωμένο μπροστά της και δεν ακολουθεί τη χαρακτηριστική περιστροφή του λαιμού που γίνεται ομαδόν από τους θεατές καθώς παρακολουθούν έναν αγώνα τένις. Είναι παρόμοιο με το βλέμμα του Ρόμπερτ Γουώκεν στον Άγνωστο του εξπρές, όταν εκφράζει την εκβιαστική απειλή του προς τον Φάρλεϋ Γκρέιντζερ: αρνείται και αυτός τη συστροφή του λαιμού του θέλοντας ένα μεταδώσει το μήνυμά του στον τενίστα.

Η «καλή συνείδηση» του αθλήματος έχει τον τρόπο της να κουκουλώνει τη χυδαιότητα του εγωιστικού ανταγωνισμού: «θέλω να δω καλό τένις», λέει η Τάσι όταν τη ρωτούν ποιος από τους δυο θα ήθελε να κερδίσει, ενώ η ίδια λέει ότι το τένις δεν είναι ένα μέσο για να πετύχεις αλλά μια βαθύτερη σχέση που συνάπτουν, έστω για λίγα λεπτά, οι δύο αντίπαλοι, δίνοντας έτσι μια υπερβατική εκδοχή του αθλήματος, όχι απαραίτητα πλαστή και εξιδανικευτική, μια ουσία όμως που εμφανίζεται υπό ορισμένες συνθήκες και είναι υπό συνεχή αναζήτηση.

Ο κόσμος του αθλήματος υπακούει κατά βάθος στον αυτισμό της «κούρσας» του πρωταθλητισμού. Μέσα από τις διαφορές ταχύτητας που μπορεί να έχει ένα σερβίς, μέσα από τα λίγα εκατοστά εκτός που μπορεί να πέσει ένα μπαλάκι, μέσα σε ένα φάλτσο χτύπημα κρίνονται καριέρες, περιουσίες, ψυχισμοί και, τελικά, ζωές. «Όλο για τένις μιλάτε» λέει η κόρη του Αρτ και της Τάσι, ενώ ο Πάτρικ ομολογεί «Τι να περιμένεις από ανθρώπους που σε ολόκληρη τη ζωή τους χτυπάνε μπαλάκια;». Είναι αυτές οι απομονωμένες και στεγανοποιημένες δυσκολίες του παιχνιδιού που τονίζει ο Ροζέ Καγιουά αναλύοντας το παιχνίδι γενικά, αυτές που δεν έχουν σχέση με την εκτός παιχνιδιού πραγματικότητα και εθίζουν τον παίκτη στην «εξωπραγματική» συμβατικότητά τους.

Εκπληκτική η επιδεξιότητα του Γκουαντανίνο να εναλλάσσει την ένταση των σκηνών παιχνιδιού με την ηρεμία των παρασκηνίων και των ιδιωτικών στιγμών των ηρώων. Με την ίδια επιδεξιότητα παρουσιάζει την υλικότητα του παιχνιδιού: οι σταγόνες του ιδρώτα που πετάγονται ή κυλούν σε αργή κίνηση, τα χτυπήματα πάνω στη ρακέτα που αποδίδονται με μιαν αγωνιακή ηχητικότητα, τα βλέμματα και τα υπομειδιάματα των αντιπάλων, οι λήψεις κάτω από το, διάφανο θαρρείς, τεραίν, οι εναλλαγές των πανοραμικών πλάνων του παιχνιδιού με τα γκρο πλαν των αθλητών, το μπαλάκι που εκτοξεύεται απειλητικό προς το μέρος του φακού, άρα του θεατή, όλα αυτά συνθέτουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία οπτικής κάλυψης του αθλήματος. Αλλά υπάρχει και η συμβολική πλανοθεσία που παρουσιάζει, δήθεν τυχαία, την Τάσι στο κέντρο και τους δύο διεκδικητές ένθεν και ένθεν σαν εξαπτέρυγα, και δημιουργεί έτσι ένα εικαστικό συνεχές στην ταινία.

Σε μια συνολική οπτική η πρωτοτυπία της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι, αφενός, οδεύει προς το τέλος της ακολουθώντας την πεπατημένη ενός success story, o τριγωνισμός της υπόθεσης όμως, αφετέρου, οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση τούτης της κατάληξης: κανένας νικητής δεν θα υπάρξει στο άθλημα όπου δεν υπάρχει ισοπαλία, το αμφίσημο τέλος θα δείξει με τον τρόπο του ότι η νίκη είναι μια μάταιη υπόθεση, ότι η πραγματικότητα με τους όρους της υπερσκελίζει την περίκλειστη μικροπραγματικότητα του αγωνίσματος, την ακυρώνει, χαρίζοντάς της μιαν ανεξήγητη έκβαση.

~.~

ΘΑΥΜΑΤΟΤΡΟΠΙΟ

…το παιχνίδι επιλέγει τις δυσκολίες του, τις απομονώνει από το πλαίσιό τους και, κατά κάποιο τρόπο, τις καθιστά εξωπραγματικές. Το εάν λύνονται ή όχι δεν έχει άλλες συνέπειες πέρα από μία ικανοποίηση ή μία απογοήτευση εξίσου ιδεατές. Αυτή η ελαφρότητα, εάν γίνει συνήθεια, εξαπατά σχετικά με τη σκληρότητα των αληθινών δοκιμασιών. Εθίζει στη θεώρηση απογυμνωμένων και αποκομμένων δεδομένων ανάμεσα στα οποία η επιλογή είναι υποχρεωτικά αφηρημένη. Κοντολογής, το παιχνίδι στηρίζεται στην ευχαρίστηση της κατανίκησης του εμποδίου, αλλά ενός αυθαίρετου και σχεδόν ψεύτικου εμποδίου, που φτιάχτηκε στα μέτρα του παίχτη και έγινε αποδεχτό από αυτόν. Η πραγματικότητα δεν έχει τέτοιες λεπτότητες.

Roger Caillois, Τα παιχνίδια και οι άνθρωποι,
Mτφρ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2001.

~.~

Η ΖΩΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΙΝΕΜΑ

Επιμέλεια στήλης
Βασίλης Πατσογιάννης

*
*
*