Day: 20.05.2024

Ξέχωρο

*

Είμαι χωριό στη μέση του βουνού· μήδε στη ρίζα του και μήδε στην κορφή του· μακρά ’πο θάλασσες και κάμπους: ξέχωρο, ατάιστο, απότιστο, αφρόντιστο. Λίγοι κατοίκοι· παλιά τα σπίτια· πέτρα στην πέτρα, δίχως λάσπη και ασβέστη· στο λάκκο όξ’ απ’ τα σπίτια τους αποπατούν οι ανθρώποι: κάθε θαμνί κι ένα κουράδι. Με κάτουρο ανθούν οι ασπαλάθοι. Λίγοι με ξέρουν· ούτε κι οι κοντοχωριανοί (ανάθεμά κι αν μ’ έχει χάρτης)· λίγοι κατοίκοι.

Και μια το χρόνο, δυο το χρόνο γίνεται κάποιος τους διάσημος, αφίσα και νεκρόσημο· ψηλά στην άκρη μου και το νεκροταφείο. Κι έχουν νεκροί και ζωντανοί την ίδια κούφια και απέραστη ζωή· ένα το καφενείο, δύο οι τράπουλες, τρία τα τάβλια.

Δεκαπενταύγουστό ’χουμε μία πανήγυρη κι αυτό είν’ όλο. Βάνουν οι ανθρώποι ρεφενέ τα λίγα ζα τους, τα τυριά τους, τα κρασά τους, βγαίνει στη μέση ένας λυράρης ξενομπάτης και δυο πάσα, κι εκεί γλεντάνε τη χαρά και τον καημό ότι δεν έχουνε καημούς ούτε χαρές.

Δέκα ελιές στην κατηφόρα δίνουν λάδι στους ανθρώπους, πέντε οζά το κρέας τους, δυο κότες το αυγό τους, ένα πηγάδι το νερό, κι εκείνο αποθαμένο, βουλισμένο.

Στις δυο του μήνα έρχετ’ ο γύφτος με ντουντούκα και δυο κιλίμια, ένα λεμόνι, μια καρπούζα.

Την κάθε μέρα ίδιες φάτσες, ίδιες φάτσες βλέπονται, βρίζονται, γελούνε, καλημερίζονται, καληνυχτίζονται, μιλούνε· παίζουν πρέφα. Στον πόλεμο εδώσανε το αίμα τους· πλέρωσα με κατοίκους μου το αίμα το πεταμένο: μήδε μνημείο τως εφτιάξανε· και όλοι οι τάφοι φτωχικοί: μια πλάκα από το σπλάχνο του βουνού, ένα ’νοματεπώνυμο, καμία μαντινάδα.

Ούτε μουσεία έχει εδώ, ούτε συλλόγους, ούτε ήρωες: ένα σχολειό κι αυτό μικρό, κι αυτό λειψό κι ερειπωμένο. Αριά και που έρχετ’ ο δάσκαλος να τον πετροβολήσουν τα παιδιά, και τον σβερκώνουνε οι γρες (αφού κατέχει και διαβάζει) κι ανοίγει το ξωκλήσι. (Πέτρα στην πέτρα και αυτό, κι έχει το χώμα του σκαφτό και πατημένο). Απέ τού δίδουν μια μαγκούρα, μια φεσάρα, ένα καρβέλι και κρασί, και βάνουν τον να κοινωνά μ’ έναν Ονειροκρίτη· ύστερα κάμουν το σταυρό τους, ανάφτουν κι απο ’να κλαράκι (κεριά δεν έχει η εκκλησιά) και πάνε στις δουλειές τους· ολημερίς ξεχορταριάζουνε, φυτεύουνε τους δέκα σπόρους, τους μαζώνουνε, κι ολοχρονίς πεινούνε και διψούνε· δε μιλούνε· μόν’ περιμένουν να περάσει η ζωή ως περιμένεις λίγη ώρα να περάσει.

Δεν έχω το χωριό κανέν’ ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, να με παινέψουν ποιητάδες κι επιστήμονες, να πουν για το φιλότιμό μου, για το φίλεμα, το χώμα και την πλάση που αναδίδω· αξία δεν έχω ποιητική: κανείς για να με θυμηθεί, κανείς να με ξεχάσει: γκρίζο τοπίο, γκρίζα ζωή· ούτε και μαύρη για να πεις πως πήρε χρώμα, ούτε και άσπρη για να πεις θα ξαποστάσω.

Είμαι χωριό σαν τις γριές του: ξεδόντιαστες, ολόσκυφτες, με χίλιους δέκα πόνους σιγανούς κι αξομολόγητους· μόνο να τρώω και να πίνω -κι αν βρω να φάω και να πιω-, να κατουρώ και να κοιμούμαι, μ’ ένα εικόνισμα μικρό και μιαν αυλή να τη σκουπίζω κάθε μέρα, κι ας είν’ η σκόνη ανύπαρκτη αφού αέρας δε φυσά να τη χορέψει· μονάχα ήλιος και βροχή – κι αυτά στην ώρα τους· καμία έκπληξη, καμία έκπληξη.

Έτσι αφόρητο, βαρύ, σαν τη βαριά και την αφόρετη ζωή των χωριανών είμαι κι εγώ· αξία ποιητική καμιά, αξία ζωντανή καμιά (μήδε κι αξία ποθαμένη):

βάρος.

ΑΡΗΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

*

*

*

H διαπλοκή αθλήματος και ζωής

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Για να κάνουμε μιαν, αναπόφευκτα κοινότοπη, θεματική εισαγωγή: το τένις εμφανίζεται ως θέμα στον κινηματογράφο σε διαφορετικές ταινίες έχοντας διαφορετική αισθητική θέση: δεν είναι, βέβαια, τόσο συχνό όσο αθλήματα όπως η πυγμαχία, ίσως επειδή σε σύγκριση με αυτήν την τελευταία, για παράδειγμα, είναι κάπως αντικινηματογραφικό: οι δύο αντίπαλοι έχουν μιαν απόσταση μεταξύ τους, οι κινήσεις τους δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, η κάμερα αναγκάζεται σε συνεχείς εναλλαγές που είναι μοιραίο να κουράζουν τους θεατές της ταινίας (πολλώ μάλλον τους «πραγματικούς» θεατές της φιλμικής υπόθεσης), το μπαλάκι και η πορεία του, που κρίνουν τον αγώνα, δεν είναι πάντα εύκολο να γίνουν αντιληπτά, λόγω μεγέθους και ταχύτητας, και να δημιουργήσουν έτσι την αντίστοιχη αγωνία για την έκβαση του αγώνα. Από την άλλη, το τένις είναι ένα άθλημα ατομικό, που φέρνει αντιμέτωπους μετωπικά δύο αντιπάλους που έχουν ως άμεσο στόχο την επικράτηση, χωρίς δυνατότητα ισόπαλης έκβασης του αγώνα. Από αυτήν την ευθεία αναμέτρηση δυνάμεων μπορούν να αντληθούν ποικίλες δραματουργικές αντιθέσεις, όχι, βέβαια, μόνο αγωνιστικού ενδιαφέροντος αλλά και με προεκτάσεις εκτός τεραίν, οι οποίες είναι εκείνες που είναι δραματουργικά αξιοποιήσιμες.

Κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα μπορούν να έχουν εδώ θέση επεξήγησης: ο πρωταγωνιστής στον Άγνωστο του εξπρές του Χίτσκοκ είναι ένας διάσημος τενίστας. Εκείνο που διακυβεύεται όταν εμπλέκεται άθελά του (;) στην υπόθεση ανταλλαγής θυμάτων είναι και η υπόληψή του ως τενίστα. Ο σκηνοθέτης μάς τον δείχνει στο τεραίν, ενώ ταυτόχρονα η τύχη του παίζεται εκτός αυτού, όταν ο άνθρωπος που τον ενέπλεξε προσπαθεί να τον εκβιάσει και να τον ενοχοποιήσει. Κάνοντας μια παραδειγματική χρήση του παράλληλου μοντάζ, ο Χίτσκοκ μάς δείχνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του αγώνα και της ζωής, όταν αυτή η τελευταία και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί τείνουν να ανατρέψουν την ισορροπία μεταξύ των δύο «πεδίων» αγώνα και να οδηγήσουν αμφότερα στην καταστροφή. Στο Μπλόου-απ του Μικελάντζελο Αντονιόνι η περίφημη σκηνή του τέλους, με μια ομάδα ελευθεριακών νεαρών να παίζουν εικονικά, χωρίς ρακέτα και μπαλάκι, και να εισάγουν μέσα στον πλασματικό τους κόσμο τον πρωταγωνιστή (Νταίηβιντ Χέμινγκς), το τένις έχει μια καθαρά συμβολική σημασία που ανακατευθύνει την ιστορία της ταινίας και το νόημα του μυθοπλαστικού της κόσμου: το μυστήριο που προσπαθούσε να εξηγήσει ο φωτογράφος ήρωας αποδεικνύεται άλυτο και μάταιο να φωτιστεί σε έναν κόσμο όπου επικρατεί η πλασματικότητα της εικόνας και η καταναγκαστική εσωτερίκευσή της. Από την άλλη, στο Ματς-πόιντ του Γούντυ Άλλεν το τένις είναι απλώς ένα ντεκόρ, μετωνυμία μιας κοινωνικής τάξης μέσα στην οποία πρέπει να ανελιχθεί και να εξελιχθεί κοινωνικά ο κατώτερης κοινωνικής καταγωγής ήρωας, ένα παιχνίδι που οι κανόνες του έχουν ευθείες αναλογίες με τις τροπές της μοίρας και της αντικειμενικής ζωής, ένα πεδίο αναμέτρησης δυνάμεων των κοινωνικών δρώντων. Στο Μπoργκ εναντίον Μακενρό το άθλημα παρουσιάζεται με την κατ’ εξοχήν αγωνιστική του όψη, ενώ οι κοινωνικοί παραλληλισμοί είναι μόνο έμμεσοι. Η ταινία τεκμηριώνει τρόπον τινά την περίφημη αναμέτρηση δύο διασημοτήτων του χώρου που το παθιασμένο ενδιαφέρον το οποίο προκάλεσαν δεν οφείλεται‒ κι εδώ‒ μόνο σε καθαρά αγωνιστικούς λόγους αλλά αφορά στην αντιπαλότητα δύο χαρακτήρων και στη συμβολική διάσταση που πήρε αυτή εντός της σφαίρας του αθλητικού «σχολιασμού». (περισσότερα…)