Day: 12.05.2024

Η «πρωτόγονη» ποίηση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒ Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Κάποτε τοὺς ὀνομάζαμε «ἄγριους» καὶ περιφρονούσαμε κάθε τὶ δικό τους. Τώρα τοὺς λέμε μόνο «πρωτόγονους»[1] κι ἡ λέξη ἔχει χάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν ὑποτιμητική της σημασία. Γεμίζομε τὰ μουσεῖα μας μὲ τὶς τελετουργικές τους μάσκες, τὰ ὅπλα, τὰ γλυπτά τους, καταγράφομε κι ἠχογραφοῦμε τὰ τραγούδια τους, ἀποτυπώνομε σὲ ταινίες τοὺς χορούς τους κι ἀνακαλύπτομε, ὄχι σπάνια, πὼς μᾶς συγκινοῦνε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸ ἔργο κάποιου χτεσινοῦ ἀκόμη ποιητῆ ἢ ζωγράφου πού ’ζησε καὶ δημιούργησε ἀνάμεσά μας. Μ’ ὅλη τὴν τεράστια ἀπόσταση, τοπικὴ ἴσως καὶ χρονική, τὶς διαφορὲς στὸν πολιτισμό, στὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση, στὴ θρησκεία, στὴ νοοτροπία ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο γλύπτη τῆς Ὠκεανίας ἢ τὸν ἄγνωστο ποιητὴ τῆς Δυτικῆς Ἀφρικῆς, τὸ ξόανο τοῦ πρώτου καὶ τὸ τραγούδι τοῦ δεύτερου συχνὰ φτάνουν ὁλόισια στὴν καρδιά μας.

Ὁ ὅρος «πρωτόγονος», ὅταν ἀναφέρεται στὴν Τέχνη, σχεδὸν χάνει τὸ νόημά του. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη ἔχει πρωταρχικὴ σημασία τὸ ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ κι ἡ μόρφωση ἐκείνου ποὺ θ’ ἀσχοληθεῖ μαζί της. Ὁ ἐπιστήμονας πρέπει νά ’ναι κάτοχος ὅλου τοῦ ὄγκου τῆς γνώσης πού ’χει μαζευτεῖ ὣς τὴν ἐποχή του καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μαζεύεται κάθε μέρα. Γιὰ τὴν Τέχνη δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἔχει τὴν πηγή της στὸ συναίστημα ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶν’ ἄλογο. Ἡ μόρφωση κι ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ καλλιτέχνη μπορεῖ νὰ συντελοῦνε στὸ νὰ γίνει τέλεια ἡ μορφὴ τοῦ ἔργου τῆς Τέχνης ἢ νὰ τὸ πλουτίζουνε μὲ βαθύτερες ἀνησυχίες καὶ προβλήματα, μὰ δὲν εἶναι πάντα ἀπαραίτητες. Ἀρκοῦν οἱ ἁπλὲς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς. Ὅταν αὐτὲς ἀγγίξουνε τὶς συναιστηματικὲς χορδὲς κάποιου πού, ἐξὸν ἀπὸ τὴν εὐαιστησία, θά ’χει καὶ τὸ χάρισμα νὰ βλέπει τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὸ κρύσταλλο τῆς ὀμορφιᾶς, θὰ γεννηθεῖ τὸ ποίημα τοῦ λόγου ἢ τῆς ὕλης.

Στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἡ Τέχνη ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὰ κατορθώματα τοῦ νοῦ. Οἱ μακρινοὶ πρόγονοί μας δὲν εἴχανε μάθει νὰ τρυποῦνε καὶ νὰ πελεκοῦνε τὴν πέτρα κι ὅμως γεμίζανε μὲ ζωγραφιὲς τὶς σπηλιὲς ὅπου κατοικούσανε. Τὸ μυαλό τους ἦταν ἀκόμη βαρύ, «ἕνα κουβάρι σκοτεινὸ» ποὺ δὲν εἶχε ἀρχίσει νὰ ξετυλίγεται. Μέσα τους ὅμως ἀναβόσβηναν οἱ ἀστραπὲς τοῦ τρόμου καὶ τῆς χαρᾶς, σηκώνουνταν τὰ κύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ ἔρωτα. Τὰ μάτια τους ἀνακαλύπτανε κιόλας πὼς κάποιες γραμμὲς εἶναι πιὸ ἁπαλὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες, κάποια χρώματα πιὸ ταιριαστὰ στὸ συνδυασμό τους· τ’ αὐτιά τους ξεχώριζαν ἤχους ποὺ χύνανε στὴν ψυχή τους μιὰ ἀνείπωτη γλύκα. Βρήκανε πὼς ὁ φόβος τους μπροστὰ στὰ γιγάντια θηρία μποροῦσε νὰ χαραχτεῖ στὴν πέτρα σὰν ἕνα τριχωρὸ μαμούθ, πὼς ἡ χαρὰ κι ἡ περηφάνεια τους γιὰ τὸ θήραμα ποὺ σκοτώσανε μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια μποροῦσε ν’ ἀποτυπωθεῖ στὸ τοίχωμα τῆς σπηλιᾶς μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ταράνδου ποὺ τρέχει. Ἡ ἐρωτικὴ λαχτάρα ἔγινε ρυθμικὴ κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κι ἡ εὐμένεια τῶν πνευμάτων ἐξασφαλίστηκε μ’ ἕνα πλῆθος ὕμνους κι ἱκεσίες. (περισσότερα…)