Η αχλή

*

ΤΑ ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Το αγαπημένο πρόσωπό του εγώ
καθώς ξοδεύομαι με λύπη περισσή
εδώ, θυμάμαι –και ταράσσομαι–
τα δύο σώματα του βασιλιά.

Στην απαλή του κλίνη, στα κυνήγια
και στης ρητορικής τους άξιους αγώνες
σαν φτερωτός θεός ανακαλώ
πώς σούφρωνε, πώς κούναγε τα δυο του χείλη
προστάζοντας και τέρποντας τον ποθητό λαό.

Κι όταν οι βάρβαροι μας έκρυψαν τον ήλιο
όλοι βρεθήκαμε σφιχτοδεμένοι στον ναό
κι ήταν η σάρκα του νοητή κι ήταν τα χείλη του…

Ή μήπως τα γυρίζω μες στης μνήμης τον τροχό

το αγαπημένο πρόσωπό του εγώ;
Εύθραυστα κόκαλα και τα αίματα
που αδίστακτα ποτίσατε τη γη
μιλήστε, σας εκλιπαρώ· τι απέγιναν
τα δύο σώματα του βασιλιά;

 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

Ο μικρός Χριστός κάθισε στο χώμα
ανάμεσα στο σούρουπο και στην αυγή
και κλείνοντας τα μάτια συναισθάνθηκε
κι ανοίγοντας τα βλέφαρα δεν είχε πια φωνή.

Η Ανατολή κι η χρυσαφένια Δύση
φέρναν ειδήσεις φοβερές – κραυγές
και μίσος. Ο μικρός Χριστός καθόταν·
πάνω στο φρέσκο χώμα μοναχός

χτυπιόταν και σκεφτόταν κι οδυρόταν
κι όταν, ως άνθρωπος, απόκαμε
κουλούριασε το νυσταγμένο σώμα.

Εκείνη τη στιγμή της βίαιης λήθης
–ασήμαντη για τους θεούς κι ανάξια λόγου–
κανείς δεν ξέρει τι θα ονειρευόταν.

 

ΤΟ ΤΑΙΡΙ ΣΟΥ

Αν θες να βρεις τη λέξη που έχεις χάσει
είναι ανοιχτό βιβλίο το κορμί μου.
Αν θέλεις να χαράξεις το όνομά σου
τα χείλη μου σαν χώμα περιμένουν.
Μην ψάξεις για νερό στις ερημιές τους·
δεν έχω, μα ας διψάσουμε δεμένοι.

 

ΑΣΗΜΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Δεν με θαμπώνει ο ήλιος σου
όταν κοιτάζω τις φωτιές·
δεν με τρομάζει ο ίσκιος σου
μέσα στις σύγχρονες στοές.

Πιστός προσπάθησα να μείνω
στο σύνταγμα των στιχουργών.
Μάλλον αθόρυβα θα ξεγλιστρήσω
εγώ ο διαρκώς, πεισματικά παρών.

Δυο πράγματα μ’ αρέσουν·
το θρόισμα στα φύλλα και
τα μάτια σου, τα μάτια σου, τα μάτια σου.

 

ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΦΕΥΓΕΙ

Στο μεταίχμιο του πάλκου
σ’ έναν βράχο φοβερό
στάθηκε και το καράβι
ρίγωνε το αμέτοχο νερό.

Σκέφτηκε πως είναι ωραίος
σ’ ένα πλάνο εικαστικό.
Τι κι αν έφευγε η αγάπη;
Βρήκε βάλσαμο για το κακό.

Ο ήλιος χρύσωνε τα μάτια
ο άνεμος πεισματικός
τα μαλλιά του ανάκατα
μες στα αυτιά του ο παφλασμός.

Κοίτα τους που όλο κοιτάζουν
ένα βλέμμα απελπισμένο·
δεν γυρίζονται πια τέτοια
έργα, σ’ έναν κόσμο τσακισμένο.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Παρ’ όλα αυτά
δεν γίνεται να μένουμε
αδιάφοροι και φοβισμένοι.
Πρέπει να πληγωνόμαστε·
τουλάχιστον για μια φορά
να λαβωθούμε πρέπει.

 

Η ΑΧΛΗ

Στον Α.Κ.

Δυο φίλοι διάβαζαν Σεφέρη.
Στων στίχων τη νοητή στροφή
να βρούμε πάλι την αφή
που κάθε μέρα λιγοστεύει·

κι η νύχτα πάντα αφέγγαρη
κι η νυχτερίδα ναρκωμένη
στον απαγορευμένο βράχο μέσα
που την κρατά καλά κρυμμένη

σαν τη σορό του ρήγα – τέτοια γέννησε
ο νους του Κ.Χ, καθώς
δυο φίλοι διάβαζαν Σεφέρη.
Ο λόγος μυθιστόρημα σαφώς,

μα για να φτάσουμε ξανά
την άστοχη –για λίγο– κορυφή
χρειαζόμαστε τη δόκιμη γραφή·
ο νους μας πρώτα να συλλάβει

προτού η καρδιά προδώσει
– αυτός ήταν ο τρόπος του Α.Κ.
Δυο φίλοι μες στου κόσμου την αχλή.
Τέλος· η ζωή μας είναι απλή.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*

*

*