O τρόμος του κενού

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα για παιδιά, και όχι μόνο, εμπνευσμένο από τον πίνακα «Experiment on a Bird in an Air Pump» του Τζόζεφ Ράιτ του Ντέρμπυ, και τοποθετημένο στο Μπαθ της Αγγλίας κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

~.~

Είχαν ξεφυτρώσει μάτια στην πίσω μεριά του κεφαλιού, πάνω στα μαλλιά της, στους ώμους και στην πλάτη της. Αυτά τα μάτια, σε αντίθεση με τα κανονικά στο πρόσωπό της, που τώρα τα έκλεινε σφιχτά και τα πίεζε να βυθιστούν στα σεντόνια, παράβαιναν την εντολή της να μην κοιτάζουν όσα τρομερά συνέβαιναν πάνω στο κορμί της, και έμεναν διάπλατα ανοιχτά και κατατρομαγμένα. Κι έτσι δυστυχώς έβλεπε, με εκείνα τα άλλα, ανεξέλεγκτα μάτια, τα πάντα:

Τα πολλά ρούχα του δόκτορα Όλιβερ σύρθηκαν πάνω στα παπλώματα του κρεβατιού  καθώς απομακρύνθηκε λίγο από την πλάτη της και γύρισε προς το τραπεζάκι πίσω του. Πήρε ένα από τα χάλκινα ποτήρια που ήταν ανάποδα γυρισμένα πάνω στον δίσκο και, με το άλλο χέρι, κράτησε κάτω από το χείλος του το λυχνάρι, αυτό που έμοιαζε με μεγάλη σφυρίχτρα. Η Αννέτ έσφιξε τα χείλη. Τώρα, τώρα, τώρα… Πλοφ! Το κορίτσι μούγκρισε – αλλά δε φώναξε. Ο γιατρός είχε βεντουζώσει το ποτήρι κάτω ακριβώς από τον ώμο της. Η Αννέτ ένιωσε το δέρμα της να καίει, να φουσκώνει, να την τραβάει. Τα σεντόνια κάτω από το πρόσωπό της μούσκεψαν, ρούφηξε τη μύτη. Καιγόταν και πονούσε, αλλά τα μάτια που είχε πίσω στο κεφάλι της, πάνω στα μαλλιά της, της έδειξαν τον δόκτορα Όλιβερ να ισιώνει τη ράχη του και να κοιτάζει το έργο του πάνω στη γυμνή κοριτσίστικη πλάτη ευχαριστημένος.

«Αγαπητέ» γύρισε και είπε στον κύριο Τζόνσον «η νεαρή σας άρρωστη είναι οπωσδήποτε πολύ γενναία».

*

Ο κύριος Τζόνσον, γελώντας πιο δυνατά από τις δύο κόρες του, τις αγκάλιασε απ’ τους μικρούς τους ώμους και συνέχισε να περπατά. Ήταν το αγαπημένο θέμα των θυγατέρων του: «Ντάντυ, πες μας ένα ποιηματάκι από το βάζο της κυρίας Μίλλερ!». Και, φυσικά, τους έλεγε. Η ρωμαϊκή υδρία της κυρίας Άννα Μίλλερ ήταν ανεξάντλητη. Όλος ο αξιόλογος και ο όχι τόσο αξιόλογος κόσμος του Μπαθ λαχταρούσε κάθε εβδομάδα την πολυπόθητη πρόσκληση για τις βραδιές που οργάνωνε τις Πέμπτες το εκκεντρικό ζεύγος Μίλλερ. Υπήρχαν πολλοί φερέλπιδες νεαροί που περνούσαν όλη τους τη βδομάδα γράφοντας και σβήνοντας, περπατώντας επιδεικτικά αφηρημένοι στους δρόμους με κίνδυνο να τους χτυπήσει καμιά άμαξα, φιλοδοξώντας να εμφανιστούν τελικά στο σαλόνι των Μίλλερ, να εμπνευστούν, να γράψουν, να αποθέσουν στο εντυπωσιακό ρωμαϊκό βάζο της οικοδέσποινας το χαρτάκι τους και, στο τέλος της βραδιάς, να κριθούν νικητές. Κι έτσι, το βάζο κατάπινε ένα σωρό ποιητικές ανοησίες που έκαναν τους καλεσμένους να σπαρταρούν από τα γέλια όταν ερχόταν η στιγμή να βυθιστεί το χεράκι της κυρίας Μίλλερ στην υδρία, να τραβήξει ένα ένα τα τυλιγμένα χαρτιά και να τα διαβάσει.

«Πες άλλο ένα, ντάντυ!» φώναξε η Ζοζεφίν, η πιο μικρή του, και του τράβηξε το μανίκι.

«Εντάξει, εντάξει, Ζοζ, άλλο ένα… Λοιπόν, κορίτσια μου, σοβαρευτείτε και ακούστε».

Η Ζοζεφίν και η Αννέτ κατάπιαν αμέσως τα γέλια τους, προσποιήθηκαν ότι ξάφνου ήταν σοβαρές σαν μεγάλες κι έγιναν όλες αυτιά:

«Ιδού, λοιπόν, ένα ποίημα που το έφαγε τις προάλλες το βάζο της κυρίας Μίλλερ και παραλίγο να του κάτσει στον λαιμό!

Μου δίνετε ένα χεράκι
Να φάω αυτό το κεκάκι;
Βιαστείτε όμως, παρακαλώ,
Χρόνο δεν έχω αρκετό.
Αυτή που η καρδιά μου τη λατρεύει
Μισεί την κοιλιά μου και την παιδεύει!»

Τα δυο κορίτσια ξέσπασαν σε τέτοια χάχανα, ώστε άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πατέρας τους είχε κοντοσταθεί και κουβέντιαζε με κάποιον που, πάνω από το άλογό του, έσκυβε και μιλούσε στον ντάντυ με ύφος σοβαρό. Πρώτα η Ζοζεφίν, μη νιώθοντας το μεγάλο σώμα του πατέρα δίπλα της, και μετά η Αννέτ, στάθηκαν κι έκαναν μεταβολή. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο καβαλάρης ανασήκωσε το πρόσωπό του, κάρφωσε ίσια στα μάτια την Αννέτ, έφερε το χέρι του στο μπορ του καπέλου και, με ένα ειρωνικό χαμόγελο, όπως φάνηκε στο κορίτσι, σπιρούνισε το άλογο και χάθηκε προς την άλλη όχθη του Έιβον, με τις οπλές του αλόγου να βροντούν στις πλάκες σκεπάζοντας το βουητό του ποταμού.

Τα κορίτσια έτρεξαν στον πατέρα.

«Ποιος ήταν, ντάντυ;»

«Α, ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος, μικρές μου. Πολύ σημαντικός. Χάρη σε ανθρώπους σαν αυτόν μαθαίνουμε όλα τα σπουδαία πράγματα που έχει επιτύχει η εποχή μας. Είναι σοφός, είναι φυσικός φιλόσοφος!»

«Και τι σε ήθελε, ντάντυ;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε ελαφρά η Ζοζεφίν.

«Η οικογένεια του φίλου σας του Τζίμυ θα τον φιλοξενήσει για λίγες μέρες. Με ρώτησε, λοιπόν, τον δρόμο για το σπίτι τους».

«Γιατί είχε τόσο κόκκινα μάτια, ντάντυ;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα η Αννέτ. Και γιατί φαινόταν τόσο κακός μ’ αυτά τα πυκνά, ξεχτένιστα άσπρα μαλλιά, μ’ αυτά τα κατακόκκινα, σφιγμένα χείλη, κι ήταν τόσο, τόσο ψηλός… Όμως τίποτε από αυτά δε ρώτησε.

«Οι άνθρωποι που διαβάζουν πολύ έχουν συχνά κόκκινα μάτια, Αννέτ…»

«Μα εσύ δεν έχεις!» πετάχτηκε η μικρή Ζοζεφίν.

Είχαν διασχίσει πια τη μισοτελειωμένη γέφυρα πάνω από τον ποταμό. Σε λίγο θα αντίκριζαν το σπίτι τους.

«Τότε μάλλον πρέπει να διαβάζω πιο πολύ, Ζοζ!» γέλασε ο κύριος Τζόνσον κι αγκάλιασε πάλι τις κόρες του απ’ τους ώμους.

*

Τα τριάντα εφαπτόμενα σπίτια που σχημάτιζαν ημισέληνο μπροστά από το πάρκο Βικτώρια είχαν ακριβώς αυτή την ονομασία: Ημισέληνος. Κι εκεί, στο νούμερο 29, στο προτελευταίο σπίτι, έμενε η οικογένεια Τζόνσον.

Τα κορίτσια βρήκαν τον μεγαλύτερο αδερφό τους στο πάρκο, χωμένο μες στο χαντάκι, με την πλάτη στηριγμένη στις πέτρες. Η Αννέτ πήδηξε κι έκατσε δίπλα του, ενώ η Ζοζεφίν απλώς ξάπλωσε από πάνω τους κι άφησε τα χέρια της να κρέμονται λίγα εκατοστά πιο ψηλά απ’ τα κεφάλια των αδερφών της. Σε λίγη ώρα θα τους φώναζαν για φαγητό.

«Τι έχεις στο κουτάκι;» ρώτησε η Αννέτ τον Χιου.

Εκείνος άνοιξε προσεκτικά το σιδερένιο μακρόστενο κουτί που κρατούσε και το έφερε αργά αργά κάτω απ’ τη μύτη της αδερφής του.

«Ιιιι! Χιου!» φώναξε η Αννέτ και τινάχτηκε όρθια. «Πώς μπορείς να τα ακουμπάς αυτά τα πράγματα;»

Από πάνω τους η Ζοζεφίν είχε μαζέψει τα χέρια της κάτω απ’ το πιγούνι και είχε συγκεντρωθεί στα καφετιά χοντρά σκουλήκια που σάλευαν στο κουτάκι του αδερφού της.

«Χιου» είπε «στον Κόκι αρέσουν πιο πολύ το καλαμπόκι και το πορτοκάλι από αυτά τα σκουληκάκια. Και στα σκουληκάκια θα αρέσει πιο πολύ αν τα αφήσεις πίσω στο χώμα παρά αν τα ταΐσεις στον Κόκι».

«Πφ!» ξεφύσησε το αγόρι. «Αν θέλετε να ξέρετε, τον έχουμε ταΐσει πολλές φορές με τον Τζίμυ και τρελαίνεται γι’ αυτά. Σοβαρά τώρα, τι φαντάζεστε πως έτρωγε όταν τον βρήκε ο κάπτεν Κουκ;»

«Δεν τον βρήκε ο κάπτεν Κουκ, χαζό. Ο κάπτεν Κουκ κυβερνάει το πλοίο και φτιάχνει χάρτες, δεν κυνηγάει πουλιά» είπε η Αννέτ, ακόμη αηδιασμένη.

«Μπα; Και ποιος τον βρήκε και τον έβαλε στο πλοίο του, εξυπνάκια;»

«Τον βρήκε ένας Σουηδός που βοηθούσε τον κύριο Μπανκς».

«Και λοιπόν; Όλοι πάνω στο πλοίο βρίσκονται υπό τις διαταγές του κάπτεν Κουκ. Είναι σαν να τον βρήκε αυτός. Όλοι, και αστρονόμοι, και βοτανολόγοι και εξερευνητές και υπηρέτες και στρατιώτες και ξυλουργοί και ό,τι θες, όλοι είναι υπό τις διαταγές του κάπτεν Κουκ».

«Πάντως στ’ αλήθεια τον Κόκι τον βρήκε ο Σουηδός του κυρίου Μπανκς, μου το έχει πει ο μπαμπάς» επέμεινε η Αννέτ. «Και ό,τι κι αν έτρωγε στην άκρη του κόσμου που τον βρήκε…»

«Τον βρήκε στην Terra Australis!»

«Ναι, καλά. Ο μπαμπάς λέει ότι δεν υπάρχει αυτή η ήπειρος. Τον βρήκε σε άλλη γη, εκεί κοντά».

Ο Χιου έσκασε στα γέλια.

«Αν δεν υπάρχει η Terra Australis, τότε πού κοντά “εκεί”, εξυπνάκια;»

Η Αννέτ έγινε κατακόκκινη. Ο Χιου είχε τον τρόπο να βγαίνει πάντα νικητής, είτε συζητούσαν είτε έπαιζαν. Έδειξε θυμωμένη το κουτάκι του αδερφού της.

«Πάντως ο Κόκι δεν είναι άγριος πια, είναι ένας παπαγάλος Βρετανός που μιλάει αγγλικά και δεν του χρειάζεται να τρώει τα σιχαμερά σου παλιοσκουλήκια!» είπε περιφρονητικά κι έτρεξε προς το σπίτι.

«Χιου…» έκανε σε λίγο η Ζοζεφίν μιλώντας στο κεφάλι του αγοριού από κάτω της.

«Μμμ;»

«Τι είναι φυσικός φιλόσοφος;»

«Σοφός που μελετάει τη φύση, Ζοζ».

«Ένας τέτοιος θα μείνει στο σπίτι του Τζίμυ».

Αυτό τράβηξε την προσοχή του αδερφού της, και τώρα η Ζοζ αντίκρισε ολόκληρο το πρόσωπό του να την κοιτά με μισόκλειστα μάτια από μια μάλλον αστεία γωνία. Της φάνηκε σαν καστανός γίγαντας-παιδί.

«Ναι, Χιου, πήγαινε με το άλογο και σταμάτησε τον μπαμπά πάνω στη γέφυρα να του μιλήσει».

«Και; Σου είπε να σε ανεβάσει στο άλογο και να σε πάει στην Terra Australis;» της είπε απαλά ο Χιου, που του άρεσε το σοβαρό ύφος της όμορφης, μικρής του αδερφής. Αλλά η Ζοζ σούφρωσε φρύδια και χείλη και, κοιτάζοντας το χώμα, είπε σιγανά:

«Οι φυσικοί φιλόσοφοι είναι λίγο τρομακτικοί».

*

«Μου δίνετε ένα χεράκι / Να φάω αυτό το κεκάκι; / Βιαστείτε όμως, παρακαλώ, / Χρόνο δεν έχω αρκετό. /Αυτή που η –»

«Θα σταματήσεις πια; Όλο το βράδυ λες αυτή τη σαχλαμάρα».

Ο Χιου έφερε τον κακατούα στο στόμα, φίλησε το άσπρο του κεφάλι και συνέχισε, κοιτώντας ειρωνικά τον Τζίμυ και ψιθυρίζοντας στο αυτί του παπαγάλου:

«Αυτή που η καρδιά μου τη λατρεύει / Μισεί την κοιλιά μου και την παιδεύει! – Καλά, Τζιμ. Θέλω όμως να το μάθω στον Κόκι».

Ο Τζίμυ έκανε τον γύρο του τραπεζιού, όπου σε λίγη ώρα θα παρακολουθούσαν το πείραμα, και τους πλησίασε.

«Λες;»

Κι έπειτα δοκίμασε κι εκείνος:

«Βιαστείτε όμως, παρακαλώ –έλα, Κόκι!– χρόνο δεν έχω αρκετό. Κόκι;»

Ο Χιου τον άφησε ελεύθερο στο δωμάτιο, ο κακατούα φτερούγισε βαριά για λίγες στιγμές και τα νύχια του χτύπησαν ξερά στη ράχη μιας καρέκλας, καθώς γραπωνόταν από το ξύλο και τα κλείδωνε γύρω του.

«Χρόνο δεν έχω αρκετό! Χρόνο δεν έχω αρκετό! Χρόνο δεν έχω αρκετό!» φώναζαν τώρα με ρυθμό τα παιδιά, και το πουλί τούς κοιτούσε κι έκρωζε, τους γυρνούσε την πλάτη πάνω στη ράχη της καρέκλας, σφύριζε ακολουθώντας το τέμπο της φωνής τους, έγερνε μπροστά, τους κοίταζε πάλι, σφύριζε, άλλαζε πόδια στο κράτημά του, τραμπαλιζόταν, φώναζε, μιλούσε με μια φωνή σαν του Χιου – «Χρόνοοο! Χρόνοοο! Δεν-έ! Χρόνοοο! Ρκετό! Ρκετό!»

«Στ’ αλήθεια θα τους τον δώσεις για το πείραμα του κυρίου Φράνσις;» ρώτησε τελικά ο Τζιμ.

Ο Χιου σήκωσε τους ώμους.

«Σιγά, τι θα πάθει; Ίσα ίσα, θα είναι ο πρώτος κακατούα σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία που θα συμμετάσχει σε μια επίδειξη –πώς την είπες;– αντλίας κενού! Ο τιμημένος παπαγάλος της Terra Australis, σταλμένος στον Χιου Τζόνσον από τον ίδιο τον κάπτεν Κουκ, γίνεται ο πρώτος κακατούα που μπαίνει σε μια γυάλα κατά την επίδειξη μιας αντλίας κενού! Ε, Κόκι;»

«Χρόνοοο! Χρόνοοο! Δεν-έ! Δεν έ-!»

«Βλέπεις, του αρέσει να μαθαίνει καινούρια» είπε ευχαριστημένος ο Χιου, έπιασε τον Κόκι και τον έκλεισε πάλι στο μεγάλο κλουβί δίπλα στο παράθυρο.

Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και το γεμάτο φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό. Ο Τζίμυ στάθηκε μια στιγμή αμίλητος, άκουγε – φωνές και βήματα πλησίαζαν στο δωμάτιο απ’ τις σκάλες.

«Έρχονται! Άρα έφτασαν όλοι, ο φιλόσοφος κι ο κύριος Σμωλ και οι Κόλτμαν. Μην ανεβάζεις το κλουβί!»

*

Δεν είχε πλάκα πια. Ήθελε να φωνάξει να του δώσουν πίσω τον Κόκι, τον οποίο δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει. Αντί γι’ αυτό, κοίταξε κάτωχρος τον Τζίμυ απέναντί του – και τρόμαξε ακόμα πιο πολύ. Ο φίλος του κοιτούσε – αλλά δεν ήταν βλέμμα τρομαγμένο αυτό, βλέμμα ανησυχίας. Όχι, ο φίλος του κοιτούσε τον Κόκι διψασμένος, κι ο Χιου ανατρίχιασε συνειδητοποιώντας για ποιο πράγμα διψούσε ο Τζιμ – ήθελε κι άλλο.

Στην αρχή της βραδιάς όλοι ήθελαν κι άλλο. Ο φυσικός φιλόσοφος, αφού πρώτα τοποθέτησε στο τραπέζι τα όργανά του –την ψηλή ξύλινη κατασκευή με τη γυάλα, τα δύο «ημισφαίρια του Μαγδεμβούργου» και μια μικρή ξύλινη σωλήνα– άρχισε λέγοντάς τους μια ιστορία:

«Τα γεγονότα που θα σας αφηγηθώ» είπε βηματίζοντας στο δωμάτιο «συνέβησαν πάνω από έναν αιώνα πριν, σε μια πόλη της Κάτω Σαξονίας… Κάποιοι τα ξόρκισαν σαν βλαστήμια απέναντι στον Ύψιστο, άλλοι, όμως, τα χαιρέτησαν σαν ένα μεγάλο βήμα για την επιστήμη…»

Ο φυσικός φιλόσοφος τους μίλησε για τον δήμαρχο του Μαγδεμβούργου που, ενάντια σε ό,τι πίστευαν όλοι μέχρι τότε, θέλησε να αποδείξει πως ναι, γίνεται να υπάρξει το τίποτα. Επινόησε, λοιπόν, ένα όργανο το οποίο ονόμασε «αντλία κενού» και μπορούσε να ρουφάει τον αέρα μέσα από οτιδήποτε, αφήνοντας στη θέση του το κενό. Έπειτα, κατασκεύασε δυο πολύ μεγάλα, χάλκινα ημισφαίρια, τα ένωσε, αφαίρεσε από μέσα τους τον αέρα με την αντλία του και τα σφράγισε. Ωραία – και τώρα, πώς θα αποδείκνυε σε όλο τον κόσμο ότι αυτός, ο δήμαρχος του Μαγδεμβούργου, ο Ότο φον Γκέριγκε, είχε δημιουργήσει το κενό;

Έκανε κάτι πολύ τολμηρό: Εμφανίστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα του Ρέγκενσμπουργκ και ζήτησε να του φέρουν τριάντα άλογα. Έζεψε σε μια άμαξα τα μισά, τα άλλα μισά σε μια δεύτερη, έβαλε στη μέση τη σφαίρα του κι έδεσε το ένα της ημισφαίριο στο πίσω μέρος της πρώτης και το άλλο ημισφαίριο στο πίσω μέρος της δεύτερης άμαξας. Ύστερα, πήρε την αντλία του και αφαίρεσε από μέσα τους τον αέρα. Όταν στο εσωτερικό της σφαίρας δεν υπήρχε πια παρά μόνο κενό, ζήτησε να  μαστιγώσουν τα άλογα μέχρι να τρέξουν και να κάνουν τα ημισφαίριά του να ξεκολλήσουν. Όμως τα δυνατά ζώα χλιμίντριζαν, άφριζαν, τραβούσαν, ίδρωναν, σηκώνονταν στα δυο τους πόδια κι έπεφταν και τραβούσαν πάλι, κι εκείνα τα ημισφαίρια που περιείχαν απλώς το τίποτα, το κενό, παρέμεναν κολλημένα, να αδιαφορούν για τα μαστίγια που πλήγωναν καπούλια, πλευρά και ράχες.

«Τι συνέβη, λοιπόν, εκείνη τη μέρα στη Γερμανία;» φώναξε ξάφνου ο βλοσυρός κι αναψοκοκκινισμένος φυσικός φιλόσοφος και στράφηκε απότομα και κοίταξε κάτω απ’ τα παχιά του φρύδια τα παιδιά. «Τι συνέβη;…» επανέλαβε χαμηλώνοντας τη φωνή, έτοιμος να αποκαλύψει το θαύμα που έμοιαζε να έχει γεννήσει ο ίδιος. «Χάρη στην αντλία του Όττο φον Γκέριγκε» είπε αργά «ολόκληρη η ατμόσφαιρα έπεφτε ανενόχλητη πάνω στα τοιχώματα των δυο ημισφαιρίων να τα συνθλίψει… Τόσο πολύ τα πίεζε, ώστε καμία δύναμη δε θα μπορούσε ποτέ να τα διαχωρίσει εκτός από αυτή που θα ερχόταν από μέσα τους… Εκτός από τη δύναμη του ίδιου τους του αέρα – που η ευφυΐα ενός ανθρώπου τούς είχε αφαιρέσει!»

Κι έπειτα είχε πάρει απότομα στα χέρια του τα δυο χάλκινα μικρά ημισφαίρια που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι, τα ένωσε, εφάρμοσε πάνω τους μια μικρή, ξύλινη αντλία σαν σωλήνα, κι αφού υπό τα επιδοκιμαστικά βλέμματα των κυρίων Ντάργουιν και Σμωλ τράβηξε όλο τον αέρα μέσα απ’ τη σφαίρα που είχαν σχηματίσει, κοίταξε τον Χιου και τον Τζίμυ. Με ένα περιπαικτικό χαμόγελο, έτεινε προς το μέρος τους τα δυο ημισφαίρια του Μαγδεμβούργου.

«Δοκιμάστε, λοιπόν, αγόρια μου, να νικήσετε τη μαγεία του κενού και την εξουσία της ατμοσφαιρικής πίεσης!»

Τα αγόρια τινάχτηκαν μαγνητισμένα, άρπαξαν τα δυο ημισφαίρια ο ένας από το ξύλινο χερούλι, ο άλλος από τον σιδερένιο κρίκο, κι άρχισαν να τραβούν αντίθετα με όλη τους τη δύναμη – φυσικά και θα κατάφερναν να χωρίσουν τα δυο μέρη ενός χαζού παιχνιδιού! Οι Κόλτμαν κι οι πατεράδες τους γελούσαν, οι μικρές φώναζαν «Έλα, Χιου!», «Τράβα, Τζιμ!», ο Κόκι μέσα στο κλουβί του χοροπηδούσε ενθουσιασμένος: «Τράβα, Τζιμ! Έλα, Χιου! Τράβα, Τζιμ! Έλα, Χιου!».

Σαν η παραχώρηση που έκανε στα παιδιά να είχε ξεπεράσει κάποιο όριο, ο επιβλητικός κύριος Φράνσις σήκωσε απότομα τις παλάμες και πρόσταξε: «Αρκεί!», και τα αγόρια, κατακόκκινα, σταμάτησαν να τραβούν κι άφησαν την ενωμένη σφαίρα στο τραπέζι. Πάνω απ’ τις σιωπηλές, γοργές ανάσες του, ο Χιου άκουσε τον φίλο του να λέει: «Σας παρακαλώ, μπορώ να ανοίξω εγώ τη βαλβίδα;».

Ενώ ο Τζίμυ άνοιγε τη βαλβίδα της σφαίρας κι εκείνη άφηνε τα δυο της ημισφαίρια να πέσουν χαλαρά στα χέρια του, ο κύριος Τζόνσον εξηγούσε στα παιδιά και στο ζεύγος Κόλτμαν πόσο διαφορετική θα ήταν σε λίγο η κατάσταση μέσα στη γυάλα, πόσο αντίθετη,  αλλά ο Χιου δεν κατάλαβε – ακόμα δεν καταλάβαινε πού είχε δεχτεί να βάλουν τον Κόκι. Ήταν κι αυτός ξαναμμένος απ’ το παιχνίδι, ίσα που έδινε προσοχή σε λέξεις όπως αντλία, μοχλός, ατμοσφαιρική πίεση, κενό αέρος, διαστολή… Διαστολή τίνος πράγματος;

«Έλα, Χιου, δώσε τώρα στον κύριο Φράνσις τον Κόκι» του είχε πει τελικά ο πατέρας του, κι αυτός, πρόθυμα, είχε ανοίξει το κλουβί και είχε παραδώσει στα χέρια του πανύψηλου φιλοσόφου τον αγαπημένο του παπαγάλο. Ο κύριος Φράνσις τοποθέτησε προσεκτικά τα πουλί μέσα στη γυάλα, έκλεισε από πάνω της το καπάκι και έκλεισε και τη χάλκινη στρόφιγγα που την τροφοδοτούσε με αέρα. Έπειτα, άρχισε να γυρίζει τον μοχλό.

Στην αρχή ο Κόκι χτυπούσε διερευνητικά τα τοιχώματα της γυάλας κάνοντας μικρά βηματάκια και γέρνοντας αστεία το κεφάλι. Μα σε λίγο ο Χιου τον είδε να παραπατά, να τινάζει σπασμωδικά τα φτερά του. Κι όταν το όμορφο πουλί σταμάτησε το τινν τινν με το ράμφος του πάνω στη γυάλα και ο άτσαλος βηματισμός του έδειχνε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, ο Χιου κάρφωσε με αγωνία τα μάτια του σ’ εκείνο το φαρδύ μανίκι, στο κόκκινο ύφασμα σαν αίμα, στο άσπρο πουκάμισο που πρόβαλλε από κάτω λες κι ήταν το φουσκωμένο φτέρωμα του Κόκι. Σήκωσε το βλέμμα μόνο για να αναζητήσει βοήθεια απ’ τον φίλο του, τον Τζιμ – και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά, στράφηκε ξανά στο χέρι του κυρίου Φράνσις.

Ο φυσικός φιλόσοφος γυρνούσε ακόμα τον μοχλό, ακόμα, ακόμα… Όλο και πιο αργά. Το μανίκι του σκέπαζε τελείως τη λαβή και το μεγάλο σώμα του έγερνε μπροστά, το πρόσωπό του ψηλά, ακριβώς δίπλα στον Κόκι. Γιατί δε σταματούσε; Α! Η φωνή του πατέρα. Μιλούσε. Τώρα θα έλεγε σ’ αυτό τον άνθρωπο να σταματήσει, πως φτάνει πια.

«Σε άλλα πειράματα, Ζοζεφίν, τοποθετείται μέσα στη γυάλα ένας άδειος ασκός…»

Γιατί δεν έβαζε ο ντάντυ ένα τέλος στο μαρτύριο του πουλιού;

«Σκεφτείτε, λοιπόν, ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει καθόλου ατμοσφαιρική πίεση για να πιέσει τον ασκό, καθόλου αέρας γύρω του… Υπάρχει μόνο το κενό, γιατί με το γύρισμα αυτού του μοχλού μπαίνει σε λειτουργία η αντλία και αφαιρεί από τη γυάλα τον αέρα. Και τι συμβαίνει; Ο αέρας που υπάρχει μέσα στον ασκό βρίσκει άδειο χώρο να φουσκώσει, να φουσκώσει όπως το δέρμα σου μέσα στις χάλκινες βεντούζες του δόκτορα Όλιβερ, Αννέτ…»

«Horror vacui… Ο τρόμος του κενού…» ψιθύρισε στοχαστικά ο κύριος Σμωλ και, δίχως να πάρει τα μάτια απ’ το ρολόι του: «Η φύση απεχθάνεται το κενό… γι’ αυτό, όπου το βρίσκει, ζητά να το γεμίσει!».

«Δηλαδή… αυτή τη στιγμή, αντί για τους ασκούς, διαστέλλονται οι πνεύμονες του Κόκι; Φουσκώνουν, για να γεμίσουν το κενό μέσα στη γυάλα;» ρώτησε σιγανά και συγκλονισμένος ο Τζιμ, χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ’ το ψυχομαχητό του πουλιού.

Και τότε – το φαρδύ κόκκινο μανίκι βρήκε αντίσταση κι έπαψε να γυρνά τον μοχλό. Δεν άντεξε ο Χιου, στράφηκε στη γυάλα κι είδε το σώμα του Κόκι ακίνητο. Ντάντυ! – μα δεν το φώναξε. Τα χείλη του τρεμούλιασαν απ’ τον πόνο της δικής του προδοσίας, που τέτοια στιγμή τον ένοιαζε πως θα τον περιγελούσαν όλοι αν έβαζε πάνω απ’ τα πειράματα τη ζωή ενός πουλιού. Το παραπονεμένο ύφος της Ζοζεφίν, η Αννέτ που ξάφνου έφερε το χέρι κι έκρυψε τα μάτια… Για να μη φανερωθούν και τα δικά του συναισθήματα, αλλά δίχως να τολμά να σώσει τον Κόκι του, έκανε μεταβολή και πήγε δίπλα στο παράθυρο.

«Εάν τώρα ανοίξω τη βαλβίδα, θα εισέλθει πάλι στη γυάλα αέρας, η ατμοσφαιρική πίεση θα επιστρέψει στη γυάλα κι οι πνεύμονες αυτού του πτηνού θα επανέλθουν στον φυσικό τους όγκο» είπε αγέλαστα ο φυσικός φιλόσοφος. Δηλαδή ο Κόκι ήταν ακόμα ζωντανός;

«Ανοίξτε τη…» μουρμούρισε παρακλητικά η Ζοζ, κι ο Χιου γύρισε απότομα κι ακούμπησε το κούτελο στο παράθυρο. «Ανοίξτε τη…» ψιθύρισε κι αυτός, και η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Και, απ’ το πουθενά, μες στο κεφάλι του – Μου δίνετε ένα χεράκι / Να φάω αυτό το κεκάκι; / Βιαστείτε όμως, παρακαλώ, / Χρόνο δεν έχω αρκετό. Και ξανά: Βιαστείτε όμως, παρακαλώ, / Χρόνο δεν έχω αρκετό. Και ξανά: Χρόνο δεν έχω αρκετό. Χρόνο δεν έχω αρκετό. Χρόνο δεν έχω αρκετό…

Βρέθηκε να χτυπά σιγανά και ρυθμικά με το δάχτυλό του το τζάμι – Χρονό-δενέ-χωάρ-κετό…

Τινν τινν τινν, άκουσε ξάφνου πίσω του ο Χιου.

«Κόκι!» φώναξε και στράφηκε μεμιάς στην αντλία, περιμένοντας να δει τον κακατούα του να ραμφίζει και πάλι τη γυάλα και να φουσκώνει ασφαλής το φτέρωμά του – μα ήταν ο πατέρας. Γυρνώντας –από διακριτικότητα μόνο;– την πλάτη του στον κύριο Φράνσις και στο πείραμά του, μετρούσε από ένα πουγκί μες στην παλάμη του λίρες και γκινέες για τον πειραματιστή.

Ο Χιου, χωρίς να νοιάζεται πια να κρύψει το παράπονό του, πήρε στα χέρια του το σκοινί κι άρχισε ν’ ανεβάζει ψηλά το άδειο κλουβί.

«Λοιπόν; Πόσην ώρα επιβιώνει ένας οργανισμός μέσα στο τίποτα, μέσα στο κενό;» Η χαμηλόφωνη ερώτηση του φυσικού φιλοσόφου έφερε δάκρυα στα μάτια του αγοριού. «Θέλετε να μάθετε; Πείτε μου εσείς πότε ν’ ανοίξω τη βαλβίδα!»

~.~

*