Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, Κοντάκιον εἰς τὴν γέννησιν

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ

Κοντάκιον εἰς τὴν γέννησιν

(ἀπόσπασμα τοῦ ΛΣΤ´ ὕμνου)

Αὐτός, ποὺ ἀπὸ πατέρα, δίχως μάνα, πρὶν ἀπ’ τὸν Ἑωσφόρο ἐγεννήθη,
στὴ γῆν ἀπὸ Σὲ σαρκώθη σήμερα δίχως πατέρα,
γι’ αὐτὸ καὶ τὴν καλὴ εἴδηση φέρνει στοὺς μάγους ἕνα ἀστέρι,
κι ἄγγελοι μὲ βοσκοὺς ἀντάμα τραγουδοῦν
τὴν ἀνέκφραστη γέννα
σου, ὦ χαριτωμένη!

Τὸ σταφύλι της τὸ ἀγεώργητο βλασταίνοντας, ὅπως ἀμπέλι,
στὴν ἀγκαλιά της τὸ κράταγε σὰν κλῆμα κ’ ἔλεγεν: «Ἐσύ ’σαι
ὁ καρπὸς μου κ’ ἡ ζωή μου, ἀπὸ σὲ ἔχω μάθει,
ὁ Θεός μου, ὅτι εἶμαι ὅ,τι ἤμουν.
Τῆς παρθενίας μου τὴ σφραγίδα ἀνάλλαγη θωρώντας,
Λόγο ἀμετάβλητο, ποὺ ἔγινε σάρκα, σὲ κηρύσσω·
πῶς σ’ ἔπιασα μέσα μου δὲν ξέρω, τῆς φθορᾶς νικητὴ μόνο σὲ ξέρω,
γιατὶ εἶμαι ἁγνή, ἂν καὶ βγῆκες ἀπὸ μένα,
γιατί, φυλάγοντάς την ἀνέγγιχτη, τὴ μήτρα μου ἄφησες ὅπως τὴ βρῆκες,
γι᾽ αὐτὸ γιορτάζει ἡ χτίση ὁλόκληρη, φωνάζοντάς με:
ἡ χαριτωμένη.

Ὄχι, Δέσποτα, τὴ χάρη σου, ποὺ τὴ γνωρίζω, δὲν ἀρνοῦμαι·
τὴν τιμή, ποὺ μοῦ ἔλαχε, νὰ σὲ γεννήσω ἐγώ, δὲν τὴν παραβλέπω,
γιατὶ ἔτσι βασιλεύω στὸν κόσμο· τὴ δύναμή σου,
γιατὶ μέσα στὰ σπλάχνα μου σὲ βάσταξα, σ᾽ ὅλα δυναστεύω.
Τὴ φτώχεια μου πλοῦτο ἔστερξες νὰ κάνεις,
γιὰ νὰ ὑψώσεις τὸ γένος μου ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου.
Χαρεῖτε, γῆ κι οὐρανέ, μαζί μου, τώρα,
γιατὶ βαστῶ στὰ χέρια μου τὸ δημιουργό σας.
Ἄνθρωποι, ἀφήσετε τὴ θλίψη καὶ τὴ χαρὰ δεῖτε
ποὺ βλάστησα σ᾽ ἀμίαντα σπλάχνα, ὥστε νὰ ἀκούσω:
ἡ χαριτωμένη.

Ὑμνοῦσεν ἡ Μαρία τὸ γιὸ ποὺ εἶχε γεννήσει,
καὶ τὸ μωρό, ποὺ γέννησε μονάχη της, ἐχαϊδολόγα,
καὶ τὴν ἐγροίκησε ἡ Εὔα, ποὺ μ᾽ ὠδίνες γεννοῦσε τὰ παιδιά της
καὶ μ᾽ ἀγαλλίαση στὸν Ἀδὰμ φωνάζει:
«Νά ποὺ ἔφτασε στ᾽ αὐτιά μου αὐτὴ ποὺ τόσο καρτεροῦσα:
ἡ παρθένος ποὺ γέννησε τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν κατάρα,
ποὺ καὶ μόνο ἡ φωνή της διάλυσε τὶς θλίψεις μου ὅλες,
κι ὁ γιός της χτύπησεν αὐτὸν ποὺ μ᾽ εἶχε χτυπήσει,
ἐκείνη, ποὺ γι᾽ αὐτὴν ἔγραψε πρὶν ἀπὸ αἰῶνες
τοῦ Ἀμὼς ὁ γιός: ἡ ράβδος του Ἰεσσαί, ποὺ κλάδο
βλάστησε καὶ ποὺ δὲ θὰ πεθάνω ἂν φάγω ἀπ᾽ τὸν καρπό του,
ἡ χαριτωμένη.

Τὴ χελιδόνα γροίκα, Ἀδάμ, ποὺ κελαηδεῖ μου
σύναυγα, κι ἀπὸ τὸν ἰσοθάνατο ὕπνον ἔβγα
ν᾽ ἀκούσεις τὴ γυναίκα σου. Ἐγώ, ποὺ τοὺς ἀνθρώπους
νὰ πέσουν ἔσπρωξα, τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω.
Ἐννόησε τὰ θαυμαστὰ ὅλα τοῦτα· τὴν ἄπειρην, ἀπὸ ἄντρα, κόρη
κοίτα πῶς, μὲ τὸ γιό της, γιατρεύει τὴ λαβωματιά σου.
Ὁ ὄφις, ποὺ μὲ παρέσυρε παλιά, χαίρεται πάντα,
μὰ τώρα βλέποντας τοὺς γόνους μας σέρπει καὶ φεύγει.
Κεφάλι ποὺ ὕψωσεν ἐνάντια μου τὸν καιρὸ κεῖνο,
ταπεινωμένος κολακεύει τώρα, δὲ χλευάζει,
γιατὶ φοβᾶται αὐτὸν ποὺ ἔχει γεννήσει
ἡ χαριτωμένη.

Ἄκουσε ὁ Ἀδὰμ τὰ λόγια ποὺ ὕφανεν ἡ σύζυγός του
κι ἀμέσως τὸ βάρος πετώντας ποὺ βάραινε τὰ βλέφαρά του,
τὴν κεφαλή του σήκωσε σὰν ἕνας ποὺ ἀπ᾽ τὸν ὕπνο βγαίνει
κι ἀνοίγοντας τ᾽ αὐτιά, ποὺ τὰ εἶχε φράξει
μὲ τὴν παρακοή του, ἐμίλησε ἔτσι:
«Κελάδημα γλυκόλαλο ἀγροικῶ κ᾽ εὐχάριστο μουρμούρισμα, ὅμως
τραγούδι τέτοιο δὲ μὲ τέρπει τώρα
πιά, γιατί ᾽ναι ἀπὸ γυναίκα, ποὺ τὴ φωνή της τὴ φοβοῦμαι·
πεῖρα πικρή ᾽χω καὶ φοβοῦμαι τὴ γυναίκα.
Ὁ ἦχος μ᾽ εὐχαριστεῖ ὁ γλυκύφθογγος, μὰ τ᾽ ὄργανό του
μ᾽ ἀνησυχεῖ, μὴ μὲ πλανέψει ὅπως παλιά, καὶ ντροπὴ φέρει
στὴ χαριτωμένη.

«Στὰ λόγια τῆς γυναίκας σου, ἄντρα μου, ἐμπιστέψου,
γιατὶ συμβουλὲς πικρὲς πιὰ δὲ θὰ μὲ πιάσεις νὰ σοῦ δίνω.
Πέρασαν τὰ παλιά, κι ὅλα καινούργια
τὰ δείχνει ὁ Χριστὸς τώρα, τῆς Μαρίας ὁ γόνος.
Πιὲς τὴ δροσιά του κι ἄνθισε ὡς λουλούδι
κι ὀρθώσου σὰν τὸ στάχυ, γιατί ᾽ρθεν ἡ ἄνοιξη γιὰ σένα,
ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πνέοντας σὰ γλυκὸν ἀγέρι.
Φύγε ἀπ᾽ τὴ ζέστα τὴ βαριὰ κι ἀκλούθα με, νὰ πᾶμε
στὴ Μαριάμ. Τὰ πόδια τ᾽ ἄχραντά της ἄγγιξέ τα
μαζί μου, καὶ γιὰ σὲ σπλαχνιὰ θὰ δείξει
ἡ χαριτωμένη.

Τὴν ἔνιωσα, ὦ γυναῖκα μου, τὴν ἄνοιξη καὶ νιώθω
τὴν ἀπόλαυση, ποὺ χάσαμε παλιά, γιατί, καινούργιο βλέπω
παράδεισο, ἄλλο: τὴν παρθένο στὴν ἀγκαλιά της νὰ σηκώνει
τὸ ἴδιο τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ποὺ ἄλλοτε ἐφρούρει
χερουβὶμ ἅγιο γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξω.
Τώρα, ὅπως τό ᾽δα νὰ φυτρώνει ἀνέγγιχτο, ἔνιωσα, γυναίκα,
τὴν πνοὴ ποὺ δίνει ζωὴ καὶ πού, σκόνη καὶ λάσπη ἐνῶ ᾽μουν,
ἄψυχη, ψυχὴ μοῦ ᾽δωσε. Δηλαδὴ παίρνοντας ἀπὸ τὴν εὐωδιά της
θὰ πάω σ᾽ αὐτὴν ποὺ τὸν καρπὸ τῆς ζωῆς γιὰ μᾶς ἀνθίζει,
στὴ χαριτωμένη.

(μτφρ. Ἄρης Δικταῖος, Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἱστορικὴ Ἀνθολογία τῆς παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1960, σ. 331-333.)

~·~

 

Ὕμνος ΛΣΤ´

(«κοντάκιον εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» XI- 2)

Ἕτερον κοντάκιον εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ο ῦ  τ α π ε ι ν ο ῦ  Ῥ ω μ α ν ο ῦ
ἦχος πλ. β΄, ἰδιόμελον.

Προοίμιον

Ὁ πρὸ ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθεὶς
ἐπὶ γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ·
ὅθεν ἀστὴρ εὐαγγελίζεται μάγοις,
ἄγγελοι δὲ μετὰ ποιμένων ὑμνοῦσι
τὸν ἄσπορον τόκον σου, ἡ κεχαριτωμένη.

Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος
ὡς ἐπὶ κλάδων ἀγκάλαις ἐβάσταζε καὶ ἔλεγεν·
«Σὺ καρπός μου, σὺ ζωή μου,
<σὺ> ἀφ’ οὗ ἔγνων ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός,
τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον,
κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον.
Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς·
ἁγνὴ γάρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ·
ὡς γὰρ εὗρες ἔλιπες μήτραν ἐμήν,
φυλάξας σώαν αὐτήν· διὰ τοῦτο συγχορεύει
πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Ἡ κεχαριτωμένη.

Οὐκ ἀθετῶ σου τὴν χάριν ἧς ἔχω πεῖραν, δέσποτα·
οὐκ ἀμαυρῶ τὴν ἀξίαν ἧς ἔτυχον τεκοῦσά σε·
τοῦ γὰρ κόσμου βασιλεύω·
ἐπειδὴ κράτος τὸ σὸν ἐβάστασα γαστρί, πάντων κρατῶ·
μετεποίησας τὴν πτωχείαν μου τῇ συγκαταβάσει σου,
σαυτὸν ἐταπείνωσας καὶ τὸ γένος μου ὕψωσας.
Εὐφράνθητέ μοι νῦν ἅμα, γῆ καὶ οὐρανός·
τὸν γὰρ ποιητὴν ὑμῶν βαστάζω ἐν χερσί·
γηγενεῖς, ἀπόθεσθε τὰ λυπηρά,
θεώμενοι τὴν χαρὰν ἣν ἐβλάστησα ἐκ κόλπων
ἀμιάντων, καὶ ἤκουσα· Ἡ κεχαριτωμένη.»

Ὑμνολογούσης δὲ τότε Μαρίας ὃν ἐγέννησε,
κολακευούσης δὲ βρέφος ὃ μόνη ἀπεκύησεν,
ἤκουσεν ἡ ἐν ὀδύναις
τεκοῦσα τέκνα, καὶ γηθομένη τῷ Ἀδὰμ Εὔα βοᾷ·
«Τίς ἐν τοῖς ὠσί μου νῦν ἤχησεν ἐκεῖνο ὃ ἤλπιζον;
Παρθένον τὴν τίκτουσαν τῆς κατάρας τὴν λύτρωσιν,
ἧς μόνη φωνὴ ἔλυσέ μου τὰ δυσχερῆ
καὶ ταύτης γονὴ ἔτρωσε τὸν τρώσαντά με·
ταύτην ἣν προέγραψεν υἱὸς Ἀμώς,
ἡ ῥάβδος τοῦ Ἰεσσαὶ ἡ βλαστήσασά μοι κλάδον
οὗ φαγοῦσα οὐ θνήξομαι, ἡ κεχαριτωμένη.

Τῆς χελιδόνος ἀκούσας κατ’ ὄρθρον κελαδούσης μοι,
τὸν ἰσοθάνατον ὕπνον, Ἀδάμ, ἀφεὶς ἀνάστηθι·
ἄκουσόν μου τῆς συζύγου·
ἐγὼ ἡ πάλαι πτῶμα προξενήσασα βροτοῖς νῦν ἀνιστῶ.
Κατανόησον τὰ θαυμάσια, ἰδὲ τὴν ἀπείρανδρον
διὰ τοῦ γεννήματος ἰωμένην τοῦ τραύματος·
ἐμὲ γάρ ποτε εἷλεν ὁ ὄφις καὶ σκιρτᾷ,
ἀλλ’ ἄρτι ὁρῶν τοὺς ἐξ ἡμῶν φεύγει συρτῶς·
κατ’ ἐμοῦ μὲν ὕψωσε τὴν κεφαλήν,
νυνὶ δὲ ταπεινωθεὶς κολακεύει, οὐ χλευάζει,
δειλιῶν ὃν ἐγέννησεν ἡ κεχαριτωμένη.»

Ἀδὰμ ἀκούσας τοὺς λόγους οὓς ὕφανεν ἡ σύζυγος,
ἐκ τῶν βλεφάρων τὸ βάρος εὐθέως ἀποθέμενος
ἀνανεύει ὡς ἐξ ὕπνου
καὶ οὖς ἀνοίξας ὃ ἔφραξε παρακοὴ οὕτως βοᾷ·
«Γλυκεροῦ ἀκούω κελαδήματος, τερπνοῦ μινυρίσματος,
ἀλλὰ τοῦ μελίζοντος νῦν ὁ φθόγγος οὐ τέρπει με·
γυνὴ γάρ ἐστιν, ἧς καὶ φοβοῦμαι τὴν φωνήν·
ἐν πείρᾳ εἰμί, ὅθεν τὸ θῆλυ δειλιῶ·
ὁ μὲν ἦχος θέλγει με ὡς λιγυρός,
τὸ ὄργανον δὲ δονεῖ μὴ ὡς πάλαι με πλανήσῃ
ἐπιφέρουσα ὄνειδος ἡ κεχαριτωμένη.

—Πληροφορήθητι, ἄνερ, τοῖς λόγοις τῆς συζύγου σου·
οὐ γὰρ εὑρήσεις με πάλιν πικρά σοι συμβουλεύουσαν·
τὰ ἀρχαῖα γὰρ παρῆλθε
καὶ νέα πάντα δείκνυσιν ὁ τῆς Μαριὰμ γόνος Χριστός.
Τούτου τῆς νοτίδος ὀσφράνθητι καὶ εὐθέως ἐξάνθησον,
ὡς στάχυς ὀρθώθητι· τὸ γὰρ ἔαρ σε ἔφθασεν,
Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει ὡς αὔρα γλυκερά·
τὸν καύσωνα ᾧ ἦς ἀποφυγὼν τὸν αὐστηρόν,
δεῦρο ἀκολούθει μοι πρὸς Μαριάμ,
καὶ αὐτῆς πρὸ τῶν ποδῶν ἐρριμένους θεωροῦσα
εὐθέως σπλαγχνισθήσεται ἡ κεχαριτωμένη.

—Ἔγνων, ὦ γύναι, τὸ ἔαρ καὶ τῆς τρυφῆς ὀσφραίνομαι
ἧς ἐξεπέσαμεν πάλαι· καὶ γὰρ ὁρῶ παράδεισον
νέον, ἄλλον, τὴν παρθένον
φέρουσαν κόλποις αὐτὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ὅπερ ποτὲ
Χερουβὶμ ἐτήρει τὸ ἅγιον πρὸς τὸ μὴ ψαῦσαι <ἐ>μέ·
τοῦτο τοίνυν ἄψαυστον ἐγὼ βλέπων φυόμενον,
ᾐσθόμην πνοῆς, σύζυγε, τῆς ζωοποιοῦ
τῆς κόνιν ἐμὲ ὄντα καὶ ἄψυχον πηλὸν
ποιησάσης ἔμψυχον· ταύτης νυνὶ
τῇ εὐοσμίᾳ ῥωσθείς, πορευθῶ πρὸς τὴν ἀνθοῦσαν
τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν, τὴν κεχαριτωμένην.

~•~

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.

Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

~.~

*