Η παραγωγή του οικονομικού ειδέναι

 

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Υπάρχει ένα σημαντικότατο ερώτημα που αποφεύγεται εντέχνως να τεθεί από τους οικονομολόγους και νομίζω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να τεθεί επί τάπητος και να αντιμετωπισθεί ευθέως: η παραγωγή του οικονομικού ειδέναι. Πώς παράγεται η οικονομική γνώση; Επιχειρώντας μιαν απάντηση μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Η μελέτη των οικονομικών δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από εκείνη της πολιτικής. Όπως υπογραμμίζει ο Αμάρτυα Σεν,[1] η Οικονομική έχει δύο προελεύσεις, που αμφότερες έχουν σχέση με την πολιτική: την ηθική, η οποία ανάγεται τουλάχιστον μέχρι τον Αριστοτέλη[2] και τη μηχανική, η οποία ανάγεται μέχρι τον Ινδό Καουτίλυα.[3] Και στις δύο προσεγγίσεις η πολιτική θεωρείται ως ανώτερη “τέχνη”. Η πολιτική πρέπει να χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση των σκοπών της τις υπόλοιπες “πρακτικές επιστήμες”, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η οικονομική.

Amartya Sen

Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η Οικονομία είναι μέρος της Ηθικής[4] και της Πολιτικής Φιλοσοφίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχει συγκεκριμένο ρόλο στο πλαίσιο εκπλήρωσης της αποστολής των. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον κεντρικά ζητήματα που διαδραματίζουν θεμελιακό ρόλο στην οικονομική επιστήμη. Το πρώτο αφορά στο πρόβλημα των ανθρωπίνων κινήτρων που έχουν σχέση με το ηθικό ερώτημα «πώς πρέπει κάποιος να ζει». Το δεύτερο αφορά στον τρόπο που κρίνονται τα κοινωνικά επιτεύγματα. Δεδομένου ότι αυτά έχουν σχέση με «το καλό του ανθρώπου»[5] και επομένως με την ηθική άποψη για τα κοινωνικά επιτεύγματα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι η αξιολόγηση μπορεί να σταματήσει σε κάποιο αυθαίρετο σημείο, όπως η «αποδοτικότητα». Η αξιολόγηση πρέπει να έχει ως τέλος μιαν ευρύτερη αντίληψη για το «κοινό καλό» και τη «δικαιοσύνη». Επομένως, τα οικονομικά δεν θα πρέπει να έχουν μιαν απλή αποστολή.[6]

Παράλληλα, στη μηχανική προσέγγιση η οικονομία εστιάζεται στη διαχείριση που υποβοηθάει την τεχνική διάσταση της πολιτικής. Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι αφορά κυρίως σε ζητήματα διαχείρισης. Οι σκοποί θεωρούνται ότι είναι προσδιορισμένοι με απόλυτη σαφήνεια και ο στόχος είναι η εξεύρεση των κατάλληλων μέσων για την εξυπηρέτησή τους. Η ανθρώπινη συμπεριφορά θεωρείται ότι βασίζεται σε απλά και εύκολα χαρακτηρίσιμα κίνητρα.[7]

Ας εξετάσουμε την πρόθεση της οικονομίας να συστήσει μια «καθαρή λογική της επιλογής ανάμεσα σε περιορισμένα μέσα για την επίτευξη απεριόριστων σκοπών».[8] Μάλιστα μπορεί οι σκοποί να είναι απεριόριστοι, ωστόσο:

Τα οικονομικά δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους σκοπούς αυτούς καθαυτούς. Ενδιαφέρονται για τους σκοπούς στο μέτρο που αυτοί επηρεάζουν τα διαθέσιμα μέσα. Τα οικονομικά θεωρούν τους σκοπούς σαν δεδομένα σε μια κλίμακα σχετικής αξιολόγησης και ερευνούν τις συνέπειες που θα επακολουθήσουν από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των ατόμων.[9]

John Rawls

Στην πρόθεσή της αυτή, η οικονομία έχει επιλέξει τη διαδικασία της υπέρβασης και όχι της αντιμετώπισης των σημαντικότατων προβλημάτων που προκύπτουν καθώς επιχειρεί να προσδιορίσει και να καθορίσει το ειδέναι της. Να καθορίσει, δηλαδή, το πλαίσιο λειτουργίας της «ως καθαρής και αυτόνομης επιστήμης», σε σχέση με την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων οικονομικών. Το βασικό πρόβλημα της οικονομίας είναι το ότι αδυνατεί να υπάρξει ένα οικονομικό ειδέναι —με την έννοια της περιγραφής, της ανάλυσης, της εξήγησης και της κατανόησης των πραγματικών οικονομικών φαινομένων—, χωρίς να βασίζεται κατά τρόπο ουσιαστικό σε μιαν άποψη για τον τρόπο που συμπεριφέρονται τα δρώντα υποκείμενα, φυσικά και θεσμικά, στο πλαίσιο της δεδομένης κοινωνίας. Πώς θα πρέπει να οδηγηθεί σε μια τέτοια αντίληψη; Από πού θα την πάρει; Αδυνατώντας να την παράγει μόνη της, δηλαδή εντός του γνωστικού αντικειμένου της, από κάπου θα πρέπει να τη λάβει, επειδή της είναι απολύτως αναγκαία. Ως εκ τούτου, μπορεί να την πάρει από εκείνες τις επιστήμες που έχουν ως γνωστικό αντικείμενο ακριβώς τη συμπεριφορά των δρώντων υποκειμένων: την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, τη βιολογία και τις άλλες εμπλεκόμενες επιστήμες. Το αναπόδραστο αυτό γεγονός καθιστά όμως την οικονομική επιστήμη μονίμως δέσμια των συνεχών επιτευγμάτων, άρα αλλαγών και νέων θεωρήσεων, που προκύπτουν συνεχώς στον χώρο των συγκεκριμένων επιστημών. Αποτελεί, λοιπόν, ζήτημα βασικότατης σημασίας για την αυτονόμηση της οικονομίας και την εδραίωσή της στον χώρο των επιστημών. Για να “λύσουν” το πρόβλημα, οι οικονομολόγοι σε μόνιμη βάση αποφάσισαν να “παραμείνουν” σε μια “ψυχολογική εξήγηση” της ατομικής συμπεριφοράς, η οποία από τα μέσα του 19ου αι. έχει ουσιαστικά απορριφθεί ως υπέρμετρα απλουστευτική: το άτομο ενεργεί μόνον όταν ξέρει τέλεια τι θέλει και πώς θα το αποκτήσει, και θέλει πάντοτε ένα πράγμα: να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του ελαχιστοποιώντας την προσπάθειά του. Με εφόδιο τη βαθύτατη αυτή θέαση, ο οικονομολόγος επιχειρεί να “υπερβεί” όλες τις ψυχολογικές θεωρήσεις΅, υποστηρίζοντας ότι το περισσότερο που μπορούν οι τελευταίες να προσφέρουν είναι μια εξήγηση

των αποκλίσεων της ατομικής συμπεριφοράς σε σχέση με έναν μέσο τύπο, οι οποίες στατιστικά εξισώνονται ‒ δίχως να αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα αφορά ακριβώς στην κατασκευή ενός καθορισμένου μέσου τύπου στην οποία προβαίνει, ενός κούφιου ανδρείκελου που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά συγκεκριμένη ή στατιστική αντικειμενική πραγματικότητα.[10]

Κορνήλιος Καστοριάδης

Όλοι γνωρίζουν ότι τα γενικά πρότυπα της οικονομίας προκύπτουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από πάμπολλες αποφάσεις που παίρνουν οι άνθρωποι, είτε ως άτομα, είτε ως μέλη επιχειρήσεων και κυβερνητικών υπηρεσιών. Στην οικονομική θεωρία, τα περισσότερο συστηματικά υποδείγματα επιχειρούν να μεταφράσουν μια τέτοια μικροοικονομική συμπεριφορά σε μεγαλύτερα σύνολα μέτρων και προτύπων που ορίζονται γενικά ως οικονομία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πρόβλημα-κλειδί βρίσκεται στον τρόπο μετάφρασης από την ατομική στη συνολική συμπεριφορά.[11] Εντούτοις, στα πεδία αυτά σπάνια συνεκτιμώνται η ακριβής φύση και οι πηγές της ατομικής συμπεριφοράς. Αντί γι’ αυτό, η γνώση που συνήθως χρησιμοποιούν οι κατασκευαστές υποδειγμάτων είναι εκείνη της λαϊκής ψυχολογίας, που βασίζεται κυρίως στην κοινή αντίληψη και την αβοήθητη έμπνευση. Η λαϊκή ψυχολογία έχει ήδη ωθηθεί πέρα από τα όριά της. Όλα τα οικονομικά υποδείγματα που κατασκευάζουν υποδείγματα, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι κατακτήσεις της βιολογίας και της ψυχολογίας αλλά και της ισχύος,[12] βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο. Η χρησιμοποίηση, στα συγκεκριμένα οικονομικά υποδείγματα, αρχών που προκύπτουν μόνο από την περιγραφή και τη στατιστική ανάλυση, οδηγεί σε συμπεράσματα που ελάχιστη αξία έχουν με την πραγματικότητα. Η δικαιολογία δεν είναι άλλη από την πρόταξη της ιδιότητας της φειδωλότητας. Όσο λιγότερες μονάδες και διεργασίες χρησιμοποιούνται στην ερμηνεία ενός φαινομένου, τόσο το καλύτερο. Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα υποδείγματα των φυσικών επιστημών. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, τα υποδείγματα δημιουργούνται από τόσο ακραίες τεχνικές αφαιρέσεις, ώστε να μην αντιπροσωπεύουν τίποτε περισσότερο από απλές ασκήσεις εφαρμοσμένων μαθηματικών. Τα περισσότερα υποδείγματα περιέχουν κομψές γραφικές παραστάσεις και αναλυτικές λύσεις σε θεωρητικά προβλήματα σχετικά με την έννοια της ισορροπίας. Παρ’ όλ’ αυτά, αν κοιταχτούν μέσα από τις απλές και καθιερωμένες αρχές των επιστημών της συμπεριφοράς, είναι απλοϊκά και πολύ συχνά παραπλανητικά. Σπάνια εξετάζονται από κοντά οι προϋποθέσεις των υποδειγμάτων αυτών. Σπάνια ελέγχονται τα συμπεράσματά τους σε βάθος μέσα από ποσοτικά δεδομένα “πεδίου”.

Οι οικονομικές πράξεις αποτελούν μέρος των κοινωνικών πράξεων. Παράγονται ως συνέπεια της ανθρώπινης κοινωνικής δράσης. Ως εκ τούτου, οι οικονομικές πράξεις αποτελούν κατά βάση ανακλαστικές πράξεις. Η ανακλαστικότητα με απλά λόγια συνίσταται στο εξής:

Τα γεγονότα του κοινωνικού κόσμου δεν είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και τη δράση των επιστημόνων ‒ ανθρώπων. Οι τελευταίοι συμμετέχουν σ’ αυτά, τα δημιουργούν, επιδιώκουν να επιδράσουν, να πλάσουν την πραγματικότητα σύμφωνα με τη βούλησή τους. Η επιστημονική εργασία του οικονομολόγου είναι καταδικασμένη δηλαδή να αντανακλά έναν κόσμο που δημιουργεί η ανθρώπινη βούληση. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες επιδιώκουν να κατανοήσουν[13] την κατάσταση στην οποία συμμετέχουν , να κατανοήσουν την πραγματικότητά τους ουσιαστικά.

Οι δύο λειτουργίες που ασκούν οι συμμετέχοντες συνεχώς και αενάως παρεμβαίνουν η μία στην άλλη. Δημιουργείται μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης βούλησης και της δομής του κοινωνικού κόσμου. Η συνύπαρξη αυτών των λειτουργιών δημιουργεί την ανακλαστικότητα των κοινωνικών φαινομένων. Η ανακλαστικότητα είναι παρούσα σε κάθε ιστορική διαδικασία. Είναι αυτή που καθιστά μια διαδικασία αληθινά ιστορική. Εγείρει μη- αντιστρεπτές ιστορικές διαδικασίες και, συνεπώς, δεν προσφέρεται για άχρονα ισχύουσες γενικεύσεις. Κάπως έτσι, απαιτεί κατ’ αρχάς φιλοσοφική προσέγγιση.

Max Planck

Καλούνται οι οικονομολόγοι να αποφανθούν (sic) ότι τα αντικείμενα ψυχή, κοινωνία και ιστορία είναι ουσιωδώς και στο ακέραιο ομοιογενή με τα φυσικά ή βιολογικά αντικείμενα. Πώς θα μπορούσαν να αποφανθούν επί τούτου, όταν για να υπάρξει κατ’ αρχάς το οικονομικό ειδέναι, με την έννοια της περιγραφής, της ανάλυσης και της εξήγησης των πραγματικών οικονομικών φαινομένων, χρειάζεται να στηρίζεται σε αιτήματα ή αποτελέσματα που αφορούν στη συμπεριφορά των ατόμων, στα κίνητρά της, στον βαθμό ορθολογικότητάς της και στη φύση της ορθολογικότητας αυτής, στη διαίρεση της κοινωνίας σε ομάδες, στρώματα, τάξεις, στην εσωτερική λειτουργία και τον κοινωνικό ρόλο των οργανισμών και των θεσμών, κυρίως της επιχείρησης, του συνδικάτου, του κράτους;[14] Από πού να τα πάρει όλα αυτά; Τα συμπεράσματα της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και άλλων συναφών ανθρωπολογικών κλάδων γνώσης, όχι μόνο δεν μπορούν να επιβληθούν στην οικονομία, όπως γίνεται στις ακριβείς επιστήμες,[15] αλλά ουσιαστικά της είναι άχρηστα για να μην πούμε απωθητικά.

 


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Βλ.: Amartya Sen, Για την Ηθική και την Οικονομία, (πρόλ.: Νίκος Κοτζιάς), (μτφρ.: Ἀγγελος Φιλιππάτος), Αθήνα, Καστανιώτης, 2000. σσ. 35-62.
[2] Ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει στα Ηθικά Νικομάχεια τα ακόλουθα: «Δοθέντος δε ότι η πολιτική χρησιμοποιεί τας λοιπάς πρακτικάς επιστήμας και πλην τούτου νομοθετεί τι πρέπει να πράττωμεν και τι να αποφεύγωμεν, ίσως ο σκοπός, τον οποίον επιδιώκει εμπερικλείει τον σκοπόν των άλλων, ώστε πιθανόν αυτό να είναι το ανθρώπινον αγαθόν».
[3] Βλ.: Καουτίλυα, Arthasãstra, (μτφρ.: Sastry, R. Shama), Mysore Printing and Publishing House, 1967.
[4] «Ένα άλλο εκπληκτικό στοιχείο είναι η αντίθεση ανάμεσα στον ενσυνείδητα “μη-ηθικό” χαρακτήρα των σύγχρονων οικονομικών και στην ιστορική εξέλιξη τους, που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν παρακλάδι της ηθικής. Όχι μόνο ο επονομαζόμενος “πατέρας της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης”, ο Άνταμ Σμιθ, ήταν καθηγητής της Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, αλλά το αντικείμενο των οικονομικών θεωρούνταν για πολύ καιρό ως ένας κλάδος της ηθικής. Το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα η οικονομική επιστήμη διδασκόταν στο Κέιμπριτζ ως μάθημα “των πτυχιακών εξετάσεων για την Ηθική Επιστήμη” αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα της παραδοσιακής διάγνωσης για τη φύση των οικονομικών». Amartya Sen, ό.π., σ. 36.
[5] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ι. 2, Αθήνα, Κάκτος, 2023.
[6] Στον κόσμο των οικονομικών, η έννοια της δικαιοσύνης είναι παντελώς απούσα από την ανάλυσή της. Να τι γράφει λίγο πριν από τοΝ θάνατό του ο Albert Rees (“The Role of Fairness in Wage Determination”, Journal of Labor Economics II (I), σσ. 243-252): «Η νεοκλασική θεωρία για τον καθορισμό των μισθών, την οποία δίδασκα 30 χρόνια […] δεν έχει να πει τίποτε για τη δικαιοσύνη. […] Με αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ’70, άρχισα να βρίσκομαι σε μια σειρά διοικητικών ρόλων στους οποίους συμμετείχα στον καθορισμό και τον έλεγχο των αμοιβών και των μισθών. Σε κανέναν από αυτούς τους ρόλους δεν βρήκα η θεωρία που δίδασκα να παρέχει την παραμικρή βοήθεια. Οι παράγοντες που εμπλέκονται στον καθορισμό αμοιβών και μισθών στον αληθινό κόσμο έμοιαζαν να είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνους που ορίζει η νεοκλασική θεωρία. Ο μόνος παράγοντας που έμοιαζε να έχει ακατανίκητη σημασία σε όλες αυτές τις καταστάσεις ήταν η δικαιοσύνη». Βεβαίως το τι σημαίνει δικαιοσύνη αποτελεί ένα ξεχωριστής σημασίας πρόβλημα και το πιο πιθανόν είναι να υπάρχουν σημαντικότατες διαφωνίες μεταξύ των διαφόρων αντιλήψεων. Ωστόσο, αυτό δεν στερεί την ανάγκη υποστήριξης του αιτήματος της δικαιοσύνης από τη μεριά των οικονομικών, με την έννοια του τρόπου με τον οποίον οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται.
[7] Amartya Sen, ό.π., σσ. 35-62.
[8] L. Robbins, An Essay on the Nature and Significance of Economic Science, Λονδίνο, Macmillan, 1935, σσ. 14-15.
[9] Ό.π., σ. 30.
[10] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Νεοτερική Επιστήμη και Φιλοσοφική Ερώτηση»: Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1991, σ. 229.
[11] Είναι γνωστό ότι η υποκειμενική θεωρία της αξίας αρχίζει με την υπόθεση ότι είναι αδύνατον να συγκριθούν τα αισθήματα ευχαρίστησης και πόνου μεταξύ διαφορετικών προσώπων (διαπροσωπική σύγκριση). Η υπόθεση αυτή κλείνει τον δρόμο σε κάθε συλλογισμό περί κοινωνικής αξίας. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι ελάχιστοι από τους συγγραφείς κατόρθωσαν να μείνουν συνεπείς στην αρχική τους θέση. Για όλα αυτά όμως βλ.: Myrdal Gunnar, Το Πολιτικό Στοιχείο στην Οικονομική Θεωρία, Αθήνα, Παπαζήση, 1985, ειδικά Κεφ. 2 και 4. Η χρήση της Συνάρτησης Κοινωνικής Ευημερίας, η οποία προτάθηκε ή και προτείνεται ακόμα και σήμερα (π.χ.: J. Rawls, A Theory of Justice, Harvard University Press, 1971· ελλ. μτφρ.: Η Θεωρία της Δικαιοσύνης, [μτφρ.: Φίλιππος Χ. Βασιλόγιαννης], [επιμ.: Ανδρέας Χ. Τάκης], Αθήνα, Πόλις, 2001) σκοντάφτει αναπόδραστα στο ότι για να συγκριθούν οι ωφέλειες χρειάζεται να μετρηθούν με κάποιο αριθμητικό τρόπο που να έχει νόημα. Ωστόσο, για να προβεί κανείς πρακτικά σε διαπροσωπικές συγκρίσεις ωφέλειας, θα πρέπει να υποθέσει όχι μόνο ότι είναι δυνατό να γίνουν τέτοιες συγκρίσεις, αλλά και ότι όλα τα άτομα έχουν περίπου την ίδια συνάρτηση ωφέλειας. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να υποτεθεί ότι ισχύει η άποψη που υποστηρίζει ότι η οριακή ωφέλεια ενός επιπλέον ευρώ που θα λαμβάνει ένα άτομο, θα εξαρτάται μόνο από το εισόδημά του και ότι η οριακή ωφέλεια ενός ευρώ που λαμβάνει ένα πλουσιότερο άτομο είναι μικρότερη από αυτή που αντιστοιχεί σε ένα φτωχότερο άτομο. Εντούτοις, αυτές οι υποθέσεις δεν μπορούν να υποστηριχθούν με κανέναν τρόπο και ως εκ τούτου δεν υπάρχει επιστημονική βάση για τη διατύπωση συγκρίσεων ευημερίας. Όμως, όπως σημειώνει ο Joseph E. Stiglitz (Οικονομική του Δημοσίου Τομέα, [μτφρ.: Γιάννης Λαντούρης, Τάσος Κυπριανίδης], [επιμ.: Νικόλαος Καραβίτης], Aθήνα, Κριτική, 1992, σ. 152): «Επειδή δεν υπάρχει “επιστημονική” βάση για να γίνουν τέτοιες συγκρίσεις ευημερίας, πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι οικονομολόγοι θα έπρεπε να περιορίζονται στην περιγραφή των συνεπειών διαφόρων πολιτικών, επισημαίνοντας ποιοι ωφελούνται και ποιοι βλάπτονται. Εδώ όμως θα έπρεπε να σταματά η ανάλυσή τους. […] Αν όμως δεν κάνουν διαπροσωπικές συγκρίσεις ευημερίας, οι οικονομολόγοι πολύ λίγα έχουν να πουν». Νομίζω ότι καταλυτικό ρόλο στο σταμάτημα κάθε προσπάθειας να βρεθεί ένας τρόπος υπολογισμού ενός ιδανικού συστήματος, έπαιξε το θεώρημα του αδυνάτου (K. Arrow, Social Choice and Individual Values, Νέα Υόρκη, Wiley, 1963).
[12] Είναι σε όλους γνωστό ότι η φιλοσοφία του ωφελιμισμού, στις γενικές αρχές της, αποτελεί το πλαίσιο λειτουργίας αυτού που ονομάζεται «Οικονομική Επιστήμη». Έχουμε αναφερθεί στη λογική δυσχέρεια που παρουσιάζει ο συνυπολογισμός ποσοτήτων ευτυχίας σε κοινωνικό άθροισμα. Η υιοθέτηση της έννοιας της αρμονίας των συμφερόντων εκ μέρους της ωφελιμιστικής επιχειρηματολογίας εξυπηρετεί πρωτίστως την ανάγκη να δοθεί μια λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ξεκινώντας λοιπόν από την υπόθεση ότι τα συμφέροντα των ατόμων είναι παντού και πάντα αρμονικά, ο καθένας, φροντίζοντας για τα δικά του συμφέροντα, προάγει αυτόματα και τα συμφέροντα των υπολοίπων με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία ανάγκη για κοινωνική άθροιση. Το δόγμα της αρμονίας των συμφερόντων αποτελεί υπεκφυγή της ανάγκης του υπολογισμού της κοινωνικής ωφέλειας. Αδιάφορο με ποιον τρόπο πραγματοποιείται ο υπολογισμός , η κοινωνική ευημερία επιτυγχάνεται απλά με την πλήρη πραγμάτωση του laisser faire. Έτσι το δόγμα της αρμονίας των συμφερόντων αλλά και το δόγμα του ελεύθερου ανταγωνισμού χρησιμοποιούνται (προϋποτιθέμενα) για την αποφυγή δυσκολιών λογικής φύσης. Δευτερευόντως εξυπηρετεί την ηθική πλευρά του ζητήματος μιας και συνάδει απολύτως με το δίπολο ηδονής/πόνου: είναι ηθικό ό,τι κάνει κανείς να πραγματώσει το προσωπικό του συμφέρον. Πολλές προσπάθειες έγιναν για να αποδειχθεί η αλήθεια του δόγματος. Μεταξύ άλλων χρησιμοποιήθηκε το παλαιό σοφιστικό επιχείρημα ότι το ατομικό συμφέρον σαν παράγωγη έννοια περιλαμβάνεται στο κοινό συμφέρον που αποτελεί γενικότερη έννοια είδους. Όταν αυξάνει κάποιος τη δική του ευτυχία, αυξάνει ταυτόχρονα και την ευτυχία της κοινωνίας στο σύνολό της, όπως ακριβώς μιαν αύξηση του μέρους συντελεί ταυτόχρονα στην αύξηση του όλου. (Για όλα αυτά βλ.: G. Myrdal, Το Πολιτικό Στοιχείο στην Οικονομική Θεωρία, [πρόλ.-μτφρ.: Κώστας Μ. Σοφούλης], Αθήνα, Παπαζήση, 1985, ειδικά το Κεφ. 4). Είναι φανερό ότι απουσιάζει παντελώς η πιθανότητα να υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων. Δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η έννοια της σύγκρουσης και της επίλυσης με βάση την ισχύ και την ισορροπία δυνάμεων. Η όλη προβληματική που στηρίζει αυτή την άποψη πρέπει να αναζητηθεί κατά την άποψή μας, στη βρετανική ηθική φιλοσοφία και στη διαμάχη που εξελίχθηκε στους κόλπους της την περίοδο από τον Hobbes μέχρι τον Bentham (Για τα ζητήματα αυτά βλ.: Παναγιώτης Κονδύλης, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τόμ. Β΄, Αθήνα, Θεμέλιο, 1987, ειδικά σσ. 39-86). Επίσης σημαντικό σημείο στην όλη ανάλυση είναι η ανακάλυψη της έννοιας του συμφέροντος η οποία ήλθε να υποκαταστήσει τη βασική έννοια του ανθρώπινου πάθους και να χρησιμοποιηθεί ως πυλώνας θεμελίωσης της σύγχρονης οικονομικής. Για τα ζητήματα αυτά βλ. εκτός του Κονδύλη , ό.π. και τον Albert O. Hirschman, Τα Πάθη και τα Συμφέροντα, (μτφρ.: Ιουλία Τσολακίδου), (επιμ.: Π. Κ. Αναγνωστόπουλος), Αθήνα, Παρατηρητής, 2003. Επίσης βλ.: Hans Morgenthau, Επιστήμη και Πολιτική της Ισχύος, (μτφρ.: Πάνος Τσακαλογιάννης), (επιμ.: Μάριος Μπλέτας), Αθήνα, Τουρίκη, 2010.
[13] Η κατανόηση αφορά στον ανθρώπινο χώρο, που πηγάζει από το γεγονός ότι η ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη ζωή είναι δημιουργία νοημάτων και σημασιών. Αντιθέτως, η ερμηνεία (εξήγηση) σημαίνει να προσπαθήσουμε να αναγάγουμε ένα φαινόμενο στις αιτίες του και σε γενικούς νόμους, σύμφωνα με τους οποίους η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου φαινομένου οφείλεται σε μια συγκεκριμένη αιτία. Η ερμηνεία αφορά στις διαδικασίες των φυσικών επιστημών. Υπάρχει και μια τρίτη στάση, η διαύγαση, δηλαδή η δημιουργία φιλοσοφικών σημασιών που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε το ον και τα όντα στη σύνδεσή τους με την εμπειρία μας. Για όλα αυτά βλ.: Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, Αθήνα, Ευρασία, 2004.
[14] Καστοριάδης, «Νεοτερική επιστήμη…», ό.π., σ. 228.
[15] Max Planck, Νόημα και όρια της θετικής επιστήμης, (μτφρ.-επιμ.: Ι. Ν. Μαρκόπουλος), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1998.

*