Η Ελλάδα ως μοσχοϊτιά των ονείρων μας

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Νατάσα Κεσμέτη
ΙVAἜσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης
Ἁρμός, 2017

ΙVA στὰ Ρωσικὰ σημαίνει ἰτιά. Ἡ λέξη, τόσο ἴδια μὲ τὴ δική μας ὡς εἰκόνα καὶ ὡς ἦχος, μᾶς εἰδοποιεῖ πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ λογοτεχνικὴ περίπτωση ποὺ δουλεύει μὲ σύμβολα ἤ, τὸ λιγότερο, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης ὁ ὑπότιτλος, μᾶς καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ προσεκτικούς: Ἐσωτερικὴ προβολὴ πάνω σὲ μιὰ καταδική μας, ἀόρατη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὀθόνη. Ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας αὐτή; Νὰ εἶναι ἡ μοναδική γιὰ τὸν καθένα μας ἀλήθεια;

Ἡ Νατάσα Κεσμέτη ἔρχεται καὶ μὲ τὸ ἐργο της αὐτό νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει πὼς ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.

Ἡ συγγραφέας χαρακτηρίζει τὴν ΙVA της μυθιστορία. Σήμερα, ἡ λέξη μυθιστορία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ λέξη μυθιστόρημα, ὅπως τὸ εἶδος αὐτὸ διαμορφώθηκε κι ἔφτασε στὸ ἀπόγειό του τὸν 19ο αἰ., ὡστόσο, ἡ λέξη μυθιστορία ἀνακαλεῖ ἱστορίες ρομαντικές, μὲ ἐρωτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀγαπήθηκαν στὰ χρόνια τους, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως οἱ βυζαντινὲς ἐκεῖνες τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων: Φλώριος καὶ Πλάντζια Φλώρα, Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη, Βέλθανδρος καὶ Χρυσάντζα. Ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους ποὺ ἔγραψαν ἀνώνυμοι Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένοι κυρίως ἀπὸ προβηγκιανὰ πρότυπα ‒ μὲ ἔντονο ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ὕφος καὶ ἦθος καὶ, φυσικά, ἀπὸ τὸ πανανθρώπινο παραμύθι. Ἡ Νατάσα Κεσμέτη, συνειδητά νομίζω, διαλέγεται μὲ τὶς πρωτόλειες αὐτὲς συγγραφὲς γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους νόστου. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἡ ΙVA· ἕνα νοσταγικὸ ταξἰδι.

Τὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς παλιὲς αὐτὲς ἀφηγήσεις εἶναι: ἡ ποιητικὴ μορφή (ἔμμετρες ‒ σὲ 15σύλλαβο), οἱ ζωηρὲς περιγραφές, τὸ δυνατὸ ἐρωτικὸ πάθος, τὰ ρομαντικὰ ὀνόματα ‒ συχνὰ κατασκευασμένα, τὸ ἀλλόκοτο καὶ θαυμαστό, ἡ περιπέτεια, τὸ παραμύθι, τὸ καλὸ τέλος.

Ἡ ΙVA χωρίζεται σὲ κύκλους καὶ κεφάλαια, στὸ τέλος ‒ τὸ ἐπιμύθιο. Ἡ ποιητικὴ πρόθεση τοῦ βιβλίου εἶναι ἀμέσως ὁρατή. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο στὴν ἀρχή ‒ τὸ περιβόλι τοῦ Λαέρτη, ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος… Ποιήματα ἀπὸ τὴ σύγχρονη παραγωγὴ μπροστά ἀπὸ κάθε κύκλο, ποιήματα καὶ τραγούδια ἐνδιάμεσα, ὡς ὀργανικὰ μέρη τῆς μυθοπλασίας.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἔργο τοῦ Τολστόι, πρὶν ξεκινήσει ὁ πρῶτος κύκλος, ‒ 2 μᾶς κεντρίζει τὸ ἐνδιαφέρον: Κατάδικοι κοντὰ σὲ μιὰ σόμπα πίνουν τσάι. Γελοῦν, κουβεντιάζουν, σὰν νὰ μὴν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς θέσης τους, εἶναι ὅλοι ἐρωτευμένοι. Ἀπὸ μέσα ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν βαρυποινιτῶν. Ποιοί εἶναι αὐτοί…

Λεωφόρος Κων/λεως, 1ο κεφ. Τέλος ἐποχῆς γιὰ τὸ θερινὸ σινεμά. Ἡ ὀθόνη του ὅμως πάντα ἐκεῖ. Ὁ ποιητὴς Τ. Π. προβάλλει πάνω της τὸ ἔσοπτρό του. Μὲ τὸν ποιητὴ, λοιπόν, ξεκινᾶ ἡ ἀφήγηση, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν ὁ θεὸς. Κάθε λαὸς, πρὶν βγεῖ στὴ σκηνὴ τῆς ἱστορίας, ἔχει ἑτοιμάσει τοὺς μύθους του καὶ τὴν ποίησή του.

Κόκκινη κλωστὴ δεμένη…

Ἐκεῖ, στὸ 2000 περίπου, ἕνα γλυκύτατο Νοέμβρη, ἡ κ. Βοΐσκου ἐκποιεῖ παλιὰ ἔπιπλα καὶ διάφορα ἀντικείμενα. Πρόκειται νὰ κατεδαφιστεῖ τὸ σπίτι, τὸ ἔχει δώσει γιὰ πολυκατοικία· μαζὶ καὶ τὸ μεγάλο περιβόλι του. Ἀντιστάθηκε στὰ χρόνια τῆς γενικευμένης ἀντιπαροχῆς, ἀλλὰ πόσο… Γέρασε, καὶ τὰ παιδιά της ἀκολουθοῦν τὸ ντιζάιν.

Τὸ νέο διαδίδεται γρήγορα, καὶ ἀρχίζουν νὰ καταφθάνουν συνταξιοῦχοι, τὸ πλεῖστον, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν γεννηθεῖ καὶ μεγαλώσει στὴν προσφυγικὴ αὐτὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας, εἶχαν φοιτήσει στὰ ἴδια σχολεῖα, εἶχαν τοὺς ἴδιους δασκάλους, εἶχαν παίξει στοὺς ἴδιους δρόμους. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὸ σπίτι μὲ τὸ μεγάλο περιβόλι εἶναι μιὰ παράδεισος μνήμης, ἔχει γι αὐτοὺς αἰσθηματοποιηθεῖ. Κουβαλοῦν μέσα τους τὰ δέντρα καὶ τὰ λουλούδια του, τὴν εὐγένεια τῶν ἰδιοκτητῶν του, τὴ νεότητα, ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους κοινὸ τόπο νοσταλγίας. Μαζὶ κουβαλοῦν καὶ πολλὲς τραυματικὲς ἐμπειρίες, καθὼς, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, οἱ γονεῖς πολλῶν ἐξ αὐτῶν εἶχαν ἐμπλακεῖ, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπο ἤ καὶ ἐρήμην τους, στὰ γρανάζια τῆς ἱστορίας.

Σ’ αὐτὸ, λοιπόν, τὸ περιβόλι, ποὺ ἡ συγγραφέας τὸ περιγράφει ἀνεξάντλητα, ὥστε νὰ παίρνει διαστάσεις οἰκουμένης, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης τὴν Σκιάθο του, συναντῶνται τὰ πρόσωπα, συζητοῦν, συγκρούονται, παραμιλοῦν, προβάλλουν πάνω σὲ μιὰ φανταστικὴ ὀθόνη τὸν ἐσώτερο ἑαυτό τους.

Τὰ γυναικεῖα ὀνόματα: Ἀργώ, Κελαινώ, Αἴθρα, Ἐρνεστίνα, Κάντω ἀνακαλοῦν ὀνόματα ἀπὸ τὴν πινακοθήκη τῶν ρομαντικῶν ἡρωίδων, καὶ συμβάλλουν ὡς ἦχοι στὴ δημιουργία τοῦ παράξενου καὶ θαυμαστοῦ, καθὼς στὸ ἴδιο συμβάλλει καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐμφανίζονται τὰ πρόσωπα, παρόντα – ἀπόντα, ὅπως στὸν Ὅμηρο οἱ θεοί, ἀφηγηματικὲς πρακτικὲς τόσο παλιές, ὅσο καὶ ὁ ἀνθρώπινος λόγος.

Ἡ Ἀργὼ κάνει πρώτη τὴν ἐμφάνισή της δηλώνοντας πὼς ἐπιθυμεῖ νὰ ἀγοράσει τὸ πορτ – μαντό. Ποιά εἶναι ἡ Ἀργὼ καὶ γιατί θέλει αὐτὸ τὸ ἔπιπλο; Οὔτε κι ἡ ἴδια ξέρει. Ἡ συγγραφέας πλάθει αὐτὸ τὸ πρόσωπο μὲ λογισμὸ καὶ μ’ ὄνειρο, εἶναι αὐτὴ ποὺ πέπρωται μὲ τὸν παιδικό της φίλο, Τηλέμαχο, νὰ δώσει σάρκα καὶ ὀστά στὴν ἐρωτικὴ ἱστορία, ἀπαραίτητο δομικὸ στοιχεῖο μιᾶς μυθιστορίας, βοηθώντας στὴν ἐξέλιξη καὶ ὁλοκλήρωσή της. Μὲ σπουδὲς στὴν Ἀμερική, διακρίθηκε στὴ δεύτερη αὐτὴ πατρίδα της ὡς θεωρητικὸς τῆς λογοτεχνίας ἐνθουσιάζοντας τοὺς φοιτητές της στὴν Πενσυλβάνια, καὶ μὲ τὸν νόστο γιὰ τὴν πρώτη πατρίδα της ‒ ἀδιάκοπο πηγαινέλα, νά την ἐδῶ, στὸ περιβόλι, ἀρχαία καὶ νέα, ξεκινᾶ τὸν ἀπόπλου, ὅπως ἐκεῖνο τὸ πλοῖο τοῦ μύθου γιὰ τὸ χρυσόμαλλο δέρας.

Σὲ λίγες μέρες, θὰ πληθύνουν τὰ πρόσωπα. Στὸ περιβόλι θὰ φτάσει, εἰδοποιημένος ἀπὸ τὴν Ἀργώ, ὁ Τηλέμαχος, ὁ γλυκὺς καὶ τρυφερὸς ἡλικιωμένος άνδρας ποὺ τοὺς νοιάζεται ὅλους ‒ μὲ λαμπρὴ σταδιοδρομία ἐρευνητῆ στὸν Καναδά, ἡ καλλίφωνη Κελαινώ, ἡ Αἴθρα, σπουδαία γιατρός, μὲ δάφνες ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ κι αὐτή, ἡ εὔθραυστη Σύρμη, ποὺ διατηροῦσε κορνιζάδικο καὶ τώρα τὸ κλείνει, ἡ Ἐρνεστίνα, ἡ χορεύτρια ποὺ ὑπηρέτησε τὸν θεραπευτικὸ χορό, ἡ Χλόη, ἡ κατηχήτριά τους, ποὺ μένει ἐμβρόντητη, ὅταν τὴν ἀποπαίρνουν ὡς καταπιεστή τους, ἡ ἴδια ἡ ἀφηγήτριά τους, ἡ νοσταλγός ‒ ἔτσι τὴν ἀποκαλοῦσε ἡ δασκάλα τους Εὐτυχία, ποὺ καταφθάνει κι αὐτή, ἄν καὶ ὑπέργηρη, εὐκαιρία νὰ τοὺς πεῖ ὅσα δὲ φαντάζονταν γιὰ τὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση, τοὺς συναδέλφους της, τὸν ρόλο τοῦ δασκάλου. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ραφαῆλος, ὁ ἠθοποιός, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τῆς Εὐτυχίας, ὁ ὑπερήλικας Ντίνος, ποὺ ἄν καὶ ἀστυνομικός, πέρασε τὶς πολιτικὲς συμπληγάδες ἀλώβητος καὶ ἀπὸ ὅλους τιμώμενος, ὁ Μίμης ἀπὸ οἰκογένεια ταλαιπωρημένη πολιτικῶς, ὁ Διονύσης κ.ἄ.

Σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ὅπως καὶ σ’ ἄλλα ποὺ τὰ πλαισιώνουν, ἡ συγγραφέας, ὡς παντεπόπτης ἀφηγητής, δίνει φωνή, σπάει, μ’ ἄλλα λόγια, τὴν τριτοπρόσωπη ἀφήγηση καὶ τὴν καθιστᾶ πολυπρόσωπη, καθὼς ὁ καθένας, ἀφηγούμενος, πλουτίζει καὶ προωθεῖ τὸ ταξίδι. Ἄπειρες ἱστορίες ἀνθρώπων κατατίθενται, ποὺ ἡ κάθε μιὰ ἔχει τὸ εἰδικό της βάρος καὶ ὅλες μαζὶ ζωντανεύουν τὴν Ἑλλάδα, ἰδίως τοῦ ’60, ἐνῶ ξεχωρίζουν καὶ ἦχοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὅλου τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, σχεδὸν ὣς τὶς μέρες μας.

Ἡ μεταπολεμικὴ καὶ μετεμφυλιακὴ Ἑλλάδα ‒ μιὰ χαίνουσα πληγή (οἱ ἄνθρωποι δὲ γίνεται νὰ ξεχάσουν) ἤ, μάλλον, προσπαθοῦν νὰ ξεχάσουν καὶ νὰ ξεχαστοῦν μὲ τὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνική ἀνέλιξή τους, ποὺ τοὺς γίνεται κύριο νόημα ζωῆς. Ἔτσι, μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὁ κήπος γίνεται πολυκατοικία οἱ γείτονες χάνονται ξαφνικά, ἄλλοι ματαναστεύουν, προικισμένοι νέοι φεύγουν γιὰ σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό, κι ἄλλοι μετεγκαθίστανται. Τὸ φυσικό καὶ ἀνθρώπινο τοπίο μεταμορφώνεται. Ἡ Ἀττικὴ ἀλλάζει γεωγραφία.

Στὸ περιβόλι τῆς κ.Βοΐσκου οἰ παλιοὶ γνωστοὶ δίνουν πάντα τὸ παρόν τους· ἀνάμεσά τους καὶ δύο μουσικοί, ἕνας ἁρπιστὴς καὶ μιὰ βιολίστρια· ἦρθαν,λέει, νὰ δοῦν κάτι παρτιτοῦρες. Συχνὰ, οἱ συζητήσεις ἀνάβουν, οἱ παλιοὶ γνωστοὶ ἔχουν κρατούμενα μεταξύ τους, γίνονται εὐερέθιστοι, ἕνα μάλιστα μεσημέρι καταλαμβάνονται ἀπὸ φρενίτιδα, μοιάζουν δαιμονισμένοι. Ἡ Ἐρνεστίνα, κατευναστική λόγῳ θεραπευτικοῦ χοροῦ, τοὺς ἠρεμεῖ: Ἀναπνεῦστε βαθιά, σκοτῶστε τὰ φαντάσματά σας. Τὸ κεφ. Φρενῆρες ἀπομεσήμερο ἀποτελεῖ συγγραφικὴ κατάκτηση.

Μιὰ ἄλλη μέρα, συγκεντρωμένοι ὅλοι συζητοῦν. Ξαφνικὰ ὁ Μίμης, ποὺ νιώθει ἀνομολόγητο ἔρωτα γιὰ τὴν Ἐρνεστίνα, τῆς ἀπευθύνεται λέγοντας: Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ πατέρας σου ἦταν γιατρὸς τῆς Ἀσφάλειας; Ἡ Ἐρνεστίνα τὸν κοιτάζει κατάματα καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: Εἶναι ἀλήθεια. Ὁ Τηλέμαχος σκύβει καὶ τὴν φιλεῖ στὰ χείλη. Στὸ περιβόλι πέφτει παράξενη γαλήνη. Μιὰ κορυφαία ἐπίσης στιγμὴ τῆς ἀφήγηση ‒ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ, μπαίνει στὸ περιβόλι κι ἡ ἀφηγήτριά τους, ἦρθε, λέει, νὰ ζεσταθεῖ κοντά τους,ἡ θαμπὴ νοσταλγὸς, μιὰ εὐφυῶς πλασμένη περσόνα τῆς συγγραφέως. Τοὺς μιλάει γιὰ τὴ μοναξιά της, γιὰ τὴν ἀνεξέλεγκτη ἀνάγκη της γιὰ ἀφήγηση· ἐκεῖνοι τῆς ζητοῦν νὰ τοὺς πεῖ ἱστορίες. Ἀνάμεσα στὰ τόσα ποὺ τοὺς ἱστορεῖ, ἡ συγγραφέας ἐνσωματώνει ἐπιδέξια καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ γιατροῦ Νικήτα Ἀγαπητίδη μὲ τίτλο: Χρονικὸ μιᾶς αἰχμαλωσίας, τὴν ἀπίστευτη ἱστορία Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν καὶ στρατιωτῶν ποὺ προωθήθηκαν ὡς αἰχμάλωτοι στὴν Ἀλβανία, μὲ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου.

Ἡ θαμπὴ νοσταλγὸς καὶ ἡ Ἀργώ, ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος, μὲ κοινὸ ἐνδιαφέρον τους τὴ λογοτεχνία, συζητοῦν περιπατώντας στὸ σινεμά, στὸ Ἐντεμ. Ἐκφράζουν τὴν ἀγωνία τους γιὰ τὸ μέλλον τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, τῆς συγγραφῆς, τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου. Διαβάζει ἡ μία στὴν ἄλλη ἱστορίες, συμφωνοῦν πὼς τὰ καρφιὰ τῆς ἀγάπης δημιουργοῦν τὸν ἀφηγητή, ἐνῶ ἡ νοσταλγὸς μιλάει γιὰ τὴ βάσανό της: Μιὰ σκιὰ πλάι της τὴν ἐξαναγκάζει νὰ ἱστορεῖ. Ἡ Ἀργὼ τῆς διαβάζει κάτι δικό της στὴν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ της, κι ἐκείνη ἀνακαλύπτει τὸ πιὸ τρωτό της σημεῖο: Τὸν ἔρωτά της γιὰ τὸν Τηλέμαχο.

Πρόκειται γιὰ ἐξαιρετικῆς τέχνης σκηνὴ ποὺ προετοιμάζει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κεντρικῆς ἐρωτικῆς ἱστορίας. Ἡ νοσταλγὸς ἐξαφανίζεται, καὶ ἡ Ἀργὼ κλαίει σπαραχτικά. Ὡς διὰ μαγείας, βρίσκεται κοντά της ὁ Τηλέμαχος. Εἶναι βράδυ, οἱ ἰτιὲς λικνίζονται στὸ ἀεράκι, οἱ δυὸ φίλοι ζωῆς ἐξομολογοῦνται, τώρα στὰ γηρατειά τους, τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔτρεφε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Τί τοὺς εἶχε ἐμποδίσει; Δύσκολο νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ἐπίκαιρος πάντα ὁ στίχος τοῦ Ναζὶμ Χικμέτ: Οἱ πιὸ μεγάλοι ἔρωτες εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲ ζήσαμε. Ἡ Ἀργὼ μὲ τὴ γυναικεία της σοφία θὰ ἀποφανθεῖ: ἡ εἰκόνα σου, ἡ Εἰκόνα ποὺ μὲ ταξιδεύει εἶναι τῆς καρδιᾶς μου τὸ ὄχημα καὶ τὸ σχῆμα. Μιὰ συγκλονιστικὴ ἀφήγηση ποὺ ἀνατρέπει τὶς ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους κατακυρώνοντας τὴν ΙVΑ ὡς ἐρωτικὴ μυθιστορία βάθους. Ἐξ ἄλλου, στὶς σελίδες της ὅλοι μοιάζουν ἐρωτευμένοι, ὅπως οἱ δύο μουσικοί: Σκυμμένοι, λέει, στὴν τέχνη τους δὲν βρῆκαν τὸν καιρὸ νὰ ἐκφράσουν τὸν ἀμοιβαῖο ἔρωτά τους. Μιὰ ἐξαιρετικὴ, ἐπίσης, σκηνή.

Τὸ παλιὸ σπίτι μὲ τὸν κῆπο του, λίγο πρὶν παραδοθεῖ, λάμπει ὁλόφωτο, ἀπὸ μέσα ἀκούγεται πιάνο. Στὴ θέση του γρήγορα ὑψώθηκε ἡ πολυκατοικία. Ἡ κ. Βοΐσκου ἐγκαταστάθηκε στὸ βολικὸ διαμέρισμα. Μιὰν ἀποκριά, βρίσκονται ὅλοι κοντά της, σὰν γιὰ ἀποχαιρετισμό, ἔμαθαν πὼς εἶναι πολὺ ἄρρωστη. Ἑλληνικὴ συνήθεια: Χαρά, ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, τραγουδοῦν τὸ γνωστὸ δημοτικὸ τραγούδι ἰτιά, ἰτιὰ λουλουδιασμένη.

Στὸ επιμύθιο, ὁ ἀπόδημος ἐρευνητής, ἴσως καὶ ὁ Τηλέμαχος ἢ καὶ ὁ ὅποιος ἀπόδημος, αἰώνιος νοσταλγὸς τῆς πρώτης του πατρίδας, ποὺ ὀνειρεύεται νά ’χει τουλάχιστον τάφο σ’ αὐτήν, τώρα, στὰ ὀγδόντα, περνάει τὶς μέρες του ἀποφασισμένος νὰ ταφεῖ στὴ δεύτερη πατρίδα του. Τὸ σπίτι καὶ ὁ κῆπος τῆς μνήμης ἀφανίστηκαν, εἰκόνα τῆς προγιαγιᾶς του δὲν κατάφερε νὰ βρεῖ, συγγενεῖς δὲν ὑπάρχουν· ἐξ ἄλλου, ἐκεῖ, στὸν Καναδὰ ἔζησε καὶ μόχθησε, ἐκεῖ τιμήθηκε. Ἡ πρώτη πατρίδα του ἀπομένει μακρινὴ κι ἀνεικόνιστη, πὲς: Ἀκατανόητη.

Εἶναι ἀδύνατον νὰ δώσει κανεὶς τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου περιληπτικά. Ἔτσι τὸ θέλησε ἡ συγγραφέας. Τὸ περιβόλι τῆς κ. Βοΐσκου ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο ἀλλὰ ὡς συγκολλητικὸ ὑλικὸ δὲν ἀρκεῖ. Οἱ πολλὲς ἱστορίες ποὺ ἀφηγοῦνται οἱ ἥρωες, ἱστορίες μέσα στὶς ἱστορίες, τὰ ὄνειρα ποὺ διηγοῦνται, οἱ περιγραφὲς μέσα στὶς περιγραφές, οἱ στοχαστικὲς συζητήσεις ποὺ συγκροτοῦν δοκίμια, σκηνὲς τοῦ θαυμαστοῦ, ὅπως ὁ ἐρωδιὸς π.χ. πάνω στὸν ὦμο τοῦ ἐρημίτη συνιστοῦν εὐφρόσυνες συναντήσεις, δίνουν ὄψεις τῆς μύθοπλασίας, σπιθίζουν, καὶ χάνονται. Γι αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα διαβάζεται καὶ ἀποσπασματικά: Ὅπου κι ἄν ἀνοίξεις, διαβάζεις.

Προσωπικά, δυσκολεύτηκα νὰ ταυτιστῶ μὲ τοὺς ἥρωες, γιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσω. Τὸ πέτυχα στὴ δεύτερη καὶ τρίτη ἀνάγνωση καὶ, ὁμολογῶ, συγκινήθηκα βαθιά· κατανοῶ, ὡστόσο, τὸν ἀναγνώστη ποὺ θὰ έγκαταλείψει. Ὁ ἀποφασισμένος θὰ ἀμειφθεῖ. Ἡ συγγραφέας ἐπιστρατεύει ὅλες τὶς μορφὲς ἀφήγησης, πτεροδάκτυλος ‒ δική της ἡ λέξη. Ἡ θαμπὴ νοσταλγός της βγάζει κόλλες και κόλλες βαθιὰ ἀπὸ τὴν τσάντα της ἤ ἀπὸ τὸ καπέλο της, καὶ διαβάζει, ἄλλοτε δίνει στὸν Ραφαῆλο, τὸν ἠθοποιὸ νὰ διαβάσει, καὶ ἡ ἀνάγνωση καλὰ κρατεῖ, ἀφοῦ ὅλοι στὸ περιβόλι ἀκοῦνε μαγεμένοι. Ἄλλοτε ξαναβρίσκει τὸ κύρος τοῦ παντοδύναμου ἀφηγητῆ, φέρνει τὰ πράγματα στὰ ἴσα τους, διορθώνει —ψύχραιμα πάντα— καὶ τὴν Ἀργώ, ποὺ λόγῳ εἰδικότητας πάει νὰ τῆς βγεῖ, ὑπογραμμίζοντας, ἔτσι, τὴν ἀξεδίψαστη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ περασμένα, τὴν ἀκατάπαυστή μας ἕλξη πρὸς τὸ παρελθόν, ὅσο κι ἄν αὐτὸ μᾶς εἶναι ὀδυνηρό.

Ἀλήθεια, τί εἶναι ἡ ΙVA; Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ἡ συγγραφέας ἔχει καταθέσει στὶς σελίδες της μιὰ τεράστια πείρα ζωῆς γύρω ἀπὸ τὸ φαινόμενο ἄνθρωπος, τὸν συγγραφέα, τὴ συγγραφή καὶ τὴν τέχνη ἐν γένει, τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο, ὅπου γῆς, ὅπως προδιορίστηκε ἀπὸ τὶς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, τὴ σχέση του μὲ τὸν τόπο καὶ τὸ τοπίο, τὰ ὄνειρα καὶ τὰ ἐπιτεύγματά του, τὶς διαψεύσεις του. Παράλληλα, ἡ ΙVA εἶναι ἕνας θησαυρός γλώσσας, μιὰ μυθιστορία, θά ’λεγα, τῆς ἴδιας τῆς λογοτεχνίας, τοῦ ἔρωτα ὡς βαθύτατης ὑπαρξιακῆς κατάστασης, τοῦ σκότους καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ συνυπάρχουν καὶ ἐναλλάσσονται. Εἶναι ἡ Ἑλλάδα ὡς μοσχοϊτιὰ τῶν ὀνείρων μας.

ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ