Ένα στραβό χαμόγελο

*

Η κλήση που δέχτηκα ένα χειμωνιάτικο βράδυ ήταν απρόσμενη. Ένας παλιός φίλος ήθελε να βρεθούμε. Δεν έφερα αντίρρηση – είχα καλές αναμνήσεις. Μου εξήγησε με ειλικρίνεια την κατάσταση. Ήθελε λίγη παρέα, κάποιον να μιλήσει. Τους τελευταίους μήνες η μάνα του πάλευε με τον καρκίνο.

Είπα στη γυναίκα μου ότι θα βγω. Ανησύχησε. Είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Με παρακάλεσε να συμπληρώσω το χαρτί εξόδου, «έτσι, για μάτια του κόσμου, σε περίπτωση που πέσεις σε έλεγχο». Της είπα όχι. Δεν επέμενε, ήξερε τις απόψεις μου. Βγήκα στη νύχτα, στην έρημη πόλη.

Το σπίτι του φίλου ήταν κοντά – πέντε λεπτά απ’ το δικό μας. Τον αντίκρισα με τη μάσκα στο πρόσωπο. Απέφυγε τη χειραψία. Δεν είπα τίποτα. Έφτιαξε καφέ και καθίσαμε στο σαλονάκι. Κάθισε σε απόσταση και κατέβασε τη μάσκα στο σαγόνι. Άρχισε να μου λέει τα δικά του.

«Από τη γλώσσα ξεκίνησε, το πιστεύεις;» μου είπε, ανήμπορος ακόμα να το δεχτεί, να το πιστέψει, σαν να μην μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί η αρρώστια είχε ξεκινήσει από κει, από τη γλώσσα.

Ο ίδιος δεν εργαζόταν. Το μαγαζί όπου δούλευε μπήκε σε αναστολή. Κλείσανε πάλι τον κλάδο της εστίασης για να μας σώσουν – άγνωστο από τι.

«Ρε Γιώργο, που το πάνε;» με ρώτησε.

«Δεν ξέρω αλλά κάτι βρωμάει» του είπα.

Πασπάτευε κάθε τόσο την μάσκα. «Για τη μάνα μου, όταν μπαίνω στο δωμάτιό της» δικαιολογήθηκε χωρίς να τον ρωτήσω. Φοβόταν για τη μάνα του. Ήταν μπερδεμένος με όλα όσα γίνονταν. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Τον καταλάβαινα.

«Ευτυχώς, μου είπε, κατάφερα και την έβγαλα απ’ το νοσοκομείο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι τρέλα επικρατεί εκεί μέσα».

Κάθε τόσο ανέβαζε τη μάσκα μέχρι πάνω τα μάτια και πήγαινε στο δωμάτιο της μητέρας του. Και κάθε φορά γύριζε στο καθιστικό όλο και πιο σκυθρωπός, όλο και πιο ηττημένος. Μου άνοιγε την καρδιά του, με άφηνε να δω τις βαθύτερες αγωνίες του, την εσωτερική ζωή του. Τον άκουγα, άλλοτε με προσοχή και άλλοτε ένοχα αφηρημένος, με τη συνείδησή μου διχασμένη ανάμεσα στην πολύτιμη αγωνία του και σε δικές μου εκκρεμότητες και αιφνίδιες, ξεχασμένες αναμνήσεις. Τον άκουγα χωρίς διακοπές, κουρασμένος ακροατής μιας εξομολόγησης βαθιάς και επείγουσας, μάρτυρας του ανθρώπινου πόνου, ελπίζοντας πως η σιωπηλή παρουσία μου θα γινόταν ελπίδα παρηγοριάς και δύναμης, υποφέροντας βαθύτερα από την απουσία μιας οριστικής εξήγησης για τη σκληρή ανθρώπινη κατάσταση, για την υπερβολική ανθρώπινη δυστυχία.

Αδυνατούσε να δεχτεί ότι η μάνα του ήταν κοντά στην τελική έξοδο. Ο επικείμενος θάνατός της μπλεκόταν και με τα δικά του προσωπικά αδιέξοδα – οικονομικά, κοινωνικά, υπαρξιακά. Το γεγονός ότι με την απώλεια της μάνας του θα σταματούσε και η σύνταξή της έκανε την οικονομική του ανασφάλεια να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Από κάποιο σημείο και μετά δεν ήμουν σίγουρος τι βάραινε περισσότερο μέσα του, η αγωνία για τον επερχόμενο θάνατο της μάνας του ή η βαθιά του ανασφάλεια για την οικονομική του κατάσταση και το πολύ δύσκολο μέλλον που τον περίμενε;

Έμεινα μέχρι αργά, παλεύοντας ενάντια στην επιθυμία να φύγω, καθηλωμένος από την αδυναμία να εγκαταλείψω έναν φίλο που στο πρόσωπό του έβλεπα άπειρα πρόσωπα, άπειρες αγωνίες. Μιλήσαμε για ποδόσφαιρο, για τυχερά παιχνίδια, για παλιούς έρωτες, για γνωστούς που είχαν πεθάνει, για μαγαζιά που άνοιγαν και έκλειναν, για υποθέσεις γνωστών προσώπων της πόλης, για ιστορίες που δεν μας αφορούσαν.

Έφυγα σχεδόν μεσάνυχτα, με την τελευταία του φράση να ηχεί σαν παράκληση και σαν απαίτηση: «Πάρε τηλέφωνο φίλε, περιμένω».

Βγήκα στην αδιάφορη νύχτα, στην έρημη λεωφόρο. Τα φώτα της με υποδέχτηκαν τρυφερά, με την ίδια πάντα υπόσχεση συμπόνιας, σαν φίλοι που ήξεραν να παρηγορούν χωρίς ποτέ να πληγώνουν.

Στο δρόμο για το σπίτι τα ξένα βάσανα πήραν τη θέση τους βαθύτερα μέσα μου, έγιναν μια ακόμα συνιστώσα της δικής μου ύπαρξης, μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τις δικές μου αγωνίες – το παιδί, τον γάμο μου, τη λιγομίλητη γυναίκα μου (που χαμογελούσε πάντα συγκρατημένα λες και άγνωστες σκέψεις αλλοίωναν το χαμόγελό της σε μια έκφραση κούρασης και θλίψης), τις οικονομικές μου εκκρεμότητες, το γραφείο μου, τόπος απόγνωσης και ελπίδας, καταφύγιο της ασήμαντης ύπαρξής μου.

Στην καρδιά της νύχτας, βαδίζοντας σε πεζοδρόμια πληγωμένα από την φθορά και τον χρόνο, υπολογίζοντας ξαφνικά το πόσο μηδαμινός ήμουν μέσα στην άπειρη έκταση του κόσμου, βυθίστηκα σε φευγαλέες σκέψεις για τη ζωή, για τον θάνατο, για το μυστήριο της ύπαρξης. Χωρίς να είμαι γέρος σκέφτηκα τα γηρατειά, τον άγνωστο χώρο του μελλοντικού μου θανάτου, τον άγνωστο χρόνο της τελευταίας μου πνοής. Έκλεισα τα μάτια, χαμογέλασα – ένα χαμόγελο στραβό, ανυπεράσπιστο, σακατεμένο. Ανήμπορος να σκεφτώ το αδιανόητο δεν άφησα τη σκέψη μου να μείνει για πολύ στα πικρά βάθη του μέλλοντός μου. Πήρα βαθιά ανάσα, να νοιώσω την ύπαρξή μου, να κάνω δικές μου λίγες στιγμές από τον άπιαστο χρόνο.

Άνοιξα τα μάτια, κοίταξα γύρω μου, ένοιωσα να με συντρίβει το βάρος της μοναξιάς ανθρώπων που ποτέ δεν θα γνώριζα. Νέκρα παντού, ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε ένας ήχος, ούτε ένα σημάδι ζωής, λες και είχαν εξαφανιστεί όλοι – είχα ξεχάσει για λίγο ότι είχε απαγόρευση κυκλοφορίας, ένας παραλογισμός που έκανε ακόμα πιο αγωνιώδη τα γνώριμα ερωτήματα.

Τι ήταν αυτό το φαινόμενο που μέσα του βρισκόμουν; Αυτό το σκοτάδι; Αυτά τα φώτα μπροστά μου; Αυτός ο άδειος δρόμος; Αυτά τα πράγματα γύρω μου; Τι ήμουν; Τι ήταν όλα αυτά; Γιατί υπήρχα;

Δεν ήξερα. Δεν υπήρχε τρόπος να μάθω. Αγνοούσα τον λόγο της ύπαρξής μου, αγνοούσα το νόημα εκείνων των στιγμών και όλων των στιγμών, αγνοούσα τα πάντα αλλά κάτι μέσα μου (μια άγνωστη βούληση) με οδηγούσε προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Έπρεπε να μείνω πιστός στις αρχές μου (ιδέες που είχαν δημιουργηθεί με τρόπο που αγνοούσα), να μην συνθηκολογήσω με το γελοίο και το ασήμαντο, να διαφυλάξω μέσα μου κάτι χωρίς όνομα ή κάτι που αόριστα θα μπορούσα να ονομάσω «ακεραιότητα». Ήμουν αποφασισμένος για όλα, ικανός να φτάσω την στάση μου μέχρι τα άκρα.

Σκέφτηκα συνοπτικά την όλη κατάσταση. Απαγορεύσεις, περιορισμοί, μάσκες, αποστάσεις, πρόστιμα, άδεια για να βγεις απ’ το σπίτι, τρόμος και φόβος. Για το καλό μας φυσικά. Κάτι βρωμούσε σε όλα αυτά. Ήταν γελοία αυτή η ιστορία, τελείως γελοία. Δεν είχα σκοπό να χάσω την αξιοπρέπειά μου. Δεν είχα σκοπό να παραδώσω την αυτονόητη ελευθερία μου, τα φυσικά δικαιώματά μου, την ιερή και ασήμαντη ζωή μου. Ήμουν κιόλας πενήντα δύο, ανίκανος να αλλάξω αυτό που ήμουν, έχοντας βαθιά επίγνωση της μοναχικής μου πορείας, παλεύοντας να σώσω τον εαυτό μου, να τον εκθέτω όσο λιγότερο γινόταν στις προσδοκίες των άλλων, να μην επιβάλλω και ούτε καν να προτείνω τίποτα σε κανέναν – ακόμα και το παιδί ήταν ένας άλλος, ένα αυτόνομο, μοναδικό πλάσμα, καταδικασμένο στο δικό του πεπρωμένο, στην δική του συλλογή από πληγές και θριάμβους. Δεν μπορούσα να πάρω την θέση του σε τίποτα αλλά αν χρειαζόταν θα μπορούσα να υποφέρω μαζί του. Μια σκοτεινιά απλωνόταν στη χώρα μας και στον κόσμο και ο μόνος τρόπος να την σταματήσουμε ήταν η επίμονη αλληλεγγύη ή έστω η αδέξια συμπόνια.

Βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι όλα αυτά ίσως να μην είχαν κανένα νόημα, καμιά σημασία. Γνώριζα την ανεπανόρθωτη ματαιότητα των πάντων, την απουσία μιας πειστικής εξήγησης, μιας παρηγοριάς ικανής να με λυτρώνει από κάθε απόγνωση, από κάθε πίκρα. Και όμως, συνέχιζα με απόλυτη φυσικότητα να υπάρχω, πιστός σε μιαν άγνωστη ελπίδα, σε μια ζωτική αυταπάτη, αφοσιωμένος σε ένα ανεξιχνίαστο πεπρωμένο, υπερασπιζόμενος κάτι που αγνοούσα, με πρώτο και έσχατο ερώτημα τον μονίμως αινιγματικό και θνητό εαυτό μου.

Ένοιωσα ξαφνικά να βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι, να δω το παιδί και τη γυναίκα μου, να διαπιστώσω λυτρωτικά την ύπαρξή τους, να ανταλλάξω μαζί τους φιλιά και αγκαλιές, να καθίσω ύστερα στο μικρό γραφείο, στο καταφύγιο, που κάθε νύχτα με έσωζε από τον παραλογισμό και τη φρίκη, να βρω στα βιβλία τη μεγάλη σκέψη, την πολύτιμη συγκίνηση για να συνεχίσω και την επόμενη μέρα, να τα βγάλω πέρα με την αθεράπευτη γελοιότητα αυτού του σοβαρού και πονεμένου κόσμου, να προετοιμάσω τον μελλοντικό μου θάνατο, υποδειγματικά, αθόρυβα, συντονισμένος με τον υπόκωφο στεναγμό της πόλης και τα σπαραχτικά γαυγίσματα ενός πλάσματος που στην καρδιά της αδιάφορης νύχτας θα υπενθύμιζε ξαφνικά την δική του μοναξιά, την δική του αβάσταχτη λύπη – και τότε, για μια ακόμα φορά, στον απόηχο του γαυγίσματος, θα ένοιωθα να σχηματίζεται στα χείλη μου ένα χαμόγελο στραβό, ανυπεράσπιστο, σακατεμένο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

*

*