Στη διαπασών

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Από παιδί είχε μανία με την ησυχία. Μωρέ και τρίχα να ’πεφτε στο πάτωμα θα την άκουγε. Μια νύχτα μάτι δεν έκλεισε, γιατί δεν τον άφηνε η καρδιά του που χτυπούσε! Οι ωτασπίδες πρώτα στο πορτοφόλι, τα προφυλακτικά μετά. Κι απορούσαν οι πάντες, έτσι που τον τρέλαιναν οι θόρυβοι, πώς ζουρλαίνονταν για το κυνήγι. «Μπαμ» και «μπουμ» όλη μέρα δεν του σπάνε τα τύμπανα; Δεν του τσιτώνουν τα νεύρα;

Εκείνη την Κυριακή είχαν γλέντι στον περιφερειακό. Οι γύφτοι πάλι έκαιγαν το πελεκούδι. Ξεκίναγαν απ’ το γιόμα και το τράβαγαν ως το συρίπωμα. Πήγαινε το σκυλοκλάρινο σύγνεφο. Η ένταση στην διαπασών. Τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο.

Δυο χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του το νταβαντούρι, αλλά ήταν σαν να βάραγαν τα κλαπατσίμπαλα στ’ αυτιά του. Συνήθως έλειπε στο κυνήγι, και γυρνούσε όσο αργότερα μπορούσε για να γλυτώσει το ντίρι-ντίρι. Σήμερα, όμως, είχε ένα πόνο στην μέση από κάτι ξύλα που έκοψε χτες, και δεν πήγε να κόψει την ανάσα από καμιά κύκλα.

Προσπάθησε να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία. Κλειδαμπαρώθηκε μέσα. Διπλά τζάμια, τρίδιπλα στην κάμαρή του, αλλά πάπαλα! Το στρίγκλισμα των κλαρίνων κοντά. Τόσο κοντά, που νόμιζε πως αν κλείσει τα μάτια θα χόρευαν οι γυφτοπούλες τσιφτετέλι στα βλέφαρά του. Δοκίμασε τις ωτασπίδες. Λίγο καλύτερα, όμως το «ντάπα-ντούπα» εξακολουθούσε, υπόκωφο, ύπουλο, σαλιάρικο, σαν φίδι που έρπει στους κοχλίες των αυτιών του.

Πετάχτηκε απάνω, λες και το φανταστικό φίδι τον τσίμπησε απότομα και έκχυσε όλο το δηλητήριο στις φλέβες του. Άρπαξε την καραμπίνα, ζώστηκε τα φυσεκλίκια και σε δυο λεπτά μέσα άραζε το αμάξι του στον περιφερειακό, δίπλα στο κλειστό συνεργείο.

Είχε πέσει πλέον το σούρουπο. Με πυρετικές κινήσεις γιόμισε την ημιαυτόματη Winchester Super X3, την ταχύτερη καραμπίνα στον κόσμο, με δώδεκα ντουφεκιές σε λιγότερο από ενάμισι δευτερόλεπτο. Το πρώτο φυσίγγιο μονόβολο, εν συνεχεία δράμια, και το τελευταίο πάλι μονόβολο, όπως ακριβώς συστήνεται για το κυνήγι αγριογούρουνου.

«Θα σας δείξω, γουρούνια!» ψέλλισε, μπαίνοντας στον χωματόδρομο απ’ την μεριά που φύονται τα καλάμια.

Τα κλαρίνα έμπηγαν στ’ αυτιά του μαχαίρια και γιόμιζαν τους πόρους του δέρματός του σπασμένα γυαλιά. Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και στήριξε τον αριστερό του ώμο στην κολόνα της ΔΕΗ για να σημαδέψει καλύτερα. Τα χέρια του έτρεμαν, ο ιδρώτας κανάλιζε, τα δόντια σφιγμένα, τα χείλια μισάνοιχτα, λες και χαμογελούσε δαιμονικά.

Σε λιγότερο από τριάντα μέτρα μπροστά του έβλεπε το σκηνικό σαν σε ταινία: στο υποτονικό φως της αυλής, το καλύβι στολισμένο με λευκές κορδέλες, οι γυναίκες χόρευαν τσιφτετέλι, οι γύφτοι μπεκρούλιαζαν, σ’ ένα κίτρινο Datsun κάτι γυφτάκια έπαιζαν μ’ έναν σκαντζόχοιρο. Ύστερα το τοπίο χάνονταν στις σκιές που χύμαγαν απ’ το βουνό, η πάγρα κρυστάλλιαζε τ’ αγκάθια του κάμπου, αχνοφαίνονταν το φεγγάρι μισό, ανάμεσα σε σύννεφα κομματιασμένα, κι ο αποσπερίτης άστραφτε στον ουρανό σαν την πεντάλφα του Εωσφόρου.

Εκείνη την μοιραία στιγμή ακούγονταν απ’ τα ηχεία «το Τραγούδι των Γύφτων», ο περίφημος «Μπαλαμός»:

Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα,
δεν θα με χάσει καμιά πατρίδα
και με τα χέρια μου και την καρδιά μου
φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου…

      Μια γυφτοπούλα έτρεξε και δυνάμωσε την ένταση. Τώρα θ’ άκουγε κι ο ίδιος ο Θεός:

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό
και το λουμνό τ’ αφεντικό
νάγια δόμλες ατζέι μπαλαμό…

      Το πουκάμισο ενός γιγαντιαίου γύφτου κοκκίνισε ξαφνικά. Ύστερα ακούστηκε η ντουφεκιά. Ένα γυφτάκι απόκτησε μια σκοτεινή τρύπα στο κούτελο, έπεσε με τον σκαντζόχοιρο αγκαλιά. Φωνές, κλάματα, ουρλιαχτά, τραπέζια αναποδογυρισμένα, τρεχαλητά, γυαλιά σπασμένα…

~.~

Την ίδια μέρα, νωρίς το απόγευμα, πριν το φονικό, έγραφε η ιστοσελίδα της περιοχής:

Σήμερα το πρωί, μια πράξη αγάπης και καλοσύνης πήρε σάρκα και οστά στο γραφικό εκκλησάκι του χωριού μας. Βαπτίστηκαν τρία πανέμορφα παιδάκια Ρομά. Η πρωτοβουλία της κυρίας Γ.Π. και της Δ.Κ. με την βοήθεια των συναδέλφων και των γονιών των παιδιών έγινε πραγματικότητα. Ο Σύλλογος Διδασκόντων του Δημοτικού μας Σχολείου βάφτισε τα δυο κοριτσάκια. Και ο Σύλλογος Διδασκόντων του Γυμνασίου το μικρό αγοράκι.

     Όπως μας είπαν οι δάσκαλοι των παιδιών, ο πατέρας και η μητέρα τους παλεύουν καθημερινά, όπως όλοι μας, για να μην λείψει τίποτα απ’ τα παιδιά τους, και το πιο σημαντικό η μόρφωσή τους.

     Τα προσωπάκια των παιδιών έλαμπαν από χαρά και χαμογελούσαν συνέχεια κατά την διάρκεια του Μυστηρίου.

     Να ευχηθούμε να είναι πάντα γεμάτα υγεία, χαρούμενα και γελαστά.

     Θ’ ακολουθήσει γλέντι τρικούβερτο, στο οποίο είναι καλεσμένο ολόκληρο το χωριό. Το γλέντι θα γίνει στο σπίτι του ευτυχισμένου ζευγαριού, κοντά στην περιφερειακή οδό, στο τέλος του χωματόδρομου που περνάει δίπλα απ’ το συνεργείο.  

~.~

Το CD είχε κολλήσει στο ρεφρέν όταν έφτασε η αστυνομία. Ο αστυφύλακας που πάτησε το κουμπί για να το κλείσει δεν είχε ιδέα τι σημαίνει «νάγια δόμλες ατζέι μπαλαμό». Κι ούτε φαντάζονταν πως ο φονιάς δεν άντεχε τους θορύβους από παιδί γιατί του θύμιζαν τον πατέρα του, όταν γύριζε σκνίπα απ’ τον καφενέ κι έβαζε κλαρίνα στην διαπασών, για να μην ακούνε οι γείτονες τις φωνές καθώς τον έδερνε μέχρι θανάτου, ο πούστης, ο καριόλης, ο γαμημένος – σκατά στα κόκαλά του εκεί που τον χώσανε!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ