Ναόμι Σιχάμπ Νάυ, Ποιήματα της Μέσης Ανατολής

*

Πρόλογος-Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

Η Ναόμι Σιχάμπ Νάυ γεννήθηκε το 1952 στο Μιζούρι των ΗΠΑ από πατέρα Παλαιστίνιο πρόσφυγα κι από μητέρα Αμερικανίδα γερμανοελβετικής καταγωγής. Η πρώτη της ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή, Διάφοροι τρόποι προσευχής, εκδόθηκε το 1980 κι έκτοτε το έργο της απέσπασε διάφορες διακρίσεις. Ακολουθούν δέκα επιλογές από τη συλλογή 19 Είδη Γαζέλας: Ποιήματα της Μέσης Ανατολής του 2002. Το βιβλίο εκδόθηκε στη σκιά της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους κι αποσκοπούσε να φέρει στο προσκήνιο ένα βίωμα ειδικώς αραβικό. Τα ποιήματα είναι απλά και γειωμένα. Συχνά από τη σκοπιά της επισκέπτριας εξ Αμερικής, σκιαγραφούν την καθημερινότητα στην πατρογονική γη της Παλαιστίνης, τα χωράφια, τους καρπούς, το φαγητό, την παιδική ηλικία· όλα ποτισμένα στον πόλεμο.

~.~

Στην πηγή
Όταν βραδιάζει οι γυναίκες
πηγαίνουν στην πηγή,
οι ξαδερφάδες μου βαστούν τεράστιους κουβάδες
πάνω στα κεφάλια τους.
Όλες έχουν ακούσει ιστορίες για νερά
που βγαίνουν από σωληνώσεις:
οι αδερφοί τους ορύττουν τρύπες,
βάζουνε πλακάκια.
Στη σκεπή ένα ντεπόζιτο ασημόχρωμο
θα δώσει βράση στο νερό μες στον ήλιο.
Γνωρίζουν πως υπάρχουν χώρες
όπου άντρες και γυναίκες φιλιούνται στον δρόμο,
όπου το χέρι του άντρα στο γόνατο της γυναίκας
δεν σημαίνει σεισμό.

Κι όμως παίρνουν τους κουβάδες τους,
το πανί το χοντροδιπλωμένο επάνω
στο κεφάλι τους, και πηγαίνουν στην πηγή,
φάλαγγες γυναικών κατά δυάδες και τριάδες,
χαιρετιούνται σιγανά και μουρμουρώντας,
με νεύμα τόσο αδιόρατο που ο κουβάς ίσα που σαλεύει.

Γυρίζουν οι σελίδες, αιώνες ανέμου.
Τούτα τα πόδια γράφουν ιστορία πάνω στον χωματόδρομο
και κανείς δεν τη διαβάζει, εκτός κι αν βρεθείς εδώ
και τη διαβάσεις, εκτός κι αν διψάσεις
και βουτήξεις τις φούχτες
κει που θα σου πουν οι γυναίκες,
με το κεφάλι σου πίσω γυρτό
στον αέρα που όλο θα φυσήξει γλυκός.

Γνωρίζουν πως εγώ τον κουβά δεν μπορώ να τον κουβαλήσω.
Κι όμως μου τον προσφέρουν, μειδιώντας.
Τρώνε ροδάκινα ξινά και γελάνε
έτσι που κοιτάζω γύρω μου,
λες και υπάρχει κάτι που περιμένει
να το δεις.

~.~

Ο άνθρωπος που φτιάχνει σκούπες
Έρχεσαι λοιπόν εσύ με τούτους τους χάρτες στον νου
κι εγώ με φωνές να με μαλώνουνε πως πρέπει
«να μιλήσω για τον λαό μου»
και παρελαύνουμε ολόγυρα σαν φρουροί τάχα της μνήμης
μέχρι που βρίσκουμε τον άνθρωπο στο σκαμνάκι
που φτιάχνει σκούπες.

Αντίχειρα τον αντίχειρα, άχυρο το άχυρο,
ούτε που μας κοιτάζει.
Στη γωνιά του την πέτρινη ίσα που έχει χώρο
για καλάθια και νήμα,
πόσο μάλλον για το βάρος της φάτσας μας
έτσι όπως τον κοιτάζουμε από τον δρόμο.
Ό,τι έχει χάσει κι ό,τι δεν έχει χάσει το φυλάει μυστικό.

Λες πως είναι σαν όλους τους ανθρώπους,
σαν εκείνον που πουλάει φιστίκια,
σαν εκείνον που ρολιάζει τα χαλιά.
Μεγάλωσες πια και βρίσκεις αγιότητα στο καθετί
που ολοένα συνεχίζει, όνειρο τ’ όνειρο.
Εγώ λέω πως αυτός δεν είναι σαν άλλον κανέναν,
το ρόδινο νήμα που βάζει
μες στο επίπεδο το χρυσαφένιο πρόσωπο της σκούπας
είναι βωμός από μόνο του, κι άσε τώρα τα δάκρυα.

Στο χωριό οι μπαρμπάδες ανασηκώνουν τις κεφίγιες τους,
παρατάνε το ντόμινο και λένε μα στην Αμερική δεν έχετε σκούπες;
Κι οι κοπέλες που σκουπίζουνε την αυλή σκυφτές
σταματάνε μια στιγμή και αφουγκράζονται.
Είναι μικρό το τραγουδάκι, αντίχειρα τον αντίχειρα,
όμως αν τυχαίνει και περιμένεις χρόνια
μήπως ραγίσει πια ο αέρας
και πέσει λίγη λογική,
ίσως δεν έχει άλλο.

~.~

Ο κήπος του Αμπού Μαχμούντ
Είχε ζήσει και στην Ισπανία
οπότε στεκόμασταν κάτω από τη στιλπνή μουσμουλιά
κι όλο λέγαμε madres y milagros
μ’ άτσαλες γλώσσες.
Παράξενα όλα αυτά στο στόμα
ετούτου δω του Άραβα, μα όχι πιότερο
απ’ όλα τ’ άλλα.
Στην άλλη πλευρά της κοιλάδας του,
το στρατόπεδο άστραφτε λευκό.
Είπε Κει κάτω ζούνε τα κανόνια,
πολύ απλά, λες κι έλεγε Να το βλέπει ο ήλιος,
το φυτό θέλει να το βλέπει ο ήλιος.
Έσκυψε κι έβγαλε μια μελιτζάνα απ’ το θηκάρι της
στη φωλιά των φύλλων,
σφαίρα μαβιά γυαλιστερή,
και μου την έβαλε στην αγκάλη.
Είπα Όχι, όχι, δεν θέλω
να παίρνω πράγματα αγίνωτα,
αλλά το πράγμα είχε πάρει πια τον δρόμο του,
φούχτες ροδάκινα στο μέγεθος βόλου,
σκληρά πράσινα βερίκοκα και ντελικάτες
τρίλιες φασολιών. Κάθε τσέπη παραγεμισμένη
και φύλλα μέντας στο χνώτο του,
τα δάγκωνε από την πριονωτή τους ακρούλα.

Είπε πως ερχόταν εκεί κάθε πρωί,
πριν πάρει βράση το νερό πάνω απ’ τη φλόγα
ερχόταν σε τούτον εδώ τον κήπο,
έχωνε τα χέρια του στο χώμα κι έλεγε Εσένα σε ξέρω
κι γη έτρεμε σε στρώσεις πλούσιες
γιατί κάτι ήξερε κι αυτή –
στον λοφίσκο ούτε ίντσα δεν έμενε ατραγούδιστη.
Έβγαζε γιγάντια κρεμμύδια ελαφριά στο χέρι
και τα δέντρα τόσο γεμίζανε καρπούς
που έδενε τα κλαδιά μη σπάσουν.

Κι έλεγε querido, corazon,
όλα τα λόγια κάθε γλώσσας
όσα βγάζανε στα βάθη
της σκοτεινιάς και των σπόρων. Κι έλεγε
για χαμπίμπι στ’ αραβικά, αγαπημένη μου ντομάτα,
κι αυτή τον έλεγε κυβερνήτη, βασιλιά,
κι αυτός καμιά φορά δεν φόραγε παπούτσια.

~.~

Περνώντας έξω από το στρατόπεδο των προσφύγων
Ξέρω ποιος είναι εκεί
κορίτσι που στριφογυρίζει έναν σπάγκο στο δάχτυλό της
αγόρι με μάτι μελανό

Άμα σηκώνει το άλλο του μάτι στον ήλιο
σηκώνεται ο πατέρας του και λέει «Περίμενε, περίμενε»
όμως ετούτος ο καρπός αργεί πολύ

Το κουκούτσι ετούτου του ροδάκινου
σπάζει εκατό δόντια

*

Με στολές στο χρώμα των ελιών
στέκονται και στέκονται οι στρατιώτες

μα όχι όπως στέκονται οι ελιές
στην πύλη του στρατοπέδου

Νομίζουν πως βλέπουν κι απ’ τη μία κι απ’ την άλλη

Κοιτάζουν πέρα από το παράθυρο με το ένα χέρι
στον ώμο της κόρης της
στην πλισέ μαθητική της φούστα

γυρεύοντας κάτι μεγαλύτερο
ή χειρότερο

*

Στη διπλανή πολίχνη
ένας άνθρωπος σερβίρει τσάι στο τραπέζι μας

Δεν μιλάει
Έρχεται σβέλτα από την κουζίνα

Ζεματιστό τσαγερό
Ζεματιστή γαλατιέρα

Τον αδερφό του τον δείρανε στρατιώτες
Τον είδε με τη μύτη να αιμορραγεί

Για τον λόγο αυτό βαδίζει
πολύ αργά ώστε ούτε μια σταγόνα

να μην περάσει τα όρια

*

Χθες οι στρατιώτες έκαναν θρύψαλα
τον νεροχύτη της Λίνα και τη μπανιέρα και τα πλακάκια

Έπιασαν στις ξυλιές έναν πατέρα εμπρός στους γιους του
δύο και τεσσάρων χρονών

Όλο τέτοια κάνουν
Το σπίτι μες στα νερά

Κλείδωσαν μέσα τα παιδιά που κλαίγανε
πήραν τον πατέρα

Πιστέψτε με λέει η Λίνα
Δεν υπήρχε λόγος

Στα σκαλιά του Νάσιοναλ Παλάς Χοτέλ
στρατιώτες καθαρίζουν πορτοκάλια

τεντώνουν τον σβέρκο έτσι που ο χυμός
να κατέβει κάτω μεμιάς

Προφανώς κάνουν διάλειμμα
τα όπλα τους κρέμονται στο πλάι

Γελάνε
γδύσιμο περιπαθές

Ξέρουν πόση γλύκα ζει στο εσωτερικό
Μα πώς το ξέρουν αυτό και ξεχνάνε

τόσα και τόσα άλλα;

*

Η μουντή φαιοπράσινη σκιά της ελιάς
δεν λέει να αφήσει ούτε έναν από τους ανθρώπους της ήσυχο

Τους ακολουθεί μέσα στις σκιές τις δικές τους
Τους αγαπά όταν νομίζουν πως τελειώσανε οι αγάπες

Ένας άνθρωπος βουτά το χέρι του μες στο ποτάμι
που δεν τον αφήνει να φύγει

Το όνειρό του περνάει το φίνο νερό
Τι συμβαίνει στον άνθρωπο και στ’ όνειρο που

χωρίζονται;

Κάποιοι βουτάνε το κορμί τους ολόκληρο
μες σ’ ένα όνειρο
Μια γυναίκα βγαίνει από ένα όνειρο
με φρέσκα αμύγδαλα τυλιγμένα σε μια πετσέτα

τα προσφέρει
σε κάθε στόμα ανοιχτό

~.~

Μεσημεριανό γεύμα στο πάρκο του Ναμπλούς
Όταν γευματίζεις σε πόλη
η οποία πρόσφατα γνώρισε τον πόλεμο
κάτω από ουρανό καθάριο που τίποτε σχετικό δεν καθρεφτίζει,
ορισμένες λέξεις φαντάζουν απίθανες στο στόμα σου.
Απώλεια: παραείναι απόλυτη, να βρεθεί άλλη.
Ένας κοντός ντανιάζει βουνά αραβικής πίτας
στις άκρες του τραπεζιού, ψελλίζοντας
πως έρχονται κι άλλα.
Παχουλά πουλιά προσγειώνονται στα παγκάκια του πάρκου
σίγουρα είχανε κλείσει τα μάτια τους μόλις πρόσφατα,
διόλου δεν είδαν όπλα και μπλόκα.
Όταν η γυναίκα απέναντί σου ψιθυρίζει
Μου φαίνεται πως δεν αντέχουμε άλλο
κι εσύ λες πως ο κόσμος προσεύχεται για χάρη της
στα όρη των Ιμαλαΐων κι εκείνη λέει
Κυρία μου, αυτό δεν αρκεί, και τι έγινε λοιπόν;

Ένα δισκάκι χούμους, ένα πιάτο με ντομάτα,
η παρέα βουτάει ψωμί –
Δεν θα παντρευτώ άμα δεν βρω τον αληθινό έρωτα, λέει μία,
τινάζοντας κατά πίσω τον χείμαρρο το παρφουμαρισμένο μαλλί της.
Αυτός λέει ότι το Πανεπιστήμιο του Τέξας του φαίνεται υπερβολικά μακριά
λες κι είναι στον Άρη, κι ότι τον περασμένο μήνα τον είχε σπίτι του
είκοσι έξι μέρες. Δεν λέει να φύγει, αρνείται να φύγει.
Στην αγορά βρίσκεις κανείς
αντρικά παπούτσια με σύστημα εξαερισμού, ένας επαίτης επιδεικνύει
το πόδι του ως τεράστια πληγή και το σέρνει από στενό σε στενό,
και φοιτητές διαβουλεύονται
για τους καλύτερους τρόπους διαμαρτυρίας.

Τα καλοκαίρι, τούτο εδώ το καφέ γεμίζει.
Σήμερα μόνο το δικό μας τραπέζι στέλνει γέλια στα δέντρα.
Όσα δεν μπορούν να απαντηθούν σημαδεύουν το τραπεζομάντηλο
μεταξύ των λευκών και των κόκκινων καρό.
Πού κρύβονται των λόφων οι ψυχές
όταν στις κοιλάδες πέφτουνε πυρά;

Γιατί ένας που βαστά τουφέκι δείχνει ψηλότερος
από έναν που βαστάει αμύγδαλα; Πώς γίνεται πόλεμος
και την άλλη μέρα κάθονται και τρώνε, ένας άνθρωπος ισορροπεί πιάτα
στο μπράτσο του, ένα τραπέζι άνθρωποι
κάνουν προπόσεις ο ένας για τον άλλον σε γλώσσες χαρίεσσες:
Για εσάς που ήρθατε από τόσο μακριά·
Για εσάς που λείψατε, φορώντας μαύρο μαντήλι ως ένδειξη πένθους·
Για εσάς που πιστεύετε πως ο αληθινός έρωτας θα σας βρει
μέσα σε αυτό τoν χάρτη των δακρύων που δένουν κάθε πόλη
με τη δική της την ανάμνηση του κονιάματος,
όταν αυτή ακόμα ήταν όνειρο που περίμενε να χτιστεί
κι ερχόταν κόσμος εδώ, γεμάτος πίστη,
και κάποιος με ουρανό και πουλιά στην καρδιά
είπε ότι θα ταίριαζε εδώ να φτιάξουν ένα πάρκο.

~.~

Ακόμα και στον πόλεμο
Στα πόδια του, ακουμπισμένα τα χέρια.
Και πάντοτε γραβάτα,
μιας που ενίοτε ένας κόσμος συμπληρώνεται
από ένα πράγμα μοναχό.
Βοτσαλωτή φωνή τραχιά,
κουβάς πιασμένος από παλιό σκοινί.
Έχεις δει που σηκώνονται μερικοί,
ντύνονται και σκέφτονται
πως ο κόσμος όλος τους περιμένει;
Τη νύχτα το σκοτάδι πλέκει
ένα τεράστιο καπέλο για να χώσει μέσα τα όνειρα.
Μια ντουλάπα γραβάτες με πλαγιαστές ρίγες.
Έξω τα πορτοκάλια κοιμούνται, οι μελιτζάνες,
απλωσιές με φασκόμηλο. Ένα διάταγμα
της κυβέρνησης είπε
Απαγορεύεται πλέον να μαζεύεις αυτό εδώ το φασκόμηλο
που νοστίμιζε ολόκληρη τη ζωή σου.
Κι όλα τα χέρια χαμογέλασαν.
Απόψε ο αέρας στην ανάσα κουβαλά
τα πρωτοσέλιδα που θα περάσουν τον ωκεανό
μέχρις αύριο. Να αμπαρώσεις την πόρτα.

~.~

Για τον 500ό νεκρό Παλαιστίνιο, την Ιμπτισάμ Μποζιέχ
Αδερφούλα μου Ιμπτισάμ,
ο ύπνος μας τανύζει, ο ύπνος μας χτυπά
του ονόματός σου τη χορδή.
Δεκατριών χρονών πεθαμένη, γιατί κοίταξες
απ’ το παράθυρο την κάνη του τουφεκιού
κι αυτό δεν γνώριζε πως εσύ ήθελες να γίνεις γιατρός.

Θα ‘θελα να σιάξω τη ζωή σου με τα χέρια μου,
να σε βάλω στη θέση σου. Αν είχα μείνει στον τόπο σου,
ίσως κι εγώ να ήμουνα πεθαμένη,
για κάτι απλό, όπως όταν κοιτάζεις
ή όπως όταν φωνάζεις την αλήθεια
και σε διώχνουν από το σχολείο.
Πολλά μεσημέρια γυρνούσα
κατέχοντας την απεραντοσύνη τους.

Τώρα θα τα έδινα σε σένα,
μ’ αίσθημα ενοχής, σε σένα, από μένα.
Πετώ ράκος τη στενοχώρια στον δρόμο,
κόβω ρεπορτάζ από τις σελίδες
όμως ζουν στο γραφείο μου με γράμματα, όχι φωνές.

Πώς να κουβαλήσουμε την ατελεύτητη έκπληξη
όλων μας των θανάτων; Πώς να γίνουμε γιατροί
ο ένας του άλλου, Άραβες, Εβραίοι,
αντί να φυλάμε όγκους οδύνης κακοήθους
λες και στεκόμαστε προσοχή;

Σε άλλες χώρες το λένε αψήφιστα
πως ήρθαν νωρίς, πως αργήσανε.
Κάποιοι θα πατήσουν τα ογδόντα.
Κάποιοι που ποτέ δεν το δαν
δεν θα ξεχάσουν το πρόσωπό σου.

~.~

Οι Παλαιστίνιοι δεν γιορτάζουν πλέον
Κάποτε το τραγούδι ερχόταν
γλυκές σειρήνες πάνω από τους λόφους
κι ακόμα κι αν είχες δουλειά
στα δέντρα ή στα βιβλία
ή αν μαγείρευες κάτι απλό
για την οικογένειά σου,
έπλενες τα χέρια σου,
και με βρεγμένο χέρι έφτιαχνες τα μαλλιά σου.

Βουνά το ρύζι, γυαλισμένα ποδήματα,
ανεμοστρόβιλος χορού.
Τα παιδιά με κουστουμάκια
και βελουδένια φορέματα αποκοιμιόνταν σε κύκλους
έχοντας φάει 47 αμύγδαλα Ιορδανίας.

Ποιος παντρεύεται; Ποιος ήρθε στην πατρίδα απ’ τον τόπο τον πέρα απ’ τις θάλασσες;

Καμιά φορά δεν ήξερες καν.
Έτρωγες όλο το φαΐ και δεν ήξερες.
Ασπαζόσουν σταυρωτά όποιον περνούσε,
χτυπούσες το ταμπούρλο, κοκκίνιζε την παλάμη σου.
Και μετά χόρταινες, πλούτιζες
κι είχες τη γιορτή στο δέρμα σου.

Και σε ποιο σημείο της ιστορίας αρχινάει ο πόλεμος;

Ο πόλεμος θα ξεστράτισε από κάπου αλλού.
Εμείς δεν είμαστε τέτοιοι: δεν τρώμε, πίνουμε και πολεμάμε.

Πλέον όταν οι μαθητές συγκεντρώνονται ησύχως
μέσα στην τάξη τους
για να γιορτάσουν την τελευταία μέρα του σχολείου,
η πόρτα του κτηρίου
σκάει από μια έκρηξη.
Άδειες καρέκλες όπου έπιανε θέση το γέλιο.
Εδώ ζούσε το γέλιο
και στις τσέπες του κουδούναγαν ψιλά
και τώρα κρύβεται.

Δεν θα περάσω την πόρτα μασκαρεμένη σαπωνοπώλισσα,
ούτε σπιρτοπώλης, ο γερο-Ιταλός
από το εργοστάσιο στο Ναμπλούς
φορτωμένος το μαγικό σακί με τα ξυλάκια.

Μας είπαν πως δεν είμαστε εδώ
μα είμαστε εδώ ανέκαθεν.
Δεν πιάνει η γόμα τους.

Κοίτα τις επιχρωματισμένες φωτογραφίες των νέων αντρών:
παραείναι άψογοι, παραείναι ακίνητοι.
Οι βόμβες σπάζουν ολονών
τις προτάσεις στη μέση.
Ποιος τις έφτιαξε; Εσύ ξέρεις κανέναν
που να φτιάχνει τέτοια; Ο γηραλέος ταξιτζής
τινάζει το κεφάλι μπρος και πίσω
από την Ιερουσαλήμ ως την Ιεριχώ.
Δεν θα δουν, λέει αργά,
την ιστορία πίσω από την ιστορία,
αυτοί ψάχνουν πάντα την ιστορία μετά την ιστορία
κι αυτό πάει να πει πως ποτέ δεν θα καταλάβουνε την ιστορία.

Κι αυτό πάει να πει πως το πράμα θα συνεχίζεται.

Πώς ν’ αντέξουμε άμα συνεχίζεται;
Συνεχίζεται ήδη εδώ και πολύ καιρό.
Πλέον κανένας δεν λαμβάνει κυρτωμένες καρτ ποστάλ
από εκείνο τον τόπο τον πέρα απ’ τις θάλασσες.

Κανένας δεν ακούει τους στρατιώτες όπως έρχονται τη νύχτα
για να βγάλουν την ελιά από τον ατάραχο ύπνο της.

Να βγάλουνε τις ρίζες. Κι αυτό δεν είναι πρωτοσέλιδο
ούτε στη χώρα σου ούτε στη δική μου.
Κανένας δεν ακούει το μικρούλι το κλάμα
του βελούδου μέσα στο συρτάρι.

~.~

Τα βαζάκια από τη Χεβρώνα
Με ανοιχτά τα στόματα κατά τον ουρανό.
Το θαλασσί, το κεχριμπαρένιο,
το κυπαρισσένιο με το ραβδωτό χερούλι,
κανατάκια ίσαμε δυο αντίχειρες,
μικρούλι χείλος και χαριτωμένη μεσούλα.

Εδώ βάζουμε το μικρότερο λουλούδι
που θα ζούσε ίσως αθέατα
σε μια σταλιά χώμα πλάι στον δρόμο,
κλαδάκι παχιού δεντρολίβανου,
μέντα στρογγυλεμένη.

Βγάζουν ρίζες στο κέντρο του τραπεζιού.

Εδώ καταθέτουμε τη λίγη ζωή,
νήμα, ψήγμα, ανασασμό.
Και καμπουριάζει. Περιμένει όλη μέρα.
Όσο το ψωμί κρυώνει και τα παιδιά
ανοίγουν τα γκρίζα βιβλία της αντιγραφής
για να γράψουν το γράμμα που θυμίζει
καμινάδα στη σκεπή σπιτιού.

Και τα πρωτοσέλιδα τι λένε;

Τίποτε για το μικρότερο ανθοπέταλο
το άψογα βαλμένο μες στο πιο μεγάλο
ούτε για το πώς διαχέει το φως το χρωματιστό γυαλί.
Άντρες και αγόρια, με προσευχές πεθάναν,
μαραίνονται και πέφτουν.
Όλο το αλφάβητο τον ζωντανών,
κορώνα και γράμματα των λέξεων,
των προτάσεων, το πώς λέγανε
«Γι’ Αλλάχ!» ως έκφραση έκπληξης
ή «για’ άνι» δηλαδή «ας πούμε» –
γυαλιά σπασμένα στα πόδια τους
ακόμα γυαλίζουν.
Αλλά το παιδί της Χεβρώνας κοιμάται
με τον γδούπο των αδερφών της που πέφτουν
και τον μεγάλο καημό του κόκκινου χρώματος.

~.~

Φονταμενταλισμός
Φταίει που το μάτι ρίχνει κοντή σκιά ή
που δεν φαίνεται τίποτα πέρα απ’ τα κεφάλια του πλήθους;

Κι αν όλοι φαίνονται εξυπνότεροι
κι εσύ χρειάζεσαι το δικό σου μυστικό;

Κι αν το μυστήριο ποτέ δεν το ‘κανες φίλο σου;

Κι αν ένας και μόνο τρόπος ικανοποιούσε
την άπειρη καρδία των ουρανών;

Κι αν σου άρεσε καλύτερα ο βασιλιάς στον χρυσό του θρόνο
απ’ τους χωρικούς όπως κουβαλάνε
καλάθια με λεμόνια;

Κι αν ήθελες να σιγουρευτείς
πως οι φρουροί τους θα σε βάζαν στη γιορτή;

Το αγόρι με το σπασμένο μολύβι
ξύνει τo ξύλο με το μαχαιράκι του
το φέρνει γύρω γύρω μέχρι να βγει
η μύτη από το ξύλο ξανά

Αν πίστευε πως έτσι είναι κι η ζωή του
δεν θ’ ακολουθούσε τον πατέρα του στον πόλεμο

~.~

*