Δίχως χάρτη

*

Ο Χάρτης ήταν ένα από τα γατάκια που κατοικοέδρευαν στην αυλή. Πέντε τον αριθμό, σε κανένα δεν έδωσε όνομα εκτός απ’ αυτό. Όλα ίδια με τη μάνα τους. Στο σκοτάδι, όταν θηλάζανε, νόμιζε πως ήταν κάποιο ξεκούρδιστο μουσικό όργανο, μαύρο με άσπρα πλήκτρα – γιατί μαυρόασπρα ήταν όλα. Ένα μόνο ξεχώριζε, με απλωμένο τόσο ακανόνιστα το μαύρο χρώμα σε όλο το μουτράκι του, που έμοιαζε με ζωντανή αποτύπωση του χάρτη ενός άγνωστου προς το παρόν πλανήτη. Η χρωματική συμμετρία, που κατά κανόνα χαίρει εκτίμησης από τους ανθρώπους, όταν διαλέγουν κατοικίδιο, απουσίαζε παντελώς. Κανείς δεν μπορούσε να πει για τον Χάρτη: «Τι χαριτωμένο! Σαν να φοράει λευκά καλτσάκια». Ή: «Για δες τι φτιάχνει η φύση! Μια ολόλευκη καρδιά στο στήθος του!» Και σαν να μην έφτανε η χαοτική αταξία στην οποία παρέπεμπαν τα σχέδιά του, κανένας γνωστός τουλάχιστον τόπος δεν αποτυπωνόταν στη μορφή του, όσο κι αν τον παρατηρούσε.

Δεν γνώριζε αν, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κραυγαλέας ασυμμετρίας των χρωματικών του μοτίβων, τον προίκισε άθελά της με χαρακτήρα, μόνο και μόνο εκ του γεγονότος ότι αυτόν ονομάτισε, ενώ οι αδελφές του –κατά σύμπτωση ήταν το μόνο αρσενικό– ήταν απλώς «τα γατάκια». Το σίγουρο είναι πως όλο για αυτόν μιλούσε: ο Χάρτης άνοιξε τα μάτια του, ο Χάρτης πήδηξε από το καλάθι, ο Χάρτης χώθηκε κρυφά στο σπίτι και κρύφτηκε. Πάντα ο Χάρτης. Πολύ σπάνια πρόσεχε τα μικρά κατορθώματα των αδελφών του, παρότι εξίσου χαριτωμένες με αυτόν. Οι οποίες, όλως παραδόξως, όσο λιγότερη προσοχή τους έδινε, τόσο πιο γρήγορα εξημερώνονταν. Ούτε έτρεχαν να κρυφτούν μόλις την έβλεπαν, ούτε αρνούνταν τυχόν χάδια. Ο Χάρτης αντίθετα, παρά την πολλαπλάσια προσπάθειά της, παρέμενε αγρίμι.

Ίσως αυτό να τον προφύλαξε από την άτυχη συνάντηση με τον σκύλο του σπιτιού. Αυτός, μολονότι εξοικειωμένος με τη γάτα της, ήταν περιορισμένος καλού-κακού, για να μη βλάψει τα άγνωστά του γατάκια της. Παρόλα αυτά δύο από τα πιο φιλικά, τον πλησίασαν χωρίς κανένα ένστικτο επιβίωσης. Δεν μπορούσε αλλιώς να εξηγήσει πώς έκαναν την αποκοτιά να πλησιάσουν από μόνα τους τον ορκισμένο εχθρό του είδους τους. Έμειναν τρία. Έπρεπε πάση θυσία να τους βρει νέο σπίτι, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο με τόσα αδέσποτα γατιά που κυκλοφορούν στους δρόμους. Ένας ήταν ο τρόπος, σκέφτηκε: το ίνσταγκραμ της φοιτήτριας κόρης της.

Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα έλαβε μήνυμα: «Mama, mia kopela thelei ena gataki!» «Ποιο;» ρώτησε συνειδητοποιώντας κατάπληκτη πως θα προτιμούσε να ήταν οποιοδήποτε άλλο εκτός από τον Χάρτη. «Mou eipe oti den thn noiazei». Πήγε τα δύο άλλα. Ας έπαιρνε από αυτά η κοπέλα όποιο ήθελε. Προς έκπληξή της, διάλεξε αυτό που είχε δυο μικρά παράταιρα μαύρα στίγματα πάνω από το στόμα του, όχι τίποτα σπουδαίο, αρκετά πάντως για να φαίνεται, σύμφωνα με τη θεωρία της περί συμμετρίας, πιο «άσχημο» από το άλλο. «Γιατί αυτό;» τη ρώτησε ξαφνιασμένη. «Δεν ξέρω…» απάντησε η κοπέλα. Καλύτερα, σκέφτηκε εκείνη. Είναι πολύ νέα για να ξέρει.

Ακόμα πιο μικρό ήταν το κορίτσι που ήρθε μόνο του να πάρει το επόμενο γατάκι. «Ποιο από τα δύο θέλεις;» τη ρώτησε αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Χάρτη. Είχε εντωμεταξύ σκεφτεί να τον δώσει στην μητέρα της. Γάτα δεν είχε, και την είχε πείσει να υιοθετήσει μία. Γιατί λοιπόν να μην της πάει τον Χάρτη; Ήταν ένας έμμεσος τρόπος να τον κρατήσει. Την επόμενη μέρα, όταν θα την γύρναγε σπίτι της μετά από κάποιες ιατρικές εξετάσεις ρουτίνας, θα της τον πήγαινε. «Θέλω ένα αρσενικό», απάντησε το κορίτσι. «Σίγουρα;» επέμεινε εκείνη σε μια απέλπιδα προσπάθεια. «Ναι, σίγουρα. Έχω ήδη μια θηλυκιά γάτα και…» Δεν άκουσε άλλο. Τον άρπαξε αιφνιδιαστικά για να μην το σκάσει και τον έχωσε στο κλουβί μεταφοράς. Δεν φτάνει που βρέθηκε άνθρωπος να πάρει κι άλλο ένα γατί, θα πει όχι; Ακολούθησαν την άλλη μέρα οι συνήθεις φωτογραφίες της νέας ιδιοκτήτριας με το γατάκι αγκαλιά. Δεν μπόρεσε να μη γελάσει, όταν παρατήρησε το ορθωμένο του τρίχωμα. Θα έπαιρνε καιρό μέχρι να εξημερωθεί. Αν εξημερωνόταν ποτέ.

Ένα γατάκι είχε απομείνει, παραδόξως αυτό με τις καλύτερες συμμετρίες. Λευκό, κατάλευκο μουτράκι με μια άψογα ζωγραφισμένη μαύρη μάσκα γύρω από τα μάτια του. Το χάιδευε αδιάφορα, καθώς αναλογιζόταν ότι αυτό έμελλε να χαρίσει στη μητέρα της, παρά το ότι άρεσε κι εκείνης ο Χάρτης, που είχε και τις περισσότερες πιθανότητες να ξεμείνει. «Mama, zitane kai to teleytaio gataki!» Έκλεισε πίσω τους την πόρτα με ανακούφιση. Δεν ήθελε να πάει στη μητέρα της ένα οποιοδήποτε γατάκι. Ήθελε να της δώσει τον Χάρτη. Αυτή τη φορά δεν χάζεψε τις φωτογραφίες που της στείλανε.

Το επόμενο πρωί βρήκε μπροστά από την πόρτα του σπιτιού το κλουβάκι μεταφοράς με τον Χάρτη μέσα και ένα σημείωμα: «Συγνόμη, πήρα το γατάκι χωρίς να ροτήσω τους γονείς μου. Με έβαλαν να το γυρήσω πίσω». Θα ήταν ψέμα να μην παραδεχτεί ότι χάρηκε. Χάρηκε πολύ. Έδωσε το μικρό αγρίμι στη γάτα που άρχισε να το γλύφει με μανία, θαρρείς για να τιθασεύσει τα άναρχα σχέδια του προσώπου του. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, αυτά δεν άλλαζαν.

Έτρεξε στο τηλέφωνο για να ειδοποιήσει τη μητέρα της ότι θα της πάει το γατάκι που εξ αρχής ήθελε. Δεν της φάνηκε πολύ καλοδιάθετη την προηγούμενη μέρα. Υπέθεσε ότι ήταν συνδυασμός του συνηθισμένου άγχους της για τον ιατρικό έλεγχο και της λύπης της για τον Χάρτη που είχε πάρει άλλος. Να όμως που ανέλπιστα τον είχαν επιστρέψει! Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν οι γονείς του κοριτσιού θα μεταπείθονταν και θα τον κράταγαν, αν δεν είχε αυτήν την μαύρη ακανόνιστη κηλίδα απλωμένη σε όλη του τη μούρη. Ένα άγνωστο τοπίο, που δεν υπόσχεται καμία παρηγορητική βεβαιότητα ούτε ασφαλή πρόβλεψη. Είναι να μη σκιάζεται κανείς; τους δικαιολόγησε.

Πριν προλάβει να ακουμπήσει το ακουστικό, ήχησε το τηλέφωνο. «Εμπρός!» Ο τόνος της φωνής της ήταν χαρούμενος από κεκτημένη ταχύτητα για τα νέα περί επιστροφής του Χάρτη. «…οι εξετάσεις δεν είναι καλές. Άμεσα στο νοσοκομείο για περαιτέρω διερεύνηση…» άκουγε τη φωνή του γιατρού στην άλλη πλευρά της γραμμής.

Κάμποσες μέρες μετά, επιστρέφοντας από το νοσοκομείο, ήρθε ένα ακόμα μήνυμα στο κινητό της: «Μama, mia symfoithtria mou thelei to gataki». «Τον Χάρτη;» απάντησε αμέσως εννοώντας «Τι, θα δώσουμε τον Χάρτη; Αποκλείεται!» «Nai, giati?» απάντησε η κόρη της που φαίνεται πως κάτι ψυχανεμίστηκε. «Δεν είναι βαλίτσα να τον πάμε και να τον φέρνουμε. Εξάλλου έχουμε πει να τον πάμε στην γιαγιά». «Mama, ti les? Mexri na gyrisei h giagia apo to nosokomeio, tha ton exei faei o skylos! Kai meta, tha mporei na ton frontizei?»

Δεν απάντησε στο τελευταίο μήνυμα. Σωστά όλα αυτά, αλλά, παρόλο που το καταλάβαινε πολύ καλά και η ίδια πως πρόκειται για μια γελοία δεισιδαιμονία, ήταν πεπεισμένη πως το να τον χαρίσει σε κάποιον άλλον θα λειτουργούσε σαν κακός οιωνός για την υγεία της μητέρας της. Επιπλέον το γατάκι ήταν βέβαια η προσωποποίηση της δυσαρμονίας και του απρόβλεπτου, πλην όμως παρέμενε χάρτης, έστω και για κάποιον άγνωστο τόπο. Άγνωστο, σαν το μέλλον της μάνας της, συλλογίστηκε με λύπη. Κλωθογύριζε για ώρα τέτοιες σκέψεις στο μυαλό της. Πάλεψε πολύ με τον εαυτό της έως ότου επικρατήσει η λογική. Τηλεφώνησε στην κόρη της να έρθει και να πάρει εκείνη τον Χάρτη για να τον δώσει στη συμφοιτήτριά της. Γέλαγε μάλιστα στο τέλος με τον εαυτό της για τον αρχικό δισταγμό της. Αλήθεια, τι ανοησίες μπορεί να γεννήσει ο φόβος…

Δυο εβδομάδες αργότερα, ενώ ακόμα τριγύριζε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ήχησε στο κινητό της ειδοποίηση μηνύματος: «Mama, ti ginetai me th giagia epitelous?» Αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί, απάντησε: «Τι να σου πω, παιδί μου. Δεν ξέρω. Πορευόμαστε στο απόλυτο σκοτάδι, δίχως χάρτη».

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΑΤΡΗ

 

*