Η ισραηλινο-αραβική διαμάχη: Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ [1/2]

*

Συνεχίζοντας την προσπάθεια να προσφέρουμε μία ευσύνοπτη μεν, αλλά κατά το δυνατόν ευρύτερη και εγκυρότερη γνώση για την ιστορική περίοδο που διαμόρφωσε την αραβο-ισραηλινή διαμάχη στην Παλαιστίνη μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προβαίνουμε στη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων από τρία κεφαλαιώδη έργα για το θέμα. Προτιμήθηκε αυτή του είδους η συμπιληματική κι επιμέρους αφηγηματική συρραφή, όπως θα πρότεινε ένας δάσκαλος μια ποικιλία μελετών στους μαθητές του για το θέμα, προκειμένου να έλθει κανείς σε επαφή με διαφορετικές εκτιμήσεις, παρουσιάσεις και απόψεις γύρω από το ζήτημα μέσα στα στενά όρια μίας ηλεκτρονικής δημοσίευσης και του πιεστικού χρόνου που απαιτεί η υποτυπώδης μετάφρασή τους.

Παρότι έγινε μια προσπάθεια να αποφευχθούν πολλές επικαλύψεις, θεωρήθηκε αναγκαίο εντέλει να υπάρχουν και ορισμένες επαναλήψεις, προκειμένου και με αυτόν τον τρόπο να καταδειχθούν οι ομοιότητες μα και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Τα βιβλία αυτά είναι πρώτα από όλα το βασικότερο και λεπτομερέστερο έργο αναφοράς για την Παλαιστίνη και την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση του Charles D. Smith, Palestine and the ArabIsraeli Conflict. Εν συνεχεία το πολυδιαβασμένο και τεκμηριωμένο έργο, που καταπιάνεται με την ιστορία βέβαια όλης της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, του Cleveland L. William, A history of the modern Middle East. Και τελευταίο συμπεριλάβαμε το έργο ενός από τους Ισραηλινούς Νέους Ιστορικούς, Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World. Όλα έργα, υψηλού, αναγνωρισμένου και αδιαμφισβήτητου κύρους κι επιστημοσύνης, γραμμένα στις απαρχές της τελευταίας σχεδόν εικοσαετίας, πολυδιαβασμένα και ιδίως τα δυο πρώτα με πάμπολλες επανεκδόσεις. Πολύ θα επιθυμούσα να συμπεριλάβω και έργα από περισσότερους Νέους Ιστορικούς, και κυρίως του Ιλάν Πάπε (το αποκαλυπτικό και ρηξικέλευθο έργο του οποίου, παρά τις εναντιώσεις και την πολεμική που του έχει ασκηθεί, έχει καταστεί εν πολλοίς κοινός τόπος) αλλά είπα να μείνουμε τουλάχιστον στα ευρέως και κοινώς αποδεκτά, προς αποφυγήν πιθανών παρερμηνειών ή παρεξηγήσεων.

Ελπίζουμε αυτές οι άτεχνες, βιαστικές (στο πόδι σχεδόν καμωμένες) μεταφράσεις των συγκεκριμένων επιλογών και αποσπασμάτων να φανούν χρήσιμες σε μια πρώτη, στοιχειώδη κατανόηση του ζητήματος, μα και να υποψιάσουν για το εύρος και το βάθος της ιστορικής σπουδής και της έρευνας.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~ 

Σύντομη επισκόπηση της ισραηλινο-αραβικής διαμάχης κατά την περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσα από κείμενα διακεκριμένων ιστορικών [1/2]

Παλαιστίνη: Η εβραϊκή μετανάστευση και η βρετανική αντίδραση

Οι ηγέτες του Yishuv [του σώματος των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης πριν τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ] είχαν αποφασίσει το 1938, πριν από τη Λευκή Βίβλο του 1939, να επιταχύνουν την παράνομη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη. Oι μη εξουσιοδοτημένοι μετανάστες το 1939 ήταν συνολικά 11.156 από τους 27.561 που έφτασαν. Με το ξέσπασμα του πολέμου τον Σεπτέμβριο, εντάθηκαν τα σχέδια για τη μεταφορά περισσότερων προσφύγων: χιλιάδες προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, συχνά με την ενθάρρυνση της Γκεστάπο. Αυτές οι προσπάθειες έφεραν σιωνιστές και Βρετανούς αξιωματούχους σε άμεση σύγκρουση στο Λονδίνο καθώς και στην Παλαιστίνη. Οι Βρετανοί τοποθέτησαν παράνομους μετανάστες σε στρατόπεδα εγκλεισμού στην Παλαιστίνη, γεγονός που οδήγησε τους σιωνιστές να προσπαθήσουν να πλημμυρίσουν τη χώρα με μετανάστες για να αναιρέσουν την αποτελεσματικότητα τέτοιων τακτικών. Οι Βρετανοί αποφάσισαν τότε να στείλουν τους πρόσφυγες που έφτασαν στην Παλαιστίνη στο νησί του Μαυρίκιου στον Ινδικό Ωκεανό. Ταυτόχρονα, το Φόρεϊν Όφφις προσπάθησε να ανακόψει τη ροή των προσφύγων από την Ευρώπη ενθαρρύνοντας χώρες όπως η Τουρκία να τους απαγορεύσουν τη διέλευση. Μια αδύνατη κατάσταση προέκυψε μετά τον Σεπτέμβριο του 1939 που δημιούργησε «σχεδόν… έναν πόλεμο μέσα σε έναν πόλεμο». Οι Εβραίοι πικραίνονταν όλο και περισσότερο με αυτό που θεωρούσαν ως βρετανική απανθρωπιά. Οι Βρετανοί ένιωθαν το ίδιο απέναντι στη σιωνιστική ηγεσία, για την οποία θεωρούσαν ότι απαιτούνταν να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή και να αποφεύγει την εκτροπή του πολεμικού υλικού σε μια εποχή που τα μεγάλα θέατρα πολέμου απαιτούσαν ολόκληρη τη διαθέσιμη βοήθεια.

Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Τον Νοέμβριο του 1940, περισσότεροι από 1.700 πρόσφυγες από δύο πλοία που αναχαιτίστηκαν από βρετανικές ναυτικές περιπολίες μεταφέρθηκαν στο Patria στο λιμάνι της Χάιφας για προγραμματισμένη απέλαση στον Μαυρίκιο. Η Χαγκανά, υπό την καθοδήγηση του Εβραϊκού Πρακτορείου, τοποθέτησε μια βόμβα πλάι στο σκάφος για να ακινητοποιήσει το πλοίο, σκοπεύοντας να αναγκάσει τις βρετανικές αρχές να επιτρέψουν στους Εβραίους να παραμείνουν. Το σχέδιο απέτυχε και το πλοίο βυθίστηκε με πάνω από 200 θύματα. Ως απάντηση στη σιωνιστική οργή και προπαγάνδα που κατηγορούσε τους Βρετανούς για το περιστατικό, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο επέτρεψε στους επιζώντες από το Πάτρια να παραμείνουν στην Παλαιστίνη. Μια τελευταία καταστροφή συνέβη όταν το Struma, ένα ξεχαρβαλωμένο σκάφος με 769 Ρουμάνους Εβραίους, ελλιμενίστηκε στα ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης τον Δεκέμβριο του 1941 για επισκευή κινητήρα, ενώ οι Βρετανοί προσπάθησαν να πείσουν τους Τούρκους να απαγορεύσουν το πέρασμά του στη Μεσόγειο προς την Παλαιστίνη. Οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις συνεχίστηκαν για πάνω από δύο μήνες. Μια βρετανική παραχώρηση, τα παιδιά ηλικίας μεταξύ έντεκα και δεκαέξι ετών θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να πάνε από τη στεριά στην Παλαιστίνη, παρεμποδίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι θα επέτρεπαν μόνον θαλάσσια ταξίδια. Στο τέλος, οι Τούρκοι έστειλαν το πλοίο πίσω στη Μαύρη Θάλασσα, όπου βυθίστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1942. Υπήρξε μόνον ένας επιζών.

Για τους σιωνιστές, η βύθιση του Στρούμα απέδειξε τη βρετανική κακοπιστία και εκείνοι που θεωρήθηκαν ως οι πλέον υπεύθυνοι για την απώλεια ζωών –ο Χάρολντ ΜακΜάικλ, ύπατος αρμοστής, και ο λόρδος Moyne, γραμματέας της αποικίας– στοχοποιήθηκαν αργότερα για δολοφονία. Η απόπειρα εναντίον του Μόυν τον Νοέμβριο του 1944 ήταν επιτυχής. Για τους Βρετανούς αξιωματούχους, η υπόθεση Στρούμα, αν και τραγική, ήταν μόνο ένα περιστατικό στο μέσον μιας διαρκούς σειράς κρίσεων που απειλούσαν την επιβίωση της αυτοκρατορίας και την ικανότητά της για διεξαγωγή πολέμου. Οι αιγυπτιακές διαδηλώσεις τον Ιανουάριο του 1942 που ζητούσαν μια γερμανική νίκη είχαν επιβάλει μια επίδειξη δύναμης στο Κάιρο. Στις 4 Φεβρουαρίου, ο Βρετανός πρεσβευτής ανάγκασε τον βασιλιά Φαρούκ να αποδεχτεί τον εθνικιστή ηγέτη αλ-Ναχχάς ως πρωθυπουργό, υπό την απειλή της αναγκαστικής παραίτησης από τον θρόνο. Η σιωνιστική αντίληψη της Παλαιστίνης ως καταφυγίου για τον Ευρωπαϊκό Ιουδαϊσμό έρχεται συγκρουόταν με τη βρετανική ανησυχία για τη συνεχιζόμενη σταθερότητα μιας περιοχής που θεωρούσαν κρίσιμη για τη διεξαγωγή του πολέμου.

Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.

~·~

Ο αγώνας για την κρατική υπόσταση [του μελλοντικού εβραϊκού κράτους] συνοδεύτηκε από πολλές διαφωνίες, οι οποίες όμως αφορούσαν περισσότερο την τακτική παρά τον μακροπρόθεσμο στόχο. Η δέσμευση του ίδιου του Μπεν Γκουριόν για την κρατική υπόσταση δεν ταλαντεύτηκε μπροστά στην αραβική αντίθεση ή τις βρετανικές στρεψοδικίες. Έχοντας αναλάβει την πρωτοβουλία να προτείνει τη διχοτόμηση το 1937, η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να υποχωρεί από τη διχοτόμηση καθώς πλησίαζε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η υποστήριξη των αραβικών κρατών και του μουσουλμανικού κόσμου γενικότερα ήταν πολύ πιο κρίσιμη για τη Βρετανία στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα από ό,τι η υποστήριξη των Εβραίων. H Λευκή Βίβλος της 17ης Μαΐου 1939 ανέτρεψε απότομα τη βρετανική υποστήριξη προς τον σιωνισμό και προς ένα εβραϊκό κράτος. Καταδίκαζε τους Εβραίους σε καθεστώς μόνιμης μειονότητας σε ένα μελλοντικό ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Έτσι, το σιωνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην ανάπτυξη της δικής του στρατιωτικής δύναμης, μέσω της παραστρατιωτικής οργάνωσης που ονομαζόταν Χαγκανά (που στα εβραϊκά σημαίνει άμυνα), προκειμένου να καταπολεμήσει την αραβική αντίσταση. Έχοντας προσχωρήσει σε ένα αμυντικό ήθος που της είχε χρησιμεύσει τόσο καλά στο μέτωπο των δημοσίων σχέσεων, υιοθέτησε μια πολιτική βασισμένη στη βία προκειμένου να αντιμετωπίσει τη χρήση και την απειλή ισχύος από τους Άραβες αντιπάλους της. Το επιθετικό ήθος που ήταν πάντα ενσωματωμένο στο αμυντικό ήθος είχε σε κάθε περίπτωση γίνει πιο εμφανές μετά το ξέσπασμα της αραβικής εξέγερσης.

Ταυτόχρονα, το Γισούβ προέβαλε τη δική του ενεργή αντίσταση στην πολιτική της Λευκής Βίβλου που περιόριζε την αγορά γης από τους Εβραίους και την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 έθεσε το Γισούβ μπροστά σε οξύ δίλημμα: ακολουθούσε τη Βρετανία στον αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τη Βρετανία στον αγώνα για την Παλαιστίνη. Βρέθηκε, ωστόσο, διέξοδος από το δίλημμα, η οποία συνοψίζεται επιγραμματικά στο σύνθημα του Μπεν Γκουριόν: «Θα πολεμήσουμε με τους Βρετανούς εναντίον του Χίτλερ σαν να μην υπήρχε Λευκή Βίβλος· θα πολεμήσουμε τη Λευκή Βίβλο σαν να μην υπήρχε πόλεμος».

Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μπεν Γκουριόν γινόταν όλο και πιο διεκδικητικός όσον αφορά το εβραϊκό δικαίωμα στην πολιτική κυριαρχία, αρνούμενος παράλληλα αυτό το δικαίωμα στην αραβική πλειονότητα της Παλαιστίνης. Η λύση στο δημογραφικό πρόβλημα του Γισούβ περιελάμβανε τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη δύο έως τριών εκατομμυρίων Εβραίων αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Το αραβικό πρόβλημα, ισχυριζόταν, ωχριούσε σε σημασία σε σύγκριση με το εβραϊκό πρόβλημα, επειδή οι Άραβες διέθεταν τεράστιους χώρους εκτός Παλαιστίνης, ενώ για τους Εβραίους, οι οποίοι διώκονταν στην Ευρώπη, η Παλαιστίνη αποτελούσε το μόνο δυνατό καταφύγιο. Έτσι, έφτασε να αντιμετωπίζει το αραβικό πρόβλημα μόνο ως ζήτημα νομικού καθεστώτος της αραβικής μειονότητας μέσα σε ένα κράτος με μεγάλη εβραϊκή πλειονότητα.

Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World

~·~

Τρομοκρατία και διακοινοτικός πόλεμος

Η σύγκρουση που δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ και επιβεβαίωσε την ύπαρξή του είχε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η εκστρατεία σαμποτάζ του Γισούβ  κατά της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη από το 1945 έως το 1947, η δεύτερη ήταν ο σύντομος διακοινοτικός πόλεμος μεταξύ των αραβικών και εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης το 1947 και το 1948 και η τρίτη ήταν ο πόλεμος του 1948 μεταξύ του Ισραήλ και των δυνάμεων των αραβικών κρατών που εισέβαλαν. Καθεμία από αυτές τις φάσεις συνοδεύτηκε από μια καταιγιστική διπλωματική δραστηριότητα που σταθερά αποτύγχανε να δημιουργήσει μια συμφωνία αποδεκτή τόσο από τους Άραβες όσο και από τους Εβραίους.

Η πρώτη φάση της σύγκρουσης ήταν μέρος της στρατηγικής που περιεχόταν στην απόφαση του Εβραϊκού Πρακτορείου, που ελήφθη προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να πιέσει για την άμεση ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους. Οι σιωνιστές ηγέτες στην Παλαιστίνη, που τώρα καθοδηγούνταν περισσότερο από ποτέ από τις απόψεις του Μπεν Γκουριόν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επειδή η Βρετανία δεν θα υποστήριζε τη σταδιακή ανάπτυξη μιας εβραϊκής εθνικής πατρίδας με την κατάργηση των ποσοστώσεων μετανάστευσης, το εβραϊκό κράτος θα έπρεπε να καταληφθεί με τη βία. Αυτό έπρεπε να επιτευχθεί καθιστώντας τη θέση της Βρετανίας στην Παλαιστίνη μη βιώσιμη.

Cleveland L. William, A history of the modern Middle East

~·~

Ο Μπεν Γκουριόν ενσάρκωσε τον «μαχόμενο σιωνισμό» που αναδύθηκε από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και απέσπασε την ηγεσία από τα χέρια του Βάιτσμαν, ο οποίος εξακολουθούσε να εμμένει στον «διπλωματικό σιωνισμό» και στη συμμαχία με τη Βρετανία. Ενάντια στις συμβουλές του Βάιτσμαν, η Σιωνιστική Διάσκεψη του Αυγούστου 1945 αποφάσισε μια πολιτική ενεργού αντιπολίτευσης στη βρετανική κυριαρχία και τον Οκτώβριο μια ένοπλη εξέγερση ξεκίνησε. Η Χαγκανά έλαβε εντολή να συνεργαστεί με τις διαφωνούσες ομάδες που γεννήθηκαν από το αναθεωρητικό κίνημα. Η κύρια ομάδα ήταν η Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση (Ιργκούν), η οποία κατεύθυνε τις επιχειρήσεις της εναντίον της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη μετά τη δημοσίευση της Λευκής Βίβλου το 1939. Αργότερα το ίδιο έτος, όταν η Ιργκούν σταμάτησε την εκστρατεία της κατά των Βρετανών, σημειώθηκε διάσπαση. Η πιο εξτρεμιστικά μαχητική πτέρυγα, με επικεφαλής τον Αβραάμ Στερν, αποσχίστηκε από την Ιργκούν και σχημάτισε τους Lohamei Herut Yisrael (Μαχητές για την Ελευθερία του Ισραήλ), γνωστότερους ως Lehi, από το εβραϊκό ακρωνύμιο, ή ως Stern Gang. Η Συμμορία Στερν ήταν τόσο εχθρική προς τους Βρετανούς που επιδίωξε επαφή με τις δυνάμεις του Άξονα προκειμένου να εκδιώξει τους Βρετανούς από την Παλαιστίνη. Αν και τα μέλη της δεν ξεπέρασαν ποτέ τα τριακόσια, η Συμμορία Στερν ήταν ένα μεγάλο αγκάθι στα πλευρά των Βρετανών. Ανάμεσα στον Νοέμβριο 1945 και τον Ιούλιο 1946, οι τρεις παράνομες οργανώσεις ένωσαν τα όπλα τους σε αυτό που έγινε γνωστό ως «το κίνημα της εβραϊκής εξέγερσης».

Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World

~·~

Οι εκτιμήσεις για τα εβραϊκά όπλα διέφεραν, αλλά η Χαγκανά το 1942-1943 είχε περίπου 12.000 πιστόλια, 18.000 τουφέκια, 450 οπλοπολυβόλα και αυτόματα τουφέκια και 162 πολυβόλα, τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση και προσεκτικά αποθηκευμένα. Επιπλέον, η Χαγκανά είχε αρχίσει να κατασκευάζει όπλα και παρήγαγε όλμους.

Οι Βρετανοί γνώριζαν αυτές τις δραστηριότητες και τα κίνητρά τους. Οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Εξωτερικών και του Αποικιακού Γραφείου συμφώνησαν το 1942 ότι «δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι… οι Εβραίοι σκοπεύουν να καταφύγουν σε άμεση δράση εάν αποτύχουν να εξασφαλίσουν μια μεταπολεμική διευθέτηση συμβατή με τις σημερινές τους φιλοδοξίες». Ελάχιστα όμως μπορούσαν να κάνουν για την απόκτηση τέτοιων όπλων, καθώς χρειάζονταν τη συνεργασία της Χαγκανά σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στην Αίγυπτο. Μόλις η πιθανότητα γερμανικής επίθεσης στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη εξανεμίστηκε, Βρετανοί αξιωματούχοι στην Παλαιστίνη ξεκίνησαν εκτεταμένες έρευνες όπλων –σπάνια επιτυχείς– και οδήγησαν σε δίκη τους Εβραίους και τους Βρετανούς στρατιώτες που ανακάλυψαν να κάνουν λαθρεμπόριο όπλων για λογαριασμό της Χαγκανά. Επιδρομές σε ύποπτες κρύπτες όπλων προκάλεσαν ανοιχτή εβραϊκή αντίσταση και δημόσιες απειλές για αντίποινα από τους ηγέτες του Γισούβ. Γνωρίζοντας ότι οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να αναμετρηθούν με μια τέτοια πιθανότητα, ο Ύπατος Αρμοστής συμβούλεψε τον στρατό να σταματήσει, αλλά πίστευε ότι μέχρι το 1944 η σιωνιστική ηγεσία στην Παλαιστίνη διεκδικούσε ουσιαστικά το δικαίωμά της να εξοπλιστεί απέναντι στη βρετανική εξουσία προκειμένου να της αντιταχθεί.

Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.

~·~

Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή είχε καταρρεύσει με την ολοκλήρωση της αραβικής εξέγερσης στις αρχές του 1939. Πολλοί από τους ηγέτες της βρίσκονταν στην εξορία, έχοντας εγκαταλείψει την Παλαιστίνη για να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Βρετανούς. Ο μουφτής είχε απαγορευτεί επίσημα από τη χώρα μετά τη διαφυγή του τον Οκτώβριο του 1937. Με το ξέσπασμα του πολέμου, οι Βρετανοί αξιωματούχοι στην Παλαιστίνη έκαναν διαβήματα στον μουφτή, που βρισκόταν πλέον στη Βαγδάτη, για να ζητήσουν την υποστήριξή του στη Λευκή Βίβλο και την εφαρμογή των μεταναστευτικών περιορισμών της. Το έκαναν αυτό από φόβο για την ικανότητά του να προκαλέσει τη γενική αραβική εχθρότητα απέναντι στη βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή εκείνη την εποχή. Ο αλ-Χουσαϋνί απέρριψε αυτά τα αιτήματα και την ίδια τη Λευκή Βίβλο. Αντ’ αυτού, ευθυγραμμίστηκε με την ιρακινή εξέγερση κατά της Μεγάλης Βρετανίας τον Απρίλιο του 1941, και μόλις αυτή απέτυχε, πήρε το δρόμο του, μέσω του Ιράν, προς την Ιταλία και τη Γερμανία. Εκεί πέρασε τον πόλεμο υποστηρίζοντας τη γερμανική πολεμική προσπάθεια και τη γερμανική βαρβαρότητα κατά των Εβραίων.

Άλλα μέλη της Ανώτατης Επιτροπής αποδέχθηκαν τις βρετανικές προσφορές για ασφαλή επιστροφή στην Παλαιστίνη με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην εμπλακούν σε απροκάλυπτη πολιτική δραστηριότητα. Μεταξύ Φεβρουαρίου 1940 και Νοεμβρίου 1942, ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Istiqlal και του Αραβικού Κόμματος Παλαιστίνης που εκπροσωπούσε τους Χουσαϋνί, μαζί με τον Χουσαΐν αλ-Χαλίντι του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, εγκαταστάθηκαν εκ νέου στη χώρα. Σε γενικές γραμμές έδειξαν τη συγκρατημένη αποδοχή της Λευκής Βίβλου του 1939 και αποστασιοποιήθηκαν από τον μουφτή, τον οποίο απεικόνιζαν ως ένα μόνο μέλος της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής. Παρά την έντονη προπαγάνδα του Άξονα, που μεταδόθηκε στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του 1941 και του 1942 και περιελάμβανε τις προτροπές του μουφτή για εξέγερση, η αραβική Παλαιστίνη παρέμεινε ήρεμη. Αν και οφειλόταν εν μέρει στην παρουσία μεγάλου αριθμού στρατιωτικού προσωπικού των Συμμάχων, άλλοι παράγοντες συνέβαλαν στη φαινομενική ηρεμία της αραβικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών ήταν το γεγονός ότι η Παλαιστίνη, μετά από χρόνια οικονομικής στέρησης για τον αραβικό πληθυσμό της, εισήλθε τώρα σε μια περίοδο ευημερίας […]

Μέχρι το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου, τον Μάιο του 1945, το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης ήταν και πάλι η πιο ισχυρή πολιτική φωνή στην αραβική κοινότητα, αν και το Istiqlal διέθετε επίσης ευρύ σεβασμό- είχε δραστηριοποιηθεί στην καταπολέμηση του σιωνισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε αντίθεση με τον πιο προπαγανδιστικό χαρακτήρα της έκκλησης του αλ-Χουσαϋνί . Οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ήταν σημαντικές, αν και καμία από τις δύο δεν υποστήριζε απόψεις αποδεκτές από τους Σιωνιστές. Το Istiqlal ζητούσε την αυστηρή εφαρμογή της Λευκής Βίβλου, την οποία μέχρι το 1944 οι Βρετανοί απέφευγαν. Αυτή η στάση, αν και αβάσιμη στα μάτια των Σιωνιστών, αναγνώριζε από την πλευρά του Istiqlal την ύπαρξη μιας Εβραϊκής Εθνικής Εστίας που θα αποτελούνταν από τους Εβραίους που βρίσκονταν τότε στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές ήθελαν απεριόριστη μετανάστευση και ένα εβραϊκό κράτος στο οποίο θα αποτελούσαν την πλειοψηφία. Το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης, από την άλλη πλευρά, ζητούσε τη διάλυση της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας και τη δημιουργία μιας αραβικής κυβέρνησης που θα ήταν υπεύθυνη για ολόκληρη τη χώρα. Αυτή η μαξιμαλιστική θέση –απόρριψη οποιασδήποτε εβραϊκής παρουσίας στην Παλαιστίνη πέραν αυτής που εντοπίζεται πριν από το 1917– ήταν ανάλογη με τις εκκλήσεις των Irgun και Lehi για ένα εβραϊκό κράτος και στις δύο πλευρές του Ιορδάνη. Η διαφορά ήταν ότι αυτές οι εβραϊκές ομάδες αποτελούσαν μειονότητες εντός της εβραϊκής κοινότητας, ενώ το Αραβικό Κόμμα Παλαιστίνης φαινόταν να αντικατοπτρίζει τη θέση της πλειοψηφίας των Παλαιστίνιων Αράβων, τουλάχιστον εκείνων που βρίσκονταν σε θέσεις τοπικής ηγεσίας.

Η συζήτηση για τις παρατάξεις αυτές αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της παλαιστινιακής κοινής γνώμης, η οποία, αν και ήταν αντίθετη σε ένα εβραϊκό κράτος, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί ως προς τη φύση της κοινωνίας που οραματιζόταν μετά τον πόλεμο. Είναι σαφές ότι σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές συνέβησαν στην αραβική Παλαιστίνη μεταξύ 1939 και 1945, και ιδίως από το 1943 και μετά, μετά τη δημιουργία του Αραβικού Εθνικού Ταμείου. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν να εγγράφονται στο κυβερνητικό εκπαιδευτικό σύστημα σε αυξανόμενους αριθμούς, γεγονός που αντανακλά το αυξημένο ενδιαφέρον των αγροτικών κοινοτήτων των χωριών. Μεταξύ 1943-45 οι Άραβες αγρότες συνεισέφεραν εθελοντικά [το ισοδύναμο] περισσότερων από 1,5 εκατομμύριο δολάρια για εκπαιδευτικούς σκοπούς, σε σύγκριση με 187.200 δολάρια για τα έτη 1941-42. Νέες επαγγελματικές ομάδες εμφανίστηκαν, δημιουργήθηκε ο Αραβικός Ιατρικός Σύλλογος της Παλαιστίνης και οι Παλαιστίνιες άρχισαν να αποκτούν επαγγελματική υπόσταση στα ιατρικά και νομικά επαγγέλματα, δημιουργώντας τον πυρήνα για αυτό που αργότερα έγινε η παλαιστινιακή επαγγελματική τάξη στον ευρύτερο αραβικό κόσμο μετά την αραβική έξοδο και τη δημιουργία του Ισραήλ.

Οι συνεχιζόμενες διενέξεις μεταξύ της παλαιστινιακής πολιτικής ελίτ σήμαινε ότι η πραγματική ηγεσία και η εκπροσώπηση της παλαιστινιακής υπόθεσης περιήλθε και πάλι στους επικεφαλής των γειτονικών αραβικών καθεστώτων, μια διαδικασία που συνεχίστηκε μέχρι το 1948.

[…]

Οι αρχηγοί αραβικών κρατών συναντήθηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1944. Το Πρωτόκολλο της Αλεξάνδρειας που εκδόθηκε από τη διάσκεψη αυτή ζητούσε τον σχηματισμό ενός συνδέσμου αραβικών κρατών που θα μπορούσε να συντονίσει περαιτέρω τις πολιτικές και εμπορικές δραστηριότητές τους. Η Παλαιστίνη επισημάνθηκε προς εξέταση σε ένα ψήφισμα που διακήρυττε ότι

Η Παλαιστίνη αποτελεί σημαντικό τμήμα του αραβικού κόσμου και ότι τα δικαιώματα των [Παλαιστινίων] Αράβων δεν μπορούν να θιγούν χωρίς να θιγεί η ειρήνη και η σταθερότητα στον αραβικό κόσμο…

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι είναι η δεύτερη φορά που εκφράζει τη λύπη της για τα δεινά που έχουν προκληθεί στους Εβραίους της Ευρώπης από τα ευρωπαϊκά δικτατορικά κράτη. Αλλά το ζήτημα αυτών των Εβραίων δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σιωνισμό, διότι δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη αδικία και επιθετικότητα από το να επιλύεται το πρόβλημα των Εβραίων της Ευρώπης με μια άλλη αδικία, δηλαδή με την επιβολή αδικίας στους Άραβες της Παλαιστίνης διαφόρων θρησκειών και δογμάτων.

Εκεί βρισκόταν η καρδιά του αραβικού επιχειρήματος, παλαιστινιακού ή άλλου, κατά του σιωνισμού, το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. Με το τέλος του πολέμου αντιμετώπισε το σιωνιστικό κάλεσμα για απεριόριστη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, προκειμένου να επιλυθεί ακριβώς η αδικία που είχε επιβάλει η ναζιστική Γερμανία στους Ευρωπαίους Εβραίους.

Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.

(Συνεχίζεται)

~·~