Δημήτρη Αρμάου Αναμνήσ(ε)ις : Δύο Τεκμήρια

*

Ὁ βιβλιάνθρωπος τοῦ τελευταίου θρανίου

Ἀπὸ τὴ μία τὰ κολλυβογράμματα, ἡ κάκιστη ὀρθογραφία, οἱ παρατονισμοί, οἱ συντακτικὲς ἀσυνέπειες καὶ οἱ νοηματικὲς ἀσυνέχειες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, αὐτὸ τὸ κόκκινο μελάνι στὸν τίτλο καὶ στὸν εὐθὺ λόγο τοῦ πατέρα, μὲ ἐμφανῆ τὴν λαϊκὴ προφορικότητα. «Τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδί», «τὸ παιδοπουλόπουλον». Κάπου στὴ δεκαετία τοῦ ’60, κάπου στὸ Δημοτικό σχολεῖο, ὁ τὰ κοντὰ παντελόνια ἐνδυόμενος Δημήτρης γράφει γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ πατέρα του, κεντράροντας (ἢ ὅπως θὰ ἔλεγε ἀργότερα «κεντρώνοντας», λὲς κι’ εἶναι ξεραμένη ἀμυγδαλιὰ) τὴ λέξη ποὺ γύριζε στὴν ἀπὸ κάτω ἀράδα τοῦ τίτλου (τὸ γερμανικὸ ποὺ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια μετὰ θὰ μάθαινε ἀπὸ τοὺς πρωτομάστορες δασκάλους του).

Κι’ ἀγάπαγε (ποὺ λέμε στὸ Δημοτικὸ) κάποιαν Ἄντα (ἢ κάτι τέτοιο), ποὺ ἦταν καλὴ μαθήτρια, κι’ αὐτὸς σκράπας, ὅλο στὸ παιχνίδι ὁ νοῦς του, στὶς μπάλες καὶ τὰ τσέρκια, στὶς πορεῖες καὶ τὸ ξύλο τοῖς κείνων ρήμασι παιδείας πειθομένων. Κι’ ὀ δάσκαλος τοῦ εἶπε μιὰ μέρα: «Δημήτρη, ἀφοῦ τὰ παίρνεις τὰ ρημάδια, γιατί εἶσαι τεμπελάκος; Δὲν βλέπεις τὴ φίλη σου; Θὰ ἀποτύχεις στὶς ἐξετάσεις». Κι’ αὐτὸς ἔπιασε χαρτὶ καὶ μολύβι κι’ ἔμαθε τὰ γράμματα. Κι’ ἄφησε πίσω τὰ κολλυβογράμματα καὶ τὶς ἀνορθογραφίες, καὶ πέρασε πρῶτος στὶς ἐξετάσεις. Κι’ ἀργότερα βρέθηκε σ’ ἕνα βιβλιοπωλεῖο καὶ τοῦ χάρισε ὁ βιβλιοπώλης τὸν Σκαρίμπα, μιᾶς καὶ δὲν “τὰ εἶχε” γιὰ νὰ τὸν ἀγοράσει. Κι’ ἄλλα πολλὰ καὶ τί νὰ λέμε τώρα… Ἀπὸ Δημητράκης ἔγινε Δημήτρης, γιὰ τοὺς φίλους Μῆτσος, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες Δημήτρης Ἀρμάος. Κι’ ἀγάπησε τὰ βιβλία.

Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἱστορία. Ὅποιος δὲν ἀντιμετωπίζει τὸ βιβλίο ὡς μπάλες χαρτιοῦ μὲ τυπωμένη πληροφορία —κείμενα, δηλαδή, ἁπλὰ γιὰ νὰ διαβάζονται—, δηλαδὴ ὅποιος πιστεύει ὅτι δὲν εἶναι μόνο τὸ μέσα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔξω, ποὺ συμπληρώνει τὸ μέσα, ξέρει ὅτι ὁ ἥρωας τοῦ σημειώματος αὐτοῦ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἀκόμα ὑπάρχει ἕνα κοινὸ ποὺ ἀγαπάει τὸ καλὸ βιβλίο, κι’ ἀπαιτεῖ τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ εἶναι ὄχι μόνο καλὰ ἐπιμελημένο καὶ διορθωμένο, ἀλλὰ καὶ ὄμορφο, καλαίσθητο, ὡραῖο. Τὸ κόκκινο μελάνι ποὺ διάλεξε, τὸ κέντρωμα στὸν τίτλο, ὅλα αὐτὰ τὰ μικρὰ κι’ ὅμως τόσο ἀσήμαντα σὲ αὐτὸ τὸ τόσο κακαίσθητο «Σκέφτομαι καὶ γράφω» τοῦ νεαροῦ Δημήτρη, ἴσως καὶ νὰ ἦταν μικρὰ σημάδια τῆς κλίσης καὶ τῆς κλήσης πρὸς τὸν μελλοντικό του ἑαυτό. Δυνάμεις ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ ποῦνε «Μικρέ, πρῶτος στὰ παιχνίδια, ἀλλὰ πρῶτος καὶ στὰ γράμματα ‒ μὴν τὸ ξεχνᾶς».

Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὸ καταλάβαινε. Καὶ τὸ κατάλαβε τόσο ποὺ πέρασε στὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ «ἑνὸς δ’ ἔστι χρεία», ὅπως κάθε ὁλοκληρωμένος καλλιτέχνης. Στὴ σύνθεση τοῦ παιχνιδιοῦ καὶ τῶν γραμμάτων. Ἂν δὲν ἦταν ὁ δάσκαλος, ἂν δὲν ἦταν ἡ νεαρὴ φίλη, κάτι ἄλλο θἆταν. Πάντως ὅ,τι κι’ ἂν ἦταν αὐτό, πάντα θὰ τὰ κατάφερνε νὰ δημιουργήσει αὐτὸν τὸν ἄθλιο (βλ. LSJ· θὰ τοῦ ἄρεσε ἡ λέξη) βιβλιάνθρωπο ποὺ πολλοὶ τὸν θυμοῦνται ἀπὸ τοὺς κολοφῶνες, κι’ ἀκόμα περισσότεροι ἀπὸ τὸ κληροδότημα ποὺ ἄφησε γιὰ προικιὸ σὲ ὅσους —ἴσως παραπάνω κι’ ἀπὸ τὰ ὄμορφα κείμενα, τὰ ὄμορφα βιβλία, τὶς πετυχημένες μεταφράσεις καὶ τὶς ἀκριβεῖς μελέτες—, ἀγάπησαν, ἀγαποῦν καὶ θ’ ἀγαποῦν αὐτὸ ποὺ κάποτε ὁρίστηκε ὡς ὡραῖο.

ΝΠ


Περὶ αἰσθητικῆς τῶν ἐντύπων

Προσωπικά, ἀπὸ τὴ θέση αὐτή, μπορῶ νὰ σᾶς πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὴ μορφὴ τῶν βιβλίων, γιὰ ζητήματα αἰσθητικῆς τῶν ἐντύπων.

Καὶ θ’ ἀρχίσω μὲ μιὰ τοποθέτηση: Κρίνω ὅτι τὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδονται σήμερα, στὸ μεγαλύτερο μέρος τους, δὲν ἔχουν τὴν ἀρτιότητα ποὺ θὰ προσδοκοῦσε κανεὶς ἀπὸ τὶς προόδους τῆς ἐποχῆς. (Παρένθεση: Δὲ λέω πὼς δὲν ὑπάρχουν «ἐξαιρέσεις». Ὑπάρχουν. Καὶ λαμπρές – ὁ Σταῦρος Πετσόπουλος, ὁ Αἰμίλιος Καλιακάτσος, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ΜΙΕΤ ἢ κά­ποιων ἱδρυμάτων ἐδῶ κι ἐκεῖ, καθὼς καὶ ὁρισμένα σχετικὰ πρόσφατα ἐκδοτικὰ σχήματα μὲ «στενό», πλὴν ἀξιέπαινο, κύκλο ἐργασιῶν…  Ἀλλὰ οἱ «ἐξαιρέσεις» εἶναι ἀδικαιολόγητα λίγες. Στὶς προθῆκες τῶν μεγάλων βιβλιοπωλείων ἀφθονοῦν οἱ ἀκαλαίσθητες ἐκδόσεις – ὄχι οἱ προσεγμένες. Κλείνει ἡ παρένθεση.)

Προτείνω μιὰ σύγκριση μὲ τὰ βιβλία ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἑλλάδα τὴ δεκαετία τοῦ ’40. Μέσα στὶς δυσμενέστερες συνθῆκες, μέσα στὴ χειρότερη ἔνδεια, παραχθήκανε θαυμαστὰ δείγματα τυπογραφικῆς τέχνης…

Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πολλὰ γιὰ τοὺς ὅρους ποὺ τότε εὐνόησαν αὐτὴ τὴν ἐκλεκτὴ παραγωγή. Σημασία ἔχει ὅτι κατορθώθηκε μὲ μιὰ τεχνολογία ποὺ λίγο διέφερε ἀπὸ κείνη τοῦ Γουτεμβέργιου…

Φρονῶ ὅτι θὰ ἐξηγούσαμε καλύτερα τὰ ἐπιτεύγματα ἐκείνης τῆς περιό­δου, ἂν παρατηρούσαμε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα. Καὶ συμβαίνει ὅ,τι κατηγοροῦσε σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἐκδότες ὁ γερο-Γκο­βόστης: «Τί ξέρετε ἐσεῖς ἀπὸ βιβλία;» ἔλεγε, ὅταν μοχθοῦσε νὰ βγάλει τὸν Ντοστογιέφσκι κι ἔπεφτε πάνω στὴν ἀποδοκιμασία τους· «ἐσεῖς εἶστε χαρτέμποροι· χαρτὶ πουλᾶτε.» (Μιὰ ἄλλη, θρυλικὴ φυσιογνωμία τῆς βιβλιοφιλικῆς παραγωγῆς, ὁ Φίλιππος Βλάχος, τὸ ἔλεγε ἀλλιῶς: «Μαῦρα γράμματα σὲ ἄσπρο χαρτί…»)

Ἐπιτρέψτε μου νὰ διαβάσω κι ἕνα κείμενο πολὺ πιὸ σύγχρονο μὲ ἀνά­λο­γες κρίσεις: Εἶναι τοῦ Γιώργου Βαρλάμου…

Ἡ παράδοση τῆς τυπογραφίας, τόσο πλούσια καὶ σοφή, ἄφησε κανόνες τέτοιους πού, ἀκολουθώντας τους, καταφέρνουμε νὰ φτιάξουμε βιβλία εὐκολοδιάβαστα καὶ καλόγουστα, ποὺ φτάνουν νὰ εἶναι σωστὰ στολίδια γιὰ τὴ βιβλιοθήκη. Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ τυπογράφοι σήμερα, κάνοντας ἕνα ἐπάγγελμα πιὸ πολὺ κερδοσκοπικὸ παρὰ ἀγαπητό, ἀγνο­οῦν κανόνες καὶ παράδοση. Τὸ θράσος ποὺ δίνει ἡ ἄγνοια (ἐκδοτῶν, τυπογράφων καὶ διανοουμένων) ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν κυκλοφορία βιβλίων πού, σὲ πολὺ μεγάλο ποσοστό, εἶναι δυσκολοδιάβαστα, κου­ραστικὰ καὶ ἄσχημα.

Εἶναι δὲ ν’ ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τοὺς συγγραφεῖς, πῶς ἀφήνουν νὰ γίνονται τὰ ἔργα τους ἑστίες κακογουστιᾶς κι ἀντιπάθειας γιὰ τὸ βιβλίο.

 Μὲ βρίσκουν ἀπολύτως σύμφωνο οἱ διαπιστώσεις τοῦ Βαρλάμου…

Κι ἐπιστρέφω στὶς αἰτίες τοῦ σήμερα.

Φρονῶ, λοιπόν, ὅτι σήμερα τὸ ἔλλειμμα αἰσθητικῆς πηγάζει ἀπὸ ἀδια­φορία καὶ ἄγνοια (αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ μέσα στὰ χρόνια τοῦ Πολέμου καὶ τοῦ Ἐμφυλίου). Καὶ γιὰ τὰ δυὸ ἔχει εὐθύνη ἡ ἀπουσία καλλιέργειας, σπουδῆς, μαθητείας. Γιὰ τὴν ἄγνοια, εἰδικότερα, θὰ πρό­σθετα καὶ τὶς πλάνες ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό.

Τὴν ἀδιαφορία δὲν θὰ τὴ σχολιάσω. Οἱ αἰτίες της μὲ «χτυπᾶνε στὴν καρ­διά». Θὰ μείνω λίγο στὴν εἰδικότερη αἰτία τῆς ἄγνοιας: τὴν πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό.

Καὶ σὰν τέτοια πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὴν ἐπιμονὴ πολλῶν (ἀναγνωστῶν καὶ ἀνθρώπων τοῦ βιβλίου) ὅτι αὐτὸ τὸ ὄργιο πολύχρωμων ἐξωφύλλων καὶ ἀτυχῶν ἐκζητήσεων στὴ σελίδωση εἶναι καλαίσθητο, ὅτι τὰ «πα­ντρέ­ματα» τῶν πιὸ ἑτερόκλιτων γραμματοσειρῶν καὶ ἡ ἐπιστράτευση χαρά­ξεων προορισμένων γιὰ ἀφίσες ἢ γιὰ ταμπέλες καταστημάτων πλουτίζει καὶ ἀνανεώνει τὴν αἰσθητικὴ τοῦ βιβλίου…

Πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμὸ ἀποτελεῖ ἡ ἰδέα ὅτι τὸ βιβλίο εἶ­ναι ἕνα ἔντυπο ὅπως ὁποιοδήποτε ἄλλο, ποὺ προσφέρεται γιὰ πειραμα­τι­σμοὺς ξένους πρὸς τὴν κύρια ἀποστολή του, δηλαδὴ τὸ ἐκτενὲς καὶ ἀπρό­­σκοπτο διά­βα­σμα – πειραματισμοὺς ποὺ διανύουν ὅλο τὰ φάσμα: ἀπὸ τὶς προτάσεις τῆς «ἀνατρεπτικῆς τυπογραφίας» καὶ τὶς «φαντεζὶ» ἐπινοήσεις ὣς τὴ διαφημιστικὴ ἕλξη καὶ τὸ ἀμέριμνο ξεφύλλισμα (σὰν τὰ περιοδικὰ «ποικίλης ὕλης»).

Πλάνη ἀπὸ ἐρασιτεχνισμό, τέλος, πρέπει νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἐντύ­πω­ση (διάχυτη ἀκόμα καὶ στὸν κόσμο τῆς παραγωγῆς) ὅτι τὸ «ὡραῖο βι­βλίο» εἶναι ἀκριβό! (Τὸ λέω αὐτὸ ἐπειδὴ κάποτε συγκατατίθενται νὰ ὁμο­λογήσουν καὶ οἱ πιὸ δύσπιστοι ὅτι ὑπάρχει ἕνας τύπος βιβλίου ποὺ εἶναι πραγματικὰ ὅμορφο.) Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, αὐτὸ δὲν εἶναι δικαιολογία γιὰ νὰ μὴ γίνει ὡραῖο ἕνα βιβλίο· τὸ ἀντίθετο… (Τότε ἡ συμβολὴ τοῦ ἐκδότη στὴν ὑπόθεση τοῦ βιβλίου περιορίζεται ἀφάνταστα. Ἔτσι του­λά­χιστον ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω.) Κι ἔπειτα, δὲν εἶναι ἀκριβό: Μπορεῖ νὰ στοιχίζει λίγο σὲ χρόνο ἀπασχόλησης, τουλάχιστον κατὰ τὴ φάση τοῦ προγραμματισμοῦ του. Ἀλλὰ σὲ τίποτε περισσότερο…

Στὴ βάση ὅλων αὐτῶν τῶν αἰτιῶν βρίσκεται ἡ παρεξήγηση τῆς τεχνο­λο­γίας. Χρειάζεται ἢ δὲν χρειάζεται, καὶ σὲ ποιούς, ἡ γνώση τῆς τυπογραφι­κῆς παράδοσης στὴν ἐποχὴ τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν; – αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα. Οἱ ὑπολογιστὲς διευκόλυναν ἀφάνταστα τὴν παραγωγικὴ δια­δικα­σία· ὁ καθένας μπορεῖ νὰ «στήσει» ἕνα ἔντυπο καὶ νὰ τὸ στείλει στὸ πιε­στήριο γιὰ διάφορες μορφὲς ἐκτύπωσης. Αὐτὴ ἡ εὐκολία, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὶς πλάνες ποὺ προανέφερα, ἔφερε μιὰ νέα φάση ὑποβάθμι­σης στὸ βιβλίο (μετὰ ἀπὸ ἐκείνην τῆς Φωτοσύνθεσης, τὴ δεκαετία 1975-1985 κυ­ρίως). Κατὰ τὴ γνώμη μου, οἱ εὐκολίες τῶν ὑπολογιστῶν εἶναι ἀπαρά­δε­κτο νὰ πηγαίνουν χαμένες, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἀδια­φο­ρίας. Ἡ εὐκαιρία εἶναι «χρυσή».

Ἀρκετὰ μὲ τὴν κριτική.

Ὀφείλω νὰ πῶ καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὴ «γραμμὴ» τῶν Ἐκδόσεων Gutenberg ὡς πρὸς τὸ ζήτημα.

Τὰ βιβλία τῆς πρώτης εἰκοσαετίας τοῦ Gutenberg εἶναι τεκ­μήρια τῆς τυ­ποτεχνικῆς παράδοσης ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ χώρα μας. Εὐχῆς ἔργο εἶναι ὅτι ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος διέθετε καὶ διατήρησε ἐν ζωῆ (1964-1987) ἕνα πα­ραδοσιακὸ τυπογραφεῖο-βιβλιοδετεῖο ἀπ’ ὅπου παρήλασαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καλύτερους τεχνίτες. Ἀνάμεσά τους, ὅμως, ξεχωρίζω τὸν Νίκο Σκια­δά, συγγραφέα ἄλλωστε καὶ σημαντικῶν ἔργων γιὰ τὴν τυπογραφία (τὸ Χρονικὸ τῆς Τυπογραφίας, τὸ τρίτομο Χρονικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Τυπο­γρα­φίας, τὴν Τυπογραφικὴ Δεοντολογία κ.ἄ.)… Μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ 5ου τόμου τῶν ποιητικῶν ἁπάντων τοῦ Γιώργου Σαραντάρη, τὸ τυπο­γρα­φεῖο ἔκλεισε, ἀφοῦ συνταξιοδοτήθηκε κι ὁ τελευταῖος τυπογράφος.

Ἤδη, ὅμως, ἀπὸ τὸ 1975-1976 προσπαθοῦμε νὰ ἀξιοποιήσουμε τὴ Φω­το­σύνθεση. Ἡ διαφορὰ τεράστια: σὲ φω­το­γραφικὸ χαρτὶ τὰ κείμενα, διορ­θώ­σεις καὶ νέο φωτογραφικὸ χαρτί (σὲ ρο­λά – τὰ «μπαστούνια»), σελι­δο­ποίηση τοῦ τελικοῦ δοκιμίου πάνω σὲ φω­τοτράπεζα μὲ «μιλιμετρέ», κομ­μά­τια, «τσόντες», φωτογράφηση, ἔνθεση τῶν φωτογραφιῶν στὸ μοντὰζ καὶ πάει λέγοντας… Κάποιοι, τότε, ἀντιστάθηκαν στὴ Φωτοσύνθεση (Καλιακάτσος, Πετσόπουλος…). Ἀπὸ τὰ χαρακτηριστι­κό­τερα βιβλία τοῦ Gutenberg μὲ τὴν τεχνολογία αὐτὴ ἦταν τὸ Λεξικὸ τῶν Συνθετῶν τοῦ Ρολὰντ ντὲ Καντέ (1987) – ὁ συγγραφέας του τὸ ὑποδέ­χτη­κε μὲ ἀνυπόκριτο θαυμα­σμό, καὶ στὴν εὐχαριστήρια ἐπιστολή του ση­μεί­ωνε: «Εἶναι τιμὴ γιὰ τὴν κοινωνία μας νὰ σχεδιάζονται ἔτσι τὰ βιβλία.»

Οἱ μορφικὲς ἀνησυχίες τῆς παραγωγῆς ἐκδηλώθηκαν ζωηρότερα ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’90 καὶ ἑξῆς, μὲ τὴ στροφὴ στὸ Σύστημα Ἐπιτραπέζιας Τυπογραφίας – τὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Φωτοσύνθεσης, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ κι αὐτὴ ἐξελιχθεῖ. Καρποὶ ἐκείνης τῆς περιόδου ἦταν σειρὲς βι­βλίων ὅπως ἡ «Λογοτεχνία γιὰ Νέους», ἡ «Ἰδέες καὶ Συστήματα», τὸ «Μυ­στικὸ καὶ τὸ Παράδειγμα», ἡ «Orbis Literae», ἡ «Γλωσσολογικὴ Βι­βλιοθήκη»… Στὶς σειρὲς αὐτὲς δοκιμάστηκαν κι ἄλλοι τύποι σελιδο­ποί­η­σης, τρόποι βελτίωσης τῶν γραμματοσειρῶν ποὺ ὑπῆρχαν (ἤδη καλύτερα σχεδιασμένες), διαφόρων καὶ διαφορετικῶν διαστάσεων ἐκδόσεις κλπ. Εἴχαμε τὴν τύχη, ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα, νὰ συνεργαστοῦμε μὲ ἐκλε­κτοὺς θεράποντες τῆς σύγχρονης τεχνολογίας, καλοὺς μάστορες τοῦ φὶλμ καὶ τῶν ἐκτυπώσεων, ἀτελιὲ μὲ ἀξιώσεις, φιλότιμους ἐπιμελητὲς κει­μέ­νου…

Καί, ἐδῶ καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια, διαμορφώθηκε, κοντὰ στὶς ἄλλες ἐκδόσεις τοῦ οἴκου, μιὰ πρόταση πιὸ συνεκτικὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὴν εἰσήγησή μας γιὰ τὴ μορφὴ βιβλίου ποὺ μπορεῖ μελλοντικὰ νὰ ἀντέξει, ἴσως, στὸν ἀνταγωνισμὸ μὲ τὸ ἠλεκτρονικό του παράλληλο. Δὲν ἀποκλείστηκαν οἱ μορφολογίες ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ περισσότερη ἢ λιγότερη ἐπιτυχία σὲ δημοσιεύματα «δεσμευτι­κοῦ» περιε­χο­μένου (ἐπιστημονικὰ ἐγχειρίδια π.χ.). Βελτιώθηκαν κι αὐτές. Κυρίως, ὅμως, δρομολογήθηκε ἀθρόα ἡ παραγωγὴ μιᾶς σειρᾶς τίτλων ποὺ δο­κι­μά­ζουν τὴν ἐφαρμογὴ ἐπιτυχημένων συμπερασμάτων τῆς τυπογραφικῆς παράδοσης μὲ τὸν σύγ­χρονο τεχνολογικὸ ἐξοπλισμό .

Θὰ προσδιόριζα τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ αὐτῶν τῶν ἐκδόσεων ὡς ἑξῆς:

— Μέριμνα γιὰ τὶς πιὸ καλοσχεδιασμένες γραμματοσειρές.

— Σεβασμὸς σὲ θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς σελιδοποίησης.

— Παγίωση ἐπιμέρους ἐπιλογῶν στὴ μορφολογία τοῦ κειμένου.

— Ἀναζήτηση καλαίσθητων πρωτοβουλιῶν καὶ λύσεων στὸ παραπάνω πλαίσιο.

Ἀκούγονται κάπως ἀόριστα ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι τὰ ἴδια τὰ βιβλία εἶναι ὁ καλύτερος μάρτυρας γιὰ τὸ πῶς τὰ ἀντιλαμβανόμαστε.

Ἐννοεῖται πὼς οἱ ἀναζητήσεις σὲ μιὰ τέχνη δὲν τελειώνουν ποτέ – καὶ τὴν ἔντυπη ἔκδοση σὰν τέχνη τὴν ἀντιμετωπίζουμε. Μιὰ τέχνη ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ μιὰν ἄλλη τέχνη: αὐτὴ τοῦ λόγου. Καὶ ποὺ ἀντλεῖ τὸ κύρος της ἀπὸ τὴν ἄρνηση νὰ ὑπηρετήσει ἔργα «ἀνάξια …λόγου».

Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι οἱ πιὸ καλοφτιαγμένες ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις μας ὀφεί­λουν πολλὰ στὰ ἴδια τους τὰ κείμενα – στὴν ἀρτιότητά τους, τὸν ἐξοπλι­σμό τους, τὴ φιλοκαλία τῶν δημιουργῶν καὶ τῶν συντελεστῶν τους ἐνγένει…

Κλείνω, ὡστόσο, μὲ μιὰ τελευταία ἐπιφύλαξη: Ὅσο κι ἂν οἱ τυποτεχνικὲς προτάσεις ἀποκαλύπτουν ἐλπίδα –ἐλπίδα ὅτι θὰ βελτιωθοῦν τὰ πράγματα στὴν ἐκδοτικὴ πρακτική μας–, προσωπικὰ μὲ «τρώει» ὁ φόβος ὅτι ἡ τύχη τοῦ ἔντυπου βιβλίου, ἴσως ὄχι μόνο στὴ χώρα μας, δὲν θὰ εἶναι καλή. Καὶ μεγάλη εὐθύνη θὰ φέρουν γι’ αὐτὸ οἱ δυὸ αἰτίες ποὺ προανέφερα: ἡ ἀδια­φορία καὶ ἡ ἄγνοια…

Σκέφτομαι (καὶ τὸ ἔχω πεῖ ἀλλοῦ) ὅτι, ἂν βλέπαμε τὸν σχεδιασμὸ ἑνὸς βιβλίου σὰν μιὰ χειρουργικὴ ἐπέμβαση, τότε ἡ σχέση συγγραφέα-ἐπιμε­λητῆ-ἐκδότη θὰ ἦταν διαφορετική. Ὁ ἀσθενὴς δὲν πάει στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἀρχίζει διάλογο γιὰ τὴ δόση τοῦ ἀναισθητικοῦ ἢ τὸ πῶς θὰ χρησιμο­ποιήσει ὁ χειρουργὸς τὸ νυστέρι. Αὐτὰ τὰ ἀφήνει στοὺς γιατρούς. Κάπως ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται καὶ μὲ τὸ σχεδιασμὸ τῶν βιβλίων.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ OMIΛΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΜΑΗ ΓΙΑ ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ GUTENBERG, ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΜΑΟ
«Ἰανός», 29 Ἰανουαρίου 2014

*


*