Κολούτσιο Σαλουτάτι, Για την αποτυχία της παρηγοριάς απέναντι στον θάνατο

*

Συντομευμένη απόδοση της 2ης επιστολής
προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα  [1]

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

H 2η επιστολή του Κολούτσιο Σαλουτάτι προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία της φιλοσοφικής παραμυθητικής γραμματείας. Συντάσσεται όταν ο Σαλουτάτι, καγκελάριος της Φλωρεντίας και κορυφαία μορφή του ιταλικού ανθρωπισμού, συντρίβεται από τον χαμό του αγαπημένου του γιου Πιέρο στην Πανώλη του 1400 – λίγα χρόνια πριν είχε υπομείνει και τον θάνατο της γυναίκας του Πιέρα. Ο Ζαμπαρέλλα ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος στον φίλο του, εξαίροντας μεταξύ άλλων την αξιοπρεπή και στωική του στάση ως εφάμιλλη της στάσης που τήρησαν απέναντι στο πένθος και την οδύνη σημαντικά πρόσωπα της αρχαιότητας. Στην πρώτη του επιστολή προς τον Ζαμπαρέλλα, ο Σαλουτάτι περιγράφει γλαφυρά τις τελευταίες στιγμές του Πιέρο και ομολογεί πόσο έχει απομυθοποιήσει την επάρκεια του φιλοσοφικού παραμυθητικού λόγου. Ο ίδιος βρίσκει περισσότερη παρηγοριά στη θρησκεία παρά στην παραμυθητική επιχειρηματολογία του 3ου βιβλίου των Τουσκουλανών διατριβών του Κικέρωνα. Ο Ζαμπαρέλλα συντάσσει νέα επιστολή στην οποία υπερασπίζεται εκτενώς την ικανότητα της φιλοσοφίας –ιδίως εκείνης που παραδέχεται την αθανασία της ψυχής– να προφυλάσσει τον άνθρωπο απ’ την οδύνη που προκαλεί ο θάνατος. Η 2η επιστολή του Σαλουτάτι περιλαμβάνει τη σφοδρή του απάντηση: συντηρητική από κάποιες απόψεις αλλά εντυπωσιακά ρηξικέλευθη στην υπεράσπιση και ανατίμηση της πραγματικότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων.

~.~

Διακεκριμένε δάσκαλε, αδελφέ μου, αγαπημένε φίλε,

Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό όταν σου έγραφα τις προάλλες ότι θα καταλήγαμε να έλθουμε σε αντιπαράθεση. Για να ’μαι ειλικρινής, όσα πραγματεύθηκα τότε μου φαίνονταν τόσο αληθινά που ούτε καν διανοήθηκα ότι θα φθάσω ποτέ να τα αμφισβητήσω. Να όμως που τώρα –για ακόμη μια φορά– συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια στον κόσμο που να έχει διερευνηθεί τόσο εξαντλητικά ώστε να είναι αδύνατον να τη θέσει υπό αμφισβήτηση η ορμή της αντιπαράθεσης.

[…] Έρχομαι, λοιπόν, σε αυτό που αντιμάχεσαι και θα συζητήσω μαζί σου σε πνεύμα αδελφικό εάν αυτές οι θεραπείες που ο Κικέρων και άλλοι φιλόσοφοι προτείνουν για να προσφέρουν παρηγοριά, εκπληρώνουν όντως αυτό που υπόσχονται. Ας ακολουθήσουμε τον ειρμό των σκέψεών σου –ή, μάλλον, εκείνων του Κικέρωνα– προκειμένου να εξετάσουμε εάν αληθεύουν όσα υπερασπίζεσαι έντεχνα και διακηρύττεις τόσο επίμονα. Έχοντας δε την άνεση να εκφράζομαι ελεύθερα μαζί σου, οφείλω να σου ομολογήσω ότι στη συζήτησή μας βλέπω το βλέμμα σου στραμμένο περισσότερο στη φιλοδοξία και τον εντυπωσιασμό, παρά στην αλήθεια. Ισχυρίστηκα λοιπόν –και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου– ότι ο θάνατος είναι κακός από τη φύση του, κι όχι επειδή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας. Ο Σιληνός φέρεται να είπε ότι το καλύτερο για τους ανθρώπους θα ήταν να μην γεννηθούν ποτέ, και το αμέσως επόμενο να πεθάνουν το συντομότερο δυνατό. Και κάποιος άλλος θα πει –μιμούμαι εδώ τα λόγια και το ύφος των Εθνικών– πως οι θεοί μερίμνησαν αξιοθαύμαστα ώστε τα δεσμά της ψυχής, δηλαδή τα σώματά μας, να είναι θνητά και όχι αιώνια. Αλλά τέτοια λόγια ελάχιστα καταφέρνουν να αποδείξουν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Και φυσικά, το κύρος της αλήθειας και των Θείων Γραφών μετρά για μένα ως Χριστιανό πολύ περισσότερο από τις αερολογίες εκείνων που φαντάζονται ότι οι ψυχές εγκατασπείρονται στα άστρα κι ότι, αιώνιες και δημιουργημένες προ πάντων των αιώνων, κατεβαίνουν στα σώματά μας…

Κι όλες αυτές σαν ο Τροχός χίλια και χρόνια διανύσει,
Καλεί και τις σωρεύει στης Λήθης το ρέμα ο θεός
Κι αφού μέσα στη λησμονιά τον ουράνιο θόλο ανταμώσουν
Τότε ξανά προσβλέπουν σώμα ανθρώπου να ζωστούν [2]

Έτσι απεφάνθη ο ποιητής. Κι αν όσα λέει ήταν αληθινά, τότε θα ήταν αναμφίβολα αληθινές κι όλες εν γένει οι ονειροφαντασίες των Εθνικών. Εμείς όμως ξέρουμε ότι «ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»[3]. Ο άνθρωπος είχε πρωταρχικά αξιωθεί την αθανασία χωρίς να παρεμβάλλεται ενδιάμεσο στάδιο. Κι αυτό ανετράπη εις βάρος μας εξαιτίας της παράβασης των προπατόρων μας. Αν ίσχυαν όσα λένε οι Εθνικοί, πως τάχα θα ήταν καλύτερο για τους ανθρώπους να μην γεννηθούν ποτέ ή να πεθάνουν το συντομότερο δυνατό, τότε η θεία καλοσύνη, η οποία «εἶδεν τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»[4], δεν θα είχε καν πλάσει τον άνθρωπο, ούτε θα τον είχε καταστήσει αρχικά αθάνατο, ούτε θα επιθυμούσε μετά την ανάσταση των νεκρών να στεριώσει την αιώνια και πλήρη ένωση του σώματος και της ψυχής ως ίδιον της αθάνατης ευδαιμονίας. Οι τυφλωμένοι Εθνικοί, που δεν λογαριάζουν τον θάνατο για κάτι σημαντικό, βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, που ονομάζουμε θάνατο, είναι κάτι καλό. Ωστόσο, η ειλικρινής αλήθεια –την οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε– και το κύρος της θείας μεγαλοπρέπειας –που υπερέχει όλων των πραγμάτων– αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως κάτι κακό, και, βέβαια, θεωρούν την αθανασία των σωμάτων προτιμότερη της φθοράς που ο θάνατος προκαλεί. […] Και ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι ο Θεός όρισε τον θάνατο ως τιμωρία και συνέπεια του αμαρτήματος της ανυπακοής και της παράβασης ακριβώς επειδή είναι κάτι κακό; Κακό, λοιπόν, και δίχως την παραμικρή αμφιβολία, είναι ο θάνατος. Αλλά όπως σου έγραψα και την άλλη φορά, είναι κακό που προκύπτει όχι από αδικία, αλλά αποτελεί προϊόν τιμωρίας. Από ηθική δε άποψη, ο θάνατος δεν είναι κάτι απολύτως καλό ή κακό. Στην τάξη όμως των φυσικών πραγμάτων είναι εξολοκλήρου κάτι κακό, στον βαθμό που συνιστά στέρηση του αγαθού της ζωής. […] Θυμήσου ότι, σύμφωνα με τον Φιλόσοφο, ο θάνατος προκαλεί μέγιστο φόβο, και φόβο, φυσικά, προκαλούν τα κακά πράγματα, όχι τα καλά. Επιμένω: μην έχεις την εντύπωση ότι μόνον εγώ υποστηρίζω πως όσα προκαλούν φόβο είναι κακά. Άκου τι λέει ο Φιλόσοφος στα Ηθικά Νικομάχεια: «Είναι φανερό ότι φοβόμαστε τα πράγματα που προκαλούν φόβο, και αυτά είναι, με μια λέξη, τα κακά. Για αυτό άλλωστε και ορίζουμε τον φόβο ως την αναμονή ενός κακού. Φοβόμαστε λοιπόν όλα τα κακά πράγματα, όπως την ανυποληψία, τη φτώχεια, την αρρώστια, την έλλειψη φίλων, τον θάνατο»[5]. Και λίγο παρακάτω: «Εκείνο, όμως, που προκαλεί τον μεγαλύτερο φόβο από όλα είναι ο θάνατος, γιατί ο θάνατος είναι το τέλος»[6]. […] Αυτά ισχυρίζεται ο άριστος των φιλοσόφων στα Ηθικά. Φώναζε όσο θες. Κι ας φωνάζει κι όλη η σχολή των Στωικών. Αυτή η αλήθεια που φανερώνεται στα συναισθήματα μετρά για μένα περισσότερο από την άποψη –για να μην πω: το παραλήρημα– των Στωικών. Οι τελευταίοι αξίωναν ένα είδος αρετής που ούτε το είδε με τα μάτια του ποτέ κανείς, μήτε και πρόκειται να το δει τώρα, ενώ προσέβλεπαν σε πράξεις και αρετές που είναι αδύνατον να φέρει εις πέρας η ευάλωτη σάρκα των θνητών ανθρώπων. […] Κι επειδή τον θάνατο τον αισθανόμαστε ως κάτι κακό, μια επικάλυψη λογικής ποτέ δεν θα κατορθώσει να επιβάλει, καλά και σώνει, την ιδέα πως είναι κάτι καλό. […]

Θαρρώ ότι έχω αποδείξει με αληθέστατα και διαυγή λογικά επιχειρήματα πως ο θάνατος όχι μόνον είναι κάτι κακό, αλλά και κάτι που πρέπει να μας θλίβει. Αυτό δείχνει πως το πρώτο έρεισμα της κικερώνειας παρηγορίας σε καμία περίπτωση δεν εκπληρώνει αυτό που υπόσχεται. Φαντάζεται πως, επειδή τάχα ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό, δεν πρέπει να θλιβόμαστε για εκείνους που είναι έτοιμοι να πεθάνουν ή για τους ήδη νεκρούς, κι ας είναι φιλικά ή οικεία μας πρόσωπα. Προσπάθησες να αποδείξεις ότι η αρετή και η κακία είναι τα μόνα πράγματα στα οποία επιτρέπεται να αποδίδουμε τους χαρακτηρισμούς ‘καλό’ ή ‘κακό’. Κι όμως, βλέπεις πως, αυτή η υπεράσπιση της παρηγορητικής σκέψης του Κικέρωνα, όχι μόνον δεν είναι απολύτως ή –για να μιλήσω με προσεκτικότερη ορολογία– καθολικά αληθής, αλλά ούτε εμπεριέχει κάποια βαθιά αλήθεια για τον θάνατο έξω από τη σφαίρα της ηθικής. […] Άλλωστε, αν ο θάνατος δεν ήταν κάτι κακό, δεν θα υπήρχαν νόμοι να τον επιβάλλουν ως τιμωρία. […]

Ας εξετάσουμε τώρα πώς θα μπορούσες να καταρρίψεις όσα είπα για το δεύτερο έρεισμα του παραμυθητικού λόγου και πώς μπορεί αυτό να διερευνηθεί πιο αποτελεσματικά. Είπα πως, αν και συνιστά ίδιον της ανθρώπινης κατάστασης το ότι κάποια στιγμή πεθαίνουμε, ο στοχασμός αυτού του πράγματος δεν εκπληρώνει το καθήκον της παρηγορίας, αφού το μάκρος ή η συντομία της ζωής δεν έχουν οριστεί με τον ίδιο τρόπο για όλους. Κατά συνέπεια, αν και κανένας θνητός δεν πρέπει να θλίβεται για το γεγονός του θανάτου –αφού αφορά τους πάντες κι όχι μόνον κάποιους–, η ανισότητα εντούτοις της διάρκειας της ζωής δικαιολογημένα προκαλεί δάκρυα και οδύνη. […] Ας δούμε, αν θες, πώς προσπάθησες να καταρρίψεις τις αντιρρήσεις που εξέφρασα στο σημείο αυτό. Πρώτα-πρώτα, όρθωσες εναντίον μου το γνωστό απόφθεγμα του Τερέντιου «ο χρόνος απαλύνει όλα τα βάσανα»[7]. Μα τι σχέση έχει αυτό, σε ρωτώ, με την άποψη στην οποία αντιτάχθηκα; Προσθέτει μήπως κάτι το στοχαστικό για τον θάνατο; Μειώνει τη θλίψη που μας κυριεύει όταν επελαύνει άξαφνα ο θάνατος; Παραδέχομαι ότι ο χρόνος απομακρύνει κάθε στεναγμό. «Τίποτε», όπως λένε, «δεν στεγνώνει πιο γρήγορα από τα δάκρυα»[8]. Σίγουρα, όπως υποστηρίζεις, βοηθά κάπως το να σκεφτόμαστε από πριν τη συμφορά, ώστε να είμαστε έτοιμοι όταν ο θάνατος χτυπήσει την πόρτα. Όταν μας βρει το κακό όμως, είναι δύσκολο να συγκρατήσουμε στο μυαλό μας αυτά για τα οποία πειστήκαμε διαβάζοντας, ή όσα εμείς οι ίδιοι προσφέραμε σαν συμβουλές επιχειρώντας να παρηγορήσουμε άλλους. Όσο διαφέρει το να εξασκείσαι αναίμακτα στην πολεμική τέχνη απ’ το να ρίχνεσαι στην αιματηρή μονομαχία, άλλο τόσο διαφέρει και το να στοχάζεσαι τον θάνατο απ’ το να τον βιώνεις. Κάθε δεξιότητα στην πολεμική τέχνη ξεχνιέται όταν έλθει εξαπίνης η ώρα της σύγκρουσης. Όσο οι μάχες παραμένουν μακριά, κάνουμε ασκήσεις, κι εκπαιδευόμαστε πώς θα πλήξουμε τον εχθρό, και φανταζόμαστε πώς θα αποκρούσουμε τα χτυπήματά του. Οι σκέψεις ανταποκρίνονται στη θέληση σε αυτές τις περιπτώσεις. Κι όσο ο κίνδυνος απέχει, η ανδρεία υπόσχεται πως θα κάνει τα πάντα και το θάρρος δεσμεύεται σε όρκους που όμως γρήγορα κάνουν φτερά και τόσο εύκολα αθετούνται. […]  Πάψε λοιπόν, Φραγκίσκο. Μην έχεις την εντύπωση ότι ο στοχασμός του θανάτου τόσο πολύ μπορεί να προστατεύσει τα μυαλά των ανθρώπων ώστε ο ερχομός του κακού να μην μας είναι δυσάρεστος, ούτε να επιμένεις ότι είναι δυνατόν ο θάνατος των αγαπημένων μας να μην μας συνταράζει, εκτός πια κι αν ο στοχασμός μπορεί να ξεριζώσει όλη την ουσία της ανθρωπιάς από τον νου μας, κάτι που ακόμα κι ο φίλος μας ο Κικέρων θεωρούσε αδύνατο. Και μην λες πως πράγματα με τα οποία έχουμε εξοικειωθεί δεν διεγείρουν τα πάθη, ιδίως εάν είναι πράγματα που έχουν τη δυνατότητα από τη φύση τους να μας κατακυριεύουν. Πες, αντιθέτως, πως είναι εγκατεσπαρμένη με απολύτως φυσικό τρόπο η αδυναμία μας να εξοικειωθούμε με αυτά. Είναι δυνατόν ποτέ κάποιος που εξασκείται στο τρέξιμο, όσο πολύ κι αν εξασκηθεί, να φθάσει στο σημείο να μην κουράζεται, ή να μην ιδρώνει, ή να μην ξεφυσά; Μπορεί κάποιος που τραυματίζεται συχνά κι είναι συνηθισμένος στο να δέχεται χτυπήματα, ν’ αποφύγει τον θάνατο από απώλεια αίματος ή να μην νιώσει πόνο; […] Θυμήσου τον Χριστό, τον μέγιστο από όλους τους φιλοσόφους και με τον οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να συγκριθεί (…). Όσο σκέφτεται τον θάνατο –θαρρείς πως– τσακίζεται, στάζει ο ιδρώτας του σαν αίμα, και η θλίψη του νου του δεν σιωπά. Λέει: «περίλυπός ἔστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»[9]. Αν το καλοσκεφτείς, ο άνθρωπος βασανίζεται περισσότερο όταν στοχάζεται προκαταβολικά τον θάνατο (είτε αυτός βρίσκεται μακριά είτε σιμώνει), απ΄ όσο βασανίζεται όταν ο θάνατος έλθει απροσδόκητα. Πιστεύεις άραγε ότι είναι ευκολότερο να επηρεάζεσαι καθημερινά από σκέψεις για τον θάνατο και τον ερχομό του, απ’ το να πεθάνεις χωρίς να τον σκέφτεσαι καθόλου; […]

Αλλά ας έρθουμε τώρα, σε ικετεύω, στο τρίτο έρεισμα της παρηγορίας, το οποίο, κατά την κρίση μου, είναι το πιο ορθολογικό, αφού εδώ μας υπενθυμίζεται ότι είναι μέγιστη ανοησία να ασχολούμαστε με πράγματα που είναι μάταια, και πως πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα για πράγματα που είναι αδύνατον να αντιστραφούν. Για το πένθος για τους νεκρούς μπορεί να ειπωθεί αυτό που διαβάζουμε στον Τερέντιο:

Αυτός δεν πρόκειται να ξαναζήσει [10]

Εναντίον αυτού εγώ είχα γράψει: «Η απουσία ελπίδας για το πράγμα που χάνεις αυξάνει και επιδεινώνει τον πόνο. Γιατί αυτό είναι που μας πληγώνει πιο βαθιά και μας σπαράζει ανελέητα, κι όχι προσωρινά, φυσικά: αυτό για το οποίο κλαίμε, αλλά είναι για πάντα χαμένο»[11]. Δεν είναι αλήθεια αυτό, Φραγκίσκο μου; Πότε θα θρηνούσες λιγότερο: αν ένας γιος ή ένας φίλος σου έφευγε και δεν επέστρεφε ποτέ, ή εάν εξακολουθούσες να ελπίζεις ότι έπειτα από μερικά χρόνια θα επιστρέψει, όσο καιρό κι αν λείψει; Δεν πιστεύω ότι θα το αρνιόσουν αυτό, παρόλο που μου φαίνεσαι πολύ επιρρεπής στις αντιφάσεις. Ποιος είναι τόσο τρελός ώστε να μην το παραδεχθεί αυτό –εκτός κι αν θέλει, βέβαια, να τινάξει στον αέρα τη συζήτηση; […] Νομίζω πως θα συμφωνήσεις ότι το να προτάξεις σε κάποιον αυτό το τρίτο σημείο του παρηγορητικού λόγου μπορεί να θεωρηθεί και προσβλητικό. Φαντάσου κάποιον να λέει: «η απώλεια δεν αποκαθίσταται, πρέπει να υπομείνουμε τον ανεπίστρεπτο χαμό, να μην χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο, ούτε –λες συ ο ίδιος– να κλωτσάμε τη βουκέντρα[12]». Ακόμα κι αν αυτά τα λόγια κατόρθωναν να πείσουν μερικούς, είναι αδίστακτα χτυπήματα σε όσους πενθούν βαριά, είτε επειδή τους υπενθυμίζουν πράγματα που ξέρουν, είτε επειδή μπορεί να τους προκαλέσουν σκέψεις που είχαν έως τότε αποφύγει. Τέτοιες παρατηρήσεις όχι μόνον δεν αλαφρώνουν το φορτίο αλλά το κάνουν πιο δυσβάσταχτο και, προχωρώντας βαθύτερα, κλονίζουν κάθε δυνατότητα αυτοκυριαρχίας. […]

Μετά την περίοδο της οδύνης, ίσως όλες αυτές οι παραινέσεις να λειτουργούν και μπορούμε να τις παραδεχτούμε ως βάλσαμο για τη στεναχώρια. Τούτο όμως οφείλεται στην πάροδο του χρόνου και όχι στη δύναμη και την επάρκεια της παρηγοριάς που προσφέρουν η φιλοσοφία και τα λογικά επιχειρήματα. Κι αφού ο χρόνος ο ίδιος, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από αυτές τις παραινέσεις, θεραπεύει τελικά ακόμα και εκείνους στους οποίους απουσιάζει εντελώς η αυτοκυριαρχία –κάτι που η λογική είναι αδύνατον να πετύχει κατά την περίοδο που κυριαρχεί το πάθος–, τότε οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι οποιαδήποτε επίδραση κι αν φαινομενικά έχουν αυτά τα επιχειρήματα, τούτη δεν οφείλεται σε αυτά καθεαυτά, αλλά στον χρόνο. […]

Η παρηγοριά μου λοιπόν έρχεται μόνον από τον Θεό. […] Ο Θεός είναι η ύψιστη καλοσύνη και μόνη αυτή έχει τον τρόπο να εκμαιεύσει κάτι καλό από τα κακά της φύσης και της μοίρας, ακόμα και της αδικίας. […]

Σε χαιρετώ και σ’ εκλιπαρώ ποτέ να μην με ξαναφέρεις σε τόσο δύσκολη θέση.

Φλωρεντία, 21 Φεβρουαρίου 1401

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] F. Novati (επιμ.), Epistolario di Coluccio Salutati, Ρώμη, 1891–1911, τ. ΙΙΙ, σελ. 456–479.
[2] Αινειάς, ΣΤ’ 748–751.
[3] Σοφία Σολομώντος, 2: 23–24.
[4] Γένεσις, 1: 31.
[5] Ηθικά Νικομάχεια, 1115a 7–8.
[6] Ό.π. 1115a 26.
[7] Εαυτὸν Τιμωρούμενος, 422.
[8] Ρητορική προς Ερέννιο, ΙΙ, 33, 50.
[9] Κατά Ματθαίον, 26: 38.
[10] Εκυρά, 465.
[11] Epistolario, ό.π., τ. ΙΙΙ, 419.
[12] Τερέντιος, Φορμίων, 77–78. [πρβλ: πρὸς κέντρα λακτίζειν]

~.~

*